Ευνομία-Δίκη-Ειρήνη: Οι τρεις κόρες της Θέμιδος

  ΣΚΛΑΒΟΥΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 

Σε καιρούς ολοκληρωτικής κυριαρχίας της βίας, σε όλες τις μορφές της (πολεμική, οικονομική, κρατική, ατομική, ενδοοικογενειακή κλπ, κλπ). Σε μια εποχή καθολικής απαξίωσης του ΟΗΕ και κάθε έννοιας διεθνούς έννομης τάξης, είναι αναγκαίο και χρήσιμο να καταφεύγουμε στις αρχέγονες πηγές της δικαιακής παράδοσης. Σε μια εποχή στην οποία η Δικαιοσύνη, έχει καταστεί αξιοθρήνητο θύμα, αφοπλισμένη, χωρίς ξίφος και ζυγαριά, στερημένη οράσεως και ακοής. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Σε μια εποχή που το εκπαιδευτικό μας σύστημα, στο όνομα της αριστείας, μάλλον βαρβαρίζει ελληνοφώνως, είναι ίσως χρήσιμο να ανασύρουμε από το οπλοστάσιο της πνευματικής μας παράδοσης κάποια δείγματα όπλων, διαχρονικής αξίας και χρησιμότητας, έστω ως διαφορετικό ψυχαγωγικό διάλλειμα των εορτών. Η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη είναι οι τρείς κόρες του Διός από τον γάμο του με την Θέμιδα. Για όσους αρέσκονται να παραδέχονται ότι Μύθος κάτι δηλοί…

Η Θέμις είναι η Θεά της θεσμοθέτησης. Θεσμοθέτησης που αφορά τον κόσμο, τον κόσμο των Θεών και τον κόσμο των ανθρώπων. Είναι Θεά της συμπαντικής τάξης. Στην ελληνική κοσμοαντίληψη η λειτουργία του κόσμου δεν μπορεί να νοηθεί ως αυθαίρετη. Οι έννοιες της δίκης και της αδικίας στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και στην ιστορία του δικαίου ανάγονται στον Αναξίμανδρο (611πΧ-547 π.Χ). Όμως είναι παρούσες στο πέρασμα, από τον Μύθο στην ιστορία, με τον Ησίοδο, και πριν περάσουμε στην φιλοσοφική σκέψη. Στην ελληνική κοσμοαντίληψη, από τις απαρχές της συγκρότησης της, με την Θεογονία του Ησιόδου, ούτε οι Θεοί και φυσικά ούτε οι άνθρωποι μπορούν να είναι αυθαίρετοι, ή ατιμώρητα να αυθαιρετούν.

Άνομος θεός, ακόμα και πατέρας των Θεών, όπως ο Ουρανός, δεν μπορεί να παραμένει στον Θρόνο του. Η Μάνα Γη ανέλαβε το χρέος και καθιέρωσε το δικαίωμα στην ανατρεπτική αποκατάσταση της διαταραχθείσας συμπαντικής τάξης, με την ανατροπή του αυθαίρετου και αυταρχικού Ουρανού, με την συνεργασία του γιού της Κρόνου. Και ο κύκλος του αίματος συνεχίζεται στον Όλυμπο και στο διδακτικό για τους Έλληνες, Ολύμπιο σύστημα εξουσίας, με την ανατροπή του πατροκτόνου Κρόνου από τον Δία και αυτό γιατί η αποκατάσταση της διασαλευθείσας, από τον Ουρανό, τάξης, θα έπρεπε να επιτευχθεί χωρίς την Ύβρη της πατροκτονίας.

