Άρθρο Π. Κάπρου μετά τη συμφωνία στο Συμβούλιο της Ε.Ε.: Μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρισμού και αποσύνδεση των τιμών ρεύματος από αυτές του αερίου
Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας προορίζεται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα. Για το σκοπό αυτό η ηλεκτρική ενέργεια σύντομα θα παράγεται χωρίς ορυκτά καύσιμα. Παράλληλα, προωθείται ο εξηλεκτρισμός της θερμότητας και της κινητικότητας. Ακόμα, εκεί όπου ο εξηλεκτρισμός δεν θα μπορεί να γίνει απευθείας, θα χρησιμοποιούνται καύσιμα, όπως το πράσινο υδρογόνο και συνθετικά καύσιμα, τα οποία θα παράγονται από ηλεκτρική ενέργεια. Στην προοπτική αυτή οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αποτελούν την κύρια πηγή πρωτογενούς ενέργειας. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Στην παρούσα συγκυρία της πρωτοφανούς αβεβαιότητας και πρόσφατα της μεγάλης κρίσης των τιμών φυσικού αερίου, η Ευρώπη αναζητά τρόπους απεξάρτησης των τιμών ηλεκτρισμού από τις τιμές φυσικού αερίου και ταυτόχρονα τη διασφάλιση επενδύσεων σε ΑΠΕ, αποθήκευση και άλλες καθαρές τεχνολογίες.
Μετά από πολλούς μήνες συζητήσεων, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξε σε τελικό κείμενο Οδηγίας Μεταρρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, το οποίο τώρα προωθείται στο Κοινοβούλιο. Θα πρέπει να ενταχθεί στο πρωτογενές και δευτερογενές δίκαιο των κρατών-μελών εντός εξαμήνου.
Η βασική επιδίωξη της νέας Οδηγίας είναι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας να μην εξαρτώνται από τις τιμές φυσικού αερίου, αλλά να αντανακλούν το πραγματικό και πλήρες κόστος των ΑΠΕ (και άλλων καθαρών σε εκπομπές τεχνολογιών, όπως τα πυρηνικά) και να περιλαμβάνουν επιπλέον κόστος για τη συμπλήρωση και εξισορρόπηση της διακύμανσης των ΑΠΕ. Το μέτρο που θεσπίζει η νέα Οδηγία επιδιώκει ταυτόχρονα να διασφαλίσει βεβαιότητα ροής εσόδων στις επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες (μη-ορυκτών καυσίμων όπως τις ονομάζει), ώστε να είναι επαρκή τα κίνητρα για επενδύσεις. Το ίδιο επιδιώκει και για τους μη-ορυκτών καυσίμων πόρους συμπλήρωσης και εξισορρόπησης ΑΠΕ (που παρέχουν υπηρεσίες ευελιξίας στο σύστημα, όπως η αποθήκευση) και υπό προϋποθέσεις και σε μονάδες αερίου εφόσον απαιτούνται για την επάρκεια ισχύος. Επιπλέον, η νέα Οδηγία θεσπίζει σειρά μέτρων για την προστασία των καταναλωτών έναντι αυξήσεων των τιμών ηλεκτρισμού, με έμφαση στη διαχείριση αβεβαιότητας τιμών μέσω συμβολαίων σταθερών τιμών και μελλοντικής εκπλήρωσης, δηλαδή μέσω απεξάρτησης της λιανικής αγοράς από τη διακύμανση των τιμών της χονδρικής αγοράς. Παραμένουν σε ετοιμότητα μέτρα επιδότησης καταναλωτών και συλλογής υπερ-εσόδων παραγωγών σε περίπτωση νέας κρίσης των τιμών.
Γιατί ένα σύστημα που βασίζεται στις ΑΠΕ πρέπει ταυτόχρονα να έχει μηχανισμό μέσω του οποίου αποσυνδέονται οι τιμές ηλεκτρισμού από τις τιμές φυσικού αερίου;
Μέχρι σήμερα, και πολύ έντονα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης τιμών, οι τιμές ηλεκτρισμού στη χονδρική αγορά ήταν άμεσα εξαρτώμενες από τις τιμές φυσικού αερίου, πράγμα φυσικό για τη χονδρική αγορά, αλλά όχι σωστό για τη λιανική αγορά στην οποία οι τιμές ακολουθούσαν τις τιμές χονδρικής που εκτινάχθηκαν λόγω των τιμών του φυσικού αερίου. Αυτές καθορίζουν το κόστος μίας επιπλέον κιλοβατώρας κατανάλωσης (οριακές τιμές) αλλά δεν είναι σωστό αυτές και όχι το πραγματικό κόστος να προσδιορίζουν τις τιμές λιανικής αφού οι οριακές τιμές είναι συστηματικά πολύ υψηλότερες από τη μέση τιμή, δηλαδή το μέσο κόστος, του ηλεκτρισμού, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος παράγεται από φθηνούς πόρους όπως οι ΑΠΕ και τα πυρηνικά.
