Σχόλιο-Απάντηση στην γνώμη του καθηγητή Θεοδώρου Καρυώτη για το Δικαστήριο της Χάγης και την τραγωδία της ελληνικής ΑΟΖ: Το Αιγαίο και η ανατολική Μεσόγειος…

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΤΣΟΥΦΡΟΥ*

Αποσαφηνίζω ευθύς εξαρχής και προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων ότι η απάντησή μου στην από 22 Αυγούστου 2023 γνώμη του εμπνευστή και σκαπανέα της ελληνικής ΑΟΖ φίλτατου καθηγητή Θεόδωρου Καρυώτη (ΕΔΩ) εντάσσεται αυστηρά στο πλαίσιο μίας εποικοδομητικής αντιπαράθεσης ιδεών και απόψεων, μακράν και πέραν οποιασδήποτε συγκεκαλυμένης αντιδικίας, με αποκλειστικό γνώμονα την προαγωγή του δημόσιου διαλόγου και όχι τον ευτελισμό του μέσω της παραπλάνησης της κοινής γνώμης. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Χωρίς να ακολουθώ κατά γράμμα την συλλογιστική του και για την καλύτερη κατανόηση της απάντησής μου από τους φίλους αναγνώστες, διακρίνω την περίπτωση του Αιγαίου από αυτή της Ανατολικής Μεσογείου για τους εκτιθέμενους κατωτέρω  λόγους, προτάσσοντας την ουσία, δηλαδή την απάντηση στο ερώτημα σε τί διαφωνούμε με την γείτονα, και ερχόμενος στην συνέχεια στην δικονομία (στην ακολουθητέα διαδικασία), στο πώς δηλαδή μπορούμε εν προκειμένω να λύσουμε με ειρηνικό τρόπο την σχετική διαφορά.

Εννοείται ότι η απάντησή μου επί των θεμάτων ουσίας και διαδικασίας στα οποία εγκύπτει ο αρθρογράφος εδράζεται στο εθιμικό δίκαιο της θάλασσας, το οποίο διέπει την επίμαχη ελληνοτουρκική διαφορά, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο ίδιος. Θυμίζω συναφώς ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔ) έκρινε το 1978 ότι η διαφορά μας με την Τουρκία σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου είναι «νομική» και όχι «εξόχως πολιτική», όπως υποστήριζαν τότε και εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι Τούρκοι.

Εστιάζοντας λοιπόν στην ουσία ήδη από την πρώτη παράγραφο του άρθρου του, ο αρθρογράφος παρατηρεί ορθότατα ότι πρόκειται για την ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Διαπιστώνει συγκεκριμένα ότι το «φάντασμα» της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο καταδιώκει την Τουρκία η οποία αντιμετωπίζει τον θεσμό ως «τον μεγαλύτερο εχθρό της».

Περιφρονώντας την Σύμβαση του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι έχει «θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο», αποκλείοντας αυτομάτως το ενδεχόμενο θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας με την Κύπρο.

Αναφερόμενος όμως στο επίκαιρο θέμα της προσφυγής μας στην Χάγη (το οποίο αφορά την διαδικασία), ο αρθρογράφος διερωτάται αν είναι «δύσκολο και ίσως παράτολμο» να προβλεφθεί «τί είδους απόφαση θα λάβει το ΔΔ» αν κληθεί να επιλύσει την «ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ του Αιγαίου» υπό το φως της νομολογίας του «σε παρεμφερείς διαφορές» (σημείο το οποίο αφορά την ουσία).

Το τιθέμενο λοιπόν ερώτημα είναι αν και κατά πόσον οι περιπτώσεις του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να θεωρηθούν από κοινού ως «παρεμφερείς» με άλλες διαφορές των οποίων επελήφθη στο παρελθόν το ΔΔ, προκειμένου να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την δικαστική επίλυση και της δικής μας διαφοράς με την Τουρκία.

  • Εκκινώ λοιπόν τον σχολιασμό μου από την πεποίθησή μου ότι η περίπτωση του Αιγαίου διακρίνεται σαφώς, τόσο από γεωγραφική άποψη όσο και υπό το πρίσμα του εθιμικού δικαίου της θάλασσας, από την περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου.

Συγκεκριμένα, στο Αιγαίο εμπλέκονται αποκλειστικά δύο παράκτιες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, με τις ηπειρωτικές και νησιωτικές ακτές τους να παράκεινται ή και να αντίκεινται, αλλά και με την ιδιομορφία ότι η αρχιπελαγική δομή (όχι  υπό την έννοια του αρχιπελαγικού κράτους) και η γεωγραφική διάταξη των ελληνικών νησιωτικών εδαφών είναι τέτοιες φύσης, ώστε να μην επιτρέπουν την εφαρμογή της επικαλούμενης από την Τουρκία αρχής  ότι κείνται στην «λάθος πλευρά» της μέσης/γραμμής ίσης απόστασης.

