Επικοινωνιακός Αρμαγεδδών: Από τις πολεμικές ιαχές στην πίπα της Ειρήνης

 Το «σήμα» πάντως δόθηκε. Πάμε για ειρήνη με την Τουρκία. Με ποιες όμως παραχωρήσεις; Τι είδους; Με ποιες συνέπειες; 

Θυμάστε τι σας έλεγαν τα μέσα και οι πολιτικοί πριν μερικά χρόνια; Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει με νύχια και με δόντια, ακόμα και manu militari, την Τουρκία για να υπερασπιστεί την ΑΟΖ της ανατολικής Μεσογείου και τα αμύθητα πλούτη της, καθώς είναι τώρα παντοδύναμη χάρη στην (κατά φαντασία όπως απεδείχθη) «συμμαχία» με το Ισραήλ (έτσι τη λένε μόνο οι δικοί μας, μια μόνο φορά την αποκάλεσε έτσι και ο Νετανιάχου, αλλά αυτός δεν πιάνεται), ότι ετοιμαζόμαστε για το «σχέδιο του αιώνα», τον περίφημο EastMed (που χάθηκε έκτοτε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος). Θυμάστε που λοιδωρούσαν τον «Σουλτάνο», περίμεναν να πέσει από στιγμή σε στιγμή και την Τουρκία, διεθνώς απομονωμένη, να βυθιστεί σε μεγάλη κρίση; Έλληνες πολιτικοί εισήγαγαν στις διατριβές τους και ένα νέο όρο για την παραφροσύνη («να μιλάς άσχημα στον πρόεδρο των ΗΠΑ και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ»). Και, στις παρυφές αυτού του εθνικού ενθουσιασμού, άλλος ζητούσε να κηρύξουμε αμέσως τα 12 μίλια και αλλουνού δεν του ‘φταναν, ήθελε να κάνουμε την άλλη μέρα το πρωί «προληπτικό πόλεμο» κατά της Άγκυρας ή απελευθερωτικό αγώνα να ξαναπάρουμε τα Κατεχόμενα της Κύπρου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Κάποιος όμως (το ποιος σας αφήνω εσάς να το βρείτε) πάτησε ένα κουμπί. Και η συντριπτική πλειοψηφία όσων υποστήριζαν όλα αυτά ξαφνικά αποφάσισαν ότι τους αρέσει μια εντελώς διαφορετική μουσική. Μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους, ο ελληνικός λαός υφίσταται ένα απίστευτο μπαράζ συστηματικής παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, μια εφαρμογή σε πολύ διευρυμένη και εξελιγμένη μορφή των τακτικών που περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο περίφημο βιβλίο της «Σοκ και Δέος». Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών, ραδιοφώνων και εφημερίδων, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, αποκρύπτουν και διαστρεβλώνουν γεγονότα, επιδίδονται σε απίστευτο εξωραϊσμό και «αντιστροφή» του πραγματικού νοήματος της κυβερνητικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά, ακόμα και σε διαστρέβλωση και παραμόρφωση των πραγματικών γεγονότων και σπέρνουν σύγχυση ως προς το διακύβευμα της «ελληνο-τουρκικής διαπραγμάτευσης». Αποφεύγουν να θέσουν οποιοδήποτε ζήτημα γύρω από την ορθότητα ή μη της ασκούμενης πολιτικής, αποφεύγουν να καλέσουν στα μεγάλα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πάνελ έστω και έναν δυνάμει επικριτή της κυβερνητικής πολιτικής. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός (στη «συνέντευξη» προς τον Σκάι) κατηγόρησε προκαταβολικά τους ενδεχομένως διαφωνούντες με την πολιτική του ως πιθανώς ενεργούντες για τα συμφέροντά τους, επειδή έχουν «χτίσει καριέρες». Οι σχολιαστές και παρουσιαστές των μεγάλων καναλιών και ραδιοσταθμών πετάνε σπόντες και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους διαφωνούντες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι αμετανόητοι ανόητοι, «κολλημένοι» με τα εθνικά θέματα.

Δεν πληροφορεί την Τουρκία ο πρωθυπουργός, ούτε ισχυροποιεί τη θέση της Ελλάδας, όταν λέει ότι θα απαιτηθούν υποχωρήσεις. Προετοιμάζει την κοινή γνώμη για υποχωρήσεις: με τον ελληνικό λαό διαπραγματεύεται, όχι με την Τουρκία ή τις ΗΠΑ.

