ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ


του Δημήτρη Μερκούριου Κόντη*

Στις 2 Νοεμβρίου του 1976 έλαβαν χώρα οι 48ες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Ο δημοκρατικός υποψήφιος Κάρτερ επικράτησε οριακά του προέδρου Φορντ και στις 20 Ιανουαρίου του 1977 θα αναλάμβανε μαζί με τον προεδρικό θώκο και την καυτή πατάτα των ελληνοτουρκικών. Προσδοκώντας μια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ ο Καραμανλής δεν έχασε την ευκαιρία στην συγχαρητήρια επιστολή του προς τον Κάρτερ της 17 Ιανουαρίου του 1977 να παραθέσει εκτενώς τις ελληνικές θέσεις αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Η επικείμενη αλλαγή φρουράς στο State Department και η απομάκρυνση του Χένρι Κίσινγκερ δεν μπορούσε παρά να αντιμετωπιστεί με αισιοδοξία στην Αθήνα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Στην επιστολή του Καραμανλή οι ελληνοτουρκικές διαφορές παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν με την παρακάτω σειρά:

    1. Κυπριακό
    2. Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο
    3. Εναέριος Χώρος στο Αιγαίο και NOTAM 714
    4. Αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου

Παρατηρούμε ότι στην σημερινή ατζέντα των ελληνοτουρκικών, το Κυπριακό έχει εξοστρακιστεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, ενώ το μοναδικό ζήτημα που διευθετήθηκε ήταν αυτό της NOTAM 714. Παρόλα αυτά, το ζήτημα του εναέριου χώρου δεν έχει λυθεί, καθώς οι Τούρκοι συνεχίζουν να αμφισβητούν την δικαιοδοσία του FIR Αθηνών καθώς και τη διαφορά μεταξύ των 6 και 10 ν. μ.  σε θάλασσα και αέρα. Τον Μάιο του 1978, ο Καραμανλής θα συνομιλούσε με τον Κάρτερ δια ζώσης στον Λευκό Οίκο, στον οποίο και θα δήλωνε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνούσαν τα ζητήματα της Κύπρου και του Αιγαίου να αντιμετωπίζονται πλέον ξεχωριστά. Ο Καραμανλής θα επισήμαινε πως η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος για τους Κύπριους. Δηλαδή, ακόμα και αν ερχόταν σε μία συμφωνία με την Τουρκία για το Κυπριακό, ο Καραμανλής πίστευε πως δεν θα νομιμοποιούνταν να την επιβάλει στον κυπριακό λαό.

Αναφορικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, ο Καραμανλής θα εξηγούσε στον Κάρτερ πως η στρατικοποίηση των νησιών ήταν μια επιβεβλημένη κίνηση μετά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Καραμανλής θα τόνιζε πως η Ελλάδα δεν έχει εκχωρήσει με καμία συνθήκη το αναφαίρετο δικαίωμα της αυτοάμυνας στην περίπτωση που τα νησιά απειλούνταν. Σήμερα οι Τούρκοι συνεχίζουν να δίνουν την δική τους κακόπιστη ερμηνεία στην Συνθήκη της Λωζάννης και να συνδέουν την ελληνική κυριαρχία των νησιών με την αποστρατικοποίησή τους, την οποία και απαιτούν στον ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταληκτική τοποθέτηση του Καραμανλή, που αποτελεί και την κόκκινη γραμμή για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, την οποία και παραθέτουμε:

«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,

Το πρόβλημα του Αιγαίου δεν είναι η εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων, αν υπάρχουν. Έχει κανείς την εντύπωση ότι η Τουρκία στοχεύει στη μονομερή αλλαγή του status quo στο Αιγαίο, όπως επικυρώθηκε από τις διεθνείς συνθήκες και λειτούργησε με μια κανονικότητα μέχρι σήμερα. Προσπαθεί να το αλλάξει, γιατί, αν ικανοποιούνταν οι διεκδικήσεις της για την υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο, θα είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό 501 ελληνικών νησιών και βραχονησίδων με πληθυσμό 330.000 κατοίκων σε μια ζώνη αποκλειστικών οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας. Με αυτόν τον τρόπο θα διεσπάτο η εδαφική και η πολιτική ενότητα του ελληνικού κράτους.