Η απόφαση του ad hoc Διαιτητικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1977, την οποία επικαλείται συστηματικά η Τουρκία για να στηρίξει την εντελώς αβάσιμη άποψή της ότι τα ελληνικά νησιωτικά εδάφη στο Αιγαίο βρίσκονται στην «λάθος πλευρά» της μέσης γραμμής, είναι αποκαλυπτική.

Αναφερόμενο στην υπό την κρίση του τεθείσα περίπτωση των Αγγλονορμανδικών νήσων, το επιληφθέν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας Δικαστήριο την διακρίνει από την περίπτωση του Αιγαίου (η οποία εκκρεμούσε ήδη ενώπιον του ΔΔ), χωρίς να την κατονομάζει: «The Channel Islands are not only “on the wrong side” of the mid-Channel median line but wholly detached geographically from the United Kingdom» και συμπληρώνει: «The case is quite different from that of small islands on the right side or close to median line, and it is also quite different from the case where numerous islands stretch out one after another long distances from the mainland» (σκέψη 199 της διαιτητικής απόφασης).

Οι Τούρκοι εξακολουθούν να περιλαμβάνουν την ανωτέρω διαιτητική απόφαση στην φαρέτρα των νομικών τους επιχειρημάτων, παραλείποντας όμως σκανδαλωδώς οποιαδήποτε μνεία του επίδικου χωρίου.

Στην Ανατολική Μεσόγειο, το υδάτινο στοιχείο βρέχει, μεταξύ άλλων, τις ακτές τεσσάρων κρατών (Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου και Αιγύπτου), οι προβολές των οποίων στην θάλασσα οδηγούν σε επικάλυψη των θαλάσσιων ζωνών τους. Η Ανατολική Μεσόγειος χαρακτηρίζεται επιπλέον και από το ότι η Ελλάδα και η Κύπρος εμπλέκονται στις θαλάσσιες οριοθετήσεις αποκλειστικά με τα νησιωτικά εδάφη τους.

Η Τουρκία εκμεταλλεύεται το στοιχείο αυτό αναδεικνύοντάς το ως περίσταση ικανή να επηρεάσει υπέρ της την οριοθέτηση, προκειμένου να επιτευχθεί, όπως υποστηρίζει η ίδια, ένα δίκαιο αποτέλεσμα, υποβιβάζοντας εσκεμμένα την σημασία της γεωγραφίας της ευρύτερης περιοχής. Τί εννοώ.

Αν εξετάσουμε αναλυτικότερα τα γεωγραφικά δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου, η τουρκική εκδοχή υπεραπλουστεύει την κατάσταση εστιάζοντας στον μειωμένο έως μηδενικό, κατά την ίδια, βαθμό επήρειας των γειτονικών της νησιωτικών σχηματισμών Ελλάδας και Κύπρου, σε συνδυασμό με το χωλό και όχι πλήρες δικαίωμά τους.

Στην πραγματικότητα όμως, αφενός, όποιο νησιωτικό έδαφος χαρακτηρίζεται ως νήσος έχει πλήρες δικαίωμα (full entitlement) κατά το εθιμικό διεθνές δίκαιο, αφετέρου,  τόσο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλορίζου στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, με την ακτινοειδή, δηλαδή προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, προβολή του (radial projection), όσο και το νησιωτικό τόξο Κρήτης, Κάσσου, Καρπάθου και Ρόδου στα δυτικά, με την νοτιοανατολική κατεύθυνση της επίσης ακτινοειδούς προβολής του, διεμβολίζουν ή εγκλωβίζουν κυριολεκτικά την προβολή της τουρκικής ακτής, δημιουργώντας ένα ελληνοκυπριακό ανάχωμα που ενώνει τις ζώνες δικαιοδοσίας των δύο κρατών και λειτουργεί ως ομφάλιος λώρος που τις συνδέει (βλέπε αναλυτικότερα την γνώμη μου της 22ας Ιουλίου 2023 στην Hellas Journal, ΕΔΩ).

  • Επιπλέον, το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλορίζου δεν ανήκει στην Τουρκία αλλά στην Ελλάδα. Άρα, η περίπτωσή του δεν ομοιάζει καθόλου με αυτή της Ουκρανικής Νήσου των Όφεων στην Μαύρη Θάλασσα, όπως εξηγώ κατωτέρω.

Εξ άλλου, η προς δυσμάς προβολή της δυτικής ακτής της Κύπρου συναντάται και επικαλύπτεται με την προς ανατολάς προβολή των ανατολικών ακτών του νησιωτικού τόξου ανεμπόδιστα, χωρίς την παρεμβολή των ακτών τρίτου κράτος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και ότι η απόσταση μεταξύ του πλησιέστερου σημείου της ανατολικής ακτής της Κρήτης και του αντίστοιχου σημείου της δυτικής ακτής της Κύπρου είναι περίπου η ίδια (543 χλμ) με την απόσταση που χωρίζει τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές από τις αιγυπτιακές (520 χλμ).

Ορθώς λοιπόν και πάλι ο αρθρογράφος, μετά από μία παρενθετική αναφορά του στο δικαίωμα των ελληνικών νησιωτικών εδαφών του Αιγαίου σε αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ναυτικών μιλίων (νμ) και τον αντίκτυπο από την εφαρμογή του στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Τουρκία, επιστρέφει στην αρχική του θέση περί της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, αντιστρέφοντας όμως την φορά αυτή παραδόξως τους ρόλους Ελλάδας και Τουρκίας.

