Οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέδειξαν το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων ευκαιριακά, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους.
Πριν από λίγες ημέρες ο πρέσβης της Πολωνίας στην Ελλάδα βρέθηκε στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης για να παραδώσει ο ίδιος εκεί μία έκδοση του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας. Δεν είναι το μόνο ίδρυμα στο οποίο παραδόθηκε – πολύ επίσημα – το σχετικό φυλλάδιο, ούτε ήταν η Ελλάδα η μόνη χώρα που έγινε αυτό. Το υπουργείο Εξωτερικών της Πολωνίας συντονίζει μια επίμονη διπλωματική εκστρατεία για την ανάδειξη του θέματος σε όλες τις χώρες του κόσμου. Υφυπουργός των Εξωτερικών και γενικός πληρεξούσιος της πολωνικής κυβέρνησης για το θέμα των επανορθώσεων έχει αναλάβει τον συντονισμό της εκστρατείας. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η έκδοση ήταν ένα επιμελημένο φυλλάδιο 52 σελίδων που παρουσίαζε συνοπτικά τα πορίσματα ενός ογκώδους επιστημονικού τόμου, “Έκθεση για τις απώλειες που υπέστη η Πολωνία ως αποτέλεσμα της γερμανικής επίθεσης και της Κατοχής της χώρας στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου” (The Report on the Losses Sustained by Poland as a Result of German Agression and Occupation during the Second World War, 1939-1945).
Ο εν λόγω τόμος παρουσιάστηκε επίσημα σε ειδική τελετή την 1η Σεπτεμβρίου 2022 – ημέρα επετειακή. Ήταν το αποτέλεσμα μεθοδικής ερευνητικής εργασίας που συντόνισε το “Ινστιτούτο Jan Karski για τις Απώλειες του Πολέμου”. Ο τόμος προτείνεται ως αφετηριακή βάση για το άνοιγμα διαβουλεύσεων της Πολωνικής με την γερμανική κυβέρνηση. Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία δεν έχει υπογράψει καμία συνθήκη ή διμερή συμφωνία για τον διακανονισμό των εκκρεμοτήτων του τελευταίου Παγκοσμίου Πολέμου με την Πολωνία (τον Νοέμβριο του 1990 απλά και μόνο η Γερμανία αναγνώρισε με διμερή συμφωνία τα σύνορα του 1945, με την Πολωνία στην γραμμή Όντερ-Νάϊσσε).
Το προσεκτικά τεκμηριωμένο πόρισμα του τόμου – και του φυλλαδίου – είναι ότι οι πολωνικές διεκδικήσεις καθορίζουν το ποσό των 1.532.170.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, ως αρχική αποτίμηση των οφειλόμενων γερμανικών επανορθώσεων. Πρόκειται για το ένα τρίτο του ετήσιου γερμανικού ΑΕΠ. Ας αναφέρουμε συμπληρωματικά ότι επιπλέον των οικονομικών διεκδικήσεων, παρουσιάζονται και εδαφικές αντίστοιχες: Η Πολωνία αναφέρεται έχασε 180.000 τ. χλμ. από την προπολεμική της έκταση και της δόθηκαν (από γερμανικά εδάφη) μόλις 104.000 τ. χλμ. ως αποζημίωση. Της λείπουν όθεν 76.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, τα οποία και ζητά πίσω από όλους τους γείτονες! Θυμίζει δε ότι η έκταση της γειτονικής Τσεχίας είναι 79.000 τ.χλμ. Έχουμε την αίσθηση ότι ετούτα τα επιπλέον αφορούν κυρίως την Ουκρανία και την Λιθουανία, ίσως δε –σε μια άλλη συγκυρία – την Λευκορωσία.
