Judith N. Shklar, μια εισαγωγή στον «φιλελευθερισμό του φόβου»

Εισαγωγή & μτφρ.: Μύρων Ζαχαράκης

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι ιστορικές απαρχές της πολιτικής τάσης που σήμερα είναι γνωστή με τον όρο «φιλελευθερισμός του φόβου» (“liberalism of fear”), μπορούν να εντοπισθούν στις δεκαετίες 1980 και 1990, όταν η παρακμή και διάλυση των κομουνιστικών καθεστώτων έθεσε τις φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες (ΗΠΑ και σύμμαχοι αυτών) μπροστά στο ερώτημα του ποιες αξίες πρέπει να προασπιζόμαστε σήμερα, όταν ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος έχει πια εξαφανισθεί. Τότε ήταν που εμφανίσθηκε δυναμικά στο προσκήνιο μια σειρά φιλοσόφων, η οποία επιχείρησε να επαναφέρει τον φιλελευθερισμό στις αρχές που είχε θέσει κάποτε ο Montesquieu: πρόκειται βασικά για την ατομική ελευθερία, το κράτος δικαίου, την ανεκτικότητα, καθώς και τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας. Αυτός ο φιλελευθερισμός αυτοπροβλήθηκε ως ένας «φιλελευθερισμός χωρίς αυταπάτες», καθώς δεν θεμελιωνόταν σε κάποιο μεγάλο ουτοπικό σχέδιο ολικού κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά στον πιο συνετό, κατά τους ίδιους, στόχο της υπεράσπισης ορισμένων βασικών ιδανικών, η καταπάτηση των οποίων οδήγησε σε πρωτοφανείς βιαιότητες κατά τον εικοστό αιώνα. Από αυτούς τους φιλοσόφους, η πρώτη και ίσως η πιο δυναμική θεωρείται από πολλούς η συγγραφέας και καθηγήτρια του Harvard, Judith N. Sklar. Βασικό μέλημα της Sklar ήταν η θεμελίωση του φιλελευθερισμού σε μια καινούργια και στέρεα βάση. Αυτή η βάση ήταν, για την εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφο, η έννοια της «σκληρότητας» (“cruelty”). Τοποθετώντας τη σκληρότητα στο επίκεντρο των αναζητήσεών της, ως το κατ’ εξοχήν κακό που πρέπει να αποφεύγουμε, θεώρησε πως είχε βρει τον τρόπο να θεμελιώσει έναν φιλελευθερισμό βασισμένο στον φόβο. Πράγματι, σε αντίθεση με άλλες έννοιες που είναι πολύ πιο πολύπλοκες και αμφιλεγόμενες, η σκληρότητα και ο φόβος για αυτή είναι σημαντικά πιο σαφή και μπορεί ευκολότερα να βρει την έγκριση των άλλων, μιας και στον σύγχρονο κόσμο πολλοί από εμάς έχουμε βιώσει τι σημαίνει να βρίσκεται κανείς υπό το έλεος της απανθρωπιάς. Πιο απλά, αυτή η αρνητική έννοια λογίστηκε ως πιο ξεκάθαρη από τις θετικές έννοιες (π.χ. αρετή, ευδοκίμηση) και άρα ως καλύτερη υποψήφιος για να υποστηρίξει το βάρος μιας φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας. Αντί να προϋποθέσουμε θετικούς όρους και έπειτα να αντιδιαστείλουμε τους αρνητικούς, απλώς ξεκινάμε από τους (πιο προφανείς και άμεσους, με βάση αυτό το σκεπτικό) αρνητικούς όρους, για να βρούμε πώς θα τους περιορίσουμε. Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι διαφορές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, βασισμένοι στη θρησκεία, την ηθική και την ευρύτερη κοσμοθεωρία μας, δεν είναι τόσο σημαντικές όσο η κοινή μας ανησυχία και φόβος του να μην φανούμε σκληροί απέναντι στους άλλους. Πλέον οι φιλελεύθεροι δεν θα πρέπει να αντλούν τις πρακτικές τους με το βλέμμα τους στην Αρχαία Ελλάδα, την Αρχαία Ρώμη ή έστω τη σύγχρονη Αμερική, αλλά προς πολεμικές συρράξεις σαν αυτές στα Βαλκάνια και γενοκτονίες σαν αυτή της Ρουάντα. Καίριο ρόλο στην παραπάνω συλλογιστική της Sklar έχει ο φόβος ως φυσιολογική αντίδραση μπροστά στη βία ή την απειλή βίας, όπως τον σκιαγραφούσε κάποτε και ο Montesquieu, στην πολιτική πραγματεία του Το Πνεύμα των Νόμων. Εν ολίγοις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τη Judith N. Sklar ο φιλελευθερισμός δεν στηρίζεται σε κάποια «φυσικά» ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά στη σχέση των κάθε λογής θυμάτων και θυτών, και το οικουμενικό και πανανθρώπινο συναίσθημα του φόβου που αυτή γεννά. Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε ένα επιλεγμένο μεταφρασμένο απόσπασμα από το σημαντικό άρθρο της φιλοσόφου με τίτλο «Τοποθετώντας τη σκληρότητα πρώτη» (“Putting cruelty first”, 1982), για την καλύτερη εισαγωγή του αναγνώστη.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

