Ρομπόλης Σάββας - Μπέτσης Βασίλης
Ιστορικά, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επικράτησαν σταδιακά
σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο από τις αρχές της δεκαετίας του
1980 με την εφαρμογή, σε συνθήκες μίας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, ενός
συγκεκριμένου σχεδίου συρρίκνωσης τόσο των δημόσιων και κοινωνικών
δαπανών, όσο και περιορισμού του πεδίου άσκησης των δημόσιων πολιτικών.
Μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, η λιτότητα ήταν με σφραγίδα
της ευρωζώνης. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Στο πλαίσιο αυτό το κράτος δεν κατέρρευσε, άλλαξε τον ρόλο και τον χαρακτήρα του και ως εγγυητής κατέστησε τον ανταγωνισμό “θεσμοποιημένη θέσπιση” της Αγοράς, της υπερ-κερδοφορίας και της παραγωγής εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με άμεσες συνέπειες, μεταξύ άλλων, την αύξηση των τιμών των ιδιωτικοποιημένων αγαθών και υπηρεσιών, την επιδείνωση της ποιότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Στην πορεία αυτή το ανησυχητικό αποτέλεσμα μείωσης των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών ήταν -και είναι- η αύξηση του χάσματος μεταξύ του εισοδήματος και του πλούτου και η αδρανοποίηση του κράτους απέναντι στην επείγουσα αναγκαιότητα σχεδιασμού, χρηματοδότησης και άσκησης των πολιτικών αντιμετώπισης των προκλήσεων του μέλλοντος (κλιματική κρίση, ανασύσταση των αναπτυξιακών-κοινωνικών υποδομών και των δημόσιων συστημάτων υγείας, γήρανση του πληθυσμού, κ.λ.π.).
Επιπλέον, στις επικρατούσες επιλογές της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ο ανταγωνισμός μεταξύ των χρηματοπιστωτικών παραγόντων ενθάρρυνε την ανάληψη κινδύνων για την αύξηση της κερδοφορίας τους, με την αύξηση του αριθμού των δανειζόμενων χωρών (χαμηλό επίπεδο επιτοκίου) και του δημόσιου χρέους τους (Chr. Chavagneux, Alternatives Economiques, 21/6/2023).
Στις συνθήκες αυτές η ελληνική οικονομία το 2009 είχε ΑΕΠ 239 δισ. ευρώ σε πραγματικές τιμές και δημόσιο χρέος 288 δισ. ευρώ (120% του ΑΕΠ). Στο πλαίσιο αυτό συντελέστηκε από τους δανειστές ( ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) η επιβολή των Μνημονίων, ενώ «υπήρχε καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής και της ελληνικής κρίσης» (Τζ. Στίγκλιτζ, Βήμα 23/7/2023), επιβεβαιώνοντας την τεκμηριωμένη κριτική των ακαδημαϊκών, ερευνητών και αναλυτών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Καθίζηση από τα Μνημόνια
Πράγματι, η καθίζηση που επήλθε, μεταξύ άλλων, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία από την εφαρμογή των Μνημονίων είναι σημαντική, δεδομένου ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2009 ήταν το 95,3% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ σήμερα είναι το 67,8% και στην ευρωζώνη είναι το 104,4% αυτού του 2009. Έτσι, η απόσταση της ελληνικής οικονομίας από την ευρωζώνη σήμερα έχει διευρυνθεί κατά 36,6 ποσοστιαίες μονάδες (Βήμα, 23/7/2023). Οι σωρευτικές απώλειες (ΕΛΣΤΑΤ) του ΑΕΠ της χώρα μας από το 2008 (242 δις ευρώ) ανήλθαν σε 76,6 δισ. ευρώ το 2020 και 34 δισ. ευρώ το 2022, εκτιμώντας (UBS – Ελβετική Τράπεζα) ότι το ΑΕΠ το 2025 θα είναι αντίστοιχο με αυτό του έτους 2009.
