Woke Καπιταλισμός: Ο Νάιτζελ Φάρατζ εναντίον της τράπεζας Coutts

του Χρίστου Δαγρέ,

Υπάρχουν εντυπωσιακά πολλοί που μπορεί να μην συμφωνούσαν μαζί μου σε άλλα θέματα όπως το Brexit, αλλά ανησυχούν σοβαρά για το ζήτημα αυτό. Και έχουν δίκιο να ανησυχούν. Γιατί αν μπορούν να το κάνουν σε μένα, τότε μπορούν να το κάνουν και σε σας. Και αν κάποια στιγμή καταλήξουμε να ελεγχόμαστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτό να αντανακλά στους τραπεζικούς λογαριασμούς μας, τότε θα οδηγηθούμε σε ένα κινέζικου-τύπου σύστημα κοινωνικών πόντων”. Έτσι περιέγραψε ο ίδιος ο Φάρατζ στις 20 Ιουλίου την ουσία της υπόθεσης παγώματος του τραπεζικού του λογαριασμού για πολιτικούς λόγους. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Την ίδια ημέρα νωρίτερα του είχε σταλεί επιστολή από την ντέιμ Allison Rose, τη CEO της NatWest, με την οποία απολογούνταν για κάποιους “απαράδεκτους” χαρακτηρισμούς εναντίον του Φάρατζ όπως περιέχονταν στον προσωπικό φάκελο της τράπεζας και δήλωνε ότι είναι απολύτως εκτός της πολιτικής της τράπεζας το να αποβάλλουν έναν πελάτη εξαιτίας των νομίμων πολιτικών και προσωπικών του απόψεων. Την επιστολή την παρουσίασε ο ίδιος ο Φάρατζ στο παραπάνω βίντεο.

Η σύγκρουση του Ν. Φάρατζ με την τράπεζα Coutts με αφορμή την ξαφνική ακύρωση του λογαριασμού του σ’αυτήν είναι μία υπόθεση εξαιρετικά μεγάλης σημασίας γιατί προκλήθηκε κυρίως εξαιτίας των προσωπικών απόψεων του και γι’αυτό έχει πολλές και σημαντικές προεκτάσεις. Προτού όμως μπούμε στην ουσία της ας δούμε το χρονολόγιο των γεγονότων.

Το χρονολόγιο της υπόθεσης

29 Ιουνίου: Ο Φάρατζ ανεβάζει 6λεπτο βίντεο στο Twitter με το οποίο ανακοινώνει ότι έλαβε επιστολή από την τράπεζα Coutts (πριβέ τράπεζα για πελάτες με χαρτοφυλάκιο επενδύσεων άνω του 1 εκατ. στερλινών ή καταθέσεις άνω των 3 εκατ. στερλινών) που του ανακοινώνει τη διακοπή της συνεργασίας τους και το πάγωμα του λογαριασμού του, καλώντας τον να μεταφέρει τα κεφάλαια του αλλού. H επιστολή δεν εξηγούσε το λόγο της απόφασης. Η Coutts ανήκει στον τραπεζικό κολοσσό του Ηνωμ. Βασιλείου NatWest.
Σε δεύτερο βίντεο, ο Φάρατζ προσθέτει ότι 9 ακόμη τράπεζες αρνήθηκαν να του ανοίξουν λογαριασμό, αποδίδοντας το στο ότι είναι “δημόσιο, πολιτικό πρόσωπο” (ΡΕΡ – politically exposed person, τίτλος που συνήθως αποδίδεται σε υψηλόβαθμους, δημόσιους λειτουργούς για τους οποίους θεωρείται πιθανό να εμπλακούν σε υποθέσεις χρηματισμού).

4 Ιουλίου: Λίγες ημέρες αργότερα και ενώ αρχίζει να διαφαίνεται ότι η απόφαση της Coutts πιθανόν να συνδέεται με τις πολιτικές απόψεις του Φάρατζ και όχι με αντικειμενικούς λόγους, το BBC δημοσιεύει ρεπορτάζ (που το υπέγραφαν οι Simon Jack και Daniel Τhomas) σύμφωνα με το οποίο ο λόγος για το πάγωμα του λογαριασμού του Φάρατζ δεν είναι οι πολιτικές απόψεις του αλλά το ότι δεν πληρούσε τα οικονομικά κριτήρια της τράπεζας. Το BBC επικαλέστηκε ως πηγή του έγκριτο, ανώνυμο στέλεχος του τραπεζικού τομέα. Τελικά αποδείχτηκαν αναληθείς οι πληροφορίες.

