Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γεωργική γη στη σκιά των ηλιακών πάνελ

 Στην Θεσσαλία, φωτοβολταϊκά πάρκα «φυτρώνουν» καλύπτοντας μεγάλες εκτάσεις γεωργικής γης. Με μανδύα την ανάγκη επίλυσης του ενεργειακού προβλήματος και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η Πολιτεία ανάβει πράσινο φως σε μεγάλα επενδυτικά συμφέροντα που απειλούν τον πάλαι ποτέ σιτοβολώνα της χώρας, υπονομεύοντας περεταίρω την επισιτιστική ασφάλεια.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Μέσα Μαρτίου. H μέρα είναι συννεφιασμένη, με λίγη πρωινή βροχή, όχι ικανή να ευεργετήσει τις καλλιέργειες του καταπράσινου αυτή την εποχή θεσσαλικού κάμπου, αρκετή ωστόσο ώστε να μην επιτρέψει τις συνήθεις φροντίδες, έως ότου έρθει η ώρα του θερισμού και της συγκομιδής. 

Τις ηλιόλουστες ημέρες, τον κάμπο περιβάλλει ένα ολόθερμο εκτυφλωτικό φως, που εκτός από ζωογόνο, τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί ιδιαιτέρως ελκυστικό για τις εταιρείες που επενδύουν στον τομέα της ηλιακής ενέργειας.

Ως αποτέλεσμα, αρκετά χωράφια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φαρσάλων, ένα μικρό αγροτικό χωριό με λιγότερους από 100 κατοίκους, έχουν μείνει ακαλλιέργητα καθώς έχουν δεσμευτεί για την εγκατάσταση πάρκων φωτοβολταϊκών. 

«Εδώ έχουν αρχίσει να στήνονται τα πρώτα πάνελ. Σύντομα θα ξεκινήσουν και στο διπλανό χωράφι», λέει ο κ. Κώστας Μπρέλλας, πρόεδρος του νέου αγροτικού συνεταιρισμού, που έφτιαξαν το 2017 όσοι απ’ το χωριό απέμειναν να ασχολούνται με τη γη. 

«Σχεδόν 800 στρέμματα έμειναν ακαλλιέργητα τα τελευταία δύο χρόνια για να μπουν φωτοβολταϊκά. Χάσαμε εκτάσεις που θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε. Έχουμε πρόβλημα να φτάσουμε τους στόχους παραγωγής, με κίνδυνο να μην είναι βιώσιμος ο συνεταιρισμός».

Η δέσμευση εκτάσεων στον θεσσαλικό κάμπο για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών, ιδίως στα Φάρσαλα, την Αγιά και τον Αλμυρό, αντανακλά την προτεραιότητα που δίνεται τα τελευταία χρόνια στην ηλεκτροπαραγωγή μέσω ηλιακής ενέργειας.

Και ενώ έως σήμερα την πρωτοκαθεδρία στον τομέα της λεγόμενης πράσινης ενέργειας είχαν οι εταιρείες αιολικής ενέργειας, δεσμεύοντας ακόμη και απάτητες βουνοκορφές για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, τη σκυτάλη παίρνουν οι εταιρείες ηλιακής ενέργειας, ελληνικές και ξένες, σ’ ένα νέο ελντοράντο για μια θέση στον περίφημο ελληνικό ήλιο.

Το 2022 καταγράφηκε ρεκόρ εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στην ελληνική επικράτεια, με την υψηλότερη ιστορικά διείσδυση νέων μονάδων: η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών, από 3.609 MW στο τέλος του 2021, έφθασε στα 4.843 MW τον Δεκέμβριο του 2022, ξεπερνώντας για πρώτη φορά την εγκατεστημένη ισχύ των αιολικών που στο τέλος του 2022 ήταν 4.462MW.

Με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, με ορίζοντα το 2050, που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 2023 από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα, τα φωτοβολταϊκά – μαζί με την αποθήκευση και δευτερευόντως τα θαλάσσια αιολικά – αναδεικνύονται στους νέους πυλώνες της στρατηγικής της χώρας για τη λεγόμενη πράσινη ενέργεια. 

Συγκεκριμένα, η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών, από 5GW που είναι σήμερα προβλέπεται να φτάσει στα 14,1GW το 2030 και στα 34,5GW το 2050, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της ισχύος που χρειάζεται να προστεθεί ώστε να επιτευχθεί ο νέος στόχος συμμετοχής των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή με ποσοστό 80% έως το 2030.  

Ο φιλόδοξος αυτός στόχος στέλνει ισχυρό σήμα στη βιομηχανία της ηλιακής ενέργειας, η οποία ήδη σχεδιάζει αθροιστικά επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, όπως και με την ανάπτυξη των αιολικών, προκύπτει το ερώτημα: φωτοβολταϊκά από ποιους, για ποιους, πού και πώς;

H εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών προβλέπεται να φτάσει στα 34,5GW το 2050.