Δεν αναφερθήκαμε στα παραπάνω για να κρίνουμε ή να σχολιάσουμε την ουσία των πολωνικών αιτημάτων. Στόχος της αναφοράς μας είναι να αντιδιαστείλουμε την σοβαρότητα και την διπλωματική μεθοδικότητα με την οποία η κυβέρνηση στην Βαρσοβία αντιμετωπίζει το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων σε σύγκριση με τον ευκαιριακό, άτολμο, ερασιτεχνικό και ενίοτε γραφικό τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι διπλωματικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους και οι εξωκυβερνητικοί φορείς που στηρίζουν το αίτημα των γερμανικών επανορθώσεων στην Ελλάδα προωθούν το θέμα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέδειξαν το θέμα ευκαιριακά, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους. Καθώς οι όποιες άτολμες κινήσεις – ρηματικές διακοινώσεις, ψήφισμα της Βουλής κλπ – δεν είχαν άλλη συνέχεια και καθώς οι επίσημες διακηρύξεις του τύπου «Η Ελλάς δεν παραιτείται…» δεν συνοδεύονται από καμία ουσιαστική ενέργεια και καμία διάρκεια, συμπεραίνουμε ότι το ζήτημα μάλλον ενοχλεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα – με την εξαίρεση του ΚΚΕ. Ο τρόπος δε που οι κυβερνήσεις της Αθήνας – η παρούσα αλλά και οι προηγούμενες –σπεύδουν να αγκαλιάσουν αλλά και να προωθήσουν τα διάφορα “Ιδρύματα συμφιλίωσης και λήθης” που δημιουργεί η Γερμανία (MOG, ελληνογερμανικό ίδρυμα νεότητας κλπ. κλπ.) δείχνει ότι αναζητούνται εναγωνίως τρόποι άμβλυνσης, εκτροπής και τελικά αποφυγής της όποιας ουσιαστικής διεκδίκησης.
Η Ελλάδα ως κυρίαρχη χώρα;
Πίσω από την άρνηση της Γερμανίας να συζητήσει το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων διακρίνεται μια ειδική αντίληψη για τα δικαιώματα της Ελλάδας και, τελικά, για την ίδια την υπόσταση του ελληνικού κράτους. Να σταθούμε στο πιο σοβαρό: Η γερμανική πλευρά ισχυρίζεται ότι η Συνθήκη Τέσσερα συν Δύο, της 12ης Σεπτεμβρίου 1990, ρύθμισε καθολικά τα διπλωματικά και ουσιαστικά κληροδοτήματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και υποκατέστησε την όποια διμερή συμφωνία – για παράδειγμα την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης – με το κάθε κράτος που δέχτηκε την γερμανική εισβολή και κατοχή ξεχωριστά. Η θέση αυτή ανοίγει επικίνδυνες προοπτικές.
Στην Συνθήκη του 1990, οι τέσσερεις συμμαχικές δυνάμεις του 1945, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ (Ρωσία), Βρετανία και Γαλλία, κατέληξαν σε συμφωνία έχουσα θέση Συνθήκης Ειρήνης με τις τότε δύο Γερμανίες – την Ομοσπονδιακή Γερμανία και την Λαοκρατική Γερμανία. Η Γερμανία έκτοτε επικαλείται την συμφωνία αυτή για να υποστηρίξει ότι όλες οι εκκρεμότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ρυθμιστεί και κανένα κράτος -θύμα γερμανικής επίθεσης και κατάκτησης- δεν μπορεί να εγείρει διεκδικήσεις.
Μια τέτοια θεώρηση δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο για την ελληνική κρατική υπόσταση. Στην περίπτωση που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεχτούν την γερμανική θέση τότε αποδέχονται στην ουσία το δικαίωμα τρίτων δυνάμεων ή χωρών να υπογράφουν για λογαριασμό της Ελλάδας – και ερήμην αυτής – συνθήκες, συμφωνίες ή οτιδήποτε άλλο. Στην ουσία αποδέχεται την μερική μόνο εθνική υπόσταση και κυριαρχία της χώρας. Θέτει δηλαδή την χώρα κάτω από ένα είδος κηδεμονίας δυνάμεων που, επιπλέον, δεν αποτελούν σήμερα, ένα ενιαίο σώμα – μια συμμαχία. Τους εκχωρεί το δικαίωμα υπογραφής ακόμα και σε σημαντικά εθνικά ζητήματα.