Αφού βέβαια, όσοι τυχόν διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική στα ελληνο-τουρκικά, είναι τόσο ανόητοι όσο περιγράφονται και οι απόψεις τους τόσο ανάξιες λόγου, γιατί δεν τους καλούν στα κανάλια και τα ραδιόφωνα να τους αποδομήσουν; Τι φοβούνται; Και πως πρέπει να το πούμε αυτό; «Δημοκρατία» και «Δημοσιογραφία» της «μίας και μοναδικής άποψης»;

Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που κάνουν κάτι τέτοιο τα ελληνικά (υπό βαρύτατη αμερικανική και ευρύτερα δυτική επιρροή) συστημικά μέσα ενημερώσεως. Σύστημα έχει γίνει σε όλα τα καίρια εθνικά και διεθνή θέματα. Το είδαμε στο Ουκρανικό, το είδαμε στον εξωραϊσμό της ισραηλινής επίθεσης στη Γάζα, το είδαμε στις επιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και στον εξωραϊσμό της ΝΔ πριν από τις εκλογές, και σε πάμπολλες άλλες περιπτώσεις, ων ουκ έστιν αριθμός. Μια αόρατη, μάλλον όμως πολύ υπαρκτή χειρ, είναι σε θέση, κατά τα φαινόμενα, να εξαπολύει κατά το δοκούν ένα σαρωτικό «επικοινωνιακό πυρ» κατά παντός διαφωνούντος σε οποιοδήποτε θέμα θεωρείται κρίσιμο. Όπως και να αποκρύπτει παντελώς άλλα.

Θα χρειαζόμασταν βιβλίο, όχι άρθρο για να περιγράψουμε και να ανασκευάσουμε τα όσα είδαμε και ακούσαμε από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα μετά τη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη στο Βίλνιους.

Προσπαθείστε προς στιγμήν να φανταστείτε τι θα γινόταν στη χώρα, αν έβγαινε ο Αλέξης Τσίπρας και χαρακτήριζε σχετική την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, όπως έπραξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη «συνέντευξη» στον Σκάι (πρώτη φορά στην ιστορία που Έλληνας πρωθυπουργός λέει τέτοιο πράγμα, πόσο μάλλον που αυτά τα διαβάζει και η Άγκυρα και της ανοίγει διαρκώς η όρεξη). Θα τον είχαν προφανώς σταυρώσει, κομματάκια θα τον έκαναν, θα απαιτούσαν εν ριπή οφθαλμού να παραιτηθεί. Τώρα; Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όχι μόνο δεν αντέδρασε κανένας, αλλά ορισμένοι σχολιαστές έσπευδαν να δηλώσουν από μόνοι τους ότι δεν είπε ποτέ τέτοιο πράγμα, βασιζόμενοι στο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των τηλεθεατών δεν κάθεται βέβαια με τεφτέρι στο διαδίκτυο να κρατάει πρακτικά, ούτε είναι εξπέρ στην εξωτερική και διεθνή πολιτική.

Το περασμένο Σάββατο, 15 Ιουλίου ένας δημοφιλής παρουσιαστής πρωινής εκπομπής μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού έλεγε πόσο ευτυχείς πρέπει να νοιώθουμε που παίρνουμε Porsche (τα αμερικανικά F-35) ενώ οι Τούρκοι περιορίζονται στις μπακατέλες, τα φιατάκια (F-16).

Αυτό που ξέχασε βέβαια να πει είναι ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός έκανε, μιλώντας στο αμερικανικό Κογκρέσο, κεντρικό ελληνικό αίτημα τη μη παροχή F-16 στην Τουρκία (αυτά που παίρνει δηλαδή τώρα η Άγκυρα), προκαλώντας μάλιστα και κρίση στις σχέσεις του με τον Ερντογάν! Τώρα δεν έχει σημασία; Είναι μπακατέλες τα F-16;

Περιττό ασφαλώς να σημειώσουμε ότι ουδέποτε η εν λόγω τηλεόραση και οι αδελφές και αδελφοί της δεν κάλεσαν τους όχι λίγους Έλληνες ανώτερους αξιωματικούς που αμφισβητούν τη σκοπιμότητα και χρησιμότητα της αγοράς από την Ελλάδα μαχητικών F-35, να έρθουν σε κάποιο πλατώ να πουν τις απόψεις τους.

