Μαργαρίτης Γιώργος
Οι σκέψεις που παρατίθενται παρακάτω έχουν τον χαρακτήρα δοκιμίου. Κατατίθενται επετειακά, την 20η Ιουλίου, που μας παραπέμπει στην ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, 49 χρόνια πριν… Όπως συνήθως συμβαίνει με τις επετείους, υφίσταται και αυτή την συνήθη μετάλλαξη: τα γεγονότα γίνονται “μνήμη” ή “αναμνήσεις” και οι δύο αυτές έννοιες μεταπλάθονται σε συγκίνηση, θλίψη, ή στην περίπτωση άλλων, λιγότερο άτυχων επετείων, σε ενθουσιασμό ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πρόκειται, το επαναλαμβάνω, για μετάλλαξη. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που εκτρέπει τόσο αυτό που πράγματι συνέβη, όσο και την αναζήτηση του γιατί συνέβη αυτό που συνέβη, σε συναισθηματικές, παρορμητικές ατραπούς, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η επίσκεψη των γεγονότων – η μελέτη τους, η κατανόησή τους. Οι τελευταίες, ως σκέψεις – προσωπικές αν θέλετε – εμφανίζονται “δοκιμιακά”. Περιμένουν δηλαδή την σειρά τους για να εξεταστούν, ως προς την ορθότητα και την επιστημοσύνη τους, σε άλλες, ίσως περισσότερο νηφάλιες και ορθολογικές, εποχές.
Η επέτειος της 20ης Ιουλίου δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον γενικό αυτόν κανόνα. Αντιμετωπίζεται εύλογα συγκινησιακά και, πέρα από αυτό ηθικά, “δικαστικά”. Ο εισβολέας κατατάσσεται στα υποπαράγωγα της Κόλασης ενώ, στην απέναντι πλευρά αναζητούνται “αποδείξεις” και “ενδείξεις” για την προδοσία ή την εγκληματική αφέλεια που προκάλεσαν τα δεινά. Το γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να προέρχεται από άλλες εποχές – από τον Μεσαίωνα για την ακρίβεια.
Το γενικό ερμηνευτικό σχήμα έχει, απλουστευτικά, ως εξής: στην Κύπρο άφρονες, εγκληματίες, προδότες έστησαν ένα σκηνικό μίσους και διχασμού. Με λίγα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία με υπαίτιο την ιωαννίδειο χούντα των Αθηνών, περιέπεσε σε μια αρρωστημένη, “αμαρτωλή” κατάσταση όπου, με επίκεντρο την διαμάχη για την εξουσία – ίσως και την εύνοια του ΝΑΤΟ, αλληλοσπαράσσονταν οι δυνάμεις του Ελληνισμού στο νησί. Τότε, στην αποκορύφωση του δράματος με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, επήλθε η καταστροφή. Όπως στα Σόδομα και στα Γόμορα του αρχαίου κόσμου, έτσι και εδώ, ελεύθερα αμολήθηκαν οι δυνάμεις της Κόλασης και της καταστροφής – οι Τούρκοι εισβολείς, εξ’ ορισμού όργανα του Κάτω Κόσμου και των δαιμόνων του. Απλό…
Η προϊστορία
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο δεν ήταν μια κίνηση που αποφασίστηκε και οργανώθηκε “εν κενώ” ή εν “βρασμώ ψυχής”. Ήταν το επιστέγασμα ενός πολύχρονου σχεδιασμού και προετοιμασίας. Επιπλέον είχε προαναγγελθεί από καιρό και είχε τύχει “δοκιμαστικής πρόβας” δέκα χρόνια νωρίτερα, στα 1964. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν ένα είδος συνέχειας ή και φυσικής απόληξης των προβλημάτων και των αδιεξόδων που δημιουργήθηκαν στα 1964. Μέσα στα δέκα αυτά χρόνια οι απέναντι πλευρές είχαν όλο τον χρόνο να επεξεργαστούν και να προετοιμάσουν τα σχέδιά τους.
