Μια ιστορία της μητέρας μου για το ανθρώπινο πεπρωμένο


Σαββόπουλος Πάνος

Μπορεί να γράφω εγώ την παρούσα ιστορία, όμως ο λόγος ανήκει στη μητέρα μου, Ελένη Σαββόπουλου, η οποία μου τη διηγήθηκε. Την είχε ακούσει, μικρή, από τη γιαγιά της Σπυριδούλα Καρζάκη, η οποία με τη σειρά της είχε ακούσει την ιστορία ή από τον παππού της ή από κάποιον συγγενή του παππού της. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι την άκουσε από έναν σοφό άνθρωπο, που ήξερε και μελετούσε τα αστέρια αλλά και μιλούσε –όπως έλεγε– μαζί τους. Η ιστορία τοποθετείται στις αρχές του 1800.

Η διήγηση της μητέρας μου έγινε στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας, όπου έπαιζα μικρός τα καλοκαίρια, δίπλα στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου και με θέα τη λίμνη Τριχωνίδας. Λοιπόν, σε κάποιο χωριό της Αιτωλίας έφτασαν ένα χειμωνιάτικο και βροχερό βράδυ δύο πολύ νεαροί περιηγητές, Εγγλέζοι και μάλιστα λόρδοι. Διέκριναν μεσ’ τη βροχή ένα κίτρινο φως, το οποίο ερχόταν από το μοναδικό καφενείο του χωριού. Έτρεξαν εκεί, μπήκαν, ζήτησαν κάτι να πιουν για να ζεσταθούν και πήγαν προς το τζάκι για να στεγνώσουν. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ρώτησαν πού θα μπορούσαν να φάνε και να διανυκτερεύσουν, αλλά στο χωριό δεν υπήρχε εστιατόριο και ξενοδοχείο. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να βοηθήσει τα παιδιά και μόνο ο πιο φτωχός του χωριού τα κάλεσε στο σπίτι του για να περάσουν τη νύχτα πρόχειρα και να φάνε ό,τι υπήρχε στο κρεμασμένο φανάρι. Τους διευκρίνισε ότι διέθετε μόνο ένα δωμάτιο, ότι είχε πέντε μικρά παιδιά και ότι η γυναίκα του ήταν ετοιμόγεννη, δηλαδή στην ώρα της!

Οι νεαροί λόρδοι δεν είχαν φυσικά καμία αντίρρηση και έτσι έφτασαν στο σπίτι του φτωχού ανθρώπου. Φάγανε όλοι λιτά, με ψωμάκι, ελίτσες, τυράκι και τίποτα πατάτες, αυγά και ξερά κρεμμύδια, ψημένα στη χόβολη του τζακιού. Ήπιαν και λίγο κρασάκι, έσβησαν το λυχνάρι κι έπεσαν για ύπνο.

Μόνο η φωτιά από το τζάκι φώτιζε το δωμάτιο και μόνο η βροχή ακουγόταν πάνω στα τζάμια, όπως και κάτι τριξίματα στη φωτιά. (Α! Κανονικά, πρέπει να εννοήσατε ότι το δάπεδο ήταν από χώμα πατημένο, με κάτι παλιοκουρελούδες στρωμένες πάνω του…)

Τα μεσάνυχτα έπιασαν οι πόνοι τη γυναίκα και σε λίγη ώρα, χωρίς καμία βοήθεια, γέννησε ένα κοριτσάκι, το οποίο όταν αντίκρισε τον κόσμο, έμπηξε τα κλάματα! Η μάνα του ακούγοντάς το να κλαίει, του έδωσε το βυζί της και το μωρό το πήρε με λαχτάρα γιατί φαίνεται να πεινούσε από το μεγάλο ταξίδι που έκανε… Κάπου εκεί, ήρθαν και οι τρεις Μοίρες για να μοιράνουν το κοριτσάκι, δηλαδή να καθορίσουν ποιά σημαντικά πράγματα θα συνέβαιναν στη ζωή του.

Η Ελένη Σαββοπούλου, δέκα; ετών, με την γιαγιά της Σπυριδούλα Καρζάκη.

Πως εξελίχθηκε η ιστορία

Μπήκαν αθόρυβα και κανένας δεν τις κατάλαβε, εκτός από τον έναν νεαρό Εγγλέζο. Έκανε πως κοιμόταν κάτω από τη βελέντζα και έτσι τα άκουσε όλα, γιατί πρέπει να ξέρετε ότι τη γλώσσα που μιλούν οι Μοίρες την καταλαβαίνουν οι άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο. Άκουσε λοιπόν, ότι το νεογέννητο κοριτσάκι, όταν θα μεγάλωνε, θα παντρευόταν ακριβώς αυτόν τον ίδιο! Ταράχτηκε και τον έζωσαν αμέσως τα μαύρα, τα εγγλέζικα κοινωνικά φίδια…

Οι τρεις μοίρες στην αρχαία Ελλάδα.