«Πριν από πολλά χρόνια, ένας βαθιά πιστός Ρωμαιοκαθολικός φίλος μου, είχε πει κάπως ενοχλημένος, την εξής κουβέντα: “Γιατί πρέπει πάντα εσείς οι φιλελεύθεροι να τοποθετείτε τα πάντα μετά από τη σκληρότητα;”. Τι εννοούσε άραγε με αυτή την κουβέντα; Ο ίδιος ήταν και παραμένει ένας από τους καλύτερους και ευγενέστερους ανθρώπους, ενώ τίθεται υπέρ των πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Όντας Χριστιανός, θεωρούσε φυσικά τη σκληρότητα (cruelty) ως τρομερή αμαρτία. Αποκλείεται λοιπόν να υποστήριζε τη σκληρότητα ή την εγκατάλειψη του πολιτικού φιλελευθερισμού. Πιθανότατα, αυτό που αποκήρυσσε κατηγορηματικά είναι η νοοτροπία που δεν απεχθάνεται απλώς την αγριότητα, αλλά θεωρεί ότι το να είσαι «σκληρός» είναι το summum malum, το χειρότερο από όλα τα κακά. Και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να μου υπενθυμίσει ότι, αν και με ενστικτώδη τρόπο, οι περισσότεροι μάλλον συμφωνούμε ως προς το τι αποτελεί σωστό και τι λάθος, την ίδια στιγμή όμως διαφωνούμε ριζικά ως προς το πώς ιεραρχούμε τις αρετές και τις κακίες. Όσοι τοποθετούν πρώτη τη σκληρότητα, όπως εκείνος υπέθετε, δεν την καταδικάζουν ως αμαρτία. Έχουν λησμονήσει σχεδόν ολότελα τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, ιδίως εκείνα που δεν περιλαμβάνουν σκληρότητα. Οι αμαρτίες είναι παραβάσεις του θείου νόμου και προσβολές απέναντι στον Θεό. Η υπερηφάνεια, αποτελώντας άρνηση του Θεού, λογίζεται πάντοτε ως η χειρότερη όλων των κακιών, αφού αυτή τις γεννά κιόλας. Η σκληρότητα, όντας η ηθελημένη πρόκληση φυσικού πόνου σε ένα ασθενέστερο ον, με σκοπό να του προκληθεί αγωνία και φόβος, είναι εσφαλμένη όταν συμβαίνει σε ένα άλλο πλάσμα. Όταν όμως αναγνωρίζεται ως το ύψιστο κακό, κρίνεται αυτή καθαυτήν, και όχι επειδή προδίδει άρνηση του Θεού ή κάποιου άλλου ανώτερου ηθικού γνώμονα. Είναι μια κρίση που λαμβάνει χώρα σε έναν κόσμο όπου η σκληρότητα εμφανίζεται ως μέρος τόσο της κανονικής ιδιωτικής μας ζωής, όσο και της δημόσιας καθημερινότητάς μας. Τοποθετώντας την οριστικά και αμετάκλητα στην πρώτη θέση– χωρίς να υπάρχει τίποτε υπεράνω αυτής, ούτε τυχόν δικαιολογίες ή δυνατότητες συγχώρεσης για τις πράξεις σκληρότητας– αποκλείουμε κάθε αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη ηθική προσταγή, εκτός από αυτή της πραγματικότητας.

