Στις εκλογές έκλεισε και συμβολικά ο ιστορικός κύκλος του αντιμνημονίου. Από την άλλη δεν πρέπει να μας παραπλανά η νίκη της ΝΔ... Δεν θα μακροημερεύσει. Βασίλης Ξυδιάς
Συμμετείχα πρόσφατα με ένα δικό μου άρθρο στο αφιέρωμα της ιστοσελίδας «Αντίφωνο» για τις πρόσφατες εκλογές. Μεταφέρω εδώ τα βασικά σημεία.
1. Οι εκλογές αυτές ήταν σταθμός για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας. Πολλοί το έχουν επισημάνει. Οι περισσότεροι όμως αναλύουν το αποτέλεσμα, τις αιτίες και τις συνέπειές του, μέσα από το δίπολο Αριστερά-Δεξιά: ήττα της πρώτης, νίκη της δεύτερης. Κατ’ εμέ αυτό είναι παραπλανητικό. Όχι επειδή δεν υπάρχει τάχα Αριστερά και Δεξιά, ή ότι δεν κατατροπώθηκε η πρώτη και δεν επικράτησε θριαμβευτικά η δεύτερη. Αυτά είναι προφανή. Το ζήτημα όμως είναι αν την ώρα τούτη το διπολικό αυτό σχήμα μάς προσφέρει κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή-φορμαλιστική περιγραφή· αν ερμηνεύει, και σε ποιο βαθμό αυτό που συνέβη· αν μας βοηθά να προβλέψουμε τι πρόκειται να ακολουθήσει. Για να το πω αλλιώς, το ερώτημα είναι αν τα καίρια πολιτικά διλήμματα που ορίζουν και θα ορίσουν τις τύχες της χώρας στα επόμενα χρόνια εντοπίζονται στο πεδίο της ιδεολογίας, και μάλιστα με τους κλασικούς όρους της αντίθεσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ή όχι.
2. Για να μην θεωρητικολογώ, αυτό που θέλω να πω είναι πως από τα μνημόνια και μετά, ιδίως μετά τη μεταστροφή του Αλέξη Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα είναι μια παραδομένη χώρα· μια μεταμοντέρνα αποικία χρέους, όπως εύστοχα έχει λεχθεί. Και το εκλογικό αποτέλεσμα είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι οι Έλληνες το έχουν αποδεχθεί αυτό ως τετελεσμένο. Υπό την έννοια αυτή, στις τελευταίες εκλογές έκλεισε και συμβολικά ο ιστορικός κύκλος του Αντιμνημονίου· του ριζοσπαστικού λαϊκού ρεύματος, που είτε με την αρχική μορφή των Αγανακτισμένων της Πλατείας Συντάγματος, είτε με τη μετέπειτα ανάδειξη του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ σε σημαίνουσα πολιτική δύναμη, ήλπισε πως θα μπορούσε να αντιπαραθέσει μια άμεση πολιτική εναλλακτική στα μνημόνια και στη συνακόλουθη εθνική υποβάθμιση. Αποδείχθηκε πως οι ελπίδες ήταν αβάσιμες. Διότι το Αντιμνημόνιο, όπως τουλάχιστον εκφράστηκε και από τους Αγανακτισμένους και από τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν μεν μια αναγκαία, αλλά δεν ήταν επαρκής συνθήκη για την ανατροπή. Έλειψε μια θετική εναλλακτική στρατηγική, που να απαντά τόσο στις κοινωνικές-οικονομικές όσο και στις εθνικές-γεωπολιτικές προκλήσεις που είχε μπροστά της η χώρα.