Στα πλαίσια πολύμηνης έρευνας, το Solomon επισκέφθηκε περιοχές στην Θεσσαλία, όπου μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους• συνάντησε αγρότες, ειδικούς και εκπροσώπους αγροτικών συνεταιρισμών• και εξέτασε την κείμενη νομοθεσία, επιχειρώντας να ρίξει φως στο πώς η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών θέτει στο στόχαστρο τη γεωργική γη, ακόμη και τη γη υψηλής παραγωγικότητας, με συνέπειες που μπορεί να αποδειχθούν οδυνηρές για την αγροτική ανάπτυξη και την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας.

Οι μεσίτες και ο αθέμιτος ανταγωνισμός για τη γη

Στα γραφεία του συνεταιρισμού στον Άγιο Κωνσταντίνο, ο κ. Μπρέλλας μας δείχνει τον χάρτη που δεσπόζει κρεμασμένος στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας, με την αναδιανομή του κλήρου του χωριού το 1929, όπως προέκυψε μετά την ιστορική αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ το 1910. 

Πιθανότατα σήμερα, με την εξάπλωση των φωτοβολταϊκών στον θεσσαλικό κάμπο, βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη αναδιανομή γης στην περιοχή από τότε. 

«Ο κλήρος του χωριού είναι μικρός, περίπου 12.500 στρέμματα. Και ακούμε ότι ίσως και 2.000 από αυτά θα γίνουν φωτοβολταϊκά», λέει με εμφανή αγωνία ο κ. Μπρέλλας, μπροστά σ’ ένα πρόβλημα που μάλλον δεν είχε φανταστεί, όταν -αφού δοκίμασε την τύχη του στην Αθήνα ως μηχανολόγος-μηχανικός, με τη μεγάλη κρίση του ‘11-‘12 να σαρώνει τον κατασκευαστικό τομέα- επέστρεψε στο χωριό αποφασισμένος να καλλιεργήσει τη γη της οικογένειάς του και πρωτοστάτησε στη δημιουργία του νέου συνεταιρισμού.

Έχει περίπου 250 στρέμματα δικής του ιδιοκτησίας και μαζί με αυτά που νοικιάζει, καλλιεργεί, συνολικά, περίπου 1.000 στρέμματα. «Θα ακούσει κάποιος στην Αθήνα για 1.000 στρέμματα και ποιος ξέρει τι θα νομίσει. Λοιπόν, κάνω τζίρο περίπου 150.000 ευρώ το χρόνο και είναι ζήτημα αν θα μου μείνουν καθαρά 10-15.000 για να ζήσω την οικογένειά μου». 

«Για κάθε στρέμμα που νοικιάζω», λέει ο κ. Μπρέλλας, «δίνω περίπου 40 ευρώ το χρόνο στους ιδιοκτήτες. Κι έρχεται τώρα η εταιρεία και τους δίνει 180 ευρώ για να βάλει φωτοβολταϊκά. Πώς μπορώ να το ανταγωνιστώ αυτό; Πάει, χάνεται το χωράφι αυτό από την παραγωγή».

«Σ’ όλους μας ήρθανε» εξηγεί, για το πώς κλείνονται οι συμφωνίες των εταιρειών με τους ιδιοκτήτες της γης. «Μας πήρε τηλέφωνο ένας μεσίτης της εταιρείας, έναν-έναν στο χωριό, για να δώσουμε τα χωράφια μας. Όσοι δουλεύουμε τα χωράφια δεν τα δίνουμε. Οι περισσότεροι που τα δίνουν, δεν καλλιεργούν οι ίδιοι. Μπορεί να είναι παιδιά που έχουν φύγει στην Αθήνα κι έχουν μια κληρονομιά, χωρίς να έχουν καμία σχέση. Οπότε τα δίνουν, τα λεφτά είναι πολλά».

«Μου έδωσαν κι εμένα 180 ευρώ [για κάθε στρέμμα]» λέει ο κ. Μπρέλλας. «Όμως αποφάσισα να μη το δώσω και να επενδύσω στο χωράφι, γιατί γύρισα πίσω για να φτιάξω κάτι για τα παιδιά μου. Στα παιδιά μας θα απολογηθούμε στο μέλλον. Αλλά μάλλον αυτό θέλουν, να μας διώξουν όλους από εδώ».

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μετά την απογραφή του 2021 είναι αποκαλυπτικά για την ερήμωση της γης από τους ανθρώπους της. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους, αριθμούν πλέον περίπου 820.000. Μέσα σε 11 χρόνια, από το 2009 έως το 2020, μειώθηκαν κατά 30,9%.

