Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης γράφει για την παρακμή που βιώνει εσχάτως η ελληνική δημοκρατία. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Συμπληρώθηκαν πλέον 50 χρόνια από την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σηματοδότησε την αποκατάσταση, λίγους μήνες μετά, της Δημοκρατίας στην χώρα μας. Παρότι εγκαινιάσθηκε έτσι η δεύτερη μεγάλη περίοδος δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (η πρώτη ήταν από το 1864 έως το 1915), όλα δείχνουν ότι οι δύο αυτές επέτειοι δεν ενδείκνυνται για πανηγυρισμούς.
Αντίθετα, επιτάσσουν, για να είναι επίκαιρες, περισυλλογή και εγρήγορση, διότι αυτό που βιώνουμε, το τελευταίο διάστημα, δεν είναι η θριαμβεύουσα αλλά η «μελαγχολική δημοκρατία». Ο εύστοχος αυτός τίτλος του βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ έχει χρησιμοποιηθεί βέβαια και άλλες φορές, για να περιγράψει δυσλειτουργίες και υστερήσεις των δημοκρατικών μας θεσμών. Ποτέ όμως δεν ήταν τόσο ταιριαστός όσο σήμερα, για να αποδώσει πλήρως την σημερινή ζοφερή εικόνα τους, τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας του πολιτεύματος όσο και στο επίπεδο της προστασίας του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων. Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:
1. Η πολλαπλή υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών
Α. Σε ό,τι αφορά την λειτουργία του πολιτεύματος, η πλέον ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων είναι το λεγόμενο «επιτελικό κράτος». Όταν μιλάμε για επιτελική λειτουργία του κράτους εννοούμε δύο αλληλένδετες επιλογές: πρώτον, μικρά και ευέλικτα υπουργεία, που διατηρούν μόνο τις επιτελικές αρμοδιότητας, και δεύτερον μεταφορά και αποκεντρωμένη άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, με παράλληλη αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αντίθετα, το ψευδεπίγραφο «επιτελικό κράτος» που καθιέρωσε η σημερινή κυβέρνηση δεν υπηρετεί σε κανένα σημείο την επιτελικότητα, ούτε ως προς την άσκηση της κεντρικής εξουσίας, ο συγκεντρωτισμός της οποίας αυξήθηκε αντί να μειωθεί, ούτε ως προς τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που υποβαθμίζεται ραγδαία, ως προς την διοικητική και οικονομική της αυτοτέλεια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται με αυθαίρετα μικροκομματικά κριτήρια ως προς το αντιπροσωπευτικό της σύστημα αλλά και ελέγχεται ολοένα και περισσότερο από την κεντρική διοίκηση (κάτι που επιβεβαιώνει άλλωστε ανάγλυφα η μεταπήδηση του πλέον υποτακτικού προς την κυβέρνηση προέδρου της ΚΕΔΕ σε θέση υπουργού).
Το χειρότερο όμως είναι ότι η συγκεκριμένη θεσμοθέτηση του «επιτελικού κράτους» συνιστά ευθεία υπονόμευση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει δημιουργηθεί, στην θέση παλαιών υπουργείων «προεδρίας», «συντονισμού» ή «διοικητικής μεταρρύθμισης», είναι ένα «υπερπρωθυπουργείο», το οποίο σταδιακά έχει υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως τα υπουργεία και έχει καταστήσει τους υπουργούς μαριονέτες και διεκπεραιωτές προειλημμένων αποφάσεων.
Η κυβέρνηση, η οποία ως συλλογικό όργανο (Υπουργικό Συμβούλιο) είναι ο βασικός φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας, έχει καταντήσει ένα άβουλο διακοσμητικό όργανο, το οποίο απλώς επικυρώνει, συνήθως χωρίς συζήτηση, τις εισηγήσεις του πρωθυπουργού και του στενού του περίγυρου. Δεν είναι τυχαίο ότι στον πολιτικό λόγο του πρωθυπουργού δεν υπάρχει πλέον το «εμείς» (δηλαδή η κυβέρνηση) αλλά το «εγώ», το οποίο υπερπροβάλλεται με κάθε ευκαιρία (βοηθούντων και των προπαγανδιστικών εν πολλοίς ΜΜΕ), είτε πρόκειται για πολιτικές πρωτοβουλίες είτε για πολιτικές αποφάσεις.