Η σημασία ετούτου του προηγούμενου δεν χρειάζεται ειδική επεξήγηση. Μία διεθνής συμφωνία δεν μπορεί ερήμην της Ελλάδας να ρυθμίσει ζητήματα υπόστασης και κυριαρχίας που αφορούν άμεσα την Ελλάδα. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε μια διεθνής διάσκεψη θα μπορούσε, λόγου χάρη, να ρυθμίσει ζητήματα κυριαρχίας της χώρας στις θάλασσες, στα νησιά ή οπουδήποτε αλλού. Θα το δεχόταν αυτό η όποια ελληνική κυβέρνηση;
Υποχρέωση οι επανορθώσεις
Τα ζητήματα που άπτονται της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων είναι υπόθεση κυβερνήσεων. Μόνο η κυβέρνηση της παθούσας χώρας μπορεί να διεκδικήσει από την κυβέρνηση της χώρας που επιτέθηκε, εισέβαλε και κατάκτησε τις οφειλόμενες επανορθώσεις. Δεν πρόκειται για ζήτημα ηθικό, ηθοπλαστικό ή συμβολικό. Για πάγια διπλωματική πρακτική πρόκειται. Τα κινήματα λοιπόν που θέλουν να προωθήσουν το ζήτημα των επανορθώσεων δεν μπορούν παρά να απευθύνονται στην κυβέρνηση της δικής τους χώρας – σε τρόπο ώστε να την αναγκάσουν να προβεί στις απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες. ‘Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά δευτερεύοντα και παρελκυστικά.
Δεν μπορεί ένα κίνημα διεκδίκησης να αποδέχεται και να προβάλει ηθικοπλαστικές ανοησίες του τύπου, “μα και ένα ευρώ να δώσει η Γερμανία…”. Το θέμα δεν είναι η αποκατάσταση του ηθικού κύρους του γερμανικού κράτους. Το ερώτημα είναι εάν μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, έχει ή όχι το δικαίωμα να υπογράψει συνθήκη ειρήνης – με όλα τα παρελκόμενα – με την μεγάλη δύναμη που της επιτέθηκε, την κατέκτησε, την λεηλάτησε, την μάτωσε, την κατέστρεψε. Καίρια πολιτικό είναι το ζήτημα, η ηθική του πλευρά ανήκει σε άλλο επίπεδο, αδιάφορο ως προς το ουσιώδες.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι ένα ζήτημα αυτής της σοβαρότητας δεν μπορεί να διαπομπεύεται μέσα από τις εκάστοτε ψηφοθηρικές ανάγκες πολιτικών χώρων και κομμάτων – που το ξεχνούν όταν γίνονται κυβέρνηση και ενόσω κυβερνούν – ούτε μέσα από φιέστες αμφίβολης αξιοπιστίας, ούτε μέσα από διαρκείς δηλώσεις χωρίς αποδέκτη και αντίκρισμα. Χρειάζεται σοβαρή επιστημονική θεμελίωση κάτω από την σκέπη αξιόπιστων ιδρυμάτων κρατικού χαρακτήρα μακριά από μικροπολιτικές επιδιώξεις και “αξιοποιήσεις” χωρίς συνέπεια και συνέχεια. Χρειάζεται ποιότητα και σταθερή επιμονή. Ένα κίνημα διεκδίκησης έχει ως στόχο την άσκηση πίεσης στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η ανάδειξη του κάθε πονεμένου Γερμανού – ατόμου ή κόμματος ή συλλογικότητας – σε “φίλο” της Ελλάδας – με τις ανάλογες “τιμές” – επειδή αναφέρθηκε στο ζήτημα, ή ζήτησε “συγγνώμη!”, απλά μειώνει την σοβαρότητα των διεκδικήσεων.
Το παράδειγμα που δίνει η Πολωνία, ως προς την μέθοδο, είναι εδώ και μπορεί να δώσει ιδέες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να ακολουθήσουμε το πρότυπο αυτό ως προς το περιεχόμενο των διεκδικήσεων. Το τελευταίο που θα ήθελε η δική μας χώρα θα ήταν το άνοιγμα θεμάτων αναθεώρησης εδαφών και συνόρων…. Η άρχουσα τάξη της Πολωνίας, ανερχόμενη στις ισορροπίες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, έχει επικίνδυνες φιλοδοξίες. Η αντίστοιχη δική μας θα ήταν πρέπον να μην έχει ανάλογες… Θέμα απλής λογικής….
----------------------
--------------
Σχόλια