Διαχρονική απουσία σχεδιασμού

Περίπου 40 χλμ από τον Άγιο Κωνσταντίνο βρίσκεται η Σκοπιά Φαρσάλων, ένα αγροκτηνοτροφικό χωριό, με 180 μόνιμους κατοίκους. Από τα 15.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης που αντιστοιχούν στο χωριό, περίπου 4.000 έχουν παραχωρηθεί για φωτοβολταϊκά, μας ενημερώνει ο πρόεδρος της κοινότητας, κ. Ηλίας Τσούτσος. 

Η εξέλιξη αυτή είναι για εκείνον μόνο θετική. 

«Οι άνθρωποι θα πάρουν χρήματα που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους», λέει. «Ως χαμηλής παραγωγικότητας και στα 500 μέτρα υψόμετρο, τα χωράφια στην περιοχή μας πωλούνται περίπου 500 ευρώ το στρέμμα, ενώ ένα μέσο ενοίκιο είναι 40 ευρώ το χρόνο ανά στρέμμα. Οι εταιρείες φωτοβολταϊκών δίνουν 3 και 4 φορές επάνω αυτές τις τιμές, κάποιες φορές και περισσότερο».

Η νέα αγορά των φωτοβολταϊκών έκανε να εμφανιστούν στο χωριό άνθρωποι που ο πρόεδρος της κοινότητας δεν είχε δει ποτέ, προκειμένου να αξιοποιήσουν γη που είχαν ως κληρονομιά. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, ακόμη και αγρότες, κάτοικοι του χωριού, αποφασίζουν να δώσουν τα χωράφια τους, γιατί όπως εξηγεί ο κ. Τσούτσος, «δε συμφέρει πια να καλλιεργείς». 

«Το κόστος της παραγωγής, με την ενέργεια και τα λιπάσματα, ανεβαίνει. Την ίδια ώρα, η παραγωγή, λόγω και της αλλαγής του κλίματος, μειώνεται. Γι’ αυτό πολλοί αγρότες αφήνουν πια ακαλλιέργητα τα χωράφια τους και αναζητούν από αλλού εισόδημα», λέει. 

Ο ίδιος εμφανίζεται ικανοποιημένος γιατί η επαφή των εταιρειών με τους ιδιοκτήτες  γης στη Σκοπιά έγινε -όπως αναφέρει- σωστά, δηλαδή μέσω εκείνου. Έτσι, μπόρεσε να διεκδικήσει αντισταθμιστικά οφέλη για το χωριό και περιμένει από την εταιρεία να κατασκευάσει σχολείο, παιδική χαρά, δρόμους, καθώς και να δώσει αρκετές θέσεις εργασίας σε ντόπιους. «Σε άλλες περιπτώσεις», λέει, «οι μεσίτες μιλούν απευθείας με τους ιδιοκτήτες και δε μένει τίποτα ως κέρδος για το χωριό».

“Οι εταιρειες φωτοβολταϊκων δινουν 3 και 4 φορες επανω αυτες τις τιμες, καποιες φορες και περισσοτερο.”

Ηλίας Τσούτσος, πρόεδρος Σκοπιάς Φαρσάλων

Στο ερώτημα για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της περιοχής, αλλά και την απώλεια της γης, ως κεφάλαιο που ο αγρότης θα μπορούσε να αφήσει στα παιδιά του, ο κ. Τσούτσος απαντάει ότι καθένας κάνει τις επιλογές του. «Όμως για να φτάσει τόσος κόσμος εκεί, πάει να πει ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν υπάρχει πολιτική για την κτηνοτροφία και τους αγρότες, ούτε στηρίζει η πολιτεία τις κοινότητες και την ύπαιθρο».

Η διαχρονική απουσία σχεδιασμού από μέρους της πολιτείας, για την ουσιαστική ανάπτυξη του κρίσιμου πρωτογενούς τομέα της χώρας, είναι μόνιμη επωδός στα χείλη μεγάλης μερίδας κόσμου στη Θεσσαλία.  

«Παρά τα μεγάλα λόγια, κανείς δε θέλει τον πρωτογενή τομέα, γιατί σε σχέση με τα άλλα είδη επιχειρηματικότητας, η γεωργική επιχείρηση έχει τη μικρότερη δυνατότητα καθαρού κέρδους», λέει ο κ. Χρίστος Τσαντήλας, Γεωπόνος, πρώην Διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου ΕΝΑ. 

«Όμως, πέρα από την οικονομική αξία, υπάρχει η αυταξία του γεωργικού προϊόντος. Χωρίς την τροφή δε μπορούμε να ζήσουμε. Γι’ αυτό η γεωργία θα έπρεπε να υποστηρίζεται, όπως και η δημόσια υγεία, ως μια υπηρεσία για την ίδια τη ζωή».

Κάποτε σιτοβολώνας, τώρα hot spot για φωτοβολταϊκά

Στον δήμο Φαρσάλων, από το 2021 έως και τον Μάιο του 2023, έχουν δοθεί συνολικά 35 νέες περιβαλλοντικές άδειες για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων.