Ο πρωθυπουργός συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα, χωρίς καμία συνταγματική νομιμοποίηση, σαν Πρόεδρος Δημοκρατίας σε προεδρικό πολίτευμα (πχ ΗΠΑ), καταστρατηγώντας συνεχώς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος αλλά και επιλέγοντας μία στάση που αναδίδει ολοένα και περισσότερο –ελέω και έλλειψης ουσιαστικής αντιπολίτευσης…– προσωπική οίηση και αλαζονεία… Είμαστε ίσως ένα βήμα πριν αναφωνήσει, σαν άλλος Λουδοβίκος, «Το κράτος είμαι εγώ»…
Β. Καταστρατήγηση του Συντάγματος έχουμε αναμφισβήτητα και στην περίπτωση της μικροκομματικής επιβολής εκλογικών συστημάτων, τόσο στις βουλευτικές όσο και στις δημοτικές εκλογές, που παραβιάζουν ευθέως την ισοδυναμία της ψήφου των πολιτών και συρρικνώνουν την δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων τους.
Όπως έχω γράψει επανειλημμένα, επικαλούμενος την επιστημονική παρακαταθήκη του Αριστόβουλου Μάνεση και του Δημήτρη Τσάτσου, είναι αδιανόητο στις βουλευτικές εκλογές, να πριμοδοτείται ένα κόμμα που λαμβάνει πάνω από 25% –δηλαδή ακόμη και αν είναι πολύ μακριά από την απόλυτη πλειοψηφία– και ταυτόχρονα να αποκλείεται από την πριμοδότηση ο συνασπισμός κομμάτων, ακόμη και αν το ποσοστό του υπερβαίνει το ποσοστό του μεμονωμένου –δεύτερου– κόμματος.
Αδιανόητο και πρωτοφανές είναι επίσης, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα ποσοστό 43% να εξασφαλίζει τόσο την εκλογή ενός δημάρχου ή περιφερειάρχη όσο και την κατάληψη των 3/5 του δημοτικού ή περιφερειακού Συμβουλίου, παρά το ότι οι πολίτες έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι ένα τέτοιο ποσοστό μπορεί ευχερώς να ανατραπεί, διότι δεν εκφράζει την απόλυτη πλειοψηφία…
Πρόκειται για τον ορισμό των σύγχρονων καλπονοθευτικών συστημάτων, τα οποία εξακολουθούν να είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του κυβερνώντος κόμματος και να αλλοιώνουν απροκάλυπτα την εκλογική βούληση, παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει, στο άρθρο 52, την ελεύθερη και ανόθευτη έκφρασή της…
Γ. Μια και βρισκόμαστε στο πεδίο των εκλογικών θεσμών, ένα άλλο θέμα που δεν περιποιεί στο πολιτικό μας σύστημα είναι η αντιμετώπιση των νεοναζιστικών κομμάτων, η ηγεσία των οποίων βαρύνεται με συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν εντοπίζεται στην βασική θεσμική λύση που υιοθετήθηκε –δηλαδή στην μη ανακήρυξη κομμάτων αν τα ηγετικά τους στελέχη έχουν καταδικασθεί για εγκληματική δράση– την οποία άλλωστε έχει προτείνει πρώτος ο γράφων, ήδη από το 20135.
Εκείνο που είναι θεσμικά απαράδεκτο είναι η συγκεκριμένη τακτική του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο δεν δίστασε να υποτάξει ακόμη και ένα τόσο σημαντικό για την δημοκρατία θέμα στους μικροκομματικούς υπολογισμούς και χειρισμούς του. Έτσι επέλεξε να νομοθετήσει με δόσεις, αρχικά μεν με ευρύτερη συναίνεση των κομμάτων αλλά με ελλιπή ρύθμιση στη συνέχεια δε με αμφιλεγόμενες διατάξεις περί «πραγματικής ηγεσίας», τις οποίες επέβαλε εκβιαστικά, χωρίς αναζήτηση συγκλίσεων και με σαφή προεκλογική στόχευση. Τα προβλήματα δε αυτών των επιλογών αναδείχθηκαν ανάγλυφα στις τελευταίες εκλογές, με αποτέλεσμα την γελοιοποίηση των εκλογικών διαδικασιών και την απόπειρα αναζήτησης σπασμωδικών και «τραβηγμένων από τα μαλλιά» λύσεων, με αχρείαστη εμπλοκή και της Δικαιοσύνης…
Δ. Ιδιαίτερα προβληματικό, ως προς την αξιοπιστία των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών, είναι και το «Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα», που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα (ν. 5062/2023). Και τούτο διότι με αυτό επαναλαμβάνεται ένα δομικό λάθος, που χαρακτήριζε και το παλαιότερο opengov του ΠΑΣΟΚ: ναι μεν εξορθολογίζεται (κατά τρόπο μάλλον υπερβολικό) η διαδικασία επιλογής των ευάριθμων δημόσιων λειτουργών που καταλαμβάνουν πράγματι πολιτικές θέσεις –και άρα ορθώς διορίζονται με κομματικά κριτήρια από την κυβέρνηση– παράλληλα όμως εξακολουθούν να υπάγονται στις πολιτικές αυτές θέσεις ουκ ολίγοι δημόσιοι λειτουργοί που δεν έχουν –και δεν πρέπει να έχουν– πολιτικά χαρακτηριστικά (όπως πχ οι διοικητές νοσοκομείων).