Το να απεχθάνεται κανείς τη σκληρότητα με τη μέγιστη ένταση είναι απόλυτα συμβατό με τη βιβλική θρησκευτικότητα, αλλά το να την τοποθετεί πρώτη, είναι κάτι που τον ωθεί εκτός του χώρου των αποκεκαλυμμένων θρησκειών. Διότι πρόκειται για μια αμιγώς ανθρώπινη απόφαση καθηκοντολογίας, και ως τέτοια, θέτει τη θρησκεία σε μια ορισμένη απόσταση. Όμως, παρόλο που η απομάκρυνση της θρησκείας είναι κατά κάποιον τρόπο έμφυτη σε μια ηθική καθηκοντολογία που βάζει πρώτη τη σκληρότητα, η ίδια αυτή η ηθική δεν προκύπτει απλώς και μόνον λόγω σκεπτικισμού απέναντι στη θρησκευτικότητα. Μάλλον ανακύπτει από την επίγνωση ότι οι συνήθειες των ευλαβών πιστών πρακτικά δεν διαφέρουν σε αγριότητα από εκείνες των απίστων, και ότι ο Machiavelli είχε κατά κάποιον τρόπο “θριαμβεύσει” στην πράξη, ως προς τις προτάσεις του, πολύ πριν καν γράψει το παραμικρό. Βάζοντας πρώτη τη σκληρότητα, επομένως, βρίσκεται κανείς σε διαρκή σύγκρουση τόσο με τη θρησκεία, όσο και με την πολιτική. Ο προαναφερθείς Ρωμαιοκαθολικός φίλος μου λοιπόν ίσως έκανε προσεκτικά όλη την παραπάνω συλλογιστική, αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι απλώς το διαισθάνθηκε, διότι πολύ λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις συνέπειες του να τοποθετεί κανείς τη σκληρότητα στην πρώτη θέση, θαρρώ. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να διερευνήσει βαθύτερα το ζήτημα, και ένας τρόπος για να το διαλευκάνει, είναι να εξετάσει τους πιο διακεκριμένους από εκείνους τους ηθικολόγους που αποστρέφονταν τη σκληρότητα περισσότερο, ειδικότερα δε τον Montaigne και τον μαθητή του, τον Montesquieu.

Γιατί να μισήσει κανείς τη σκληρότητα με όλη τη δύναμη που διαθέτει; Ο Montaigne θεωρούσε πως πρόκειται για ένα αποκλειστικά ψυχολογικό ερώτημα. Κάνοντας την ενδοσκόπησή του, παρατηρούσε ότι ένιωθε μέσα του απέχθεια στη θέα της σκληρότητας. Είχε απόλυτα αρνητικές αντιδράσεις, και όπως ο ίδιος το θέτει: “ο τρόμος της σκληρότητας με παρακινεί να είμαι επιεικής τόσο, όσο δε με έχει παρακινήσει ποτέ καμία διδασκαλία περί επιείκειας”. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε το θετικό, καμία συγκεκριμένη αποδοχή της φιλανθρωπίας ή ανθρωπιστικών αισθημάτων. Πραγματικά, εκείνος αισθανόταν δυσπιστία απέναντι στους μαλθακούς άνδρες: πρόκειται για άτομα που τείνουν να είναι ασταθή και εύκολα καταλήγουν να συμπεριφέρονται σε σκληρότητα. Όπως και το ψεύδος, έτσι και η σκληρότητα, αμέσως εγείρει αποστροφή, επειδή είναι κάτι “άσχημο”. Είναι ένα ελάττωμα που παραμορφώνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Δεν είναι ανάγκη να αμφισβητήσουμε τη δήλωση του Montaigne ότι απλώς απεχθανόταν τη σκληρότητα, και όπως το θέτει και πάλι ο ίδιος: “Ο καθένας μας παίρνει στα σοβαρά κάτι που μισεί”. Παρόλο όμως που η εναντίωσή του στη σκληρότητα ήταν μια προσωπική του επιλογή, αυτό δεν ήταν απλώς συμπτωματικό, ούτε και συνέβη σε ένα ιστορικό ή διανοητικό κενό.