Ο θεσσαλικός κάμπος, ο δεύτερος μεγαλύτερος της χώρας μετά από αυτόν της Κεντρικής Μακεδονίας, γνωστός στο παρελθόν ως ο σιτοβολώνας της χώρας, σήμερα συνεισφέρει το 14% του πρωτογενούς τομέα της γεωργίας, με προϊόντα όπως βαμβάκι, φρούτα, κρασί και σκληρό σιτάρι. Καθώς τα τελευταία χρόνια στον κάμπο «φυτρώνουν» όλο και περισσότερα φωτοβολταϊκά, μερίδα του αγροτικού κόσμου προειδοποιεί ότι στο μέλλον θα είναι σπαρμένος με κάτοπτρα.

Για να διαπιστώσουμε κατά πόσο έχει βάση ο φόβος που εκφράζεται, το Solomon ανέτρεξε στο αρχείο περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων του υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας. 

Σύμφωνα με αυτό, μόνο στον δήμο Φαρσάλων, από το 2021, όταν αρχίζουν και ωριμάζουν οι αιτήσεις του δεύτερου κύματος εξάπλωσης των φωτοβολταϊκών, έως και τον Μάιο του 2023, έχουν δοθεί συνολικά 35 νέες περιβαλλοντικές άδειες για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων, έναντι μόλις 3 έως τότε.  

Αν και τα 35 αυτά έργα λάβουν όρους σύνδεσης στο Δίκτυο και προχωρήσουν στη φάση εγκατάστασης και λειτουργίας, θα έχουν συνολικά εγκατεστημένη ισχύ περίπου 3GW, καλύπτοντας περισσότερα από 40.000 στρέμματα, μόνο στα Φάρσαλα! (σ.σ. Για τον υπολογισμό έχει χρησιμοποιηθεί η τυπική στρεμματική κάλυψη 14 στρέμματα ανά MW, την οποία προβλέπει ο νόμος.)

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, σύμφωνα με στοιχεία από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας, έως τον Απρίλιο του 2023, άδεια εγκατάστασης ή λειτουργίας στην περιοχή των Φαρσάλων έχουν λάβει 6 έργα, συνολικής ισχύος περίπου 30 MW, καταλαμβάντας περίπου 400 στρέμματα, ενώ το ίδιο διάστημα, σε ολόκληρη την Περιφέρεια Θεσσαλίας, άδεια εγκατάστασης ή λειτουργίας έχουν λάβει συνολικά 56 έργα εγκατεστημένης ισχύος 187MW, καλύπτοντας περίπου 2.600 στρέμματα (σ.σ. Στις ήδη κατειλημμένες εκτάσεις δεν υπολογίζονται τα πάρκα εγκατεστημένης ισχύος έως 1MW τα οποία εξαιρούνται της αδειοδοτικής διαδικασίας.)

Οι πιέσεις στη γεωργική γη μέσω της νομοθεσίας 

Ο κ. Τσαντήλας έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος των μελετών και της αρθρογραφίας του για την υπεράσπιση της γεωργικής γης, η οποία όπως επισημαίνει βρίσκεται υπό συνεχή απειλή, είτε λόγω αστικοποίησης, είτε λόγω διάβρωσης και ερημοποίησης, είτε τώρα λόγω της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών. 

Μια αναδρομή στη νομοθεσία της τελευταίας 20ετίας, επιβεβαιώνει ότι σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων υπονομεύουν έναν κρίσιμο νόμο για την προστασία της αγροτικής δραστηριότητας, τον νόμο 2945/2001. Σύμφωνα με αυτόν, σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως Γη Υψηλής Παραγωγικότητας (ΓΥΠ), «απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, εκτός από τη γεωργική εκμετάλλευση». 

Χαρακτηριστικός για την υπονόμευση της προστασίας της ΓΥΠ είναι ο νόμος 3399/2005 με τον οποίο ορίζεται ότι σε αυτή «δεν περιλαμβάνεται η γη που κείται εκατέρωθεν του άξονα εθνικών οδών και σε βάθος μέχρι 600 μέτρων». Η πρόβλεψη αυτή καταργείται με νόμο του 2011, «αφού έγιναν οι όποιες μεγάλες ή μικρές εξυπηρετήσεις», όπως λέει ο κ. Τσαντήλας και αφού προέκυψαν αποτελέσματα με τη χωροθέτηση, μεταξύ άλλων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων σε αγροτική γη. 

Τελικά, μια παρόμοια ρύθμιση επανέρχεται με τον νόμο 4178/2013, που ορίζει τις νέες αντίστοιχες αποστάσεις από τους εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους στα 200 μ. και από τους δημοτικούς δρόμους στα 150. Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, με βάση τη ρύθμιση αυτή μπορεί να φτάσουν να δομηθούν έως και 10 εκατ. στρέμματα, περίπου το 30% της έκτασης των ελληνικών αγροκτημάτων!