Συγκεκριμένα, διατυπώνει την άποψη ότι «το κύριο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι αυτό του [Καστελλορίζου] και της Στρογγύλης», έχοντας κατά νου ότι, σε περιπτώσεις όπου μία νησίδα βρίσκεται μπροστά σε έναν «τεράστιο ηπειρωτικό χώρο ενός άλλου κράτους», το ΔΔ δεν της αναγνώρισε ποτέ «πλήρη επήρεια» (σημείο το οποίο αφορά την ουσία και στο οποίο επανέρχομαι).

Με βάση την αρχική άποψη του αρθρογράφου ότι η νομική θέση της Τουρκίας, όσον αφορά την ΑΟΖ, είναι επισφαλής στην Ανατολική Μεσόγειο, διερωτώμαι ποιος άλλος μπορεί να είναι ο λόγος της τουρκικής επιφυλακτικότητας εκτός από την παρουσία των ελληνικών νησιωτικών εδαφών και το ισχυρό αποτύπωμά τους στην οριοθέτηση της ΑΟΖ στην θαλάσσια αυτή περιοχή.

Προφανώς, με βάση τη νομολογία του ΔΔ, η Τουρκία δεν δικαιούται όσα διεκδικεί (βλέπε επεκτατική θεωρία της Γαλάζιας Πατρίδας). Δεν αντιλαμβάνομαι συνεπώς πού στηρίζεται ο φόβος του αρθρογράφου περί μερικής ή και μηδενικής επήρειας των ελληνικών νησιωτικών εδαφών στην Ανατολική Μεσόγειο σε περίπτωση υποβολής της διαφοράς στο ΔΔ, διαδικαστική επιλογή που θα έπρεπε να μας ικανοποιεί αντί να μας ανησυχεί.

Ο καθηγητής Θ. Καρυώτης εμφανίζεται ειδικότερα καχύποπτος ενόψει της τυχόν εφαρμογής της νομολογίας του ΔΔ όταν και όπου μικρές σε έκταση κατοικημένες νήσοι ή νησίδες κείνται εγγύς τεράστιων ηπειρωτικών ακτών, υπαινισσόμενος σαφώς το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλορίζου και αναφερόμενος στην καθ’ όλα αλυσιτελή -τόσο για το Αιγαίο όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο- απόφαση του ΔΔ του 2009 την οποία σχολιάζω ευθύς αμέσως όχι μόνον λόγω της σημασίας της αλλά, κυρίως, λόγω της γενικευμένης «κακοποίησής» της από τους ειδικούς αναλυτές (Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων).

Ως προς τους διαδίκους της υπόθεσης της Μαύρης Θάλασσας, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι, με την εν λόγω απόφασή του, η μεν Ουκρανία, υποστηρίζοντας «παρόμοιες με τις ελληνικές θέσεις», εξήλθε «ηττημένη», η δε Ρουμανία, συντασσόμενη με τις «τουρκικές θέσεις», στέφθηκε «νικήτρια» στο πλαίσιο της διαφοράς. Πλην όμως, η απόφαση του ΔΔ του 2009 διαψεύδει στην πράξη, αν ερμηνευθεί ορθά, παρόμοιες εικασίες.

Ας αναλύσουμε λοιπόν την απόφαση του ΔΔ της 3ης Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να κατανοήσουμε το σχετικό διακύβευμα για την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναφέρομαι στα πλέον ουσιώδη σημεία της, ώστε να χρησιμοποιηθούν λυσιτελώς αντί να παρερμηνεύονται ως προϊόν εσφαλμένων αναλύσεων.

Ασκώντας μονομερώς προσφυγή κατά της Ουκρανίας, η Ρουμανία κάλεσε το Δικαστήριο να χαράξει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενιαίο θαλάσσιο όριο μεταξύ της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ των δύο κρατών στην Μαύρη Θάλασσα».

Η παρουσία της αποκαλούμενης Νήσου των Όφεων (Νήσος) ήταν το «μήλον της έριδας» ή το «αγκάθι» της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς λόγω, πρώτον, του μεγέθους της (εμβαδόν 0,17 τχλμ και συνολική περιφέρεια 2 χλμ), δεύτερον, λόγω της γεωγραφικής θέσης της (μοναδικός νησιωτικός σχηματισμός σε απόσταση περίπου 20 νμ από την ουκρανική ηπειρωτική ακτή, ανατολικά του Δέλτα του Δούναβη, εγγύς δηλαδή των χερσαίων συνόρων των δύο κρατών) και, τρίτον, λόγω του μεταξύ τους αμφισβητούμενου νομικού χαρακτηρισμού της ως νήσου ή ως βραχονησίδας με τις ανάλογες προφανώς έννομες συνέπειες.