Για τις θέσεις αυτές η –εξορθολογισμένη έστω– επιλογή από την κυβέρνηση συνιστά έναν απλό επιφανειακό εξωραϊσμό διαδικασιών που υπακούουν σε κομματικά και εν πολλοίς πελατειακά κριτήρια. Αν υπήρχε πράγματι διάθεση για έναν στοιχειώδη έστω (πόσο μάλλον για «πολυδύναμο»…) θεσμικό εκσυγχρονισμό, αυτή θα επέβαλλε οριστική ρήξη με την πολιτική πατρωνία, δηλαδή εφαρμογή των ίδιων διαδικασιών επιλογής που ισχύουν και για τους υπόλοιπους δημοσίους λειτουργούς…
Ε. Η ευθύνη πάντως για την υποβάθμιση της πολιτικής δημοκρατίας δεν βαρύνει μόνο την κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα, τα οποία, ενώ είναι κρίσιμοι για την λειτουργία του πολιτεύματος συνταγματικοί θεσμοί, παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα εσωτερικής δημοκρατίας, το οποίο δυστυχώς προοιωνίζεται και τον τρόπο με τον οποίο κυβερνούν ή θα κυβερνήσουν.
Εν πρώτοις, όλα τα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα έχουν υιοθετήσει πλέον, χωρίς καμία ασφαλιστική δικλείδα, την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη δημοκρατικοφανή εκλογική διαδικασία που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με την οποία συμμετέχουν στην ανάδειξη του επικεφαλής του κόμματος ακόμη και τυχάρπαστα μέλη ή φίλοι της τελευταίας στιγμής, που άγονται και φέρονται από κομματικούς και εξωκομματικούς παράγοντες, χωρίς κανένα όρο ιδεολογικοπολιτικής ταύτισης αλλά και κανένα χρονικό όριο προηγούμενης συμμετοχής στην εσωκομματική ζωή7. Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό ότι κανένα από τα κόμματα αυτά δεν μπορεί να ισχυρισθεί αξιόπιστα ότι πληροί, έστω και στοιχειωδώς, τις προϋποθέσεις μιας γνήσιας εσωκομματικής δημοκρατίας.
Αντίθετα, αυτό που ισχύει σε όλα, με ελάχιστες παραλλαγές, είναι η θέση που εξέφρασε πρόσφατα, χονδροειδώς, ο νέος επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την απευθείας και αδιαμεσολάβητη σχέση με το –τυχάρπαστο επαναλαμβάνω– εκλογικό σώμα, προκειμένου να δικαιολογήσει την αγνόηση ή/και την παράκαμψη των οργάνων του κόμματος (με αποτέλεσμα το κόμμα σκαντζόχοιρος, των προηγούμενων χρόνων, που απέκλειε συστηματικά κάθε άνοιγμα, να φτάσει απότομα στο άλλο άκρο, στο «κόμμα χυλό», με ρευστή και αβέβαιη βάση και με μόνο όργανο έναν πρόεδρο που την επικαλείται ερήμην της…).
