Οι ρίζες του κακού στη Θράκη

 

Μπαρμπαρούσης Γιάννος

Έπρεπε να φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο για να κινητοποιηθεί το αείποτε μικροελλαδικό κολωνακιώτικο κατεστημένο, το οποίο αδυνατεί να εννοήσει πόσο εύθραυστη είναι ακόμα και η ήδη βαθύτατα προβληματική συγκαιριανή ισορροπία στη Θράκη. Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα προβλήματα που μας κατατρύχουν σήμερα, το όνειδος της de facto τουρκικής συγκυριαρχίας στην αιματοβαμμένη ελληνική Θράκη έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1950. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Κατά την προεκλογική περίοδο γίναμε μάρτυρες της παραπολιτικής κοκορομαχίας μεταξύ των κυρίων Τσίπρα και Ανδρουλάκη για το ποιος εκφράζει περισσότερο την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου. Λιγότερη προσοχή δόθηκε στις αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Γεώργιο Παπανδρέου. Στεκόμαστε εδώ επειδή η πράγματι σοφή πολιτική του Γεωργίου Παπανδρέου έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας, την οποία εφάρμοσε ως αρμόδιος υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταξύ 1930 και 1932 (με την αρωγή και του στρατηγού Καλογερά), αποτελεί χρήσιμο οδοδείκτη για την αποφυγή ακροσφαλών παρεμβάσεων, τόσο από ημέτερους, όσο και από εξωγενείς παράγοντες.

Οι μουσουλμάνοι της Θράκης, μετά το 1922, υπήρξαν οι τελευταίοι Οθωμανοί. Η Άγκυρα ήταν εκείνη που ξεκίνησε την καταπίεσή τους, επιδιώκοντας να τους εξαναγκάσει να αυτοαποκαλούνται Τούρκοι. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στήριζε τους σεβάσμιους, ουσιαστικά πατρογονικούς και αντιπολιτικούς ιμάμηδες, ως υπεύθυνους για την ομαλή ενσωμάτωση και ανάπτυξη της μειονότητας στο ελληνικό γίγνεσθαι. Οι νοσταλγοί της προνεωτερικής μεν, ευκλεούς δε, μουσουλμανικής “Ούμμα”, ούτε να ακούσουν ήθελαν για “τουρκικό εθνικισμό”. Μισούσαν με πάθος τον Μουσταφά Κεμάλ.

Η καταραμένη δεκαετία του ’50

Ώσπου ήρθε η καταραμένη δεκαετία του 1950. Τότε, όπως και τώρα, η Ελλάδα αναγκάστηκε να δαπανά πολύτιμους πόρους για να πολεμά, όχι τους πραγματικούς εχθρούς της, αλλά εκείνους της “προστάτιδος δυνάμεως”. Ενώ στην Κύπρο η κατά Σεφέρη «καλύτερη, πιο ατόφια Ρωμιοσύνη» στέναζε, οι ελληνικές κρατικές υπηρεσίες περί άλλα ετύρβαζον. Είχαν αφοσιωθεί στον “εκ Βορρά κίνδυνον”. Βεβαίως, οι μνήμες της βουλγαρικής κατοχής ήταν νωπές και οι Βούλγαροι ουσιαστικά ξεπέρασαν τους Γερμανούς στις θηριωδίες. Όμως δεν υφίσταται βαρύτερο ολίσθημα στη διεθνή πολιτική από την αποτυχία στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων.

Τότε λοιπόν, το 1952 συγκεκριμένα, ήρθε στην Ελλάδα ο Τούρκος Πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ. Με παρέμβαση ανώτατου πολιτειακού παράγοντα γένους θηλυκού, του παραχωρήθηκε ως δώρο η ίδρυση του Γυμνασίου, μετέπειτα Λυκείου, που φέρει το όνομά του. Κάθε χρόνο έκτοτε, 300 μαθητές εκπαιδευμένοι από “δασκάλους” πράκτορες της ΜΙΤ αποφοιτούσαν για να στελεχώσουν αυτό που αργότερα αποκλήθηκε «μειονοτική ηγεσία».

Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, με την παρασκηνιακή παρέμβαση του ίδιου παράγοντα όλες οι κοινότητες, ενώσεις, σωματεία, συνεταιρισμοί κ.α. υποχρεώθηκαν από το ελληνικό κράτος να αφαιρέσουν τη λέξη “μουσουλμανική” για να την αντικαταστήσουν με το “τουρκική”. Προς τιμήν του, ο τότε δήμαρχος Σαπών επιχείρησε να αντισταθεί σε αυτό το μισελληνικό παραλήρημα. Εκτοπίστηκε πάραυτα με διαταγή του ανεκδιήγητου και νωθροκάρδιου τότε νομάρχη Ροδόπης.

Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν οι φαιδρότητες με τις άδειες οδήγησης και τρακτέρ, οι οποίες εξυπηρετούσαν, κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, τη χριστιανομουσουλμανική κοινή μαφία που λυμαινόταν την τοπική ηγεσία, με κυριότερο εκπρόσωπο έναν αυτολήκυθο απόστρατο που παρίστανε και τον εθνικόφρονα. Είχαμε προσέτι και τη μαφία με την αναγνώριση των πτυχίων, στην οποία πρωταγωνίστησε ξιφήρης αγωνίστρια της Αριστεράς και της Προόδου. Μυθώδες και ζάθεο παράδειγμα η αναγνώριση του πτυχίου του δυσώνυμου Σαδίκ.

Η Θράκη ως παράπλευρη απώλεια…

Ουρανομήκης αμβλύνοια χαρακτηρίζει και τη συζήτηση περί της περίφημης “μπάρας”, την οποία και κατήργησε, ορθώς, το 1995 η τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Άλλωστε, υπήρχαν πλείστες εισηγήσεις ότι η χρησιμότητά της είχε εκλείψει. Αυτό που δολίως παρεξηγείται και διαστρεβλώνεται, είναι το γεγονός ότι ενώ μεν η μπάρα είχε όντως τις ρίζες της στις επιτηρούμενες ζώνες που καθιέρωσε η δικτατορία του Μεταξά, η μεταπολεμική διαρρύθμισή της είχε να κάνει με τους στρατιωτικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ.

Όθεν, η καλλιέργεια τουρκικής εθνικής συνείδησης σε Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης και η άσκοπη επιφυλακή για δευτερεύοντα ζητήματα συνιστά άλλη μία παράπλευρη απώλεια της ψυχροπολεμικής υστερίας στην οποία μας εξανάγκασε η λίμπεραλ Αμερική του Τρούμαν. Άλλωστε, ο βουλγαρικός εθνικισμός αναπτύχθηκε και γιγαντώθηκε με γενναία ρωσική χρηματοδότηση σε βάρος των συμφερόντων και δικαίων του Ελληνισμού μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ακριβώς επειδή οι Ρώσοι είδαν ότι κάθε προσπάθεια φιλικής προσέγγισης με την Αθήνα, τορπιλιζόταν από βιαιότατες βρετανικές παρεμβάσεις. Σήμερα, το πνεύμα του Έντμουντ Λάιονς κατοικεί στο ζεύγος Μπομπ Κέιγκαν και Τόρι Νούλαντ.

Η Θράκη, το Αιγαίο και η Κύπρος, με την αυτονόητη σύζευξή τους, αποτελούν εθνικές επάλξεις για την πολιτική, στρατιωτική, αεροναυτική, οικονομική και πολιτισμική αλκή του Ελληνισμού. Η Ιστορία μας, απαγορεύει σε οιανδήποτε ελληνική ηγεσία να θυσιάσει έστω κι ένα πολλοστημόριο από τα εθνικά μας κυριαρχικά δικαιώματα σε αυτές τις τεκτονικές ζώνες παγκόσμιας ισχύος.

Στον 21ο αιώνα, όπως άλλωστε και στον 20ό, εχθρός μας είναι η Τουρκία. Ούτε η Ρωσία, ούτε το Ιράν, ούτε η Κίνα. Να δράσουμε αναλόγως. 

Ο κίνδυνος, όπως προειδοποιεί ο Μακιαβέλλι, είναι η διάβρωση, υπονόμευση και προσεταιρισμός της εγχώριας ιθύνουσας τάξης: “lasciargli vivere con le sue leggi, tirandone una pensione, e creandovi dentro uno Stato di pochi, che te lo conservino amico”.

=================== 

ΑΡΘΡΟ: DEFENCE POINT – HELLAS JOURNAL


Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, άλλο ένα παράδειγμα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι Έλληνες, υποτίθεται διεθνιστές, καταλήγουν να υποστηρίζουν τα εθνικιστικά αφηγήματα τρίτων χωρών, είτε αυτά είναι το αλβανικό, είτε το σκοπιανό, είτε το τουρκικό.

