Τι πρέπει να έχει στην ατζέντα του ο Μητσοτάκης στις συζητήσεις για τα ελληνοτουρκικά
Μπορεί να συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε, εύσχημα, «ελληνοτουρκικό διάλογο», αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για διαπραγματεύσεις πάνω μόνο στα «θέλω» της Άγκυρας. Το πρώτο ορόσημο της διαδικασίας, στις 7 Δεκεμβρίου, πλησιάζει. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
- του Βασίλη Γαλούπη
Όπως σε κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ χωρών, έτσι και σ’ αυτήν Ελλάδας – Τουρκίας, η ετοιμότητα των δυο πλευρών να μπουν στη διαδικασία εξαρτάται από τα συμφέροντά τους. Όμως, η συνύπαρξη Ελλάδας – Τουρκίας είναι ουσιαστικά υπό συνεχή διαπραγμάτευση, κι όχι με ευθύνη της Αθήνας.
Αυτό που προκαλεί δικαιολογημένη καχυποψία στην κοινή γνώμη, λόγω της κυβερνητικής μυστικοπάθειας, είναι αν η Ελλάδα τελικά διάλεξε τούτη εδώ τη στιγμή επειδή πράγματι έκρινε ότι τώρα έχουμε τις μεγαλύτερες δυνατότητες να επιτύχουμε ή αν σπρώχνεται προς διαπραγματεύσεις επειδή οι σύμμαχοί της βιάζονται να κλείσουν εκκρεμότητες στην περιοχή.
Όπως και να ’χει, η χώρα προχωρά στη διαπραγμάτευση, άρα το βασικό ερώτημα τώρα είναι ποιος είναι ο στρατηγικός στόχος της Ελλάδας.
Είναι γνωστό και διατυπωμένο ότι η Τουρκία εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις. Οτι απειλεί επισήμως με casus belli αν η Ελλάδα ασκήσει τα νόμιμα και κατοχυρωμένα από τις διεθνείς συνθήκες δικαιώματά της. Οτι ζητά αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου. Οτι θεωρεί τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης «τουρκική». Και πολλά ακόμα…
Ολοι ξέρουν τι θα ζητήσει η Τουρκία στις διαπραγματεύσεις, κόντρα στο Διεθνές Δίκαιο. Αλλά ουδείς γνωρίζει η Ελλάδα τι ακριβώς θα πάει να ζητήσει. Η ελληνική κυβέρνηση έχει να παρουσιάσει μόνο μια «αμυντική ατζέντα», μάλιστα ανεκτική. Μέχρι σήμερα, ατζέντα διεκδικήσεων απέναντι στην Τουρκία δεν έχει εμφανιστεί από το Μαξίμου ή το ΥΠΕΞ.
Η τακτική της «μη ήττας», κυρίως όχι μιας βαριάς ήττας, δεν μπορεί να είναι συμβατή με καμία στρατηγική νίκης. Κι όμως, η ηττοπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιούλιο, λίγες μέρες μετά τον θρίαμβό του στις εκλογές, προκάλεσε ανησυχία για τους αληθινούς στόχους της διαπραγμάτευσης.
Για το ενδεχόμενο απομείωσης της κυριαρχίας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, απάντησε ότι «αυτό είναι μια σχετική έννοια» και πως «οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Για να υπερτονίσει ότι πράγματι πιστεύει σε μια τέτοια τακτική υποχωρήσεων πρόσθεσε: «Το ερώτημα είναι: θα μείνουμε με τη διαφορά αυτή ανεπίλυτη, αν η Ιστορία μάς προσφέρει μία ευκαιρία να τη λύσουμε;»
Ο Ελληνας πρωθυπουργός επικαλείται μια ευκαιρία που δεν είναι ορατή σε κανέναν άλλον. Η Αθήνα όχι μόνο έχει ενισχύσει κι άλλο το δόγμα κατευνασμού από τον Φεβρουάριο και τον σεισμό στην Τουρκία, αλλά έχει αποσύρει εντελώς πια από τη δημόσια κουβέντα ακόμα και τα στοιχειώδη ανοιχτά ελληνικά ζητήματα, που απορρέουν από τη μη τήρηση της νομιμότητας από την πλευρά της Αγκυρας, που θα έπρεπε να αποτελούν τη μίνιμουμ προϋπόθεση για έναρξη διαπραγμάτευσης.