Έτσι, μετά από μια αλληλουχία τραυματικών επάλληλων εμπειριών υποβάθμισης σε όλα τα πεδία (οικονομικό και κοινωνικό, πολιτικό και γεωπολιτικό) οι Έλληνες προσήλθαν σε αυτές τις εκλογές αποδεχόμενοι τη μοίρα τους. Κατ’ αρχάς απέρριψαν το ηττοπαθές συμβιβασμένο Αντιμνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ. Και σωστά κατά τη γνώμη μου· διότι με δεδομένη την προσχώρηση του κόμματος αυτού, όχι μόνο στο καθεστώς των μνημονίων, αλλά σε ολόκληρο το πλέγμα διεθνών και εσωτερικών εξαρτήσεων της χώρας, είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει ριζικά διαφορετική διαχείριση που να πηγάζει από διαφορές στην ιδεολογία. Ομοίως όμως οι εκλογείς απέρριψαν και το ασυμβίβαστο Αντιμνημόνιο, όπως αυτό εκφράστηκε με τις διάσπαρτες, πολυδιασπασμένες παραλλαγές του (ΜέΡΑ25, ΕΠΑΜ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.). Και πράγματι, πώς να εμπιστευτείς, για παράδειγμα, κάποιον που σου υπόσχεται «πρώτη φορά ρήξη» στοχεύοντας στο 3% και 4%, ενώ δεν τα είχε καταφέρει όταν είχε μαζί του τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού;
3. Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να μας παραπλανά η νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Όσο θεαματική και αν ήταν, δεν εκφράζει κατά τη γνώμη μου καμία ελπίδα και καμία αισιοδοξία από την πλευρά των πολιτών που την ψήφισαν. Μάλλον το αντίθετο: εκφράζει την απελπισία τους. Διότι όπως ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του, έτσι και ένα μεγάλο μέρος αυτού του 41% (που αν το δούμε αριθμητικά συμπίπτει με το ποσοστό των «Μένουμε Ευρώπη» στο δημοψήφισμα του 2015) επέλεξε τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, όχι γιατί ελπίζει πραγματικά στην περιβόητη νεοφιλελεύθερη «ανάπτυξη» ή στις άλλες μεγάλες «μεταρρυθμίσεις» που η παράταξη αυτή έχει εξαγγείλει, αλλά γιατί σκέφτηκε πως με αυτόν τον τρόπο μπορεί ίσως να κερδίσει ένα κάποιο χρονικό διάστημα χάριτος και επιβίωσης. Ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά ημίμετρα του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια ολοσδιόλου ανεδαφική ρητορική «ρήξης», η Νέα Δημοκρατία φάνηκε σαν η μόνη δυνατή να του παρέχει μια έστω και πρόσκαιρη ανάσα ζωής. Και πράγματι, για μεγάλο μέρος των μικροεπιχειρηματιών και μικροϊδιοκτητών μοιάζει αδύνατον να επιβιώσουν οικονομικά και κοινωνικά χωρίς τα κάθε λογής επιδόματα, και (πώς να το κρύψωμεν άλλωστε;) χωρίς την ανοχή, τα στραβά μάτια του «δικού μας κράτους» στις κάθε λογής παρατυπίες, χωρίς την προνομιακή μεταχείριση των «δικών μας παιδιών» από τα πελατειακά δίκτυα που λυμαίνονται τους κρατικούς και αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Είναι το νέο ιδεώδες που μπορεί να υποσχεθεί στους πολίτες του το μίγμα του νεοπελατειακού κομματικού κράτους και του κράτους-μαφία, στο οποίο γοργά και σταθερά μετατρέπεται η Ελλάδα. Και μπορεί να είναι ηθικά αποκρουστικό ή στην πορεία να αποδειχθεί και πρακτικά αναποτελεσματικό για τη μεγάλη πλειονότητα αυτών των στρωμάτων, αλλά για την ώρα φάνηκε σαν μια ρεαλιστική δυνατότητα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η ρεαλιστική εναλλακτική της Νέας Δημοκρατίας στο πάλαι ποτέ «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και στα λοιπά ανεδαφικά μέτρα της δήθεν κοινωνικής πρόνοιας του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, παρά τη συντριπτική της νίκη και παρά τη διάχυτη εντύπωση για μακρά περίοδο δεξιάς μονοκρατορίας, η δική μου εκτίμηση είναι πως η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα μακροημερεύσει. Ή εν πάση περιπτώσει θα περάσει από πολύ ισχυρούς κλυδωνισμούς, ανάλογους με αυτούς από τους οποίους πέρασε το πολιτικό σύστημα την προηγούμενη δεκαετία. Η απειλή δεν προέρχεται βέβαια ούτε από την Αριστερά οποιαδήποτε μορφής, ούτε και από καμία άλλη από τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις. Η κατάρρευση, αν συμβεί, θα προέλθει είτε υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής και της διάλυσης, στην οποία με ταχύτατα βήματα οδηγείται η χώρα, είτε εξ αιτίας των γενικότερων διεθνών εξελίξεων: της κλιμακούμενης παγκόσμιας σύγκρουσης και των συνακόλουθων οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών ανατροπών στο δυτικό στρατόπεδο, που και αυτές από την πλευρά τους θα παρασύρουν και την Ελλάδα σε μια επιπλέον δίνη καταστροφής και διάλυσης.