Νομίζω ότι έχω εξηγήσει ότι η Ελλάδα έχει αποδείξει με πράξεις την προθυμία της να επιδιώξει ειρηνικές και λογικές διευθετήσεις σε όλες τις διαφορές της με την Τουρκία. Αλλά η Ελλάδα δεν θα δεχτεί ποτέ να τεθεί σε κίνδυνο η κυριαρχία της στα νησιά. Ούτε θα δεχτεί λύσεις που υπονομεύουν άμεσα ή έμμεσα την εδαφική της ακεραιότητα και την κρατική της ενότητα. Η Ελλάδα δεν απειλεί κανένα και δεν έχει επιθετικές προθέσεις εναντίον κανενός. Αλλά αν χρειαζόταν ποτέ να υπερασπιστεί την επικράτειά της, θα ακολουθούσε, χωρίς δισταγμό, τις επιταγές της ιστορίας και της τιμής της. Σε αυτό το σημείο, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία.»

               Σε μια άλλη ελληνοτουρκική κρίση, αυτή του 1987, αντίστοιχες δηλώσεις και μάλιστα δημόσιες θα έκανε ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου:

«Πολιτικό διάλογο για άλλα θέματα, πλην του νομικού θέματος της υφαλοκρηπίδας, δεν είναι δυνατόν να κάνουμε με την Τουρκία, γιατί είναι όλα πολιτικά θέματα και αφορούν αποκλειστικά ποια κυριαρχικά δικαιώματα θα παραχωρήσει η Ελλάδα στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο. Και δεν δεχόμεθα τέτοια μηνύματα. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη».

Οι Τούρκοι ανέκαθεν επιδίωκαν τον πολιτικό διάλογο. Από τα μέσα τις δεκαετίας του 70 είχαν επισημάνει στους Αμερικανούς ότι στο Αιγαίο υπάρχουν 3054 νησιά. Αν η Τουρκία αποδεχόταν τις ελληνικές θέσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, για την Τουρκία θα έμενε μόνο μια στενή λωρίδα θάλασσας στο όριο των μικρασιατικών ακτών. Έτσι είναι προφανές πως για τους Τούρκους δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με καθαρά νομικούς όρους. Το ζήτημα για τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Τσαγκλαγιανγκίλ ήταν καθαρά πολιτικό και αυτό θα έλεγε στον Αμερικανό ομόλογό του Χένρι Κίσινγκερ τον Αύγουστο του 1976 στην Νέα Υόρκη:

«Είπαμε λοιπόν είτε να εξερευνήσουμε όλη την υφαλοκρηπίδα μαζί είτε να κάνουμε κάποιο πολιτικό παζάρι και να καταλήξουμε σε μια οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ως εκ τούτου, είμαστε έτοιμοι να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι για πολιτικές διαπραγματεύσεις.»

Ολοκληρώνοντας την συγχαρητήρια επιστολή του προς τον Κάρτερ, ο Καραμανλής θα έμπαινε στην ουσία της ελληνοτουρκικής διένεξής, ζητώντας από τους Αμερικανούς ρητές εγγυήσεις στην περίπτωση που οι Τούρκοι θα επέλεγαν να επιλύσουν τις διαφορές τους με την Ελλάδα δια της βίας.

«Η διαβεβαίωση που μας δόθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιταχθούν σε μια στρατιωτική λύση σε αυτές τις διαφορές και θα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, θα πρέπει να ενισχυθεί και να διατυπωθεί με πιο συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας τρόπος διασφάλισης της ειρήνης σε περίπτωση που αποτύχουν οι παρούσες διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα. Με άλλα λόγια, να εξασφαλιστεί ότι η χρήση βίας θα αποκλειστεί και ότι η ειρηνική επιλογή της από κοινού υποβολής της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο για μια αμερόληπτη απόφαση που βασίζεται μόνο στη διεθνή νομιμότητα και δίκαιο, θα παραμείνει ανοιχτή.»

Δύο μήνες αργότερα, την 1 Μαρτίου του 1977, ο προσωπικός απεσταλμένος σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο του προέδρου Κάρτερ Κλαρκ Κλίφορντ θα συμβούλευε εμπιστευτικά τα εξής:

«Προτείνουμε να διεξαχθεί μια ολοκληρωμένη μελέτη των θεμάτων του Αιγαίου υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών και μόλις εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα ενημερωθούν για τα συμπεράσματά μας… Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η μελέτη, συνιστούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες να ακολουθήσουν ίσες αποστάσεις και να απόσχουν από το να δώσουν στην ελληνική κυβέρνηση τις έγγραφες εγγυήσεις ασφάλειας που διεκδικεί από εμάς. Αντίθετα, θα πρέπει να συνεχίσουμε να λέμε τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους την έντονη επιθυμία μας, ότι αυτά τα πολύπλοκα ζητήματα πρέπει να επιλυθούν είτε με ουσιαστική μεταξύ τους διαπραγμάτευση ή κατόπιν μιας κοινά αποδεκτής διαμεσολαβητικής διαδικασίας.»