Το ζητούμενο είναι εάν αυτό το ιδιότυπο «εθνικό αυτομαστίγωμα» ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνον ως αποτέλεσμα ιδεοληψιών ή χωρούν και άλλου τύπου δυνητικές ερμηνείες. Διότι στην υπόθεση με τη μειονότητα στη Θράκη που απασχόλησε τη δημοσιότητα προεκλογικά, προέκυψαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο και ειδικές σχέσεις με πρεσβείες…

Λίγες μέρες λοιπόν μετά την εμπλοκή του στην ομάδα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη συντριπτική πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής που προσυπέγραφε την συμπερίληψη της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στα ψηφοδέλτια του κόμματος στις μειονοτικές περιοχές, κι ενώ δεν έχει ακόμα υποχωρήσει ο αρνητικός αντίκτυπος, ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος «ξαναχτυπάει» με άρθρο του στον ιστοχώρο «NEWS 247».

    Αυτή τη φορά στο στόχαστρό του μπαίνει η περιοχή της Βορείου Ηπείρου και η ελληνική μειονότητα. Κι όλα αυτά ειπώθηκαν, όπως διευκρινίζεται, σε εκδήλωση στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο στα Τίρανα της Αλβανίας, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, μαζί με τον Ιστορικό Λάμπρο Μπαλτσιώτη.

Το να μπει κανείς στη διαδικασία να απαντήσει σε όσα αναφέρει, είναι πολύπλοκη και εξειδικευμένη εργασία. Ο χώρος δεν επαρκεί.

Η απλή αναφορά όμως όσων υποστηρίζει, αρκεί για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δυστυχώς, αφού η κατηγορία αφορά ελληνικό κόμμα, οι κατηγορίες περί «εθνομηδενισμού» που εξαπολύονται εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν… πολιτικές συκοφαντίες, αλλά στηρίζονται στις πεποιθήσεις του σκληρού πυρήνα της ηγεσίας του.

Αυτό με την προσθήκη… ολίγης από σταλινισμό, οδήγησε στην αδιαφορία απέναντι στη σαφέστατη θέση της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ της υποψηφιότητας της Σαμπιχά.

Αντιγράφουμε, για λόγους υπενθύμισης και τεκμηρίωσης, από το άρθρο-καταγγελία του πρέσβη επί τιμή Γεώργιου Αϋφαντή:

«Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής [σ.σ. 167 ψήφους υπέρ και 2 αποχές] ετσιθελικά αγνοήθηκε από την ηγεσία, δίχως να υπάρξει ακύρωσή της, ή κάποιο άλλο πρόσχημα καταστατικής διαδικασίας.

Πέρα από την απ’ ευθείας παρέμβαση του Τούρκου πρέσβυ στο Νίκο Παππά, ως υποστηρικτική χορωδία λειτούργησαν οι Νίκος Φίλης, Νίκος Βούτσης, Μαρία Ρεπούση και Μαρία Γιαννακάκη (οι δύο τελευταίες βουλευτές ΔΗΜΑΡ ακόμη τότε, αλλά διαπραγματευόμενες την προσχώρησή τους στον ΣΥΡΙΖΑ) και οι καθηγητές Δημήτρης Χριστόπουλος και Κώστας Τσιτσελίκης.

»Όλοι αυτοί (εκ παραλλήλου με τον Τούρκο πρέσβυ) είχαν βεβαιώσει “αυθεντικά” τον Αλέξη Τσίπρα ότι η Σαμπιχά Σουλεϊμάν ήταν εθνικιστικό κατασκεύασμα της ΕΥΠ, άρα απαράδεκτη για το ψηφοδέλτιο.

Ο δε υποψήφιος ευρωβουλευτής Χριστόπουλος είχε προχωρήσει τις αμέσως επόμενες ημέρες σε αναίσχυντη επίθεση κατά της Σαμπιχά, καταγγέλλοντας ότι αποτελεί «μειονότητα μέσα στην μειονότητα» (λόγω ελληνοφροσύνης) και ότι «προσπαθεί τάχα να μας πει ότι η μειονότητα δεν είναι ένα ενιαίο, συμπαγές τουρκικό πράγμα»!»