Γιατί, ναι μεν του άρεσε η Ελλάδα και η Αρχαία Ιστορία της, όμως δεν φανταζόταν τον εαυτό του άνδρα μιας φτωχιάς από ένα ορεινό πετροχώρι της Ελλάδας. Έτσι αποφάσισε να δράσει! Ξύπνησε τον πατέρα και τη μάνα και τους ζήτησε να αγοράσει το μωρό δίνοντάς τους χρυσάφι. Στην αρχή αυτοί δεν ήθελαν να ακούσουν κουβέντα, αλλά όταν αυτός τους είπε ότι θα τους έδινε όλη την παραδοσακούλα του με τις χρυσές λίρες, το ξανασκέφτηκαν και τελικά έκαναν την… ανταλλαγή. Τα άλλα παιδιά τους κοιμόντουσαν και δεν πήραν χαμπάρι τίποτε, τα ίδια κι ο άλλος ο Εγγλέζος που ροχάλιζε.

Μάλιστα όταν έφευγαν από το χωριό μες στη νύχτα, ούτε που σκέφτηκε να ρωτήσει τι ήταν το “δέμα” που κράταγε ο άλλος στα χέρια του – αν το είδε κιόλας. Βγαίνοντας από το χωριό, ο ψυχρός Εγγλέζος, πέταξε το “δέμα” σε μία κατηφόρα πλάι στη δημοσιά και μόνο η νύχτα τον είδε! Για καλή τύχη, όμως, του μωρού κι επειδή οι Μοίρες δεν κάνουν ποτέ λάθος, το φασκιωμένο μωρό σκάλωσε σ’ ένα κλαδί από κάποιο γυμνό δέντρο της πλαγιάς. Οι Εγγλέζοι απομακρύνθηκαν. Το μωρό άρχισε να κλαίει και το άκουσε κάποιος βοσκός που γύριζε στο χωριό από το μαντρί του.

Το ξεκρέμασε, το στερέωσε απ’ τη φασκιά στο χερούλι της γκλίτσας του, ζύγισε την γκλίτσα στον ώμο, όπως κάνουν οι χωρικοί και κυρίως οι βοσκοί, και ροβόλησε για το χωριό. Πήγε κατευθείαν στο καφενείο όπου είχαν μαζευτεί και οι πρώτοι πελάτες και τους έδειξε τι βρήκε κρεμασμένο σ’ ένα δέντρο. Μάλιστα ρώτησε αν ήθελε κάποιος να πάρει το έκθετο, γιατί ο ίδιος δεν το ήθελε. Φυσικά και κανένας άλλος δεν επιθύμησε ξαφνικά ένα άγνωστο μωρό.

Όμως, ο πραγματικός πατέρας του που ήταν εκεί και που το αναγνώρισε, είπε στην ομήγυρη ότι θα το πάρει αυτός, γιατί το μωρό που γέννησε η γυναίκα του τη νύχτα βγήκε πεθαμένο. Στο σπίτι, μετά, η γυναίκα του δεν πίστευε στα μάτια της. Και το κορίτσι τους είχαν πάλι, αλλά και το χρυσάφι! Τα άλλα παιδιά, κοιμόντουσαν ακόμα του καλού καιρού, αφού η μοίρα της αδελφούλας τους δούλευε και γι’ αυτά…

Προφανώς, με τόσο χρυσάφι, έγιναν γρήγορα οι πιο πλούσιοι της περιοχής! Στους άλλους είπαν ότι τους βοήθησαν οι Εγγλέζοι επειδή τους φιλοξένησαν και επειδή τους λυπήθηκαν για τη φτώχεια τους. Και τα χρόνια περνούσαν και η μικρή μεγάλωνε και γινόταν μία μαγεμένη ομορφιά. Μία νεράιδα! Πάρα πολλοί τη ζητούσαν για γυναίκα τους, αλλά αυτή δεν έλεγε το ναι, γιατί ήθελε να σκεφτεί τι πραγματικά ήθελε να κάνει. Και πάντα είχε στο μυαλό της μια σοφή παροιμία που της είπε μία προγιαγιά της: «Όμορφη, φρόνιμη και νια, φωτιά να κάψει τα προικιά».

Ελληνίδα κόρη-1829-Henry William Pickersgill (Άγγλος), Μουσείο Μπενάκη.

Πως τα έφερε η ιστορία…

Ώσπου κάποια φορά μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, καταφτάνει στο ίδιο χωριό ο παρ’ ολίγον δολοφόνος σε μία καινούργια επίσκεψή του, ως περιηγητής, στην Ελλάδα. Προφανώς δε θυμήθηκε ποιο ήταν το χωριό, αλλά είχε πια λησμονήσει και το ανατριχιαστικό περιστατικό του.