Ο συνημμένος στην απόφαση του ΔΔ χάρτης 1 απεικονίζει τις προτεινόμενες από την Ρουμανία και την Ουκρανία και αποκλίνουσες μεταξύ τους οριογραμμές. Η πρώτη οριογραμμή απηχεί την άποψη της προσφεύγουσας Ρουμανίας ότι η Νήσος είναι βραχονησίδα, μη γενεσιουργός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, και άρα με μηδενική επήρεια στην χάραξή της.

  • Η δεύτερη της Ουκρανίας αποδίδει στην Νήσο πλήρη επήρεια με την αναγνώρισή της ως νήσου. Η οριογραμμή του Δικαστηρίου διαφέρει αισθητά και από τις δύο που εκφράζουν, κατά την κρίση του, μονομερείς εκατέρωθεν διεκδικήσεις με αποτέλεσμα τον σφετερισμό δικαιωμάτων εκ μέρους του ενός έναντι του άλλου διαδίκου, οπότε δεν τίθεται καν θέμα Σολομώντειας λύσης της διαφοράς (βλέπε και εκτενέστερα κατωτέρω).

Επ’ αυτού, το ΔΔ σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η προσωρινή οριογραμμή του (προσωρινή γραμμή ίσης απόστασης/μέση γραμμή), στο πλαίσιο των προβλεπόμενων τριών σταδίων της οριοθετικής διαδικασίας (σκέψεις 115 έως 122 της απόφασης), χαράχτηκε «in a reasonable and mutually balanced way», ώστε να μην συντρέχει κανένας λόγος προσαρμογής της  (σκέψη 201 της απόφασης).

Το ΔΔ αναγνωρίζει ότι η δικαιοδοσία του περιορίζεται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ των διαδίκων από το εξωτερικό σημείο της αιγιαλίτιδας ζώνης τους, το οποίο συμπίπτει με το σημείο αφετηρίας της δικής του οριογραμμής (σκέψη 30 της απόφασης). Η επισήμανσή του αυτή σημαίνει ότι είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν η Νήσος είναι νήσος ή βραχονησίδα, ζήτημα το οποίο αφορά προφανώς το δικαίωμα και όχι την οριοθέτηση, όπως επιβεβαιώνεται στην συνέχεια (σκέψη 187 της απόφασής).

Συγκεκριμένα, το ΔΔ επιλέγει  proprio motu ως σημείο αφετηρίας της οριογραμμής του εκείνο όπου τέμνονται τα τόξα ακτίνας 12 νμ της ρουμανικής και της ουκρανικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Όσον αφορά ειδικότερα την Ουκρανία, πρόκειται, εκτός από την αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 νμ της ηπειρωτικής ακτής,  και για την αιγιαλίτιδα ζώνη κύκλου ακτίνας 12 νμ ισχύουσα πέριξ της Νήσου από το 1949 (σκέψη 64 της απόφασης).

Από το σημείο αφετηρίας και μέχρι το σημείο 2, η οριογραμμή του ΔΔ συμπίπτει με το τόξο (και όχι με την χορδή του κύκλου), μήκους περίπου 5 νμ (σκέψη 59 της απόφασης). Αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο τμήμα της περιφέρειας του κύκλου ακτίνας 12 νμ, όπως απεικονίζεται επακριβώς στον χάρτη η αιγιαλίτιδα ζώνη της Νήσου.

Επομένως, το μόνο αποτύπωμα της Νήσου στην οριογραμμή του Δικαστηρίου είναι αυτό του τόξου μήκους 5 περίπου νμ από το σημείο 1 έως το σημείο 2 (σκέψη 66 της απόφασης), μετά το οποίο ακολουθείται νοτιοανατολική κατεύθυνση μέχρι το σημείο 4 όπου οι ακτές των διαδίκων παύουν να παράκεινται, καθιστάμενες αντικείμενες, και η παρουσία της Νήσου δεν επηρεάζει πλέον ούτε εμφανώς ούτε αφανώς την οριοθέτηση.

Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο ακολουθεί πιστά το τόξο και όχι την χορδή του είναι για να μην αποστερηθεί η Νήσος σε καμία περίπτωση ενός αμελητέου τμήματος της ουκρανικής αιγιαλίτιδας ζώνης, όπως προέβλεπε αρχικά η Διεθνής Συμφωνία του 1949 μεταξύ της Ρουμανίας και της τότε ΕΣΣΔ, με την οποία η Νήσος είχε περιέλθει στην κυριαρχία της δεύτερης. Αυτό προκύπτει σαφέστατα από την σκέψη 75 της απόφασης:

«the 12-mile arc around Serpents’ Island will never be penetrated by Romanias territorial sea, no matter what changes occur in its coastline or baselines».

Tο αναφέρω επειδή πρόκειται για το δυσνόητο εκείνο χωρίο της απόφασης το οποίο παρερμηνεύτηκε ατυχώς, ίσως και λόγω της τεχνικής υφής της διατύπωσής του, σε σημείο, ώστε να θεωρηθεί ότι το ΔΔ περιόρισε γενικώς το δικαίωμα της Νήσου αποκλειστικά στην αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 νμ, αναγνωρίζοντάς της τελικά μηδενικό βαθμό επήρειας στο πλαίσιο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ μεταξύ των διαδίκων.