Για πολλές δεκαετίες το ηλεκτρικό σύστημα δεν είχε ΑΠΕ αλλά κυρίως θερμικές μονάδες διαφορετικών δομών κόστους. Η επίτευξη ελαχίστου κόστους συστήματος επιτυγχανόταν ως εξής: Οι τεχνολογίες διέφεραν κοστολογικά, γιατί κάποιες είχαν υψηλό κόστος επένδυσης αλλά χαμηλό κόστος λειτουργίας (π.χ. μονάδες άνθρακα) και άλλες είχαν χαμηλό κόστος επένδυσης αλλά υψηλό κόστος λειτουργίας (π.χ. μονάδες φυσικού αερίου). Η διαφορετικότητα αυτή επέτρεπε να ενταχθούν σε οικονομική σειρά κατανομής οι μονάδες έτσι ώστε να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις του φορτίου ζήτησης με τον πιο οικονομικό τρόπο. Οι μονάδες υψηλού κόστους κεφαλαίου και μικρού οριακού κόστους λειτουργίας εντάσσονται κατά προτεραιότητα πριν τις μονάδες υψηλού κόστους λειτουργίας στο πρόγραμμα κατανομής μονάδων για κάθε στιγμή της ημέρας και αυτό αποτελεί τον ημερήσιο προγραμματισμό ηλεκτροπαραγωγής. Μέσω της ένταξης των μονάδων κατά αύξουσα σειρά οριακού κόστους (δηλαδή βασικά κόστους καυσίμου ανά κιλοβατώρα ηλεκτροπαραγωγής), προκύπτει το οριακό κόστος του συστήματος (η τιμή ισορροπίας) με βάση το οριακό κόστος της ακριβότερης μονάδας σε λειτουργία ώστε να ικανοποιείται η ζήτηση στιγμιαία. Οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που εντάσσονται στο πρόγραμμα κατανομής μονάδων πριν από την ακριβότερη μονάδα εισπράττουν έσοδα με βάση το οριακό κόστος της ακριβότερης μονάδας. Κατά συνέπεια, οι μονάδες αυτές έχουν έσοδα μεγαλύτερα από το δικό τους οριακό κόστος και η διαφορά αυτή αποτελεί ακαθάριστο κέρδος. Το ακαθάριστο αυτό κέρδος χρησιμεύει για την ανάκτηση του σταθερού κόστους, δηλαδή κόστους κεφαλαίου και συντήρησης. Οι μονάδες που έχουν τέτοιο κέρδος έχουν χαμηλότερο οριακό κόστος από την ακριβότερη μονάδα αλλά υψηλότερο σταθερό κόστος γιατί η επένδυση είναι ακριβότερη ανά μονάδα ισχύος. Εφόσον το μείγμα των μονάδων είναι μακροχρόνια βέλτιστο ως προς το κόστος συστήματος, τότε οι τιμές ισορροπίας που καθορίζουν οι ακριβότερες μονάδες κατά τις ώρες αιχμής του φορτίου εξασφαλίζουν μέσω του περιθωρίου κέρδους την ανάκτηση του πλήρους κόστους για τις μονάδες που εντάσσονται στην κατανομή πριν τις ακριβότερες μονάδες. Αν υπάρχει έλλειψη μονάδων φθηνού κόστους καυσίμου, το περιθώριο κέρδους αυξάνεται και αυτό προσδίδει επιπλέον κίνητρο για επενδύσεις στην τεχνολογία αυτή.