18 Ιουλίου: Η Coutts, μετά από επίσημο αίτημα του Φάρατζ, του στέλνει αντίγραφο του φακέλου 40 σελίδων που είχε προετοιμάσει για την Wealth Reputational Risk Committee, μια εσωτερική επιτροπή ελέγχου της τράπεζας. Από το κείμενο προκύπτει ότι η απόφαση ελήφθη, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος, επειδή οι θέσεις του Φάρατζ δεν ακολουθούν “τις αξίες της τράπεζας”. Στο φάκελο καταγράφονται λεπτομερώς οι θέσεις του για την LGBTQ κοινότητα, το μεταναστευτικό, τους Black Lives Matter έως και τη φιλία του με τον τέως Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Η αναφορά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να παραμείνει πελάτης της τράπεζας καθώς οι δημόσια εκπεφρασμένες απόψεις του δεν συνάδουν με ένα “συμπεριληπτικό” οργανισμό όπως η τράπεζα τους. Επιπλέον, η αναφορά υπογραμμίζει ότι η συνεργασία τους με τον Φάρατζ ενέχει δύο κινδύνους για την Coutts: για τη φήμη της τράπεζας εξαιτίας του δημόσιου προφίλ του και για “οικονομικά εγκλήματα” “εξαιτίας των φημολογούμενων σχέσεων του με τη Ρωσσία”.

20 Ιουλίου: Η Daily Telegraph δημοσιεύει στο πρωτοσέλιδο της ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο η CEO της NatWest Dame Allison Rose δείπνησε με τον Simon Jack το βράδυ πριν τη δημοσίευση του επίμαχου ρεπορτάζ του BBC. Το ρεπορτάζ “φωτογραφίζει” την Rose ως την ανώνυμη πηγή πράγμα που την καθιστούσε ύποπτη για διπλό δεοντολογικό παράπτωμα: παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου και εσκεμμένη παραποίηση της αλήθειας.
Την ίδια ημέρα, η NatWest μέσω της Rose, στέλνει απολογητική επιστολή στον Φάρατζ ζητώντας συγνώμη για τους χαρακτηρισμούς εις βάρους του που χρησιμοποιήθηκαν στα εσωτερικά έγγραφα της Coutts από την Wealth Reputational Risk Committee της τράπεζας. Ο Φάρατζ χαρακτήρισε την επιστολή “μια καλή αρχή αλλά δεν είναι καν κοντά στο να είναι επαρκής” συμπλήρωσε όμως, ελαφρώς σαρκαστικά, ότι “είναι ωραίο το συναίσθημα να σου ζητά συγνώμη η διοικητής μιας τράπεζας 19 εκατομμυρίων πελατών”!

21 Ιουλίου: Το BBC αλλάζει τον τίτλο και μέρος του περιεχομένου του ρεπορτάζ του για τον τραπεζικό λογαριασμό του Φάρατζ αφαιρώντας μεταξύ άλλων την αναφορά ότι η απόφαση δεν σχετίζεται με τις πολιτικές του απόψεις.

22 Iουλίου: Οι δικηγόροι του Φάρατζ υποβάλουν επίσημη καταγγελία στο Information Commissioner’s Office (ICO) εναντίον του NatWest Group για το “σοβαρό περιστατικό διαρροής δεδομένων”, προσωπικής και οικονομικής φύσης, στο BBC.

24 Ιουλίου: Το BBC ζητάει συγνώμη από τον Ν. Φάρατζ για το λανθασμένο ρεπορτάζ. Το ίδιο απόγευμα ο συντάκτης του οικονομικού-εταιρικού ρεπορτάζ του BBC Simon Jack αναρτά στο Twitter απολογητικό σημείωμα προς τον Ν. Φάρατζ εξηγώντας το πως παραπλανήθηκε.

25 Ιουλίου: Η Allison Rose παραδέχεται ότι αυτή διέρρευσε την ψευδή πληροφορία για τον Φάρατζ. “Έκανα μία σημαντικά λανθασμένη εκτίμηση όταν συζήτησα τις σχέσεις του κ. Φάρατζ με την τράπεζα” αναφέρει στη δήλωση της. Το Διοικητικό Συμβούλιο της NatWest δηλώνει ότι η Rose έκανε ένα “σοβαρό σφάλμα”, αλλά διατηρεί την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο της.