Θα πρέπει να επισημανθεί πως η κυβέρνηση Καραμανλή αναζητούσε την «αμερικανική ομπρέλα» ήδη από την άνοιξη του προηγούμενου έτους, όταν και υπήρχε η έντονη διάθεση για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από 6 σε 12 ν. μ. Η κίνηση αυτή θα αποσοβούσε διαπαντός και τον κίνδυνο να περικυκλωθούν ελληνικά νησιά του Αιγαίου σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Μία φράση σε επιστολή του Κίσινγκερ προς τον Έλληνα ομόλογό του Δημήτρη Μπίτσιο έδωσε αρχικά την εντύπωση πως δόθηκαν οι πολυπόθητες αμερικανικές εγγυήσεις:

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιταχθούν στην αναζήτηση στρατιωτικής λύσης από οποιαδήποτε πλευρά, ενεργά και κατηγορηματικά, και θα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη»

Η επιστολή του Κίσινγκερ διέρρευσε στους Τούρκους, οι οποίοι και διαμαρτυρήθηκαν έντονα προς τις ΗΠΑ θεωρώντας πως η Ελλάδα έχει πλέον την δυνατότητα να επεκταθεί στα 12 ν. μ. και η Τουρκία να μην μπορεί να κάνει πράξη το Casus Belli, αφού οι ΗΠΑ είχαν προαναγγείλει την ενεργή παρέμβασή τους. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κίσινγκερ να αναγκαστεί να ανασκευάσει και να προειδοποιήσει τον Μπίτσιο στην συνάντηση που είχαν δια ζώσης στις 15 Απριλίου 1976 στην Νέα Υόρκη να μην προβεί η Ελλάδα στην μονομερή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο. Ο Μπίτσιος αναγκάστηκε να υποχωρήσει λέγοντας στο Κίσινγκερ πως η Ελλάδα θα διατηρήσει το νομικό δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν σκέφτεται να προβεί στην επέκτασή τους. Θα πρέπει να επισημανθεί πως στην γλώσσα των διπλωματών, μια προειδοποίηση από την Μεγάλη προς την Μικρή Δύναμη δεν αποτελεί παραίνεση αλλά εντολή: Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν στον Καραμανλή την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο.

Ο σημερινός Έλληνας πρωθυπουργός προσφάτως δήλωσε ότι έχει υποχρέωση να διερευνήσει αν υπάρχει ένα παράθυρο με την Τουρκία, το οποίο μπορεί και να μην υπάρχει τελικά. Είναι δεδομένο ότι η προσφυγή στην Χάγη δεν προσφέρει διέξοδο στην Ελλάδα, όσο οι Τούρκοι επιθυμούν να θέτουν θέματα κυριαρχίας (που έχουν κλείσει οριστικά και αμετάκλητα από την εποχή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου) και αποστρατικοποίησης στην κρίση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου.

Έτσι το μόνο παράθυρο που έχει ανοίξει με την αμερικανική διαμεσολάβηση είναι αυτό του πολιτικού διαλόγου, το ίδιο παράθυρο που οι Καραμανλής και Παπανδρέου προσπαθούσαν να διατηρήσουν κλειστό, θεωρώντας ότι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας άπτεται αποκλειστικώς του Διεθνούς Δικαίου.

Σαράντα Έξι χρόνια μετά από τις προτάσεις του Κλίφορντ προς τον Κάρτερ, η πολιτική των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά παραμένει αμετάβλητη. Καμία λύση, προερχόμενη από διαμεσολαβητικές διαδικασίες, για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα δεν μπορεί να είναι βιώσιμη ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον ελληνικό λαό όσο η Τουρκία συνεχίζει την ίδια πολιτική: Να αμφισβητεί το δικαίωμα της στρατικοποίησης των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, να θέτει υπό αίρεση την κυριαρχία τους και να μην εγκαταλείπει οριστικά την θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας.» Ο κ. Μητσοτάκης δεν δύναται να αγνοήσει την πολιτική παρακαταθήκη και τις κόκκινες γραμμές του ιδρυτή του κόμματος, του οποίου σήμερα ηγείται.

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής. Το κείμενο βασίζεται σε δημοσιευμένα και αδημοσίευτα διπλωματικά έγγραφα από τα αμερικανικά αρχεία.

Σχόλια