Αυτός ο μηχανισμός, δηλαδή δημοπρασία μεταξύ των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και αμοιβή στην τιμή ισορροπίας που καθορίζει η ακριβότερη μονάδα σε λειτουργία, αποτέλεσε τη βάση της ηλεκτρικής οικονομίας και εξασφάλιζε την επίτευξη του μικρότερου δυνατού κόστους για το σύστημα. Ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με τη διαφορά ότι αντί του οριακού κόστος κάθε μονάδας χρησιμοποιείται η οικονομική προσφορά της, η οποία εύλογα είναι κατά τεκμήριο ίση ή μεγαλύτερη του μοναδιαίου κόστους καυσίμου της μονάδας, δηλαδή του οριακού της κόστους.
Όμως οι ΑΠΕ έχουν μηδενικό οριακό κόστος (αλλά και τα πυρηνικά έχουν πολύ μικρό κόστος καυσίμου) και επομένως η μεγάλη ανάπτυξή τους συμπιέζει προς τα κάτω και μέχρι και μηδενίζει τις οριακές τιμές συστήματος και τις τιμές ισορροπίας της χονδρικής αγοράς. Όμως, δεδομένου ότι έστω μία μικρή παραγωγή με βάση το φυσικό αέριο είναι απαραίτητη τις περισσότερες στιγμές της ημέρας, τουλάχιστον για την εξισορρόπηση και την παροχή βοηθητικών υπηρεσιών, η πιο ακριβή μονάδα που καθορίζει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και άρα η τιμή ισορροπίας της χονδρικής αγοράς θα εξαρτάται μόνο και συστηματικά από το φυσικό αέριο. Έτσι, πάνω από τα 2/3 του χρόνου, η χονδρική τιμή εκκαθάρισης της ηλεκτρικής ενέργειας θα αντανακλά το κόστος του φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, για τιμή φυσικού αερίου 100 EUR/MWh(αέριο) και 80 EUR/tCO2 EU ETS, η τιμή χονδρικής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου 220 EUR/MWh για περισσότερο από τα 2/3 του χρόνου ενώ το κόστος των ΑΠΕ και λοιπών καθαρών τεχνολογιών είναι πάντοτε το ίδιο και πολύ μικρότερο.
Το πλήρες κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι, στην πραγματικότητα, πολύ χαμηλότερο από το να πληρώνεται όλη η ενέργεια στην τιμή παραγωγής από φυσικό αέριο. Τα πυρηνικά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα υδροηλεκτρικά, που παράγουν σχεδόν τα δύο τρίτα του συνόλου στην ΕΕ27 και θα κυριαρχούν απόλυτα σε λίγα χρόνια, έχουν συνολικό κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κεφαλαίου, αρκετά κάτω από 80 EUR/MWh (με αναγωγή του κόστους κεφαλαίου ανά κιλοβατώρα παραγόμενη). Οποιοδήποτε έσοδο πάνω από αυτό το συνολικό κόστος συνιστά υπερβολικό κέρδος, το οποίο δεν θα πρέπει να συμβαίνει σε μια αγορά που λειτουργεί σωστά.
Γενικότερα το μοντέλο δημοπρασίας στη χονδρική και η μετακύλιση της οριακής τιμής στη λιανική αγορά είναι χωρίς νόημα όταν το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής δεν έχει μεταβλητό κόστος (καυσίμου δηλαδή) αλλά μόνο πάγια κόστη και όταν οι μονάδες που έχουν μεταβλητό κόστος είναι ίδιας τεχνολογίας, έχουν παρόμοιο οριακό κόστος και λειτουργούν λίγο και μόνο για ώρες αιχμής. Έτσι τυχόν αύξηση της τιμής καυσίμου του μόνου τύπου μονάδων με μεταβλητό κόστος που απομένει (δηλαδή μονάδας φυσικού αερίου), εκτινάσσονται οι τιμές της χονδρικής αγοράς και το μεγάλο τμήμα της παραγωγής που δεν έχει καθόλου κόστος καυσίμου εισπράττει απροσδόκητα μεγάλα περιθώρια κέρδους (windfall profits) τα οποία είναι πολύ επιπλέον των αναγκών τους για ανάκτηση κόστους κεφαλαίου.
Η άποψη ότι θα δινόταν έτσι κίνητρο για παραπάνω επενδύσεις σε μονάδες ΑΠΕ ή στα πυρηνικά δεν στέκει στην πραγματικότητα των αγορών: οι μονάδες αυτές, επειδή ακριβώς εξαρτώνται μόνο από κόστος κεφαλαίου, χρειάζονται μακροχρόνια, εγγυημένα και σταθερά έσοδα ώστε με ασφάλεια να ανακτούν το κόστος κεφαλαίου κατά το χρόνο ζωής τους, γιατί έτσι επιτυγχάνουν το μικρότερο δυνατό κόστος χρηματοδότησης του κεφαλαίου. Αντίθετα τα απροσδόκητα κέρδη σε χονδρικές αγορές αντιμετωπίζονται ως ευκαιριακά και αβέβαια και δεν εξασφαλίζουν χρηματοδότηση επενδύσεων σε χαμηλά κόστη κεφαλαίου.