26 Ιουλίου: Τελικά, υπό το βάρος της δημόσιας κατακραυγής, η Allison Rose παραιτείται μετά από περίπου 4 χρόνια στην ηγεσία της NatWest, μετά από αμοιβαία συμφωνία με τον Όμιλο. Ο Φάρατζ ζητά την παραίτηση όλου του Δ.Σ. της τράπεζας.

27 Ιουλίου: Παραιτείται ο Peter Flavel, επικεφαλής της Coutts.

23 Αυγούστου: Διαρρέει η πληροφορία ότι η Rose θα λάβει αποζημίωση από τη NatWest που μπορεί να ανέλθει στα 2.4 εκατομμύρια στερλίνες (!) μέσα σ’ένα χρόνο, στα πλαίσια της συμφωνίας παραίτησης της. Ο Φάρατζ χαρακτηρίζει την είδηση “ένα αρρωστημένο αστείο”. Απομένει να φανεί εάν αυτό μπορεί να ανοίξει ένα νέο κύκλο αντιπαράθεσης γύρω από τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών και την προστασία των στελεχών τους.

Αντιδράσεις από την πολιτική ηγεσία
● Το Υπ. Οικονομικών ανακοίνωσε αυστηροποίηση των κανονισμών για το κλείσιμο τραπεζικού λογαριασμού από μία Τράπεζα. Καταρχάς αυξήθηκε η υποχρεωτική προειδοποίηση από τις 30 στις 90 τουλάχιστον ημέρες, ώστε να υπάρχει χρόνος σε κάποιον να κάνει ένσταση. Επιπλέον οι τράπεζες υποχρεώνονται πλέον να αιτιολογούν λεπτομερώς την απόφαση τους.
● O Andrew Griffith, εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας του Υπ. Οικονομικών δήλωσε: “Η ελευθερία έκφρασης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας μας και όλοι οι οργανισμοί οφείλουν να τη σεβαστούν. Οι τράπεζες κατέχουν προνομιούχο θέση στην κοινωνία και οφείλουμε να εξισορροπήσουμε το δικαίωμα της τράπεζας να λειτουργεί με βάση τα συμφέροντα της με το δικαίωμα των πολιτών να εκφράζονται ελεύθερα.”
● Το Υπ. Οικονομικών κάλεσε σε σύσκεψη τους CEO των τραπεζών γύρω από το ζήτημα του τερματισμού τραπεζικών λογαριασμών πελατών με τους οποίους διαφωνούν οι τράπεζες με τα πολιτικά τους πιστεύω. Εκ μέρους του Υπουργείου ο Andrew Griffith, ανέπτυξε “τη σημαντικότητα της προστασίας της νόμιμης ελευθερίας έκφρασης των πολιτών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των τραπεζών”. Ως προς την παραίτηση της Rose δήλωσε ότι “δεν θα είχε συμβεί ποτέ εάν η NatWest δεν είχε ακυρώσει αυτοβούλως τον λογαριασμό κάποιου εξαιτίας των νόμιμων απόψεων του. Κάτι τέτοιο ήταν και πάντοτε θα είναι μη αποδεκτό”.
● O Πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Rishi Sunak σχολίασε στο Twitter: “Είναι λάθος. Κανένας δεν πρέπει να αποκόβεται από τις τραπεζιτικές υπηρεσίες εξαιτίας των πολιτικών του απόψεων. Η ελευθερία έκφρασης απόψεων αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας μας.”

Συμπεράσματα

Το ζήτημα έχει τεράστιες προεκτάσεις η εις βάθος διερεύνηση και ανάπτυξη των οποίων ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του κειμένου. Ωστόσο, με τρόπο συνοπτικό θα προσπαθήσω να απαριθμήσω κάποιες σκέψεις και συμπεράσματα, χωρίς να το εξαντλώ, καθώς είναι ένα μόνο επεισόδιο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αγώνα ελέγχου και ποδηγέτησης των πολιτών:

● Οι τράπεζες αποτελούν προνομιούχο κλάδο του καπιταλιστικού συστήματος καθώς τους έχει παραχωρηθεί ουσιαστικά το δικαίωμα να διαχειρίζονται ένα δημόσιο αγαθό (το νόμισμα) έτσι ώστε να κερδοσκοπούν από την αγοροπωλησία του, δημιουργούν χωρίς ενδελεχή επιστασία διάφορα σύνθετα χρηματιστικά “προϊόντα” που είναι δύσκολο να ελεγχθούν (ενίοτε και από τους δημιουργούς τους) ενώ κάποια από αυτά μοιάζουν περισσότερο με τυχερό παίγνιο παρά με επένδυση (παραγωγικού σκοπού, όπως ήταν αρχικά η έννοια της “επένδυσης”). Ειδικά δε σε περιόδους κρίσεων, οι τράπεζες απαιτούν (και συνήθως πετυχαίνουν) τη διάσωση τους υπό το σλόγκαν “πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν”, υπονοώντας ότι η κατάρρευση τους θα έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις επί της πραγματικής οικονομίας. Παρά την προνομιακή τους θέση έχουν αφεθεί ανεξέλγκτες με αποτέλεσμα να διευρύνουν πλέον το ρόλο τους αναλαμβάνοντας και αυτόν του αυτόκλητου ηθικού τιμητή.
● Η νομοθεσία καθιστά όλο και πιο απαραίτητη, ή και υποχρεωτική για κάποιες πράξεις, τη χρήση τραπεζικού λογαριασμού, ειδικά για επαγγελματικούς λόγους. Ο Φάρατζ δεν υπερέβαλε όταν δήλωνε ότι “αισθανόμουν ως μη-πρόσωπο” όταν ακυρώθηκε ο λογαριασμός του, καθώς τον κατέστησε ουσιαστικά “αόρατο” στις οικονομικές συναλλαγές του. Πρόκειται για μία ασύμμετρη απειλή εναντίον του προσώπου ως ενεργό οικονομική παρουσία στο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται υπό συνεχή απειλή φρονιματισμού εάν υποστηρίξει μη-αρεστές στους τραπεζίτες απόψεις.
● Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων επανήλθαν σιωπηλά “από το παράθυρο” και μάλιστα όχι από κάποια “αυταρχική” κυβέρνηση αλλά από τον κεντρικό πυλώνα της κοινωνίας της “Ελεύθερης” Αγοράς! Για ποιό λόγο οι τράπεζες να συγκεντρώνουν ευαίσθητες πληροφορίες για ένα πελάτη τους; Γιατί να χρειάζονται προσωπικό φάκελο που να περιέχει το οτιδήποτε άλλο πέρα από τις λεπτομέρειες των συναλλαγών τους ή και στοιχεία από την αλληλεπίδραση τους με τους υπαλλήλους της τράπεζας (εάν ξεπεραστούν κάποια κοινωνικώς αποδεκτά όρια);
● Με ποια νομιμοποίηση οι τράπεζες ανέλαβαν τον τριπλό ρόλο του κατήγορου, του δικαστή και του εκτελεστή της ποινής, χωρίς καν να απαιτείται η απολογία του “κατηγορούμενου”, παρά μόνο του ανακοινώνεται η ποινή; Το “τεκμήριο της αθωότητας” έχει καταργηθεί; Ειδικά όταν αφορά μια ευαίσθητη και κομβική λειτουργία της καθημερινότητας του πολίτη; Τα παραπάνω παραβιάζουν ή όχι βασικές αρχές ακόμη και αυτού του φιλελευθερισμού; Πως έχουν παραχωρηθεί τέτοιες εξουσίες σε κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δεν έχουν την παραμικρή δημοκρατική λογοδοσία;
● Οι δηλώσεις των πολιτικών περί απαράδεκτης στάσης απέναντι στις νόμιμες απόψεις ενός πολίτη είναι κατά βάθος ανησυχητική. Γιατί αφήνει το περιθώριο να αποφασίζουν οι τράπεζες αφ’εαυτού τους ποιές απόψεις είναι νόμιμες και ποιές όχι.
● Ο ρόλος της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι απλώς να σχολιάζει, να εύχεται και να αποφασίζει κάποιες ελάσσονας σημασίας μικροβελτιώσεις; Ή να κατοχυρώσει το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του κάθε πολίτη να έχει τραπεζικό λογαριασμό εφόσον πληροί τους γενικούς οικονομικούς κανόνες του κάθε ιδρύματος, χωρίς “αδιαφανή” κριτήρια; Οποιαδήποτε διαταγή ακύρωσης ή αναστολής ενός λογαριασμού θα πρέπει να έρχεται από τους αρμόδιους δικαστικούς ή κανονιστικούς φορείς, που αποτελούν και το φυσικό κριτή. Η μόνη ευθύνη των τραπεζών πρέπει να είναι ο έλεγχος και η ενημέρωση των φορέων σε περίπτωση υποψίας οικονομικών εγκλημάτων.
H αυθαίρετη και αυταρχική αυτή λειτουργία των τραπεζών δεν προέκυψε τυχαία ή απρόοπτα. Είναι ένα φαινόμενο που εξελίσσεται εδώ και κάποιες δεκαετίες στα περισσότερα κράτη του λεγόμενου Φιλελεύθερου (αστικού) Κοινοβουλευτισμού. Ο ακαδημαϊκός και πολιτικός επιστήμονας J. Matsusaka το περιγράφει στα συμπεράσματα του βιβλίου του “Let the People Rule: how direct democracy can meet the populist challenge” ως εξής: “… οι πολίτες αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο της κυβέρνησης τους επειδή όντως χάνουν τον έλεγχο. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, ίσως όλον τον τελευταίο αιώνα, η εξουσία λήψης αποφάσεων σταδιακά ξεγλιστρά απ’τον έλεγχο των ψηφοφόρων και περνά στα χέρια μη εκλεγμένων διοικητικών οργανισμών και δικαστηρίων”. Στην Ευρώπη θα πρέπει να προσθέσουμε στους μη εκλεγμένους μηχανισμούς την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία (“ευρω-ιερατείο”, σύμφωνα με τον Στ. Λυγερό) και, εσχάτως όπως φαίνεται, και ιδιωτικές εταιρείες.
● Η παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου και η συνακόλουθη δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών στοιχείων (και μάλιστα, αναληθών) από ένα παγκόσμιο μηντιακό κολοσσό αποδεικνύει αναντίρρητα ότι εν δυνάμει όλοι έχουμε εκτεθεί στον κίνδυνο κακόβουλης χρήσης τους. Επιπλέον, όμως πρέπει να υπογραμμιστεί η σπουδή με την οποία ένας οργανισμός όπως το BBC δημοσιοποίησε τα δεδομένα αυτά χωρίς διασταύρωση και αξιολόγηση. Το γεγονός ότι προερχόταν από κορυφαία πηγή αποτελεί σίγουρα μια κάποια δικαιολογία αλλά δεν ακυρώνει την υποψία ότι “αδιαφόρησαν” επιλεκτικά πάνω στη βιασύνη να πλήξουν τον Φάρατζ. Η ενορχηστρωμένη ομερτά των “μεγάλων” ΜΜΕ γύρω από τα έργα και τις ημέρες του Χάντερ Μπάϊντεν δείχνει ότι η “προσοχή” και η “ευαισθησία” είναι επιλεκτικό στοιχείο της δημοσιογραφικής έρευνας και μόνο για τα πολιτικώς “συμπαθή” πρόσωπα.