Βλέπετε, η σχέση μέσων και σκοπών, τίθεται από το χάραμα της ελληνικής δικαιακής και πολιτικής συνειδητοποίησης. Ο κύκλος του αίματος στο παιδευτικό, για τους Έλληνες, Ολύμπιο σύστημα εξουσίας, κλείνει με τον γάμο του Δία με την Θέμιδα και την απόκτηση των τριών θυγατέρων, της Ευνομίας, της Δίκης και της Ειρήνης. Φιλόνομοι άνθρωποι δεν νοείται να στήνουν βωμούς, να λατρεύουν θεούς ανομίας. Άνομοι άνθρωποι δεν νοείται να λατρεύουν θεούς ευνομίας, δίκης και ειρήνης…

Το οικουμενικό πολιτισμικό μας υπόβαθρο

Η Ευνομία ως συμπαντική καλή τάξη, προηγείται από την γέννηση της Δίκης, της συμπαντικής ισορροπίας και η Ειρήνη ως αρμονική ενότητα διαφορών, ως τρίτη κόρη, ακολουθεί την γέννηση της Δίκης. Με αυτήν την έννοια η ελληνική Μυθολογία και Θεογονία, ενώ είναι εθνική, δεν είναι εθνοκεντρική, όπως άλλες εθνικές μυθολογίες και θεογονίες. Η ελληνική μυθολογία είναι εθνική, αλλά είναι συγχρόνως και οικουμενική γιατί ευαγγελίζεται οικουμενικές αξίες. Η εναρμόνιση του ανθρώπου με την συμπαντική “τάξη” σημαίνει, προϋποθέτει και συνεπάγεται την βίωση, της Ευνομίας, της Δίκης και την Ειρήνης, στο προσωπικό επίπεδο. Στον βαθμό που αυτή η “τάξη”, βιώνεται προσωπικά, μπορεί και να λειτουργεί κοινωνικά…

Ο υγιής άνθρωπος μπορεί να επιδιώκει και να κατακτά την ισορροπία και ως ισορροπημένος μπορεί να γίνει ειρηνικός, ειρηνοποιός, αρμονικός. Μπορεί να κτίζει βιώσιμες και καρποφόρες συντροφιές, μπορεί να κτίζει όμορφες πόλεις, πολιτεύματα και πολιτείες.

Πόλεις και πολιτεύματα που έχουν στόχο να υπηρετούν, να προάγουν την ευνομία την δίκη και την ειρήνη επι-βιώνουν, στον βαθμό που προάγουν πολίτες αφιερωμένους σε αυτές τις αξίες. Στον βαθμό που η παιδεία τους και η πολιτισμική τους πολιτική και στρατηγική στοχεύει αυτούς του στόχους. Κατά συνέπεια αυτή η ποιότητα ύπαρξης δεν αποτελεί δώρο των θεών, αποτελεί κατακτήσιμη δυνατότητα, κατακτήσιμο δικαίωμα, ατομικό και συλλογικό. Δυνατότητα που κατακτάται με μεθοδική άσκηση σε όλα τα επίπεδα.

Όπως έχει παρατηρηθεί οι Έλληνες σμίλεψαν όμορφα αγάλματα αφού πρώτα σμίλεψαν και βίωσαν όμορφα κορμιά. Θα τολμούσα να συμπληρώσω ότι, οι Έλληνες χάραζαν, στα μάρμαρα, τα εσωτερικά τους “χαράγματα”, σε διαρκή διάλογο και θεώρηση τόσο των εσωτερικών, όσο και των εξωτερικών τους “χαραγμάτων”. Ακόμα και στον Ηράκλειτο του «τα πάντα ρει και πατήρ πάντων πόλεμος» η έννοια του απαράβατου “μέτρου” και της μη υπέρβασης του, είναι καθοριστική.

Το περίφημο «Ήλιος γαρ ούχ υπερβήσεται μέτρα. εί δε μη Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρίσουσι» τονίζει αυτήν την αξιακή παραδοχή. Μια παραδοχή με χαρακτήρα συμπαντικού νόμου. Τονίζει την απαράβατη κανονικότητα της πορείας, της λειτουργίας του ήλιου και παράλληλα ο Μύθος του Φαέθωνα φωτίζει την αντίθετη πλευρά. Φωτίζει το, τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση άνομης αυθαίρετης λειτουργίας του Ήλιου, σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων. Έτσι, με δεδομένες, τις επίσης σταθερές, εποχιακές μεταβολές στην σχέση της Γης με τον Ήλιο, η κοσμική σταθερότητα παραμένει αδιατάρακτη. Θεματοφύλακας αυτής της κανονικότητας και πιθανός τιμωρός και αυτού ακόμα του Ήλιου όπως είδαμε, παραμένει η Δίκη.