Αν όντως το έπραττε, το ΔΔ θα εξέφευγε των ορίων της δικαιοδοσίας του επειδή θα λάμβανε θέση στο θέμα το νομικού χαρακτηρισμού της Νήσου ως βραχονησίδας, όπως υποστήριζε η Ρουμανία. Αντιθέτως, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, η τότε ΕΣΣΔ δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμα της Νήσου σε θαλάσσιες ζώνες πέραν της αιγιαλίτιδας.

Η ρουμανική άποψη ότι το δικαίωμα της Νήσου περιορίζεται στην αιγιαλίτιδα ζώνη  των 12 νμ (και η άποψη όσων αναλυτών την υποστηρίζουν ταυτίζοντάς την με την απόφαση) είναι απολύτως ανακριβής, καθότι, κατά την κρίση του ΔΔ:

«a 12-nautical-mile territorial sea was attributed to Serpents’ Island pursuant to agreements between the Parties. It concludes that, in the context of the present case, Serpents’ Island should have no effect on the delimitation in this case, other than the stemming from the role of the 12-nautical-mile arc of its territorial sea» (σκέψη 188 της απόφασης).

  • Αν το ΔΔ υιοθετούσε την ρουμανική εκδοχή, τότε η οριογραμμή του θα ήταν απλούστατα ευθυγραμμισμένη με την προταθείσα από την Ρουμανία και η Νήσος θα περιοριζόταν στα 12 νμ υπό μορφή αγκίστρου (hook) μέχρι το σημείο όπου τέμνεται από την κάθετο προς την γενική κατεύθυνση των ηπειρωτικών ακτών των διαδίκων (όπως προκύπτει σαφώς από τους σχετικούς χάρτες που συνοδεύουν τα δικόγραφα των διαδίκων).

Το συναγόμενο από την απόφασή του συμπέρασμα είναι ότι το ΔΔ δεν αναγνωρίζει εμφανώς στην Νήσο οποιαδήποτε επήρεια στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.

Εκτιμώντας όμως ότι η ακτινοειδής προβολή των ακτών της έχει ως συνέπεια ότι οι θαλάσσιες ζώνες τις οποίες θα δικαιούνταν αν θεωρούνταν ως νήσος απορροφώνται από την αντίστοιχη αλλά κατά πολύ ευρύτερου βεληνεκούς προβολή των ουκρανικών ηπειρωτικών ακτών (σκέψη 187 της απόφασης), το πράττει πλαγίως και με άδηλο τρόπο (βλέπε συναφώς κατωτέρω).

Εν τέλει, η Νήσος δεν ελήφθη τύποις υπόψη επειδή δεν χαρακτηρίστηκε ως παράκτια νήσος, ώστε να ενσωματωθεί στην ληπτέα υπόψη για τους σκοπούς της οριοθέτησης ουκρανική ηπειρωτική ακτή (relevant coast)(σκέψη 149 της απόφασης).

Αντ’ αυτής, το ΔΔ επέλεξε ως κατάλληλο σημείο βάσης για την χάραξη της προσωρινής οριογραμμής του την ουκρανική νησίδα Tsyganka στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη, κρίνοντας ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως παράκτιας νήσου (σκέψη 153 της απόφασης).

Μετά και την προηγηθείσα ανάλυση, είναι αυτονόητο ότι δεν ευσταθεί το συμπέρασμα ότι στην υπόθεση της Μαύρης Θάλασσας η Ρουμανία υιοθέτησε την τουρκική άποψη και η Ουκρανία την ελληνική.

Πρώτον, η Ρουμανία αμφισβήτησε όχι το δικαίωμα των νήσων σε θαλάσσιες ζώνες πέραν της αιγιαλίτιδας αλλά το δικαίωμα των βραχονησίδων  (στις οποίες συμπεριελάμβανε και την Νήσο) σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεύτερον, η απόφαση του ΔΔ, η οποία ελήφθη ομόφωνα (κάτι μοναδικό στην ιστορία της νομολογίας του), δεν αδικεί ούτε την Ρουμανία ούτε την Ουκρανία (προαναφερθείσα σκέψη 201 της απόφασης), όπως δεν θα αδικήσει ούτε την Ελλάδα τυχόν μελλοντική του απόφαση επί της ελληνοτουρκικής διαφοράς.

Μπορεί, στο πλαίσιο της υπόθεσης της Μαύρης Θάλασσας, το μεγαλύτερο ποσοστό της διαφιλονικούμενης μεταξύ των διαδίκων θαλάσσιας ζώνης να περιήλθε στην Ρουμανία (σε αναλογία περίπου 70% έναντι 30%), η Ουκρανία όμως απέκτησε το κατά πολύ πλουσιότερο σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων πεδίο στο οποίο την περιόρισε η οριοθέτηση του ΔΔ.

Η επιλογή δε του ΔΔ να αποκλείσει απαρχής την Νήσο ως σημείο βάσης για τον υπολογισμό της προσωρινής οριογραμμής του συνέβαλε και αυτή με την σειρά της στην εκ μέρους του απόδοση μεγαλύτερης έκτασης στην Ουκρανία από εκείνη που θα της επιδίκαζε αν την λάμβανε υπόψη κατά το πρώτο στάδιο.