Τελικώς, όλα τα παραπάνω συγκλίνουν προς ένα ερώτημα που γίνεται όλο και πιο κρίσιμο: ποιός είναι ο σύγχρονος “Λεβιάθαν” που μας απειλεί; Την εποχή του Χομπς, ο “Λεβιάθαν” ήταν το Κράτος, η Αρχή που είχε τον έλεγχο των κύριων κρατικών λειτουργιών που της επέτρεπαν να επιβάλλει τις αποφάσεις της στους πολίτες. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγο να υποθέτουμε ότι ο “Λεβιάθαν” μπορεί να είναι μόνο κρατικός – αντιθέτως, η τεχνολογία και η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων σε ιδιωτικούς οργανισμούς τους δίνει τις “δυνατότητες συγκεντρωτικής ηλεκτρονικής επικυριαρχίας” σύμφωνα με τον Δ. Πεπόνη στο βιβλίο του “Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης”. “Η αγορά που ως forum και ως market γεννήθηκε από την ελευθερία της μετακίνησης, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι σταδιακά υποκαθίσταται από μία ψηφιακή Λερναία Ύδρα και, μαζί μ’αυτήν καταπίνεται και ο φυσικός δημόσιος χώρος” (Δ. Πεπόνης, ο.π., σελ. 326).