Στην Νέα Δημοκρατία, βέβαια, δεν χρειάσθηκε καν μια τέτοια επίκληση, διότι επιβλήθηκε από την αρχή, χωρίς καμία αντίσταση, η κομματική μονοκρατορία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προετοίμασε αλλά και επισφράγισε, στη συνέχεια, την πρωθυπουργοκεντρική μονοπώληση της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι πράγματι πρωτοφανής η αφωνία που επικράτησε απέναντι στον αρχηγό, αρχικά στο κόμμα και στην συνέχεια τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση, με μόνο δέλεαρ την κατάληψη και την διατήρηση της εξουσίας…
Αλλά και στο ΠΑΣΟΚ η όποια εσωκομματική δημοκρατία έληξε άδοξα με την εκδίωξη του Κώστα Λαλιώτη από την θέση του Γραμματέα του κόμματος, προκειμένου να δοθεί απρόσκοπτα –και άκρως εκσυγχρονιστικά…– το δαχτυλίδι, από τον Κώστα Σημίτη στον Γιώργο Παπανδρέου και να εγκαινιασθεί έτσι, με τον νέο τρόπο εκλογής, η εποχή των επιγόνων. Πρόκειται για μια εποχή σταδιακής συρρίκνωσης και παρακμής, στην οποία η εσωκομματική ζωή κινήθηκε μεταξύ αρχηγικών και ολιγαρχικών συμπεριφορών, με πλήρη την υποβάθμιση των εσωτερικών διαδικασιών αλλά και με έκδηλη την υποτίμηση και την δυσανεξία, ιδίως από τη σημερινή ηγεσία, για οτιδήποτε και οποιονδήποτε θυμίζει την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ…
Με δεδομένη λοιπόν την προβληματικότητα της εσωτερικής λειτουργίας των ως άνω κομμάτων, και την ανάλογη αν όχι μεγαλύτερη των υπόλοιπων μικρότερων (ξεκινώντας από την πλήρως ελεγχόμενη ανάδειξη οργάνων στο ΚΚΕ και φθάνοντας σε κόμματα ΙΧ ή κατευθυνόμενα, που παραβιάζουν κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας) δεν είναι διόλου παράξενο ότι και το ίδιο το κομματικό σύστημα, στο σύνολό του, είναι άκρως προβληματικό, με αδυναμία συνεννόησης και σύγκλισης ακόμη και στα πλέον στοιχειώδη…
2. Η παρακμή του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων
Ωστόσο, η υποβάθμιση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τους θεσμικούς όρους της λειτουργίας του πολιτεύματος. Ακόμη χειρότερη είναι η σημερινή πραγματικότητα του Κράτους Δικαίου και των Ατομικών Δικαιωμάτων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις συνεχείς αυταρχικές παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς η σημερινή κυβέρνηση –ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, το παρακυβερνητικό «υπερπρωθυπουργείο»– έχει βάλει στο στόχαστρο σημαντικότατα ατομικά δικαιώματα, όχι μόνον με την κατάφωρη παραβίασή τους αλλά και με την συστηματική υπονόμευση των ανεξάρτητων αρχών που καθιερώθηκαν για την υπεράσπισή τους.
Ειδικότερα:
Α. Η πρώτη μείζων παραβίαση αφορά αναμφισβήτητα το δικαίωμα πληροφόρησης, που αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτικού πλουραλισμού. Δεν υπάρχει καμία άλλη περίοδος της μεταπολίτευσης στην οποία μια κυβέρνηση να ελέγχει τόσο ασφυκτικά και τόσο καταθλιπτικά την πολιτική ενημέρωση, σε όλες τις εκφάνσεις της.
Υπήρξαν βέβαια και άλλες κυβερνήσεις που το επιχείρησαν στο παρελθόν. Ωστόσο, το σημερινό προπαγανδιστικό κατάντημα του συνόλου σχεδόν των μαζικών μέσων επικοινωνίας και –κατ’ευφημισμόν– ενημέρωσης δεν έχει προηγούμενο. Από την μία η ΕΡΤ, που δεν είναι δημόσια αλλά κυβερνητική τηλεόραση, παρά τις κάποιες επί μέρους αντιστάσεις από ευάριθμους δημοσιογράφους, και από την άλλη οι μεγάλες εφημερίδες και όλα σχεδόν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που αποτελούν τον ορισμό της διαπλοκής, καθώς έχουν περιέλθει –με ευθύνη όλων των μεγάλων κομμάτων– στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών, που ανταλλάσσουν την αμέριστη υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση με την προνομιακή ικανοποίηση των ποικίλων και συχνά αθέμιτων οικονομικών τους συμφερόντων.