Αν το έκανε δεκτό, θα όφειλε να προσαρμόσει την οριογραμμή του τόσο στο δεύτερο όσο και στο τρίτο στάδιο εξαιτίας της σημαντικής διαφοράς στον λόγο (ratio) που θα προέκυπτε εύλογα από την σύγκριση των ληπτέων υπόψη ακτών και των αντίστοιχων θαλάσσιων ζωνών βάσει της αρχής της αναλογικότητας (βλέπε επ’ αυτού την άποψη του έγκριτου αναλυτή Coalter G. Lathrop με τίτλο «Maritime Delimitation in the Black Sea», AJIL, 2009, volume 103, σελίδες 543-549, στην σελίδα 548: «by removing Serpents’ Island from the delimitation calculation at an earlier stage, the Court reduced the importance of [its] potential role as a relevant circumstance or factor calling for an adjustment to the provisional equidistance line. Even so, the Court did take into account the presence of Serpents’ Island»).

  • Το επιδιωκόμενο ως εκ τούτου ποθητό δίκαιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε πλήρως προς ικανοποίηση και των δύο χωρών (προαναφερθείσα σκέψη 201 της απόφασης).

Αν ανατρέξουμε τέλος στην απόφαση του 1985 (οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας), με την οποία το ΔΔ αναγνωρίζει ως βασικό κριτήριο της οριοθέτησης την απόσταση από την ακτή και όχι γεωλογικές ή άλλες παραμέτρους, αποσαφηνίζοντας ότι η ενδοχώρα (landmass) δεν αποτελεί ληπτέο υπόψη στοιχείο στην οριοθέτηση και ότι υπολογίζεται αυστηρά το μήκος της ληπτέας υπόψη ακτής, τότε ουδείς λόγος ανησυχίας συντρέχει ώστε να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση από κοινού προσφυγής της Τουρκίας με την Ελλάδα στο ΔΔ, θα συνυπολογιστεί το σύνολο των τουρκικών ακτών ή ότι, μεταξύ δύο ακραίων διεκδικήσεων, θα προκριθεί «η εφαρμογή της μεθόδου του Σολομώντος».

Το μεγαλύτερο μήκος των εμπλεκόμενων στην οριοθέτηση ακτών, σύμφωνα μάλιστα με τις τουρκικές διεκδικήσεις, περιορίζεται μεταξύ του 28ου και του 32ου μεσημβρινού, και δεν είναι η μοναδική ληπτέα υπόψη περίσταση, όπως εξηγώ ευθύς αμέσως.

Η πλέον σημαντική πτυχή της οριοθέτησης στην Ανατολική Μεσόγειο (αποκλειομένου του Αιγαίου) είναι ότι η παρουσία νησιωτικού εδάφους τρίτης χώρας μεταξύ των ηπειρωτικών ή νησιωτικών εδαφών δύο άλλων παράκτιων χωρών διαφέρει από την παρουσία νησιωτικού εδάφους που ανήκει σε ένα από δύο εμπλεκόμενα στην οριοθέτηση παράκτια κράτη, χωρίς το στοιχείο της παρεμβολής τρίτης κυριαρχίας (όπως στην προαναφερθείσα υπόθεση της οριοθέτησης της μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας υφαλοκρηπίδας).

Στην δεύτερη περίπτωση της οριοθέτησης μεταξύ δύο κρατών, το νησιωτικό έδαφος κείται εντός της προς οριοθέτηση θαλάσσιας ζώνης ως ανήκον σε ένα από τα δύο, ενώ στην πρώτη περίπτωση το νησιωτικό έδαφος της τρίτης χώρας, παρεμβαλλόμενο μεταξύ των άλλων δύο, κείται εκτός της προς οριοθέτηση θαλάσσιας ζώνης και διακόπτει την μετωπική σχέση των ακτών τους, με αποτέλεσμα να ανακύπτει πλέον η ανάγκη της ανά ζεύγη οριοθέτησης μεταξύ του τρίτου νησιωτικού εδάφους και του εδάφους των άλλων δύο κρατών.

Εν ολίγοις, στην περίπτωση αυτή, εμπλέκονται μεν γεωγραφικώς τρία παράκτια κράτη, η οριοθετική διαδικασία χωρεί όμως ανά ζεύγη, με σημείο αναφοράς την παρεμβαλλόμενη ακτή του τρίτου κράτους. Η περίπτωση αυτή δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από την θεωρία, αν και αποτέλεσε αντικείμενο τόσο της νομολογίας του ΔΔ όσο και της διεθνούς πρακτικής.

Στην γεωγραφική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, η παρεμβολή του νησιωτικού τόξου και του νησιωτικού συμπλέγματος μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου ανατρέπει τους κανόνες της οριοθέτησης υπό την έννοια ότι η παρεμβαλλόμενη παρουσία τους δεν επιτρέπει την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου καθ’ όλο το εύρος της ακτινοειδούς προβολής τους.