Παράγγειλε κάτι εκεί στο καφενείο και σε μία στιγμή είδε να περνάει στο δρόμο ένα ξεχωριστό νεαρό κορίτσι, εκπληκτικής ομορφιάς και δυναμικής παρουσίας. Έχασε τα μυαλά του, προφανώς συγκρίνοντάς την με τις αναιμικές συμπατριώτισσές του (και άστηθες, θα συμπλήρωνα εγώ – και συγνώμη περικαλώ για την απαξίωση του υποκριτικού politically correct, το οποίο και “γράφω” κανονικότατα).

Ρώτησε τα «ποιά, πώς, τίνος, πού…» και έτσι τράβηξε για το μοναδικό μέγαρο του χωριού, αυτό του πρώην φτωχού, το οποίο μέγαρο είχε γίνει με δικά του λεφτά, χωρίς βέβαια να το υποψιάζεται. Πήγε και βρήκε τον πατέρα της και δεν ζήτησε απλά “το χέρι” της μορφονιάς (από παιδί γελούσα μ’ αυτή τη γελοία έκφραση «ζητάω το χέρι», αλλά και τι να πεις; «ζητάω το τορνευτό… κωλαράκι;»), ναι, αλλά τη ζήτησε ολόκληρη!

Ο πατέρας και η μάνα, που αναγνώρισαν τον μπαμπέση, κούνησαν το κεφάλι και αρνήθηκαν, αλλά αυτός επέμενε να τους πείσει για την αγάπη του, για την καταγωγή του και για τα πλούτη του. Υποσχόταν δε ότι το κορίτσι θα ζούσε στην Αγγλία σαν βασίλισσα, με υπηρέτες και λοιπά και θα ερχόταν όποτε ήθελε την Ελλάδα στους γονείς και στα αδέρφια της, οι οποίοι εννοείται ότι ήταν μόνιμα καλεσμένοι στας Αγγλίας! Κατόπιν σοβαρότερης σκέψης οι γονείς της συμφώνησαν, αφού βέβαια ρώτησαν και την ίδια η οποία είπε το «ναι».

Του είπαν, όμως, ότι πρώτα θα την παντρευτεί στην Ελλάδα επίσημα με παπά και με κουμπάρους Έλληνα και Άγγλο και ότι θα έρθει το σόι του στο γάμο και όλα θα γραφτούν σε επίσημα χαρτιά, και μετά ας την πάρει! Αυτός, τρελός και παλαβός για δέσιμο (βλέπετε δεν είχε ξαναπαντρευτεί ο μαλάκας…) συμφώνησε και όλα έγιναν όπως επιθυμούσαν οι γονείς της καλλονής. Και χαρά που κάναν οι Άγγλοι λόρδοι και πλούσιοι, που λάδωσε λιγάκι τ’ αντεράκι τους από τα ελληνικά γουρουνοκοψίδια, τα τυριά του μπαστουνόβλαχου και τα διονυσιακά κρασιά. (Πού να τα συγκρίνουν αυτά με τις βασιλικές “αίμα-πουτίγκες” που χλαπάκωναν στην Ιγκλαντέρα…).

Πως τελειώνει η ιστορία

Έφτασε και η στιγμή που το ζευγάρι έμεινε μόνο του στην κάμαρα τη νυφική, την παστάδα, που ακούμε στους Χαιρετισμούς. («Παστάς του κόσμου αμόλυντε…»). Όταν λοιπόν ξεγυμνώθηκε το κορίτσι, ο γαμπρός είδε στο σώμα της μία ουλή και τη ρώτησε τι ήταν. Αυτή που τα ήξερε όλα, κάνοντας όμως την ανήξερη σα φρόνιμη που ‘ταν, διηγήθηκε με χαμόγελο την ιστορία που της είπαν οι γονείς της. Και η ουλή έγινε από το “σκάλωμά” της στο κλαδί! Τότε αυτός έπεσε στα πόδια της, ομολόγησε ότι παραλίγο να ήταν ο δολοφόνος της, ζήτησε να τον συγχωρήσει, της ορκίστηκε άλλη μία φορά αιώνια αγάπη και σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό φώναξε «Destiny is unavoidable…»!

Υ.Γ. Παραμύθι, ίσως μου πείτε! Δεν θα συμφωνήσω πάραυτα και θα πρότεινα να προσπαθήσετε να κάνετε μία αναζήτηση της αλήθειας της ιστορίας και να τη βρείτε. Άλλωστε και μόνο η αναζήτηση αξίζει!

And in the end,
the love you take
Is equal to the love you make!

(Lennon/McCartney, “Abbey Road”)


* Κατά λαϊκή παράφραση του “πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”

Σχόλια