Είναι η διεθνής νομιμότητα, δηλαδή οι διεθνείς συνθήκες και το Δίκαιο της Θάλασσας, που απονέμουν, αμετάκλητα και με σαφήνεια, τα δικαιώματα της Ελλάδας. Συνεπώς, το όριο της διαπραγμάτευσης για τη δική μας περίπτωση είναι μόνο η πολιτική βούληση.
Ομως, ακόμα και οι «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι πια ξεκάθαρες, ενώ δεν υπάρχει καμία κινητικότητα για διεκδικήσεις που θα μπορούσαν τουλάχιστον να ισορροπήσουν μια παρτίδα η οποία γέρνει σταθερά προς την Αγκυρα.
Το παράδοξο είναι ότι ο πρωθυπουργός φαίνεται διατεθειμένος να συζητήσει διεκδικήσεις της Τουρκίας που δεν απορρέουν από καμιά συνθήκη, ενώ στριμώχνει κάτω από το χαλί του κατευνασμού ελληνικές διεκδικήσεις βάσει Διεθνούς Δικαίου και συνθηκών.
Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει μειώσει -αυτονόητα- τις παράνομες υπερπτήσεις το τελευταίο οκτάμηνο και το ότι οι μεταναστευτικές ροές από τα σύνορα μπορεί να έχουν περιοριστεί ελαφρά δεν είναι δυνατόν να σπρώχνουν προς τη λήθη διεκδικήσεις ουσίας για τον Ελληνισμό, με ταυτόχρονη αποκοπή της Κύπρου από τα Ελληνοτουρκικά, ούτε να σβήνουν αξιώσεις δεκαετιών, όπως συνοψίζουμε σήμερα.
Άμεση άρση του τουρκικού casus belli
Με ενεργό το τουρκικό casus belli δεν μπορεί να υπάρξει καμία ειλικρινής αφετηρία διαπραγμάτευσης. Πρόκειται για τη μίνιμουμ προϋπόθεση της ελληνικής πλευράς, που, όμως, δεν έχει τεθεί. Η απειλή της Τουρκίας για πόλεμο στο ενδεχόμενο να ασκήσουμε τα διεθνώς κατοχυρωμένα δικαιώματά μας και να επεκτείνουμε μονομερώς, και χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν, τα χωρικά ύδατα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. δεν συμβαδίζει με τη διεθνή νομιμότητα και την πρόθεση καλής γειτονίας. Η Ελλάδα πηγαίνει σε διάλογο, ενώ η Τουρκία εξακολουθεί να εκβιάζει με πόλεμο για 12 ν.μ.
Απαίτηση αναγνώρισης της Κύπρου
Η Τουρκία χρηματοδοτείται αδρά από την Ευρωπαϊκή Ενωση για το Μεταναστευτικό, και όχι μόνο. Ομως, οι Βρυξέλλες επιτρέπουν στην Τουρκία όχι μόνο να κατέχει παράνομα σχεδόν το μισό νησί, αλλά και στον Ερντογάν να μην αναγνωρίζει ένα μέλος της Ε.Ε. Η Ελλάδα έχει υποχρέωση, ως προϋπόθεση για έναρξη διαπραγματεύσεων, να απαιτήσει την αναγνώριση της Κύπρου, επαναφέροντας το ζήτημα των Τούρκων εποίκων στο ψευδοκράτος, των αποζημιώσεων για τις περιουσίες των Κυπρίων και της άμεσης διακοπής των έργων που έχουν ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα στη νεκρή ζώνη.
Ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου
Η Τουρκία επεδίωξε την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου, εν γνώσει της ότι παραβιάζει τη Συνθήκη για τα Θαλάσσια Ορια και με στόχο να δημιουργήσει τετελεσμένα για μια αποκλειστική οικονομική ζώνη στη Μεσόγειο. Αν και στην πραγματικότητα η μοναδική διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ και συνακόλουθα της υφαλοκρηπίδας, κάτι που επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, η Τουρκία σπεύδει να τορπιλίζει διαρκώς όποιο κλίμα περί συζητήσεων, με παράνομες αξιώσεις της. Αν και το μνημόνιο με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης ακυρώθηκε από το Εφετείο της χώρας το 2021, η Τουρκία υπέγραψε το 2022 νέα προκαταρκτική συμφωνία εξερεύνησης ενέργειας με βάση την προηγούμενη συμφωνία.
Ελληνική η μουσουλμανική η μειονότητα της Θράκης
Μόλις δύο εβδομάδες πριν από την 7η Δεκεμβρίου, και ενώ το ελληνικό ΥΠΕΞ και ο πρωθυπουργός έχουν επενδύσει -άγνωστο γιατί- πολλά σ’ αυτή τη συνάντηση, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν μίλησε ξανά για «τουρκική» μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Η πάγια τακτική της Τουρκίας δεν έχει αλλάξει και δεν φαίνεται κανένα φως στο τούνελ ότι οι θέσεις της θα διαφοροποιηθούν. Αν την 8η Δεκεμβρίου η πλευρά Ερντογάν κάνει παρόμοια δήλωση, όποιο κλίμα συναίνεσης θα τιναχθεί στον αέρα, εκθέτοντας την ελληνική πλευρά που δεν θίγει από τώρα, δηλαδή εγκαίρως, ένα τέτοιο προαπαιτούμενο. Η ελληνική κυβέρνηση δεν υπερασπίζεται αρκετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, που στην ανταλλαγή πληθυσμών με το άρθρο 2β προέβλεπε τον όρο «μουσουλμάνοι» και όχι «Τούρκοι».
Απόσυρση της θεωρίας των γκρίζων ζωνών
Η γκριζοποίηση των Ιμίων έγινε έπειτα από τουρκική απόβαση και λόγω της ανοχής των Σημίτη – Πάγκαλου. Παρά την τουρκική ρητορική ότι δεν είχε κατατεθεί στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη η σχετική σύμβαση του 1932, τα Ιμια αποτελούν συστάδα νησίδων της Δωδεκανήσου. Αυτά εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10/12/1947), όπου η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τις νήσους της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες. Ακόμα και στην προγενέστερη διμερή σύμβαση του 1932, ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία, τα Ιμια συμπεριλαμβάνονταν σε χάρτη με τα ιταλικά εδάφη. Αργότερα, όλες οι ιταλικές κτήσεις επί της Δωδεκανήσου πέρασαν στην ελληνική κυριότητα, ομοίως και τα Ιμια. Το τουρκικό κράτος είχε αποδεχτεί το καθεστώς επικυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά αυτά. Το γκρίζο καθεστώς των Ιμίων, όμως, παγιώνεται λόγω της ένοπλης αμφισβήτησης του 1996.
Παύση εργαλειοποίησης Μεταναστευτικού
Οι περισσότερες από τις τελευταίες κρίσεις στα Ελληνοτουρκικά έχουν αιτία τις υβριδικές επιθέσεις που κάνει η Τουρκία στην Ελλάδα μέσω της εργαλειοποίησης του Μεταναστευτικού. Το καθεστώς Ερντογάν καρπώνεται δισεκατομμύρια ευρώ από την Ε.Ε., δηλαδή κι από την Ελλάδα, για να περιορίζει τις μεταναστευτικές ροές, και σίγουρα για να μην τις χρησιμοποιεί ως ένα απάνθρωπο εργαλείο πίεσης σε βάρος της χώρας μας, της Ε.Ε. και της Δύσης γενικότερα.