    Όλα δείχνουν όμως, ότι η Νέμεση έρχεται από την ίδια την κοινωνία… Σαν να μην έφτανε η «υπόθεση Σαμπιχά», έρχονται να προστεθούν και οι απόψεις του κ. Χριστόπουλου για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό. Ας δούμε λοιπόν, εντελώς ενδεικτικά, όσα υποστηρίζει ο εν λόγω καθηγητής του ΣΥΡΙΖΑ…

Το ελληνικό έθνος ανήκει στα «τυφλωμένα έθνη» που επιθυμούσαν να επεκταθούν γεωγραφικά, βλέποντας «ως φυσικό χώρο επέκτασης» του ελληνικού κράτους στη Βόρειο Ήπειρο, την οποία, σημειωτέον, τη βάζει σε εισαγωγικά. Πάλι καλά που προσθέτει ότι το όνειρο της «Μεγάλης Αλβανίας» έφτανε μέχρι την Πρέβεζα.

Ο καθηγητής κάνει λόγο για «ελληνικό αλυτρωτικό σχέδιο στη Νότια Αλβανία», καταλογίζοντας στην Ελλάδα «επιθετική πολιτική στα νότια αλβανικά εδάφη». Αναγκάστηκε δε (σ.σ.: εννοεί την Ελλάδα) «να υποχωρήσει από τα στρατιωτικά σχέδια» λόγω πίεσης… από την Κοινωνία των Εθνών, όμως «το αλυτρωτικό όραμα δεν σβήνει εύκολα».

Ακόμα και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «η ελληνόφωνη και αλβανόφωνη ορθόδοξη νότια Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί διακαή εδαφικό στόχο». Ο ίδιος αποφαίνεται, ότι όσοι μιλούν περί Βορείου Ηπείρου σήμερα στην Ελλάδα, εκπροσωπούν «περιθωριακές ως και γραφικές» φωνές, ακυρώνοντας διά της αποσιώπησης τα δεινά δεκαετιών που έζησαν στον «σοσιαλιστικό παράδεισο» του Χότζα.

    Προφανώς και ο Ολυμπιονίκης Πύρρος Δήμας δεν είναι τίποτε άλλο από εθνικιστής με όσα έχει εξιστορήσει… 

Τούτων λεχθέτων, δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία του Χότζα αποτυπώνεται σαν να μην έγινε και κάτι το τρομερό. Μιλά απλώς για «πολιτική ενσωμάτωσης της ελληνικής μειονότητας», με πρόσβαση στα γλωσσικά της δικαιώματα αλλά μόνο «στις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες» και μόνο εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικά εθνική.

Οι τεκμηριωμένες καταγγελίες για βασανιστήρια και για πρακτικές μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού μπλοκ, που με τα σημερινά μέτρα και σταθμά θα εξασφάλιζαν στον Χότζα την επωνυμία του «Κιμ Γιονγκ Ουν των Βαλκανίων», ενδιαφέρουν προφανώς κάποιους μόνο εάν καταλογίζονται στην ελληνική πλευρά.

Όταν για παράδειγμα γίνεται λόγος για «Μικρασιατική Καταστροφή» και σε ένα ιδιότυπο εθνικό αυτομαστίγωμα, όσοι μιλούν περί «συνωστισμών στην προκυμαία στη Σμύρνη», σπεύδουν να κάνουν λόγο για εγκλήματα του ελληνικού στρατεύματος στη Μικρά Ασία.

Επανερχόμενοι στο πόνημα Χριστόπουλου, στις αλβανικές μειονοτικές ζώνες του Χότζα, δεν περιλαμβάνεται η Χειμάρα, για την οποία «πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου” υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι».

Στο μέτρο που συνήθης «καραμέλα» είναι σε αυτού του είδους την ιστοριογραφία η «διεθνής νομιμότητα», κάνει εντύπωση η παντελής απουσία αναφοράς π.χ. στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που προέβλεπε αυτονομία για τη Βόρειο Ήπειρο. (ΕΔΩ)

Στο πλαίσιο αυτού του ψυχολογικά δυσεξήγητου εθνικού αυτομαστιγώματος, ο Δημήτρης Χριστόπουλος δηλώνει… ευθαρσώς, ότι «σε κάθε πάντως περίπτωση, η Αλβανία δεν έδιωξε την ελληνική μειονότητα, όπως έκανε η Ελλάδα με την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ως διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητές τους».