Γεωργική γη και χωροθέτηση φωτοβολταϊκών 

Εκτιμάται πως έως και 320.000 στρέμματα γης υψηλής παραγωγικότητας μπορούν να καλυφθούν από φωτοβολταϊκά.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την αγροτική γη και τις ΑΠΕ, το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού του 2008 προβλέπει ως περιοχές προτεραιότητας για τη χωροθέτηση των φωτοβολταϊκών περιοχές «που είναι άγονες ή δεν είναι υψηλής παραγωγικότητας», ενώ οι γαίες υψηλής παραγωγικότητας χαρακτηρίζονται ως ζώνες αποκλεισμού.

Ωστόσο, με τον νόμο 3851/2010 – που ανάγει την προστασία του κλίματος σε περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα υψίστης εθνικής σημασίας και στην ουσία αποτελεί το εφαλτήριο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ – το Χωροταξικό τροποποιείται και προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε γη υψηλής παραγωγικότητας, καθώς η ανάπτυξή τους κρίνεται συμβατή με την αγροτική δραστηριότητα.

Έτσι, αίρεται γι’ άλλη μια φορά η αποκλειστική χρήση της γεωργικής εκμετάλλευσης που όριζε ο νόμος του 2001 για τη ΓΥΠ. Πλην όμως, η συγκεκριμένη ρύθμιση παραμένει κατ’ ουσίαν ανενεργή, μετά από τροπολογία του υπουργείου Γεωργίας το 2011 (άρθ.21, ν.4015/2011).

Τελικά, αρχικά με τον ν. 4643/2019 και στη συνέχεια με τον ν.4711/2020 εκείνη η ρύθμιση επανέρχεται και επιτρέπεται η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών έως 1MW σε γη υψηλής παραγωγικότητας, σε ποσοστό έως 1% επί του συνόλου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κάθε περιφέρειας. Με βάση αυτό, εκτιμάται πως έως και 320.000 στρέμματα γης υψηλής παραγωγικότητας μπορούν να καλυφθούν από φωτοβολταϊκά. Σήμερα, το όριο έχει περιοριστεί στο 0,8% επί του συνόλου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κάθε Περιφέρειας και στο 0,5% για την Αττική και τις νησιωτικές Περιφέρειες.

Αγνοούνται τα στοιχεία από ΔΕΔΔΗΕ/ΑΔΜΗΕ για τη ΓΥΠ 

Την αρμοδιότητα ελέγχου προκειμένου να μην υπάρξει υπέρβαση του προβλεπόμενου ορίου εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε ΓΥΠ έχει με βάση το νόμο ο αρμόδιος διαχειριστής, ΔΕΔΔΗΕ ή ΑΔΜΗΕ. Μάλιστα, προβλέπεται ότι οι υπηρεσίες των δύο διαχειριστών οφείλουν να συνεργάζονται για τη συγκέντρωση όλων των απαραίτητων στοιχείων, και να τα δημοσιοποιούν στους διαδικτυακούς τους τόπους ανά δύο μήνες. 

Παρ’ όλα αυτά, αναρτημένη στον ιστότοπο του ΔΕΔΔΗΕ υπάρχει μία και μόνη ενημέρωση, με στοιχεία αναφοράς Μαρτίου 2022, δηλαδή ενός ολόκληρου χρόνου πριν γραφτούν αυτές οι γραμμές. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το όριο έχει ήδη ξεπεραστεί στην Αττική και σε περιφερειακές ενότητες της Ηπείρου, ενώ στη Θεσσαλία έχει ήδη καλυφθεί σχεδόν κατά το ήμισυ, με την κατάληψη περίπου 18.000 στρεμμάτων υψηλής παραγωγικότητας, μιλώντας πάντα για τον Μάρτιο του 2022. 

Σε ερώτηση του Solomon προς τον ΔΕΔΔΗΕ αν υπάρχουν επικαιροποιημένα στοιχεία, δε λάβαμε απάντηση.

Στον αέρα η οριοθέτηση της γης υψηλής παραγωγικότητας

Ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως υψηλής παραγωγικότητας ή μη αποδεικνύεται κομβικός για τη λήψη άδειας εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σταθμών πολύ μεγαλύτερης ισχύος από 1MW σε αυτή.   

Ο προαναφερόμενος ν.2945/2001 για την προστασία της αγροτικής δραστηριότητας, προέβλεπε την έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την κατηγοριοποίηση της γεωργικής γης και τον καθορισμό των ορίων της αγροτικής γης υψηλής παραγωγικότητας. 

Είκοσι-δύο χρόνια μετά, η τελευταία αυτή πρόβλεψη, που θα μπορούσε να θωρακίσει τη γη υψηλής παραγωγικότητας, δεν έχει υλοποιηθεί.