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εκπομπές που είναι απλώς μεροληπτικές, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα, όπως και κάποιες προειδοποιητικές βολές επί μέρους κριτικής, για να υπενθυμίζουν στην κυβέρνηση το ποιοι αποτελούν τα βασικά της ερείσματα. Από εκεί και πέρα όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα κυριαρχεί είτε η απροκάλυπτη προπαγάνδα, υπέρ των θέσεων της κυβέρνησης, είτε η αποσιώπηση ή διαστρέβλωση κάθε αντιπολιτευτικής –ή έστω κριτικής– φωνής, με έκδηλο τον ευτελισμό του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Το ζοφερό δε αυτό τοπίο ολοκληρώνεται από τον ανηλεή πόλεμο που διεξάγουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί απέναντι στην ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία και στις ελάχιστες αντιπολιτευτικές εστίες στον χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ αλλά και από τους κινδύνους που εκπορεύονται από αδιαφανή πολιτικοοικονομικά κέντρα κατά ορισμένων θαρραλέων δημοσιογράφων, ακόμη και για την ζωή τους. Δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο το ότι η χώρα μας κατατάσσεται πλέον σε μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη, ως προς την ελευθερία της πληροφόρησης.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν κατέστη σε όλους φανερό ότι η κυβέρνηση φρόντισε, με την εξαγορασμένη συνεργασία του Κυριάκου Βελόπουλου (ο οποίος θέλησε να αποφύγει τα πρόστιμα για τις ανεκδιήγητες εκπομπές του…) και με προκλητική αγνόηση όλων των άλλων κομμάτων, να δώσει την χαριστική βολή στην ήδη αμφιλεγόμενη ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης8. Της Αρχής δηλαδή που καθιερώθηκε για την διασφάλιση του πολιτικού πλουραλισμού πλην όμως σταδιακά κατέληξε, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο, σε θεραπαινίδα των διαπλεκόμενων συμφερόντων…
Β. Η δεύτερη και πλέον εμβληματική παραβίαση, ως προς την προστασία των δικαιωμάτων, ήταν αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όπως αποδεικνύεται από τα ενδελεχή πορίσματα της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και από τα ευρήματα δύο ανεξάρτητων αρχών (της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) που σε αντίθεση με το ΕΣΡ στάθηκαν στο ύψος της αποστολής τους, προκύπτουν πλέον αναμφισβήτητα τα εξής: το «υπερπρωθυπουργείο» που λέγεται ψευδεπίγραφα «επιτελικό κράτος» αποφάσισε μία μακρά σειρά υποκλοπών, που συνδύαζαν αφ’ενός μεν νομιμοφανείς παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, με εκτελεστές δύο αμφιλεγόμενους και πλήρως ελεγχόμενους κρατικούς λειτουργούς, αφ’ετέρου δε παράνομες παρακολουθήσεις με το διαβόητο predator, που παρήγγειλε η ίδια η ΕΥΠ, προκειμένου να μην μείνει τίποτε κρυφό για την ζωή και την δράση προσώπων που ενδιέφεραν ποικίλως και πολλαπλώς το σημερινό καθεστώς (με ιδιαίτερη έμφαση βέβαια σε δημοσιογράφους και πολιτικούς, ακόμη και υπουργούς της κυβέρνησης…).
Όταν δε αποκαλύφθηκαν οι πρώτες υποκλοπές, και ιδίως αυτή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αντί ο πρωθυπουργός να αναλάβει τις ευθύνες που του ανήκαν αντικειμενικά και εις ολόκληρον, και να κάνει το αυτονόητο για κάθε προηγμένη δημοκρατικά χώρα, δηλαδή να παραιτηθεί –όπως έπραξαν πρόσφατα τρεις πρωθυπουργοί, ο Κουρτς, ο Τζονσον και ο Κόστα– προέβη σε μία σειρά ανεκδιήγητων ενεργειών, που συνιστούν όχι μόνον ευτελισμό των θεσμών αλλά και ουσιαστική αναίρεση του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου.
Ο χώρος δεν επιτρέπει την αναλυτική έκθεση αυτών των ενεργειών, στις οποίες άλλωστε έχω αναφερθεί αναλυτικά και κριτικά σε σειρά άρθρων. Ωστόσο θα συνοψίσω λέγοντας ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κλείσει το θέμα με υπεκφυγές και με μόνη «θυσία» τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του ανιψιού του και του εκλεκτού του στην ΕΥΠ. Όταν δε είδε ότι το θέμα δεν έκλεινε, λόγω της θαρραλέας στάσης των Ανεξάρτητων Αρχών και ορισμένων δημοσιογράφων, κινήθηκε ανερυθρίαστα προς τρεις αθέμιτες κατευθύνσεις: πρώτον επιχείρησε με όλους τους τρόπους την συγκάλυψη του σκανδάλου, δεύτερον επέβαλε την αποσιώπηση ή την πλήρη διαστρέβλωσή του στην ενημέρωση και τρίτον εξαπέλυσε, με όλα τα πολιτικά και δημοσιογραφικά εξαπτέρυγά του, μία αήθη επίθεση εναντίον των Ανεξάρτητων Αρχών (και ιδίως της ΑΔΑΕ, που ήταν και στην πρώτη γραμμή ως προς την αποκάλυψη του σκανδάλου).