Και επιχειρώντας περαιτέρω να αναδείξει την Ελλάδα ως τον μεγάλο ιμπεριαλιστή και φταίχτη για ό,τι έχει συμβεί στην περιοχή, καταθέτει και το συμπέρασμά του:

«Νομίζω πως αν η Αλβανία είχε ακολουθήσει την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40 μάλλον οι Έλληνες της Αλβανίας θα είχαν παρόμοια τύχη με τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους Τσάμηδες».

Εννοεί άραγε την εκδίωξή τους από τους Ναζί ως αντάλλαγμα στους Τσάμηδες συνεργάτες τους, τη στιγμή που η πατρίδα του υπέφερε κάτω από την μπότα του φασισμού; Ενδιαφέρον…

Δεν σταματά όμως εκεί, διαπραγματευόμενος το «τσαμικό ζήτημα». Εκεί κάνει στην Ελλάδα την… παραχώρηση να μην την κατηγορήσει για «γενοκτονία», συντασσόμενος ανοιχτά με την αλβανική θέση, αλλά για «εθνοκάθαρση»!

    Πώς να μην είναι αγαπητός και περιζήτητος στις «χώρες του ελληνικού περιγύρου». Ούτε οι Αλβανοί έχουν δίκιο να κατηγορούν τους Έλληνες για γενοκτονία, όπως οι Έλληνες «με τις αντίστοιχες σφαγές των Ελλήνων του Πόντου», ούτε η Ελλάδα που υποστηρίζει πως οι Τσάμηδες πλήρωσαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή και έφυγαν να γλιτώσουν.

«Τίποτε από αυτά δεν ισχύει όμως», λέει ο Χριστόπουλος. Δεν έγινε «γενοκτονία» το καλοκαίρι του 1944 στη Θεσπρωτία, «καθώς ο στόχος τότε δεν ήταν η φυσική εξόντωση των Τσάμηδων από προσώπου γης αλλά η εκδίωξή τους από το ελληνικό έδαφος», αν και «σε ορισμένες περιπτώσεις περιλάμβανε και τον φυσικό αφανισμό τους».

Φροντίζει δε να μας θυμίζει, ότι «η πολιτική αυτή μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκε “εθνοκάθαρση”». Αυτό έγινε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1944… εθνοκάθαρση σε βάρος των Αλβανών Τσάμηδων.

Υπήρχε όμως «πρόσχημα και αιτία» και αυτό δεν ήταν άλλο από τον «δωσιλογισμό των ισχυρότερων παραγόντων» των Τσάμηδων, όμως δεν υπήρχε τότε συντεταγμένο ελληνικό κράτος αλλά «ανταγωνισμός δύο αντάρτικων οργανώσεων».

Απλά, εν συνεχεία, η Ελλάδα το αποδέχθηκε στην πράξη ως τετελεσμένο και δεν επέτρεψε την επιστροφή των Τσάμηδων. Προφανώς ο Χριστόπουλος θεωρεί ότι θα ήταν ασφαλείς, ή ότι η επιστροφή τους δεν θα γινόταν όπλο αποσταθεροποίησης στα χέρια της ΕΣΣΔ…

Ο καθηγητής Χριστόπουλος λησμονεί βολικά και δεν αξιολογεί, ότι το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Δικαστήριο Δωσίλογων Ιωαννίνων, καταδίκασε ερήμην 1900 Τσάμηδες της Θεσπρωτίας για συνεργασία με τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς. Οι Τσάμηδες, αντί για εγκληματίες πολέμου, βαφτίζονται αδικημένοι -από την Ελλάδα- πληθυσμοί.

Τούτων λεχθέντων, δεν εκπλήσσει ότι ο καθηγητής Χριστόπουλος δεν διστάζει να αποκαλέσει τον φυλακισμένο Φρέντι Μπελέρη ως «μάλλον αμφιλεγόμενο μειονοτικό παράγοντα», βάζοντας ακόμη ένα καρφί στον σταυρό που σηκώνει, στοχοποιημένος από τον Έντι Ράμα, παραμένοντας φυλακισμένος χωρίς σαφή δικαιολογία.

Το ότι αναγνωρίζει «πρακτικές καταρράκωσης του κράτους δικαίου στην Αλβανία» από τις πράξεις του Αλβανού πρωθυπουργού, εξόφθαλμα δεν επαρκεί…

===============



Σχόλια