Τα σχέδια αυτά δεν είχαν τίποτε το αξιοπερίεργο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα υπαγόρευε ο χάρτης, όπως τα γεγονότα του 1964 τον είχαν διαμορφώσει. Ένα πλήθος από τουρκοκυπριακούς θύλακες ήταν κατανεμημένοι σε ολόκληρη την έκταση της Κύπρου και πιο ειδικά στις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού. Ο πιο σημαντικός – και ως εκ τούτου στρατηγικός – από αυτούς βρισκόταν στα βόρεια της Λευκωσίας περιλαμβάνοντας μέρος της ίδιας της πόλης αλλά και την ενδοχώρα της προς τον Πενταδάκτυλο.
Η κατάληψη από Τουρκοκυπρίους του περάσματος Μπογάζ στον Πενταδάκτυλο από τα 1964 “άνοιγε”, έστω και ως προοπτική τον θύλακα αυτόν στις βόρειες ακτές, στην Κυρήνεια. Οπωσδήποτε εκεί βρίσκονταν περισσότεροι από 25.000 Τουρκοκύπριοι, ο κύριος όγκος των πολιτοφυλακών τους (ΤΜΤ) και το σύνολο των δυνάμεων της ΤΟΥΡΔΥΚ (Κιόνελι, Ορτάκιοϊ). Οι λοιποί θύλακες ήταν σκόρπιοι σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας με ισχυρά σημεία την Λεμεσό, την Λάρνακα, την Πάφο και ενότητες χωριών στην ύπαιθρο.
Το τουρκικό σχέδιο αποτελούσε συνέχεια των δεδομένων του 1964. Διακρινόταν από την διαύγεια των στόχων του και την επιλογή κέντρου βάρους, όσο και αν αυτό ήταν επώδυνο για μεγάλο μέρος των Τουρκοκυπρίων στο νησί. Επικεντρωνόταν στην προάσπιση, στην ενίσχυση και την διεύρυνση του μεγάλου θύλακα βόρεια της Λευκωσίας σε τρόπο ώστε να αποτελέσει το πρώτο συστατικό μιας πλήρως ελεγχόμενης από τον τουρκικό στρατό ζώνης το βόρειο άκρο της οποίας θα ακουμπούσε στις βόρειες ακτές του νησιού, ανατολικά και δυτικά της Κηρύνειας. Τον πρώτο στόχο θα επιδίωκαν ήδη ευρισκόμενες στο νησί δυνάμεις με την βοήθεια αερομεταφερόμενων (αλεξιπτωτιστές και ελικόπτερα) τουρκικών δυνάμεων. Ο δεύτερος στόχος θα ήταν υπόθεση των στρατευμάτων εισβολής που θα μεταφέρονταν στην Κύπρο με τον τουρκικό στόλο.
Το τουρκικό σχέδιο
Το επώδυνο του σχεδίου αυτού ήταν ότι, στο όνομα της επίτευξης του κεντρικού στόχου, εγκατέλειπε ουσιαστικά την όποια άξια λόγου ενίσχυση στους τουρκοκυπριακούς θύλακες στα υπόλοιπα σημεία του νησιού. Οι θύλακες αυτοί θα αντιμετώπιζαν με τις δικές τους δυνάμεις τον εχθρό ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα έσπευδαν να καταφύγουν στις βρετανικές βάσεις, όπου αυτό ήταν δυνατό. Στην ουσία τα τρία τέταρτα των Τουρκοκυπρίων αφήνονταν, με βάση το σχέδιο, στην τύχη τους.
Ενώ το τουρκικό σχέδιο επένδυε και επέμενε στην συγκέντρωση των δυνάμεων στον κύριο στρατηγικό στόχο, η απέναντι πλευρά, επένδυε στην πολυδιάσπαση των προσπαθειών της. Ο κεντρικός πυρήνας του σχεδίου “Αφροδίτη”, όπως πρωτοεμφανίστηκε στα 1964 απέβλεπε στην καταστροφή των τουρκοκυπριακών θυλάκων σε όλη την έκταση του νησιού, ξεκινώντας μάλιστα από τις ζώνες όπου αυτό ήταν περισσότερο εφικτό και υποσχόμενο.