Παράλληλα, η νεοφιλελεύθερη προσήλωση της μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών, οδήγησε τους δανειστές και τις ελληνικές κυβερνήσεις στις περικοπές (2009 -2018) των συντάξεων κατά 67 δισ. ευρώ για να εξισορροπηθεί το 2010 η δημοσιονομική ανισορροπία όταν οι ετήσιες δαπάνες των συντάξεων ήταν 32 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ ήταν 239 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα που οι ετήσιες δαπάνες συντάξεων είναι 29 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ είναι 208 δισ. ευρώ η κοινωνική ασφάλιση εκτιμάται ότι δεν υπονομεύει την δημοσιονομική ισορροπία. Επίσης η επιβολή των Μνημονίων στην χώρα μας οδήγησε σε μείωση κατά 28% κατά μέσο όρο των εισοδημάτων των εργαζομένων και κατά 40% κατά μέσο όρο των εισοδημάτων των συνταξιούχων.
Το ΑΕΠ του 2009 (239 δισ. ευρώ) μειώθηκε στο επίπεδο των 175 δισ. ευρώ σε πραγματικές τιμές, απώλεια της τάξης του 27%. Η ανεργία αυξήθηκε από το 8,5% τον Δεκέμβριο του 2008, σε 27,9% τον Δεκέμβριο του 2013, οδηγώντας έτσι 400.000 εργαζόμενους στη πρόωρη, κυρίως, συνταξιοδότηση λόγω της ανεργίας και 500.000 νέους και εξειδικευμένους εργαζόμενους στην μετανάστευση για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό. Αντίθετα, οι δανειστές υποστήριζαν ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας των Μνημονίων και οι αποκαλούμενες “μεταρρυθμίσεις” θα οδηγούσαν σε λίγα έτη την ελληνική οικονομία στον ορθολογικό, οικονομικό και δημοσιονομικό ενάρετο κύκλο.
Το καίριο ερώτημα
Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: ποια είναι τα αποτελέσματα δεκατέσσερα χρόνια μετά από την επιβολή των Μνημονίων; Καταρχήν ο μέσος μισθός των εργαζομένων είναι σήμερα 1.200 ευρώ (μεικτά) της πλήρους απασχόλησης, μειωμένος κατά 15% σε σχέση με το 2009. Παράλληλα, εάν ληφθεί υπόψη και η αύξηση της μερικής και της ευέλικτης απασχόλησης, η οποία το 2023 είναι 45%, ενώ το 2009 ήταν 15%, τότε ο συνολικός μέσος μισθός βρίσκεται ακόμη στο 30% του μέσου συνολικού μισθού του 2009. Το εργατικό δυναμικό έχει μειωθεί κατά 330.000 άτομα. Έτσι, το εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 5,020 εκατ. άτομα το 2009 σε 4.690 εκατ. άτομα το 2023, δηλαδή κατά 6,6%.
Το πραγματικό ΑΕΠ του 2022 βρίσκεται ακόμη στο 80% του πραγματικού ΑΕΠ του 2009 (το ονομαστικό ΑΕΠ βρίσκεται στο 87%) και το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί από 288 δισ. ευρώ το 2010 στα 401 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου του 2023 του ΟΔΔΗΧ. Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 342 δις ευρώ το 2019 σε 401 δισ. ευρώ το 2023.
Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται σε εκδόσεις νέων ομολόγων την περίοδο 2019 – 2023 (70 δισ. ευρώ και άλλα 5,5 δισ. ευρώ από τα δάνεια του μηχανισμού ανάκαμψης και σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Έτσι, τα τοκοχρεωλύσια που η ελληνική οικονομία θα πληρώσει μέχρι το 2070 θα αυξηθούν από 7 δισ. ευρώ, που ήταν κατά μέσο όρο ετησίως μέχρι το 2070, σε 8,2 δισ. ευρώ το έτος κατά μέσο όρο. Κι’ εάν λάβουμε υπόψη και το κόστος μετάβασης (78 δισ. ευρώ) της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, τότε τα τοκοχρεωλύσια κατά μέσο όρο θα αυξηθούν στο επίπεδο των 10 δισ. ετησίως.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: με αυτά τα ποσοτικά, δημοσιονομικά και κοινωνικό-οικονομικά δεδομένα πως μπορεί να περιθωριοποιείται η επισήμανση των οικονομικών αβεβαιοτήτων και της κοινωνικής κρίσης, που χαρακτηρίζουν σήμερα την ελληνική οικονομία και κοινωνία εξαιτίας, ιδιαίτερα, της παράτασης των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών; Από την άποψη αυτή το συμπέρασμα που αναδεικνύεται είναι ότι κατά την περίοδο των “μνημονιακών μεταρρυθμίσεων” συντελέστηκε, μεταξύ άλλων, η ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν καταπολεμηθεί, αλλά αντίθετα έχουν διεισδύσει και στην σημερινή περίοδο που παρουσιάζεται έντονα στην ελληνική οικονομία το φαινόμενο του πληθωρισμού της απληστίας των κερδών.
Συμπίεση προς τα κάτω
Την κοινωνική αυτή κρίση υφίσταται, κατά βάση, το φτωχοποιημένο τμήμα του πληθυσμού (όριο φτώχειας το 2010 60% του ισοδύναμου εισοδήματος- 6.800 ευρώ ετησίως) και το 2023 είναι 5.700 ευρώ ετησίως. Βέβαια, η μείωση αυτή του δείκτη φτώχειας το 2023 οφείλεται στην συμπίεση προς τα κάτω των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Δηλαδή, ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό θεωρούνταν το 2010 ότι ήταν στο όριο της φτώχειας με 6.700 ευρώ, γιατί το διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα ήταν 11.160 ευρώ, ενώ το 2023 το αντίστοιχο ισοδύναμο εισόδημα είναι 9.500 ευρώ, δηλαδή μειωμένο κατά 15%.
Στις συνθήκες αυτές η επιστροφή από την 1/1/2024 στους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει παράταση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, παρά την αποδεδειγμένη κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και τη συντελούμενη κοινωνικοοικονομική κρίση, με αναμενόμενο αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των κοινωνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων και τον κίνδυνο επιδείνωσης του επιπέδου διαβίωσης της πλειοψηφίας των πολιτών.
Επιτόκια και οικονομία
Πράγματι, για παράδειγμα στην Ελλάδα τα πλεονάσματα που απαιτούνται να χρηματοδοτήσουν, μεταξύ άλλων, την ετήσια αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων προσεγγίζουν το επίπεδο των 8-10 δισ. ευρώ. Στη προοπτική αυτή των πολιτικών δημοσιονομικής σύσφιξης στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναπτύσσεται ένας σοβαρός προβληματισμός στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης αναφορικά με τον κίνδυνο επιβράδυνσης τους στο μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το Bloomberg Economics (7/8/23), η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων η οποία αναμένεται να κορυφωθεί το 2024 θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομία της ευρωζώνης κατά 3,8%. Επιπλέον, ο συνδυασμός με την επαναφορά των περιορισμών στις δημόσιες δαπάνες και την άρση των μέτρων στήριξης εκτιμάται ότι η αρνητική επίδραση που θα επιφέρουν θα ανέλθει μέχρι το 5%.
Στις συνθήκες αυτές, κατά το Bloomberg Economics, η ομαλή προσγείωση είναι το ορθότερο σενάριο. Η ύφεση όμως ίσως είναι το πιθανότερο σενάριο και μάλιστα σε περίοδο ευρωεκλογών. Κι’ αυτό επειδή οι οικονομίες των κρατών-μελών έχουν ήδη κλονιστεί από την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό, την αύξηση των επιτοκίων, την μείωση της ζήτησης και των παραγγελιών, την κοινωνική κρίση, την περιπλοκότητα αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, την γήρανση του πληθυσμού και την έλλειψη του εργατικού δυναμικού (Th.Schnee, Alternatives Economiques, 25/7/2023).
Σχόλια