Ως αποτέλεσμα, η αρμοδιότητα του χαρακτηρισμού της παραγωγικότητας της εκάστοτε αγροτικής έκτασης βαραίνει τις Επιτροπές Χωροταξίας και Περιβάλλοντος (ΠΕΧΩΠ) και τις Διευθύνσεις Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού των αιρετών Περιφερειών, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις πιέσεις που μπορεί να τους ασκούνται. 

Χαρακτηριστικά, καλά πληροφορημένη πηγή αναφέρει ότι έχει συμβεί εκτάσεις χαρακτηρισμένες ως γαίες υψηλής παραγωγικότητας να αποχαρακτηρίζονται μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, από τις ίδιες ακριβώς επιτροπές, με το ίδιο ακριβώς διαβιβαστικό. 

Τα κριτήρια δε για τον χαρακτηρισμό της γεωργικής γης που έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες επιτροπές (ΚΥΑ 168040/2010)  παραμένουν εν πολλοίς ασαφή και αντιεπιστημονικά, όπως αναφέρει ο κ. Χρίστος Τσαντήλας. Μάλιστα, λέει πως το υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης αναγνώρισε το πρόβλημα και όρισε ομάδα εργασίας με αντικείμενο την αναθεώρηση των κριτηρίων. «Η επιτροπή παρέδωσε το πόρισμά της ήδη από το 2019, ωστόσο οι προτεινόμενες αλλαγές δεν εφαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα όλοι οι χαρακτηρισμοί που γίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες να είναι επιστημονικά αμφισβητήσιμοι».

Στην πράξη, οι αρμόδιες επιτροπές για τον χαρακτηρισμό της γεωργικής γης, χρησιμοποιούν κριτήρια όπως αυτά ορίστηκαν για πρώτη φορά σε εγκύκλιο του υπ. Γεωργίας το 1983.

Ο κίνδυνος της «σαλαμοποίησης» 

Ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας ή μη, οι εγκαταστάσεις για την ηλεκτροπαραγωγή ισχύος έως 1MW απαλλάσσονται από την αδειοδοτική διαδικασία, άρα και την περιβαλλοντική αδειοδότηση (στο βαθμό που δεν αφορούν σε περιοχή Natura, οπότε και χρειάζεται να τηρηθούν Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις). 

«Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο», λέει ο κ. Γιώργος Μπάλιας, νομικός, αναπληρωτής Καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, «προκύπτει ο κίνδυνος της λεγόμενης ‘σαλαμοποίησης’, δηλαδή μεγαλύτερα έργα να σπάνε σε επιμέρους έργα, το καθένα μικρότερης ισχύος του 1MW, ώστε να αποφεύγεται η διαδικασία αδειοδότησης. Και τότε δε μπορούμε να έχουμε εικόνα των συνολικών επιπτώσεων».

Και ενώ ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ είναι οι αρμόδιοι φορείς να παρακολουθούν τι συμβαίνει με την εξάπλωση των πάρκων ισχύος έως 1MW στη γη υψηλής παραγωγικότητας και υποχρεούνται να παρέχουν στοιχεία, αναζητείται ο φορέας που παρακολουθεί τι συμβαίνει συνολικά με τα πάρκα έως 1MW στην απλή γεωργική γη.

Ανάγκη προστασίας ενός πολύτιμου φυσικού πόρου

Φωτοβολταϊκό πάρκο στην τοποθεσία Ιερός Ναός Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου & Ειρήνης, Φάρσαλα.

Σύμφωνα με το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο (ΓΕΩΤΕΕ) Κεντρικής Μακεδονίας, η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας αποτελεί έναν πολύτιμο φυσικό πόρο, μη ανανεώσιμο, που βρίσκεται ήδη σε ανεπάρκεια στη χώρα μας. 

«Πάνω από 500 χρόνια απαιτούνται για να δημιουργηθούν δύο μόλις εκατοστά επιφανειακού γόνιμου εδάφους με φυσικές διαδικασίες, ενώ η απώλεια γόνιμων εδαφών με την διάβρωση και την ερημοποίηση είναι μη αναστρέψιμη και η διαδικασία της εδαφογένεσης δεν μπορεί πλέον να επαναληφθεί στις ίδιες τοποθεσίες. Γι΄αυτό η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας αποτελεί πραγματικό εθνικό πλούτο», αναφέρει το Επιμελητήριο, νομοθετημένος σύμβουλος της πολιτείας σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της υπαίθρου.

Σε ανοιχτή επιστολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς, ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας κ. Αθανάσιος Σαρόπουλος, θέτει ζήτημα υπονόμευσης της συνταγματικώς επιβεβλημένης διατήρησης και προστασίας της αγροτικής γης, από τους νόμους που προβλέπουν την αλλαγή χρήσης της. Όπως αναφέρει, η ΓΥΠ προστατεύεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς με νομολογία του ΣτΕ «στο φυσικό περιβάλλον εμπίπτουν όχι μόνο τα φυσικά οικοσυστήματα αλλά και τα τεχνητά, ιδίως δε η γεωργική γη και κατά μείζονα λόγο η γη υψηλής παραγωγικότητας».