Ο Τρωικός Πόλεμος διχάζει θεούς και ανθρώπους. Θεοί και άνθρωποι παίρνουν θέση στο πόλεμο, αλλά το τελικό αποτέλεσμα του Τρωικού Πολέμου καθορίζεται, οδηγείται από τη σχέση ανθρώπων και θεών με τη Δίκη, την Ύβρη και τη Νέμεση. Το τρίπτυχο ύβρις, Δίκη, Νέμεσις, είναι για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ένα τρίπτυχο αναγκαιότητας και ελευθερίας, ένα τρίπτυχο ηθικής “Νομοτέλειας”.

Στην ελληνική κοσμοαντίληψη, η Ύβρις αναγκαστικά οδηγείται στη Νέμεση. Η Ύβρις ενέχει και τροφοδοτεί την προοπτική της Νέμεσης. Ενδελέχεια της Ύβρεως είναι η Νέμεσις. Αυτοί οι Μύθοι αποτελούν το ελληνικό πολιτισμικό υπόβαθρο που διαποτίζει την Τραγωδία, την φιλοσοφία, την φιλοσοφία του Δικαίου, την πολιτική φιλοσοφία.

Η δικαιοσύνη στην ελληνοορθόδοξη παράδοση

Η ελληνορθόδοξη υμνογραφία, των Χριστουγέννων θεωρεί και προσλαμβάνει την γέννηση του Ιησού ως ανατολή «του φωτός του της γνώσεως», και ως «Ήλιο της Δικαιοσύνης» και μάλιστα κατά Πλατωνικό, μάλλον, τρόπο, ως τον «νοητόν Ήλιον» της Δικαιοσύνης. Και στην βυζαντινή παράδοση η σημασία της δικαιοσύνης δεν πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Για παράδειγμα, ο Λέων ο Ίσαυρος  (685-741), ιδρυτής της δυναστείας των Ισαύρων και αυτοκράτορας την περίοδο 717- 741, ήταν ο νικηφόρος πολέμαρχος αυτοκράτορας….

Με την περίφημη “Εκλογή Νόμων” (726) γραμμένη στην ελληνική γλώσσα, που θεωρείται ο σημαντικός κώδικας νόμων μετά το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού επικεντρώνει το ενδιαφέρον στην δικαιοσύνη. Στην εισαγωγή της ‘ΕΚΛΟΓΗΣ’, δηλώνει «την τε δικαιοσύνην πάντων των επιγείων προτιμήσαντες». Καθιερώνει την ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο, την ανεξαρτησία των δικαστών με την καθιέρωση της αμοιβής τους απ’ ευθείας από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και προσπαθεί να εδραιώσει την ηθική ακεραιότητα των δικαστών και το απροσωπόληπτο της δικαστικής κρίσης.

Σημαντικό επίσης έργο δικαιοσύνης, που διασφαλίζει την ελευθερία και την ιδιοκτησία των αγροτών χωρικών μικροκαλλιεργητών, το δικαίωμα της κληρονομικής παραχώρησης της ιδιοκτησίας τους και το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, με τον επίσης περίφημο “Γεωρικόν Νόμον”. Ουσιαστικά ο Νόμος Γεωργικός είναι νόμος απαγόρευσης της δουλοπαροικίας και ενίσχυσης των μικρών αγροτών. Αυτά συμβαίνουν στο Βυζάντιο στα 726 μΧ, ενώ στην Δύση βασιλεύει το σκότος της φεουδαρχίας.

Αλλά και βασικός αντίπαλος του Λέοντος του Ισαύρου, στο ζήτημα της εικονομαχίας, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (675-749 μ.Χ.) Σύρος τη καταγωγή και από τις μεγάλες μορφές της ελληνορθόδοξης παράδοσης, βαθύτατος γνώστης της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, αποδεικνύει εις τα Διαλεκτικά του τη άρρηκτη σχέση της ορθόδοξης παράδοσης με την Αρχαιοελληνική Φιλοσοφία και κυρίως σε θέματα που αφορούν το Δίκαιον και το Αγαθόν. Ορίζοντας τη Φιλοσοφία ο Δαμασκηνός, μας λέει:

«Φιλοσοφία αύθις έστιν ομοίωσις θεώ. Ομοιούμεθα δε θεώ κατά το σοφόν ήτοι την του αγαθού γνώσιν την αληθή και κατά το δίκαιον, ό εστί τό του ίσου διανεμητικόν και ού προσωπόληπτον εν κρίσει και κατά το όσιον δε, το υπέρ το δίκαιον, ήτοι το αγαθόν, το ευεργετείν τους αυτόν αδικούντας. Είναι αλήθεια ότι το Δίκαιον το Αγαθόν αποτέλεσαν όχι απλά αντικείμενο ενδιαφέροντος της αρχαιοελληνικής και της ορθόδοξης Βυζαντινής παράδοσης αλλά κυρίαρχο στόχο τους».

Στόχος ο όποιος αναγνωρίζεται μεν, επικρίνεται δε, ως ελληνική πολιτισμική επιλογή και χαρακτηρίζεται ως αιτία του «Ελληνικού εκφυλισμού». Ο γνωστός μας Φαλμεράγιερ στην Ιστορία της Τραπεζούντας (Έκδοση Αφών Κυριακίδη 1984 , Θεσ/κη σελ.21) θα τονίσει «Στη χριστιανική Ελλάδα, η πνευματική ισχύς δεν ήταν, όπως συνέβαινε στη Δύση, κοσμική. Αντίθετα η κοσμική ισχύς ήταν πνευματική. Η αρετή, ιδεώδες, που η χριστιανική εκείνη Ελλάδα έθετε, σύμφωνα με αυτή την αφύσικη αντιστροφή, στο έθνος, σαν σκοπό των επιδιώξεων του, ήταν αντίθετη στην αρχική δομή και φύση του ανθρώπινου γένους. Η αρετή, ιδεώδες, που η χριστιανική εκείνη Ελλάδα έθετε, σύμφωνα με αυτή την αφύσικη αντιστροφή, στο έθνος, σαν σκοπό των επιδιώξεων του, ήταν αντίθετη στην αρχική δομή και φύση του ανθρώπινου».

Δικαιοσύνη και Αρετή

Η αρετή στην αρχαιοελληνική αντίληψη έχει κυρίαρχα πολιτική διάσταση. Η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν νοείται ως μη πολιτική και κατά συνέπεια η αρετή νοείται, κρίνεται, ελέγχεται στη ζωή του ανθρώπου ως πολίτη. Για αυτό, βασικό στοιχείο της αρετής τόσο στη Σωκρατική-Πλατωνική άποψη όσο και Αριστοτέλεια είναι η Δικαιοσύνη.

Ο μη δίκαιος δεν μπορεί να είναι ενάρετος. Επίσης κατά τον Αριστοτέλη και το Πλάτωνα η “φιλότης”, είναι έκφραση της Αρετής, υπερτέρας σημασίας και αυτής της Δικαιοσύνης και μάλιστα το ασφαλέστερο θεμέλιο για τη συγκρότηση της πόλης και της πολιτικής ζωής.

Η αρετή, ο ενάρετος βίος δεν είναι ηθικολογική τυπολατρία, είναι άσκηση της θέλησης, της σκέψης, του συναισθηματικού κόσμου που δοκιμάζεται στη καθημερινή πράξη και ζωή. Ενάρετος δεν είναι ο ενημερωμένος, ο γνώστης των γραφών. Είναι ο ανδρείος, ο δίκαιος, ο σώφρων, ο σοφός, ο αρμονικά αναπτυγμένος άνθρωπος.

Οι ιδιότητες αυτές αποκτούνται μόνο με τη καθημερινή άσκηση σ’ αυτές. Η Αρετή δεν νοείται εξωκοινωνικά, δεν βιώνεται ως “ασκητική αναχώρηση” ατομικά, δεν είναι η “γιόγκικη ασκητική”. Στην ελληνική αντίληψη ο κατ’ άρετήν βίος είναι κοινωνικός, είναι πολιτικός βίος. Αξίωμα πιστεύω ισχύων στην κοινωνία των ανθρώπων, αλλά και στην κοινωνία των εθνών…

-------------------

Σχόλια