Είναι ξεκάθαρο ότι, πριν καν αρχίσει τη συγγραφή των Δοκιμίων του, ο Montaigne είχε ήδη απολέσει το μεγαλύτερο μέρος της πίστης του στον Χριστιανισμό. Το επόμενο βήμα για τον ίδιο, και τους συγκαιρινούς του, ήταν η επιστροφή στους φιλοσόφους της κλασικής Αρχαιότητας, στη σοφία των οποίων ο Montaigne δεν έπαψε ποτέ να στηρίζεται. Υπήρχε όμως ένας κίνδυνος μέσα σε αυτόν τον “νέο-παγανισμό”, ένας κίνδυνος που εκείνος δεν μπορούσε να αγνοήσει. Δεδομένης της ευαισθησίας του, ήταν υποχρεωμένος να αναγνωρίσει ότι και ο Machiavelli υπήρξε ένας πρόσφυγας που είχε απομακρυνθεί πολύ εκτός των χριστιανικών «ορίων», καθώς και ότι αυτός ο πλέον ανελέητος εχθρός όλων των εξ αποκαλύψεως θρησκειών, ήταν επίσης ο κυριότερος δάσκαλος της σκληρότητας. Πρέπει να φαινόταν στον Montaigne ότι η σκληρότητα βρισκόταν τότε παντού, ότι ήταν η πανταχού παρούσα ηθική “νόσος” της Ευρώπης. Την τοποθετούσε πρώτη ανάμεσα στις κακίες, επειδή είχε γίνει η πιο εμφανής και η λιγότερο σωφρονισμένη όλων, ειδικά στην περίπτωση των πρόσφατων, τότε, θρησκευτικών πολέμων. Διόλου παράξενο λοιπόν που τα τρία πρώτα από τα Δοκίμια έχουν ως στόχο τους τον Machiavelli. Το εισαγωγικό δοκίμιο κάνει τελείως άνω κάτω τον Machiavelli. Στον Ηγεμόνα, ο Machiavelli αναρωτιόταν αν είναι πιο αποτελεσματικό για έναν αυτοδημιούργητο ηγεμόνα το να κυβερνά με σκληρότητα ή με επιείκεια, και αποφάσιζε ότι η σκληρότητα είχε τα καλύτερα αποτελέσματα συνολικά. Ο Montaigne έθεσε το ερώτημα που ίσως να έθεταν και τα πιθανά θύματα του ηγεμόνα: θα ήταν άραγε καλύτερο να ικετεύσουν για έλεος ή μήπως να εκδηλώσουν ανυπακοή μπροστά σε αυτή τη σκληρότητα; Δεν υπάρχει σίγουρη απάντηση εδώ, συμπέρανε. Τα θύματα δε διαθέτουν βεβαιότητες. Πρέπει να αντεπεξέλθουν, δίχως να διαθέτουν εγχειρίδια με οδηγίες να τους βοηθήσουν σε αυτό. Το δεύτερο από τα Δοκίμια πραγματεύεται τη λύπη όσων έχουν δει τα παιδιά και τους φίλους τους να πεθαίνουν. Και το τρίτο υποδεικνύει πως πρέπει κανείς να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία που ασκούν οι ηγεμόνες.

Αν υπήρχε μια παγιωμένη μορφή αξιολόγησης των πράξεων των ηγεμόνων, μετά τον θάνατό τους, ενδεχομένως η λαχτάρα τους για υστεροφημία να τους συγκρατούσε μερικές φορές στις πράξεις τους. Μέχρι και ο Machiavelli είχε επισημάνει ότι ένας ηγεμόνας που κατέσφαζε αδιακρίτως, μάλλον δεν θα μπορούσε να αποκτήσει και την καλύτερη φήμη μέσα στην ιστορία, ακόμη και είχε ένα σωρό άλλα κατορθώματα στο ενεργητικό του. Ο Montaigne γνώριζε υπερβολικά καλά το πόσο σκληρούς έκανε τους φιλόδοξους ηγεμόνες το πάθος τους για φήμη, και δεν περίμενε πολλά πράγματα από μηχανισμούς «συγκράτησης». Ωστόσο, διαβάζοντας τον Ηγεμόνα όπως πιθανώς να τον διάβασε κάποιο από τα «θύματά» του, ο Montaigne αποστασιοποιήθηκε σημαντικά από τον κλασικισμό του Machiavelli. Η τοποθέτηση της σκληρότητας στην πρώτη θέση, ήταν λοιπόν μια αντίδραση στην (τότε νεότευκτη) πολιτική επιστήμη. Αυτό όμως δεν οδήγησε στη συμφιλίωσή του με τις εξ αποκαλύψεως θρησκείες. Στην πραγματικότητα, το μόνο που έκανε ήταν να ενισχύσει την πεποίθησή του ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε κάνει το παραμικρό για να περιορίσει τη σκληρότητα. Ο Montaigne δεν μπορούσε ούτε καν να δεχθεί ότι η απέχθειά του για τη σκληρότητα ήταν κατάλοιπο της χριστιανικής ηθικής μέσα του. Αντίθετα, μάλλον επέτεινε την αντιπαλότητά του απέναντι στις καθιερωμένες θρησκείες. Για τον Montaigne, και αργότερα για τον Montesquieu, η αποτυχία του Χριστιανισμού από ηθική σκοπιά, γινόταν πασιφανής από τη συμπεριφορά των Ισπανών στον Νέο Κόσμο. Ο Montaigne τους θεωρούσε ως το ύψιστο παράδειγμα της αποτυχίας του Χριστιανισμού. Ο τελευταίος κήρυττε ένα δόγμα περισσότερο αγνό από κάθε άλλη θρησκεία, αλλά είχε τη μικρότερη επίδραση στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ακόμη και οι Μωαμεθανοί και οι παγανιστές έτειναν να φέρονται καλύτερα. Πόσο μεγάλη ευκαιρία χάθηκε όταν οι Ισπανοί ανακάλυψαν τον Νέο Κόσμο! Πόσο θα είχε ακμάσει αυτός, αν οι ιθαγενείς του είχαν γνωρίσει τις αρχαιοελληνικές ή τις ρωμαϊκές αρετές! Αντί γι’ αυτό όμως, υπέστησαν μια σφαγή άνευ προηγουμένου για χάρη του χρυσαφιού, με υποκριτικά λόγια προσηλυτισμού στον Χριστιανισμό. Διότι η υποκρισία και η σκληρότητα πάνε μαζί και είναι, όπως ήταν πάντοτε άλλωστε, συγχωνευμένες μέσα στον φανατισμό.