Η επίθεση αυτή αποκορυφώθηκε, τελευταία, με την σκαιά επίθεση προσωπικά κατά του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου, με την διατεταγμένη άσκηση δίωξης (από τον πλήρως ταυτισμένο τ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) κατά δύο άλλων δραστήριων μελών (Αικ. Παπανικολάου και Στ. Γρίντζαλη) αλλά και με την βεβιασμένη, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ, αντικατάστασή τους, η οποία επετεύχθη χάρη στην αποκλειστική –και αμοιβαία ιδιοτελή, κατά τα ανωτέρω– συνεργασία με τον Κυριάκο Βελόπουλο αλλά και με μία πλειοψηφία που είναι κάτω από το προβλεπόμενο συνταγματικά όριο των 3/5… Κι όλα αυτά με μοναδική αιτία το ότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις…
Αν σε αυτά προσθέσουμε τα γελοία επιχειρήματα ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν πρέπει να απασχολεί τον λαό και ότι εν πάση περιπτώσει το 41% αποτέλεσε κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το ξέπλυμα του σκανδάλου, έχουμε μία πρώτη σκιαγράφηση της τεράστιας θεσμικής κατάπτωσης που έχει διαβρώσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, λόγω της πολλαπλά αυταρχικής παρεκτροπής που βαρύνει εξ ολοκλήρου την σημερινή κυβέρνηση. Διότι, ως γνωστόν, συνταγματική Δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο πολιτική συμμετοχή και πολιτική αντιπροσώπευση. Σημαίνει εξ ίσου θεσμικά αντίβαρα κατά του αυταρχισμού της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και γενικότερα θεσμικές εγγυήσεις για την τήρηση της νομιμότητας και για την προστασία του συνόλου των συνταγματικών δικαιωμάτων (πολιτικών, ατομικών, κοινωνικών).
Το πιο θλιβερό, πάντως, στην περίπτωση του σκανδάλου των υποκλοπών, είναι ότι ενώ οι Ανεξάρτητες Αρχές στάθηκαν στο ύψος του συνταγματικού τους ρόλου, η Δικαιοσύνη υστέρησε απελπιστικά και στην πραγματικότητα λειτούργησε σαν συνεργός της κυβέρνησης στην συγκάλυψη του σκανδάλου. Ανεξαρτήτως του πως κινήθηκαν οι θιγόμενοι, έπρεπε ήδη να έχουν ασκηθεί διώξεις κατά των υπευθύνων για τις παρακολουθήσεις, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε ότι θα ανέκυπτε ζήτημα και ποινικής (πέρα της πολιτικής) ευθύνης για τον σημερινό πρωθυπουργό.
Αυτό –και όχι η διατεταγμένη αντιπαράθεση με τις Ανεξάρτητες Αρχές, οι αστείες υπεκφυγές και η συνεχής κωλυσιεργία– σημαίνει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε μία δημοκρατικά προηγμένη χώρα, όπως μαρτυρούν πολλά παλαιά και πρόσφατα γνωστά παραδείγματα στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι αστείο να μιλάμε για δικαστική προστασία των δικαιωμάτων όταν οι φύλακες γίνονται δήμιοι του κράτους δικαίου, κύπτοντας πρόθυμα και υποτακτικά το γόνυ στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας…
Και αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο για τις υποκλοπές ούτε μόνο για τα πολιτικά Δικαστήρια. Ανάλογες περιπτώσεις συναντάμε και στα άλλα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλέον μία ολοένα και εντονότερη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της αμεροληψίας της Δικαιοσύνης (στην οποία έχει συμβάλει, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, και μία εμφανής και ιδιαίτερα ανησυχητική ροπή του Συμβουλίου Επικρατείας προς τον «εθνολαϊκισμό», με αποκορύφωμα τις ανεκδιήγητες αποφάσεις του για την ιθαγένεια και το μάθημα των θρησκευτικών).
Γ. Η τρίτη μείζων παραβίαση αφορά την εξαγγελθείσα ήδη πρόθεση
θεσμικής παράκαμψης της απαγόρευσης του άρθρου 16 Σ για την παροχή
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην χώρα μας (η
οποία μάλιστα έρχεται να προστεθεί στην προηγούμενη θεσμική παρεκτροπή
της κυβέρνησης, ως προς το ίδιο άρθρο, με την νομιζόμενη κατάργηση, μέσω
της νομοθεσίας, της συνταγματικής εγγύησης του ακαδημαϊκού ασύλου).
Όπως κατέδειξε πειστικά προσφάτως ο Κ. Γιαννακόπουλος η παράκαμψη αυτή
επιχειρείται επί τη βάσει μιας έωλης ερμηνείας, που δεν αντέχει σε
σοβαρή κριτική διότι υποβαθμίζει πλήρως την κανονιστική ισχύ του
Συντάγματος, με μία προσχηματική επίκληση τόσο του άρθρου 28 του
Συντάγματος όσο και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά ταύτα
επιστρατεύεται άκριτα και ελαφρά τη καρδία, χωρίς να αναλογισθούν οι
υποστηρικτές της ότι έτσι πλήττεται προεχόντως, προς χάριν πρόσκαιρων
πολιτικών ή και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, η ασφάλεια δικαίου και ο
εγγυητικός χαρακτήρας του Συντάγματος.