Δεν είναι άλλωστε μόνο αυτό. Γιατί ο κ. Μητσοτάκης δεν είπε πριν από τις εκλογές αυτά που λέει μετά; Μήπως διότι θεωρεί πλεονέκτημα ότι έχει πρόσφατη λαϊκή εντολή; Γιατί δεν φώναξε, ήδη πριν πάει στο Βίλνιους, τα ελληνικά κόμματα να τους εξηγήσει πώς ακριβώς σκέπτεται να διαπραγματευθεί και να ρυθμίσει μερικά από τα πιο κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χώρας που διοικεί καθώς και της Κύπρου; Να τους ζητήσει τη γνώμη τους, δεν λέμε να την ακολουθήσει. Συζήτησε αλήθεια αυτά που κάνει και ενημέρωσε την ηγεσία της Λευκωσίας για το τι σκέφτεται;

Βέβαια πρόβλημα υπάρχει και με την αντιπολίτευση. Υπάρχει; Ζει; Ή πεθαίνει και αυτή μαζί με τη χώρα;

Το «σήμα» πάντως δόθηκε. Πάμε για ειρήνη με την Τουρκία και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από το αν γίνουν και ορισμένες υποχωρήσεις. Ποιες όμως παραχωρήσεις; Τι είδους; Με ποιες συνέπειες;

Μακάρι ο κ. Μητσοτάκης να μας διαψεύσει, μακάρι να αποδειχτούμε κακόπιστοι. Το ευχόμαστε. Σε αυτό ειδικά το ζήτημα δεν έχουμε καμιά αντιπολιτευτική διάθεση. Θα του συνιστούσαμε όμως ειλικρινώς να δίνει και αυτός λιγότερη σημασία σε όσα του λένε οι Αμερικανοί και άλλοι φίλοι, ή οι υπό αμερικανική ή άλλη ξένη επιρροή σύμβουλοί του. Μετά τις εκλογές του 2009, η ξένη επιρροή, αμερικανική και άλλη, σε όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις έχει αγγίξει ή και ξεπεράσει την εποχή του Πιουριφόι. Δεν χρειάζεται στην εποχή μας ακραίες παρεμβάσεις, όπως αυτές που υπέστη ο Γεώργιος Παοπανδρέου. Είναι τέτοια η άγνοια και η ασυναρτησία μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού και τόσο μεγάλη η ηθική και πνευματική παρακμή της χώρας, που είναι ευκολότατη η χειραγώγηση των πάντων από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά.

Όλες άλλωστε οι μεγάλες καταστροφές στην ιστορία δεν έγιναν από ανθρώπους που πρόδωσαν, αλλά από ανθρώπους που πείσθηκαν επιδέξια για την ορθότητα της πολιτικής που εντέχνως τους υπέβαλαν, βοηθούντος σε πολλές περιπτώσεις ενός συνδυασμού πολύ μεγάλης προσωπικής φιλοδοξίας, εξίσου μεγάλης άγνοιας και αδυναμίας στρατηγικού προσανατολισμού και καιροσκοπισμού («να τα ‘χουμε καλά με τους πλούσιους και ισχυρούς»).

Δεν ήθελε να προκαλέσει τον πόλεμο που τελικά διευκόλυναν, αν δεν προκάλεσαν, οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (η «Ανταλκίδειος Ειρήνη» του Ηλία Ηλιού) ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν τις υπέγραφε. Ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήθελε να δώσει χρόνο για να γίνει δικτατορία όταν σχημάτιζε τις κυβερνήσεις της αποστασίας. Ούτε ο Παπαδόπουλος καταλάβαινε ότι κάνει δυνατή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο όταν απέσυρε τη μεραρχία. Ο Ιωαννίδης νόμισε ότι θα ένωνε την Κύπρο με την Ελλάδα, ανατρέποντας τον Μακάριο, όπως του έλεγαν να κάνει οι Αμερικανοί – δεν ήξερε ότι θα έφερνε τους Τούρκους στο νησί και θα έπεφτε το καθεστώς του. Ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου φανταζόταν τις συνέπειες της υπογραφής των Μνημονίων και Δανειακών. Τους Λάρι Σάμερς και Τζέφρι Σακς, πρόσωπα-κλειδιά του αμερικανικού κατεστημένου, εμπιστεύτηκε ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ να του φτιάξουν τη σοβιετική οικονομία, γιατί δεν μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί ότι οι ιδέες τους θα επιτάχυναν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά μία τραγική ειρωνεία, στους ίδιους ακριβώς ανθρώπους πήγε μάλιστα και ο Γιάνης Βαρουφάκης πολύ αργότερα, αναζητώντας στήριγμα για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τα Μνημόνια!

Σχόλια