Η παρεμβολή αυτή δεν αποκόπτει την Τουρκία από θαλάσσιες ζώνες που, κατά την άποψή της, δικαιούται ούτως ή άλλως, αλλά διακόπτει την σχέση των τουρκικών και των αιγυπτιακών ακτών ως αντικειμένων. Συγκεκριμένα, η παρεμβολή του νησιωτικού συμπλέγματος μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών Τουρκίας και Αιγύπτου σημαίνει ότι βορείως μεν ισχύει η συμβατική οριοθέτηση του 1932 μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας (στην θέση της οποίας ως συμβαλλόμενου μέρους υπεισήλθε η Ελλάδα το 1947),  νοτίως δε αντικείμενες καθίστανται οι ακτές του νησιωτικού συμπλέγματος και της Αιγύπτου, οπότε η οριοθέτηση πρέπει να χωρήσει αποκλειστικά και αναγκαστικά μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.

Το ίδιο ισχύει και για το νησιωτικό τόξο, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία του 2020. Στην σχετική επικάλυψη πρέπει να προστεθεί και ο παράλληλος άξονας προβολής των δυτικών ακτών της Κύπρου προς τα δυτικά και των ανατολικών ακτών του νησιωτικού τόξου προς τα ανατολικά, αποτέλεσμα της οποίας επικάλυψης είναι, όπως προανέφερα,  η ελληνοκυπριακή ασπίδα, η οποία δεν επιτρέπει οποιαδήποτε διείσδυση και επικάλυψη των τουρκικών και αιγυπτιακών ακτών μεταξύ τους.

  • Αυτό ισχύει εντελώς ανεξάρτητα από τον βαθμό επήρειας του νησιωτικού συμπλέγματος προς ανατολάς και δυσμάς, σε σχέση με την Τουρκία, η οποία αποκλείεται να επανακάμψει προς νότον επειδή εκεί πλέον η περιοχή αφορά αμιγώς οριοθέτηση μεταξύ δύο άλλων παικτών (Ελλάδας και Αιγύπτου).

Η προπεριγραφείσα παρεμβολή σημαίνει ότι η Τουρκία τελεί σε αδυναμία να επικαλεστεί τόσο το γεγονός ότι αποκόπτεται «αδίκως» και «αδικαιολογήτως» από την προς νότον προβολή των ακτών της (cut-off effect) όσο και να προτείνει την λύση της ενθυλάκωσης (enclavement) των ελληνικών νησιωτικών εδαφών μεταξύ των θαλάσσιων ζωνών Τουρκίας και Αιγύπτου για τον απλό λόγο ότι οι ληπτέες υπόψη συγκεκριμένες περιστάσεις ισχύουν μόνο στο πλαίσιο της προς οριοθέτηση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου και Ελλάδας και Κύπρου θαλάσσιας έκτασης, αντίστοιχα.

Με άλλα λόγια, στην περίπτωση παρεμβολής δεν ενεργοποιείται ο «μηχανισμός» του βαθμού επήρειας των ελληνικών νησιωτικών εδαφών, καθόσον δεν ανήκουν στην Τουρκία και εκφεύγουν της οριοθέτησης στην οποία υπεισέρχεται πλέον η Αίγυπτος. Έτσι, ο βαθμός επήρειάς τους επανέρχεται στην επιφάνεια στο πλαίσιο της οριοθέτησης με την Αίγυπτο.

Άρα, οι φόβοι του καθηγητή Θ. Καρυώτη δεν επαληθεύονται ούτε στην περίπτωση του Αιγαίου (βλέπε διαιτητική απόφαση του 1977) αλλά ούτε και στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, όπως εκθέτω κατωτέρω.

Για το βάσιμο της ανωτέρω νομικής επιχειρηματολογίας, αρκούν τα πειστικά δείγματα γραφής στον απόηχο της απόφασης του ΔΔ στην υπόθεση Καμερούν κατά Νιγηρίας (Judgment of 10 October 2002, Case concerning the Land and Maritime Boundary between Cameroon and Nigeria).

Η  παρουσία τής μεταξύ των διαδίκων παρεμβαλλόμενης και ανήκουσας στην Ισημερινή Γουινέα νήσου Bioko της προσδίδει πλήρη επήρεια έναντι τόσο της Νιγηρίας όσο και έναντι του Καμερούν, αποκλείοντας παράλληλα την μεταξύ των ακτών των δύο τελευταίων δυνατότητα οριοθέτησης τους ως αντικειμένων.

Αντικρούοντας την άποψη του Καμερούν ότι η ύπαρξη της νήσου δεν επηρεάζει την μεταξύ τους οριοθέτηση, η Νιγηρία περιγράφει παραστατικότατα την κατάσταση ως εξής: «the existence of Bioko […] is totally ignored. […] Bioko cannot simply be treated as a relevant circumstance; it is a major part of an independent State, possessing its own maritime areas» (σκέψη 279 της απόφασης). Την άποψή της επιβεβαιώνει το ΔΔ διαπιστώνοντας ότι «Bioko is not an island to either of the two Parties [Καμερούν και Νιγηρίας]. It is a constituent part of a third State. The part of the Cameroon coastline beyond Debundsha Point faces Bioko. It cannot therefore be treated as facing Nigeria so as to be relevant to the maritime delimitation between Cameroon and Nigeria» (σκέψη 291 της απόφασης).