Σημειωτέον, για να προλάβω τους καχύποπτους, η τοποθέτησή μου αυτή απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα (contra constitutionem) ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μου ως προς την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων. Για το ζήτημα αυτό έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο18 ότι δεν έχει πλέον νόημα να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής και ότι είναι προτιμότερο να τροποποιηθεί συνταγματικά, το άρθρο 16 του Συντάγματος, ώστε να επιτραπούν, με συγκεκριμένες αυστηρότατες προδιαγραφές, μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Μόνο έτσι θα αποφευχθούν επικίνδυνα by pass, όπως το σχεδιαζόμενο, με τα οποία είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουμε σε μεταλλαγμένα ΙΕΚ…
Δ. Υπάρχει όμως και μία τέταρτη μείζων παραβίαση του κράτους δικαίου, που αφορά πλέον όχι τον πολιτικό αλλά –παραδόξως για το κυβερνών κόμμα– τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ειδικότερα, εκείνο που βάλλεται πανταχόθεν το τελευταίο διάστημα είναι η βασικότερη θεσμική εγγύηση της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
Δεν μπορώ δυστυχώς να επεκταθώ με παραδείγματα αλλά γνωρίζω καλά, όπως το γνωρίζουν καλά και όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι η σημερινή κυβέρνηση βαρύνεται με μία τεραστίων διαστάσεων διασπάθιση του δημόσιου και ευρωπαϊκού χρήματος, με πρωτοφανή κατάχρηση των απευθείας αναθέσεων και με μοναδικό κριτήριο την πελατειακή συναλλαγή και την προνομιακή μεταχείριση των «ημετέρων». Η τακτική αυτή καταστρατηγεί στον πυρήνα της την συνταγματική προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων, υπονομεύοντας έτσι βαθύτατα, μετά τον πολιτικό, και τον οικονομικό πλουραλισμό.
3. Τελικά «μένουμε Ευρώπη»;
Θα μπορούσε πάντως στο σημείο αυτό να παρατηρήσει κανείς: δηλαδή μόνο τα τελευταία χρόνια έχουμε δραματική υποβάθμιση της Δημοκρατίας μας; Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα όχι και αυτό δεν το υποστηρίζω πρώτη φορά. Ο δρόμος άνοιξε την περίοδο της κρίσης, με αντισυνταγματικές –πλην ανέλεγκτες– πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με υπέρμετρο περιορισμό τόσο των συνδικαλιστικών όσο και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στα προβλήματα αυτά προστέθηκαν αργότερα, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ένα αντισυνταγματικό –πλην επίσης ανέλεγκτο– δημοψήφισμα, μία σοβαρή παραβίαση του κράτους δικαίου, με την υπόθεση Νοβάρτις, και ένα μίνι «σκάνδαλο Κοσκωτά», που οδήγησε επιπροσθέτως και σε μία ακόμη χαμένη ευκαιρία για μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου.
Προβλήματα τέλος ανέκυψαν, ως προς τα ατομικά δικαιώματα, και κατά την περίοδο της πανδημίας, όχι λόγω των επιβληθέντων περιορισμών, καθεαυτούς, αλλά λόγω της καταχρηστικής αξιοποίησης ορισμένων από αυτούς21. Ωστόσο, όλες αυτές οι παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας ωχριούν μπροστά στην σημερινή πραγματικότητα, καθώς εκείνες ήταν εν πολλοίς αποσπασματικές και σε κάθε περίπτωση καθορισμένες από μία ιδιαίτερη πολιτική ή κοινωνική συγκυρία.