«Δε μπορούμε να ποσοτικοποιούμε την προστασία της ΓΥΠ», τονίζει ο κ.Σαρόπουλος.

Μια άρρηκτη δυναμική σχέση

Σε μελέτη του για το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου ΕΝΑ, ο κ. Χρίστος Τσαντήλας υπογραμμίζει ότι η γεωργία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον κύκλο του άνθρακα καθώς καταναλώνει και παράγει τεράστιες ποσότητες ενέργειας. 

Αναγνωρίζει δε ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας -και μάλιστα η ηλιακή- αποτελούν πειστική εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της γεωργίας, που θα ανακούφιζε και τους ίδιους τους αγρότες από μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής. 

Ωστόσο, τονίζει πως η ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών με τον τρόπο που εξελίσσεται έρχεται σε ανταγωνισμό με την προστασία της γεωργικής γης, αφού μεγάλες εκτάσεις βγαίνουν από την αγροτική παραγωγή για να περάσουν στην παραγωγή ενέργειας. 

Για να θεραπευτεί το πρόβλημα αυτό, ο κ. Τσαντήλας προτείνει την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας πρωτίστως για την εξυπηρέτηση των αναγκών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, προτείνει την εγκατάσταση των φωτοβολταϊκών σε εκτάσεις με πολύ χαμηλή ή και μηδενική παραγωγικότητα. Εξάλλου, όπως αναφέρει, υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες άγονες εκτάσεις σε όλη τη χώρα, οι οποίες, όμως, δεν έχουν ακόμη χωροθετηθεί.

Το νέο Χωροταξικό για τις ΑΠΕ και τα Σχέδια για τις βοσκήσιμες γαίες

Φωτοβολταϊκό πάρκο στην Βαμβακού Φαρσάλων.

Η βιομηχανία της ηλιακής ενέργειας εμφανίζεται να προτιμά την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών σε γεωργικές εκτάσεις, καθώς σε αντίθεση με τις άγονες βραχώδεις πλαγιές, βρίσκονται δίπλα στα ήδη εγκατεστημένα δίκτυα για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας.  

Το ζήτημα καλείται να ρυθμίσει η Πολιτεία, με εμπλεκόμενους φορείς να υπογραμμίζουν την ανάγκη ενός νέου Ειδικού Πλαισίου για τον Χωροταξικό Σχεδιασμό για τις ΑΠΕ, το οποίο, όμως, ως «καυτή πατάτα», μετατίθεται συνεχώς. 

Χαρακτηριστικά, ενώ το συμφωνητικό για την εκπόνηση της μελέτης για το νέο Χωροταξικό υπεγράφη από το υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας τον Οκτώβρη του 2020 με στόχο ολοκλήρωσης τον Απρίλιο του 2022, με δεύτερη παράταση που δημοσιεύτηκε στη Διαύγεια στις 17 Μαΐου 2023, η ολοκλήρωση της μελέτης αναμένεται πλέον στις 27 Μαρτίου 2024. Η νέα καθυστέρηση έρχεται ενώ η Κομισιόν έχει ήδη γνωστοποιήσει ότι ξεκινά διαδικασία παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς το υπάρχον Ειδικό Πλαίσιο για τον Χωροταξικό Σχεδιασμό για τις ΑΠΕ δεν συμμορφώνεται με την οδηγία για την προστασία των οικοτόπων και των περιοχών Natura, στις οποίες εντάσσεται και τμήμα του θεσσαλικού κάμπου στα Φάρσαλα. 

Σημειωτέον, ανάλογη καθυστέρηση σημειώνεται και στην καταγραφή των βοσκήσιμων γαιών της χώρας, που επίσης απειλούνται από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των φωτοβολταϊκών και για τις οποίες δεν υπάρχει πρόβλεψη στο Χωροταξικό για τις ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, με τον ν.4351/2015 προβλέπεται τόσο η καταγραφή των βοσκήσιμων γαιών σε Πληροφορική Βάση Δεδομένων όσο και η Σύνταξη Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, με προθεσμία υλοποίησης τις 31 Ιανουαρίου 2019. Καμία από τις προβλέψεις δεν έχει υλοποιηθεί έως σήμερα. Με τροπολογία του υπ.Αγροτικής Ανάπτυξης τον Φεβρουάριο του 2023, δόθηκε νέα παράταση, για τις 31 Δεκεμβρίου 2024.

Τα αγροτικά φωτοβολταϊκά

Παρ’ ότι είναι σαφές ότι στην στρατηγική του κράτους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ δίνεται προτεραιότητα στην εγκατάσταση βιομηχανικών πάρκων μεγάλης κλίμακας, αναρωτιέται κανείς αν μέσω της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών υποστηρίζεται τουλάχιστον η αγροτική δραστηριότητα. 