4. Θα είχε, τέλος, ενδιαφέρον (αλλά ξεπερνά δυστυχώς τα όρια αυτού του κειμένου) να δει κανείς τι ακριβώς εκφράζουν μέσα σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον οι λοιποί πολιτικοί σχηματισμοί που πέρασαν με επιτυχία τις εξετάσεις των εκλογών – είτε αυτοί που εδραίωσαν τη θέση τους (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση), είτε αυτοί που κατάφεραν να μπουν για πρώτη φορά (Σπαρτιάτες, Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας). Αυτό που μπορώ πολύ συνοπτικά να πω εδώ είναι ότι όλοι τους, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, εκφράζουν στην πραγματικότητα την ίδια πολιτική παραίτηση που χαρακτηρίζει το σύνολο του εκλογικού σώματος. Απλώς στην περίπτωση των μικρών αυτών κομμάτων η παραίτηση κρύβεται πίσω από διάφορες μορφές ιδεολογικής υπεραναπλήρωσης: είναι η παραίτηση από τα μείζονα διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα, και η ιδεολογική οχύρωση των εκλογέων τους πίσω από τις προσωπικές τους ουτοπίες ή τις ηθικές και θρησκευτικές τους αξίες (είτε αυτό έχει να κάνει με τον ανύπαρκτο «σοσιαλισμό» του ΚΚΕ, είτε με την υπεράσπιση ενός εξωραϊσμένου ελληνοχριστιανικού παρελθόντος). Σαν να ήταν δυνατόν σε μια ηττημένη χώρα να χαράξει κανείς τις δικές του «κόκκινες γραμμές», ιδεολογικές, ηθικές, θρησκευτικές, στα όρια του σπιτιού του ή της «υπόγειας ταβέρνας» του.
Και επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν, θα κλείσω ρισκάροντας μια ακόμα πρόβλεψη, που αφορά ειδικά τις ομάδες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εκπροσωπούν παραλλαγές του μαχητικού εθνικού πατριωτισμού, με εισαγωγικά ή χωρίς. Θα δείτε ότι την κρίσιμη στιγμή, που δεν είναι πολύ μακριά, όλες τους, χωρίς εξαίρεση, θα παραβούν τις «κόκκινες γραμμές» τους, και θα προσχωρήσουν ολοσχερώς στις επιλογές του πολιτικού συστήματος, αυτές που οι ίδιοι τώρα τις καταγγέλλουν σαν αντεθνικές. Το πώς και το γιατί θα χρειαζόταν ένα επόμενο άρθρο. Για την ώρα θα περιοριστώ να θυμίσω ότι είναι το ίδιο έργο που είδαμε δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Στην πρώτη περίπτωση πρωταγωνιστές ήταν το δίδυμο της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και του ΛΑΟΣ, και στη δεύτερη ο ΣΥΡΙΖΑ.
============
-------------------
Σχόλια