Αντίθετα, οι πρόσφατες αυταρχικές παρεμβάσεις της σημερινής κυβέρνησης είναι μία οργανωμένη, συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια για εξουδετέρωση δημοκρατικών και δικαιοκρατικών προγεφυρωμάτων, η οποία, δυστυχώς, μόνο με τις αντίστοιχες προσπάθειες πρώην χωρών του ανατολικού μπλοκ μπορεί να συγκριθεί. Αυτό μόνο κάποιοι γιαλαντζί «φιλελεύθεροι» καμώνονται πως δεν το καταλαβαίνουν, παρότι ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει πλέον έντονη ευαισθητοποίηση για τις θεσμικές παρεκτροπές της χώρας μας…
Με βάση λοιπόν όλη την προηγούμενη περιδιάβαση, πρέπει νομίζω να αναρωτηθούμε σοβαρά: Τι σήμαινε άραγε εκείνο το «Μένουμε Ευρώπη» για το οποίο πολλοί –μεταξύ των οποίων και ο γράφων– κινητοποιηθήκαμε; Σήμαινε απλώς παραμονή της χώρας στην Ε.Ε., με ένα καθεστώς πτωχής και υποτακτικής συγγενούς, που αρκείται στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την άσκηση πελατειακής πολιτικής;
Και ακόμη περισσότερο: σήμαινε μετατροπή σε μία ανάπηρη δημοκρατία, με αναξιόπιστους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και με κολοβωμένες εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου και των Δικαιωμάτων; Για όσους αρκούνται σε μία τέτοια «ευρωπαϊκή» οπτική, υπερασπιζόμενοι με επιστημονικούς και πολιτικούς σολοικισμούς την σημερινή οπισθοδρόμηση της Δημοκρατίας μας (το «όπισθεν ολοταχώς» για να θυμηθούμε τον μακαριστό Χριστόδουλο), θέλω να επισημάνω τα εξής:
Η χώρα μας, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και τις μείζονες πολιτικές κρίσεις που αντιμετώπισε κατά καιρούς (με αποκορύφωμα τον διχασμό και τον εμφύλιο) κατείχε έως τώρα σημαντική θέση στην χορεία και στην πορεία των δημοκρατικά προηγμένων χωρών. Στον δέκατο ένατο αιώνα όχι μόνον ευτύχησε να έχει προωθημένους συνταγματικούς θεσμούς (ιδίως τα Συντάγματα του Αγώνα και το Σύνταγμα του 1864), αλλά και βίωσε, μαζί με ελάχιστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μία μακρόχρονη περίοδο δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (1864-1915), η οποία ακόμη δεν έχει ξεπερασθεί από την μεταπολιτευτική περίοδο.
Αλλά και στον ταραγμένο εικοστό αιώνα η μοναδική πραγματική απόκλιση της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά δεδομένα ήταν η περίοδος 1945-1974. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η χώρα μας αντιστοιχήθηκε ξανά πλήρως τόσο με την δική της δημοκρατική παράδοση όσο και με τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά δεδομένα. Από αυτήν λοιπόν την άποψη η στάση της χώρας μας υπήρξε μετά το 1974 από υποδειγματική μέχρι ικανοποιητική, παρά τους όποιους πολιτικούς και οικονομικούς κραδασμούς, κατατάσσοντάς μας ξανά, έως πρόσφατα, στην δημοκρατική ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών.
Ενόψει αυτών, είναι ιδιαίτερα θλιβερό για τον γράφοντα, που έκανε
μεγάλη προσπάθεια για να θεμελιώσει επιστημονικά την προωθημένα
δημοκρατική πορεία της χώρας μας τόσο στον 19ο αιώνα όσο και στην
μεταπολιτευτική περίοδο, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την
ολόπλευρη υποβάθμισή της τα τελευταία χρόνια. Μια υποβάθμιση που μας
απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από το ευρωπαϊκό μοντέλο, σύμφωνα με
το οποίο δεν νοείται συνταγματική Δημοκρατία αν δεν εμπεριέχει
ταυτόχρονα την δημοκρατική, την φιλελεύθερη και την κοινωνική συνιστώσα
της.
Προς όσους λοιπόν δεν αντιδρούν σήμερα, είτε από ιδιοτέλεια είτε από
κομφορμισμό, πλην όμως κόπτονται παράλληλα, σε όλους τους τόνους, υπέρ
του «ευρωπαϊσμού» και του «φιλελευθερισμού», θα αρκεσθώ απλώς να κλείσω
με ένα ερώτημα και μία υπενθύμιση.
Τα ερώτημα σχετίζεται με τις πρόσφατες εκλογές στην Πολωνία, όπου ως γνωστόν καταγράφηκε μια σημαντική ήττα της ακροδεξιάς, η οποία είχε επιβάλει ένα ιδιόμορφο μισελεύθερο καθεστώς, σε εμφανή απόκλιση από το ευρωπαϊκό μοντέλο. Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι:
Μήπως τελικά η σταδιακή θεσμική διολίσθηση της χώρας μας στον αυταρχισμό σημαίνει ότι βαδίζουμε πλέον πλησίστιοι προς την υποκατάστασή μας στην θέση της Πολωνίας; Μήπως δηλαδή βρεθούμε «ανεπαισθήτως», για να θυμηθούμε τον ποιητή, μέσω μιας ιδιότυπης και αργόσυρτης «ορμπανοποίησης», στην κατηγορία των μαύρων προβάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την λειτουργία των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών μας θεσμών;
Η υπενθύμιση αφορά κάτι που είπε ο Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης
σε δίσεκτους καιρούς, το οποίο διατηρεί όμως και σήμερα ακέραιη την
σημασία του:
«Υπάρχουν στιγμές που η σιωπή δεν είναι χρυσός… αλλά λίβανος και σμύρνα προς τους κρατούντες»…
Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
*To άρθρο δημοσιεύθηκε στο Constitutionalism.gr, 21.11.2023
Σχόλια