Αναγνώριση συνθηκών και διεθνών δικαστηρίων
Οποιες απειλές περί προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης είναι έωλες, ακριβώς επειδή η Τουρκία δεν το αναγνωρίζει. Η χώρα μας έχει αναγνωρίσει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, σύμφωνα με το άρθρο 36 του καταστατικού του, ήδη από το 1994. Αντιθέτως, η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ αμφισβητεί και διεθνείς συνθήκες είτε με επιθετική τακτική είτε τις θεωρεί παράνομες εξ ολοκλήρου. Πάνω σε ποια βάση νομιμότητας και κατοχύρωσης των αποτελεσμάτων μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, όταν η Ελλάδα δεν απαιτεί από την Τουρκία να αναγνωρίσει τα δικαστήρια και τις συνθήκες, κάτι που η Τουρκία αποφεύγει ακριβώς επειδή θα αφαιρούσε από το τραπέζι τις περισσότερες παράνομες διεκδικήσεις της;
Υπό διεθνή προστασία τα ελληνικά μνημεία
Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να προστατεύσει και να συντηρήσει την πληθώρα μνημείων που την κοσμούν, είτε αυτά είναι αρχαία ελληνικά είτε χριστιανορθόδοξα. Καταπατά σωρεία διεθνών συμβάσεων και αποφάσεων που έχουν υιοθετηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Η απόφαση της τουρκικής ηγεσίας να μετατρέψει κορυφαία μνημεία του χριστιανικού πολιτισμού από μουσεία σε τεμένη, με κορυφαίο παράδειγμα την Αγια-Σοφιά, είναι προκλητική και σύμφωνα με τον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Η χώρα μας οφείλει να απαιτήσει την άμεση ενεργοποίηση και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έτσι ώστε εμμέσως και η Ελλάδα να έχει λόγο σε ένα καθεστώς στενότερης διεθνούς εποπτείας και παρακολούθησης.
Διδασκαλία ελληνικών σε ποντιόφωνους
Εντελώς προκλητικά, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ώστε να διδάσκονται τη γλώσσα οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί που εξακολουθούν να υπάρχουν στην Κωνσταντινούπολη και στον Πόντο. Το 2007 ο ελληνόφωνος Βαχίτ Τουρσούν από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας έγραφε στην τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» ότι «τα ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». Εθιγε το γεγονός ότι «από μικρός έπρεπε να καταπνίγω τη γλώσσα που έμαθα». Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν πιέσει ώστε να υπάρξει μέριμνα από το ελληνικό κράτος. Κάτοικοι από την κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας δηλώνουν ότι «η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς. Στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα. Κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μην τη μιλάμε».
Ίμβρος, Τένεδος και ασφάλεια των νησιών
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, «τα νησιά του Αιγαίου Ιμβρος και Τένεδος, που παραμένουν υπό τουρκική κυριαρχία, θα έχουν ειδική διοικητική οργάνωση αποτελούμενη από τοπικά στοιχεία και θα παρέχουν κάθε εγγύηση για τον μη μουσουλμανικό ιθαγενή πληθυσμό, στο μέτρο που αφορά την τοπική διοίκηση και την προστασία προσώπων και περιουσιών». Οι προβλέψεις του άρθρου αυτού ουδέποτε εφαρμόστηκαν και η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να διεκδικήσει την εφαρμογή της συνθήκης. Η προστασία της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιμβρο και την Τένεδο ήταν και συνεχίζει να είναι διεθνής υποχρέωση της Τουρκίας, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, παρά τη συστηματική παραβίασή της. Σχετικά με την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, σε κανένα σημείο της Συνθήκης της Λωζάννης δεν υπάρχει αναφορά ότι για τα συγκεκριμένα νησιά υπάρχει καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης. Επίσης, η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη του 1947.
Σχόλια