Η κεντρική ιδέα ήταν ότι με την καταστροφή ή την κατάληψη σημαντικού ποσοστού των θυλάκων η όποια τουρκική επιχείρηση θα ακυρωνόταν μη βρίσκοντας ούτε “φίλιο έδαφος”, ούτε αντικείμενο για να αναπτυχθεί. Ακόμα και σε αυτήν την επιλογή δεν υπήρχε διακριτό “κέντρο βάρους”. Ήταν προφανές ότι ο μόνος θύλακας του οποίου η καταστροφή θα επέφερε στρατηγικό αποτέλεσμα ήταν εκείνος της Λευκωσίας-Κιόνελι. Προς τα εκεί στράφηκαν τα καλύτερα ποιοτικά στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς – καταδρομείς – και η ΕΛΔΥΚ, χωρίς όμως να υπάρχει η αναγκαία – ποσοτική – συγκέντρωση δυνάμεων που θα εκβίαζε αποτέλεσμα σε εύλογα βραχύ χρόνο.
Η βάση σχεδίου κατάτμηση και διασπορά των ελληνοκυπριακών δυνάμεων επικάθισε πάνω στην αντίστοιχη που είχε προκαλέσει το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Στρατιωτικές δυνάμεις είχαν στραφεί σε σημεία, όπου ίσως εκδηλωνόταν αντίσταση στο νέο καθεστώς του Σαμψών, ενώ, ταυτόχρονα, η έξοδος από την παρανομία παραστρατιωτικών ομάδων της ΕΟΚΑ-Β’, πολλαπλασίασε τα επιτόπια κέντρα διοίκησης και αποφάσεων υπονομεύοντας τον κεντρικό έλεγχο και σχεδιασμό.
Η εξωτερική εισβολή
Το σχέδιο “Αφροδίτη” στις βασικές εκδοχές του απέβλεπε στην πρόληψη μάλλον, παρά στην αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής. Στην καταστροφή δηλαδή των θυλάκων πάνω στους οποίους θα στηριζόταν η εισβολή. Η αντιμετώπιση της τουρκικής επέμβασης δεν βρισκόταν μέσα στους στόχους των δυνάμεων που υπεράσπιζαν το νησί. Το ζήτημα αφηνόταν σε εξωτερικούς παράγοντες, είτε στον “συμμαχικό” – ΗΠΑ, ΝΑΤΟ – είτε στην Ελλάδα.
Η τελευταία έδειχνε να έχει ισχυρά μέσα αποτροπής. Τόσο το ναυτικό, όσο και η αεροπορία της ήταν σε θέση να επιφέρουν πλήγματα τόσο στο Αιγαίο (αεροπορία, πυραυλάκατοι), όσο και στο εύθραυστο πέρασμα – γραμμή εφοδιασμού – του τουρκικού στρατού στην θάλασσα ανάμεσα στη Μερσίνα και την Κερύνεια (υποβρύχια).
Τυχόν μεταφορά της αναμέτρησης στα ευνοϊκά για την Ελλάδα αυτά πεδία, είτε θα αποσπούσε την προσοχή του τουρκικού επιτελείου από τον κύριο στόχο του, είτε, το πιθανότερο, θα προκαλούσε αποφασιστική παρέμβαση των κοινών συμμάχων, που δεν θα επιθυμούσαν να δουν την νοτιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ να διαλύεται εις τα εξ’ ως συνετέθη. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, οι εύλογες αυτές αντιδράσεις της Ελλάδας ποτέ δεν εκδηλώθηκαν.
Δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει το γεγονός ότι η τουρκική εισβολή, είτε στο Πεντεμίλι, είτε αργότερα, δεν βρήκε απέναντί της παρά σπαράγματα των ελληνοκυπριακών δυνάμεων, διμοιρίες, λόχους ή έστω τμήματα ταγμάτων. Την ώρα που η Τουρκία εστίαζε την προσπάθειά της, η Εθνική Φρουρά της Κύπρου αναζητούσε, χωρίς αποτέλεσμα, το κέντρο βάρους των στόχων της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η εδραίωση της ριψοκίνδυνης τουρκικής εισβολής ήταν απλά αναμενόμενη εξέλιξη.
Η στρατιωτική παιδεία
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς στραταρχική ράβδο για να αντιληφθεί τα όσα παραπάνω αναφέρονται. Αξίζει όμως να ερευνήσει το είδος της στρατιωτικής παιδείας, της στρατηγικής αντίληψης και σκέψης που διακατείχε τα στελέχη του τότε ελληνικού στρατού – τα ίδια που διοικούσαν και την Εθνική Φρουρά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ιστορικά, αυτά τα στελέχη προέρχονταν από την σχολή του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου
Είχαν παραχθεί μέσα σε αυτή και, οι μετέπειτα πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις – το μετεμφυλιακό καθεστώς, είτε στην πολυπολική του μορφή (Στρατός, Ανάκτορα, δεξιές κυβερνήσεις), είτε στην δικτατορική του αντίστοιχη – δεν είχε συμβάλει ούτε στην ανατροπή, ούτε στην μετεξέλιξη αυτής της παιδείας. Σύμφωνα με αυτή ο εχθρός βρισκόταν στο εσωτερικό, μέσα στην κοινωνία όπου καλλιεργούνταν οι υπόγειες απειλές για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της χώρας. Όπως και στον Εμφύλιο, ο εξωτερικός εχθρός, ήταν υπόθεση των ισχυρών “συμμάχων” και “φίλων”, εκεί όπου οι εμφυλιοπολεμικές αντιλήψεις συναντούσαν το πνεύμα του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτού του είδους η παιδεία αδυνατούσε να συλλάβει ευρύτερες καταστάσεις και συσχετισμούς. Αντιμετώπιζε τις αιτίες εσωτερικής υπονόμευσης της Κύπρου, είτε αυτοί ήταν οι Τουρκοκύπριοι, είτε το καθεστώς του Μακαρίου, που εμφανώς δίσταζε να προχωρήσει στην αποφασιστική “κάθαρση” του προβλήματος. Η ανατροπή του δεύτερου άνοιγε τον δρόμο για την δυναμική επίλυση του πρώτου. Οι δε διοικητές, τα επιτελεία, αλλά και τα στελέχη των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων ήταν απλά δέσμιοι αυτών των αντιλήψεων και αυτού του τρόπου σκέψης. Αυτό γνώριζαν, αυτό εφάρμοζαν.
Η ιδέα προάσπισης της πατρίδας από εξωτερική εισβολή, όχι μόνο τους ήταν δυσνόητη, αλλά και ελαφρώς ύποπτη. Να μην ξεχνάμε ότι αμέσως μετά την συνθηκολόγηση του νικηφόρου ελληνικού στρατού της Αλβανίας, σύμπασα η ηγεσία του, προσφέρθηκε και μπήκε στην υπηρεσία του κατακτητή, δημιουργώντας το προδοτικό καθεστώς της Ελληνικής Πολιτείας, τον Μάϊο του 1941.
Ήδη τότε ο εσωτερικός εχθρός είχε κριθεί πολύ πιο επικίνδυνος από τον εξωτερικό αντίστοιχο. Πόσο μάλλον αργότερα, μετά τα όσα έγιναν στην Κατοχή και την Αντίσταση. Δεν χρειάζεται νομίζω η επιστράτευση θεωριών συνωμοσίας για να εξηγήσουμε το πως σκέφτονταν και δρούσαν οι ηγέτες του ελληνικού και κυπριακού στρατού στα 1974…
Σχόλια