Έχοντας αντικαταστήσει τόσο τη θρησκεία όσο και τη φιλοσοφία, ο φανατισμός κάνει θαύματα «όταν ενθαρρύνει τις τάσεις μας για μισαλλοδοξία, σκληρότητα, φιλοδοξία, πλεονεξία, συκοφαντία, ανταρσία» και τα συναφή. Αυτή η μομφή προχώρησε πολύ πιο πέρα από την παράδοση των κάθε λογής Χριστιανών αναμορφωτών, οι οποίοι ανέκαθεν επέπλητταν την Εκκλησία, όταν αυτή έχανε τον δρόμο της, μιμούμενοι τον Χριστό και τους Αποστόλους του. Για τον Montaigne, η απόσταση ανάμεσα στις θεωρητικές διακηρύξεις και την έμπρακτη συμπεριφορά, ήταν αγεφύρωτη. Ο Montaigne παρουσίασε βέβαια το σπλαχνικό πρόσωπο του Χριστού να κάνει ρεζίλι έναν σκληρό Ιεροεξεταστή, αλλά το έκανε ειρωνικά, διότι έβαλε τα λόγια του στο στόμα ενός Εβραίου από τον Ιβηρία. Για τον Montesquieu, από την άλλη, οι θεωρητικές διακηρύξεις δεν έχουν πια καμία σημασία. Όλες οι θρησκείες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μορφές κοινωνικού ελέγχου – απαραίτητου μεν, όχι όμως πάντοτε αξιέπαινου. Οι Ισπανοί ήταν αναμφισβήτητα «εξαιρετικά πιστοί Χριστιανοί», καθώς ετοιμάζονταν να διαπράξουν τις σφαγές τους, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς όπως κάθε κατακτητής του παρελθόντος και του σήμερα. Αλλά εμείς οφείλουμε να νιώθουμε τουλάχιστον αηδία, μπροστά σε τέτοιου είδους σκληρότητα. Οι Ισπανοί, έτσι όπως τους έβλεπε ο Montesquieu, είχαν δημιουργήσει έναν νέο και εφιαλτικό κόσμο. Όχι απλώς είχαν απαρνηθεί με προκατάληψη όλα τα ευγενή και ανθρώπινα αισθήματα, αλλά είχαν επίσης επιχειρήσει να αναδιοργανώσουν την πραγματικότητα. Κάθε φορά που συναντούσαν έναν πληθυσμό με συνήθειες και εμφάνιση διαφορετική από εκείνων, έλεγαν με ευκολία ότι αποκλείεται ο Θεός να έχει βάλει ψυχή σε τέτοια αποτρόπαια σώματα, ότι εμφανώς αυτά τα πλάσματα στερούνταν ανώτερων διανοητικών λειτουργιών. Από τη στιγμή που οι Ισπανοί είχαν αρχίσει τις βαναυσότητες, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να λένε ότι «είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς πως τέτοια πλάσματα είναι άνθρωποι, επειδή αν τους παραχωρήσουμε αυτή την ιδιότητα, ίσως γεννηθούν υποψίες πως δεν είμαστε Χριστιανοί». Τόσο για τον Montesquieu όσο και για τον Montaigne, οι Ισπανοί στον Νέο Κόσμο ενσάρκωσαν το απόλυτο δείγμα δημόσιας σκληρότητας. Ήταν ο θρίαμβος του μακιαβελισμού, εκ μέρους εκείνων που ισχυρίζονταν ότι είναι οι κύριοι επικριτές του. Εδώ, η σκληρότητα και η φαρισαϊκή προσποίηση ενώθηκαν για να αποδείξουν ότι ο Machiavelli είχε δίκαιο».

=========== 

Σχόλια