Ακριβώς σε αυτό παρεμβαίνει η μεταρρύθμιση που συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Θεσπίζει ως υποχρεωτικές για τις ΑΠΕ και τα πυρηνικά τις συμβάσεις οικονομικών διαφορών (Contracts for Economic Differences - CfD) με εγγύηση του Κράτους. Αυτές αποζημιώνουν την επένδυση στο συνολικό ετήσιο κόστος τους για μια επαρκή περίοδο στο μέλλον. Αν μία επένδυση θέλει να παραμείνει αμιγώς στον ιδιωτικό τομέα, η μεταρρύθμιση θεσπίζει μέτρα προώθησης των ιδιωτικών συμβάσεων αγοράς ενέργειας (Power Purchase Agreement – PPA) οι οποίες λειτουργούν όπως οι CfD αλλά χωρίς κρατική εγγύηση.
Οι συμβάσεις CfD και PPA προσδιορίζουν μία σταθερή τιμή ενέργειας, η οποία συνήθως αντανακλά το κόστος επένδυσης και συντήρησης αναγόμενο κατά κιλοβατώρα παραγωγής, στην οποία πληρώνεται ο παραγωγός από τον αγοραστή της ενέργειας, δηλαδή το Κράτος για τα CfD και ο συμβαλλόμενος ιδιώτης για τα PPA. Δεν παρεμβαίνει καθόλου η τιμή ισορροπίας της χονδρικής αγοράς, στην οποία τιμή υπάγονται μόνο οι μονάδες που δεν διαθέτουν CfD ή PPA, δηλαδή μετά τη μεταρρύθμιση μόνο οι μονάδες εξισορρόπησης φορτίου, όπως αυτές με φυσικό αέριο. Δηλαδή το αντικείμενο της χονδρικής αγοράς συρρικνώνεται.
Με άλλα λόγια το μακράν μεγαλύτερο τμήμα της ηλεκτρικής ενέργειας είναι έξω από την χονδρική αγορά η οποία δεν επηρεάζει την αμοιβή τους και κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρισμού τιμολογείται στον πελάτη σε σταθερή τιμή κόστους επένδυσης και όχι σε οριακή τιμή χονδρικής αγοράς.
Επομένως, αποφεύγεται κάθε περιττό κόστος για τους καταναλωτές, όπως σήμερα που η αμοιβή όλων των πόρων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με μηδενικό οριακό κόστος, γίνεται σε τιμές παραγωγής από μονάδες φυσικού αερίου.
Οι ηλεκτρικές εταιρείες του μέλλοντος θα διαχειρίζονται μεγάλου ύψους κεφάλαια και μικρής έκτασης λειτουργικό κόστος. Θα έχουν έσοδα από την παροχή υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Ο ανταγωνισμός στη λιανική αγορά θα βασίζεται σε χαρτοφυλάκια προσφοράς ενέργειας που περιλαμβάνουν CfD και PPA για ΑΠΕ, Storage Purchase Agreements για αποθήκευση και συνδρομές για υπηρεσίες αξιοπιστίας, εφεδρείας και εξισορρόπησης. Με τον τρόπο αυτό, τα χαρτοφυλάκια προσφοράς σε πελάτες θα λειτουργούν όπως οι διμερείς συμβάσεις με φυσική παράδοση (virtual power plants) και θα αποτελούν εγγυημένη παροχή ενέργειας, παρόλο που βασίζονται κυρίως σε στοχαστικές ΑΠΕ, και διαθέτουν την ενέργεια σε σταθερή τιμή, όπως οι συμβάσεις οικονομικών διαφορών. Η χονδρεμπορική αγορά θα έχει μικρή έκταση και ρόλο, στην ουσία μόνο για ενέργεια εξισορρόπησης και κατά συνέπεια το ειδικό της βάρος στην τιμή καταναλωτή θα είναι πολύ μικρό.
- Ο κ. Παντελής Κάπρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Σχόλια