Χαρακτηρίζοντας την γεωγραφική πραγματικότητα της περιοχής ως «δεδομένο» («a given») (σκέψη 295) και απαντώντας στο επιχείρημα του Καμερούν ότι «the presence of Bioko constitutes a relevant circumstance which should be taken into account for purposes of the delimitation» και ότι «Bioko Island substantially reduces the seaward projection of Cameroon’s coastline» (σκέψη 298 της απόφασης), το ΔΔ αποφαίνεται με κατηγορηματικό τρόπο ότι «the effect of Bioko Island on the seaward projection of the Cameroonian coastline front is an issue between Cameroon and Equatorial Guinea and not between Cameroon and Nigeria, and is not relevant to the issue of delimitation before [it]. The Court does not therefore regard the presence of Bioko Island as a circumstance that would justify the shifting of the equidistance line as Cameroon claims» (σκέψη 299 της απόφασης).

Το ΔΔ κρίνει συνεπώς ότι η προσωρινή μέση γραμμή αποτελεί, ως έχει και λόγω της παρεμβολής, μέθοδο οδηγούσα σε δίκαιο αποτέλεσμα, αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι το Καμερούν είναι γεωγραφικώς μειονεκτούν παράκτιο κράτος.

Εξίσου παραστατική είναι και η περιγραφή τριών δικαστών του ΔΔ με την χωριστή γνώμη τους υπό την προαναφερθείσα απόφαση του 1985. Συγκεκριμένα, οι δικαστές Ruda, Bedjaoui και Jiménez de Aréchaga συνοψίζουν με νόημα ότι η ευθεία μετωπικότητα (oppositeness) των ακτών δύο κρατών «depends on the presence or not of an intermediate third State. The oppositeness between the coasts of States A and B disappears when that oppositeness is replaced by that of a third State C, adjacent to A: then and there the oppositeness between the coasts of C and B begins» (joint separate opinion, παράγραφος 14, στην σελίδα 80).

Οι τρεις δικαστές ολοκληρώνουν το σκεπτικό τους υπενθυμίζοντας την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου στην προαναφερθείσα υπόθεση Ηνωμένο Βασίλειο/Γαλλία: «It cannot be open to two States, by ignoring the existence of the continental shelf claims of an intermediate third State, to divide up areas appertaining to the third State» (προαναφερθείσα απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, 1977, σκέψη 92), η οποία έχει εν παρόδω βαρύνουσα σημασία και για τον χαρακτηρισμό του τουρκολιβυκού μνημονίου ως ανυπόστατου.

  • Πέραν της νομολογίας, ανάλογο και πρόσφατο δείγμα γραφής της διεθνούς πρακτικής αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων διεθνών συμφωνιών στην Βόρεια Θάλασσα, στην Καραϊβική, στον Περσικό Κόλπο και αλλού,  η συμφωνία της 19ης Νοεμβρίου 2018 (σε ισχύ από τις 28 Ιουνίου 2019) για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Δανίας και Πολωνίας.

Η παρουσία της απομακρυσμένης από την ηπειρωτική Δανία δανικής νήσου Bornholm, κείμενης στο μέσον της Δυτικής Βαλτικής, «ροκανίζει» συρρικνώνοντας κυριολεκτικά τις θαλάσσιες ζώνες των αντικείμενών της, λόγω της παρεμβολής της, ηπειρωτικών ακτών της Σουηδίας (συμφωνία του 1984), της Γερμανίας (συμφωνία του 1988) και της Πολωνίας (προαναφερθείσα του 2018), ως αποτέλεσμα της τήρησης μίας ελάχιστα προσαρμοσμένης μέσης γραμμής και στις τρεις περιπτώσεις.

Η  κριτική στάση του καθηγητή Θ. Καρυώτη έναντι των αποφάσεων του ΔΔ, όπως προκύπτει από τις αιτιάσεις του ότι «δεν έχει θεσπίσει ορισμένους κανόνες», ώστε να χρησιμεύουν ως οδηγός για τα ενδιαφερόμενα κράτη, ότι το γεγονός αυτό «αποτελεί μια μεγάλη αποτυχία της νομολογίας του» και ότι «είναι δύσκολο και ίσως παράτολμο να επιχειρήσει κάποιος να προβλέψει τί είδους απόφαση θα λάβει […] σε περίπτωση που τελικά παραπεμφθεί σ’ αυτό η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ του Αιγαίου», δεν δικαιολογείται εν έτει 2023, δεδομένων των πολλών αποφάσεων του ΔΔ οι οποίες διακρίνονται πλέον σαφώς για την συνέπεια και την συνέχειά τους, καθώς και για την αντικειμενικότητα και την προβλεψιμότητά τους.                           

* Θεόδωρος Κατσούφρος
Νομικός Διεθνολόγος

Σχόλια