Ειδικά δε στον τομέα της οικονομίας οι δυνατότητες ηλεκτρονικής επικυριαρχίας μπορεί να γίνουν απόλυτες: “(Ο) ριζικός περιορισμός του φυσικού χρήματος (…) και μια πιθανή ευρεία νομισματική ψηφιοποίηση (…) μπορεί δυνητικά, και εφόσον δεν υπάρξουν θεσμικές δικλίδες ασφαλείας, να οδηγήσει σε έλεγχο και καταγραφή του είδους, της τοποθεσίας και του χρόνου αγοράς προϊόντων, σε φορολόγηση ή δέσμευση κατά βούληση και σε αδυναμία αγοράς και πώλησης δίχως τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος ή κάποιας μορφής σύνδεσης ή και σύνθεση βιολογικού και ψηφιακού και, ευρύτερα, σε απόλυτη παραβίαση της ιδιωτικότητας” (Δ. Πεπόνης, ο.π., σελ. 318). Η περίπτωση Φάρατζ θα μπορούσε να είναι η πρόγευση ενός τέτοιου δυστοπικού μέλλοντος όπου κάποιο ιδιωτικό υπερκρατικό καρτέλ που διαχειρίζεται τμήμα του αποϋλοποιημένου δημόσιου χώρου (δηλαδή, το νόμισμα και την “ψηφιακή αγορά”) αποκόπτει αιφνίδια και με τρόπο απόλυτο κάποιον “ταραξία” επειδή διαφωνεί με τις πολιτικές του απόψεις.

Επίλογος

Αν και είναι πιθανό ότι θα δούμε νέα επεισόδια αυτής της υπόθεσης – ειδικά εάν υπάρξει νέα περίπτωση σοβαρής παρεκτροπής κάποιας τράπεζας – ο πρώτος κύκλος της αντιπαράθεσης του Φάρατζ με το τραπεζικό σύστημα έχει ολοκληρωθεί, οπότε μπορεί να μπει, προσωρινά τουλάχιστον, μία άνω τελεία.

Νομίζω ότι είναι εύστοχη και επαρκής η συνοπτική αποτίμηση της στο πόντκαστ του Spiked! μεταξύ του συντάκτη του Fraser Myers και του κωμικού Francis Foster: Πέρα από την ίδια την υπόθεση αυτό που ξεχωρίζει είναι η αλαζονεία αυτών των ανθρώπων (σ.σ. των τραπεζιτών) που νόμισαν ότι μπορούν να εκπαραθυρώσουν ένα από τα πιο προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα της Αγγλίας. Και περίμεναν πρώτον, ότι δεν θα μάθαινε την πραγματική αιτία και δεύτερον, ότι θα το αποδεχόταν σιωπηλά. Όποιος όμως γνωρίζει τον Φάρατζ, ξέρει ότι λατρεύει το σχολιασμό των δημοσίων θεμάτων (πόσω μάλλον σε μία τέτοια υπόθεση με τόσο σημαντικές προεκτάσεις). Η αλαζονεία των τραπεζών όμως έγκειται και σε μία ακόμη διάσταση της συμπεριφοράς τους. Θεωρούν ότι είναι δουλειά τους να υπαγορεύουν στους πελάτους, και στο ευρύτερο κοινό, τι πρέπει να πιστεύουμε, τι μπορούμε ή δεν μπορούμε να λέμε, ποιές “αξίες” τους οφείλουμε να ενστερνιστούμε. Αν δεν το κάνουμε, τότε βγαίνουν τα κλομπ για να μας δώσουν ένα μάθημα.

Οι τράπεζες από παράγοντας εύρυθμης και παραγωγικής λειτουργίας της οικονομίας μίας χώρας (ρόλο στον οποίον ούτως ή άλλως ήδη υστερούσαν παραδειγματικά και προκλητικά) ξαφνικά φαίνεται να αναλαμβάνουν το ρόλο του “παιδαγωγού” και φορέα ηθικού φρονιματισμού, στο όνομα κάποιων – το λιγότερο αμφιλεγόμενων αν όχι εντελώς απορριπτέων – προκάτ “αξιών”. Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και καιρό και φαίνεται ότι η μόνη απάντηση μπορεί να είναι η συνεχής πολιτική λογοδοσία και ο άμεσος έλεγχος από τους πολίτες των βασικών λειτουργιών που αφορούν τη ζωή τους.

Σχόλια