Ο κ. Κώστας Σπανούλης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών εξηγεί ότι οι αγρότες -μετά από πολλές περιπέτειες- έχουν σήμερα δικαίωμα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών μονάδων ισχύος έως 500kW σε γη ιδιοκτησίας τους. Ωστόσο το μεγαλύτερο ποσοστό των αιτήσεών τους απορρίπτεται, λόγω κορεσμού του δικτύου. 

“Βλεπουμε τους μεγαλους παικτες να κανουν καταληψη των υποδομων της χωρας.”

Κώστας Σπανούλης, πρόεδρος του Πανελ/νιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών

«Από τις περίπου 750 αιτήσεις τα τελευταία χρόνια για εγκατάσταση αγροτικών φωτοβολταϊκών, αποδεκτές έχουν γίνει μόλις 150 περίπου», αναφέρει συγκεκριμένα ο κ. Σπανούλης. Μάλιστα, δίνει κι ένα χαρακτηριστικό προσωπικό του παράδειγμα, όταν του επεστράφη ποσό που είχε ήδη καταβάλει δεσμεύοντας ηλεκτρικό χώρο για την εγκατάσταση μονάδας ισχύος 20kW, καθώς η γραμμή κατελήφθη τελικά από μεγάλο πάρκο ισχύος 50MW.   

«Τα δίκτυα, όμως, δεν φύτρωσαν, τα έχουν πληρώσει οι αγρότες. Συγκεκριμένα, τις χαρακτηριστικές ξύλινες κολώνες χαμηλής τάσης, τις οποίες χρησιμοποιούν οι εταιρείες για να συνδεθούν στη χαμηλή και μέση τάση, τις έχουν πληρώσει κυριολεκτικά οι αγρότες από την τσέπη τους, για να φτάσει το ρεύμα στο χωράφι τους ή έχουν φτιαχτεί μέσω προγράμματος για τον αγροτικό εξηλεκτρισμό. Τους δε πυλώνες υψηλής τάσης, τους έχουμε πληρώσει όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες. Και τώρα βλέπουμε τους μεγάλους παίκτες να κάνουν κατάληψη των υποδομών της χώρας, ενώ οι αγρότες μένουν απ’ έξω», λέει ο κ. Σπανούλης.

Το ζήτημα της επισιτιστικής ασφάλειας

Ο κ. Σαρόπουλος, εκ του θεσμικού του ρόλου ως εκπρόσωπος του ΓΕΩΤΕΕ, θέτει συνολικά το ζήτημα της αγροτικής πολιτικής της χώρας. 

«Η εμπειρία της καραντίνας του κορονοϊού, που ανέστειλε τη μεταφορά προϊόντων, αλλά και οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της εθνικής αυτάρκειας, πολιτική που η χώρα έχει εγκαταλείψει τα τελευταία 30 χρόνια, λόγω της εισόδου της στην ΕΕ και την παγκόσμια αγορά. Έτσι είδαμε η χώρα να εγκαταλείπει, πχ την καλλιέργεια του μαλακού σταριού στο οποίο είχαμε αυτάρκεια, και να επενδύει στο σκληρό στάρι που επιδοτείται από την ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, πλέον, δεν έχουμε καθόλου μαλακό στάρι», λέει. 

«Η κλιματική κρίση θα επιδεινώσει την κατάσταση και θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής. Γι’ αυτό δεν έχουμε περιθώριο να χάσουμε ούτε ένα στρέμμα γης υψηλής παραγωγικότητας, ενώ χρειάζεται ένας ολοκληρωμένος κεντρικός σχεδιασμός στο πλαίσιο μιας πολιτικής για την εθνική αυτάρκεια. Η ταυτόχρονη ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας για μια βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά θα πρέπει να γίνεται με σωστό σχεδιασμό και ορθή χωροθέτηση που δεν θα ανταγωνίζεται άλλους φυσικούς πόρους και την πρωτογενή παραγωγή», καταλήγει ο κ. Σαρόπουλος.

Το Solomon απευθύνθηκε στο υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ζητώντας ένα σχόλιο σχετικά. Το αίτημά μας, λίγο πριν την προκήρυξη των εκλογών του Μαΐου, δεν έτυχε ανταπόκρισης. 

Πειστική απάντηση στο ζήτημα του στρατηγικού σχεδιασμού για τη βιώσιμη ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, που να εξασφαλίζει ταυτόχρονα αξιοπρεπές εισόδημα στους αγρότες, ποιοτική και οικονομικά προσιτή τροφή στους πολίτες και σεβασμό στην οικολογική ισορροπία, δεν έχει δώσει διαχρονικά καμία πολιτική ηγεσία στο υπουργείο. 

Αν μη τι άλλο, όπως για τις ΑΠΕ, το ερώτημα τίθεται επιτακτικά και για την αγροτική ανάπτυξη: από ποιους, για ποιους και πώς;

Σχόλια