Ακύρωση στην αποχή και σε όποιον την επιλέγει

 Σχετικά με τις επιθέσεις που δέχτηκε ο καθηγητής Γ. Κοντογιώργης.

Σε πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη ο καθηγητής και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστήμιου, Γ. Κοντογιώργης, μιλώντας για τις εκλογές και για το διακύβευμά τους, έβαλε τη διάσταση της νομιμοποίησης της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος δια μέσου της ψήφου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

ΣΎΜΦΩΝΑ με τον ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει μετατραπεί σε ένα είδος ολιγαρχικής μοναρχίας, όπου ο πρωθυπουργός δρα ως απόλυτος μονάρχης, νομοθετώντας κατά το δοκούν, διορίζοντας υπουργούς αχυράνθρωπους, δημόσιους υπαλλήλους αλλά και ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Με αποτέλεσμα η εκάστοτε κυβέρνηση να λειτουργεί σε ένα καθεστώς πλήρους θωράκισης από κάθε λαϊκή δυσαρέσκεια ή διαμαρτυρία ενώ ο ρόλος των πολιτών περιορίζεται στην εκλογική συμμετοχή και μόνο. Παράλληλα επισήμανε και τα ειδικά χαρακτηριστικά που παίρνει αυτό το καθεστώς στις μέρες μας με τον προσωποπαγή και αρχηγικό χαρακτήρα των κομμάτων και τον προσανατολισμό των πολιτικών προγραμμάτων στη δημιουργία και τη διατήρηση των πελατειακών σχέσεων δια μέσου μισθολογικών αυξήσεων και επιδομάτων, αλλά και τη δημιουργία ενός τείχους προστασίας μέσα από την σύμφυση ανάμεσα στα ΜΜΕ και το κομματικό σύστημα, τη στοίχιση του κράτους γύρω από το κομματικό συμφέρον και τη μεροληψία της δικαιοσύνης.

Επιπλέον η συμφωνία των κυβερνητικών κομμάτων στα βασικά ζητήματα για την πορεία της χώρας, με τη διαφοροποίησή τους να αφορά ουσιαστικά μονάχα την εκλογική πελατεία στην οποία στοχεύουν, οδηγεί στον εκφυλισμό του ίδιου του νοήματος των εκλογών αφού στα μεγάλα προβλήματα και ζητήματα οι απαντήσεις που θα δοθούν θα είναι ίδιες ανεξαρτήτως της κυβέρνησης ή και της σύνθεσης της. Μάλιστα, ο ίδιος θεωρεί πως βασικό ζήτημα για όλα τα παραπάνω είναι η μορφή του πολιτικού-πολιτειακού συστήματος, το επίπεδο της λαϊκής συμμετοχής, οι δυνατότητες που δίνει το Σύνταγμα και το νομικό πλαίσιο στις κυβερνήσεις να αυθαιρετούν αλλά και η ίδια η εκλογική διαδικασία η οποία δεν έχει κανένα όριο ως προς την απαραίτητη συμμετοχή για να θεωρηθεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα έγκυρο, με αποτέλεσμα να έχουμε κυβερνήσεις που έχουν ψηφιστεί από μειοψηφίες. Με βάση τα παραπάνω ο Γ. Κοντογιώργης είπε πως θα απέχει από τις εκλογές καθώς δεν θέλει να νομιμοποιήσει αυτό το φαινόμενο με την ψήφο του.

Τι το ήθελε ο κ. Κοντογιώργης να πει ότι θα απέχει από τις εκλογές και μάλιστα λίγες μέρες πριν τη διεξαγωγή τους;! Άκουσε, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα εξ’ αμάξης! Απολίτικος, αστός, πολέμιος του Α. Τσίπρα, πριμοδότης του συστήματος, βολεμένος, πικραμένος που δεν πήρε θέση σε κάποιο ψηφοδέλτιο κ.ο.κ. ήταν μόνο μερικές από τις «φιλοφρονήσεις» που δέχτηκε. Άλλωστε, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, το ποσοστό των αναποφάσιστων είναι υψηλό οπότε ο δημόσιος «διάλογος» δεν χωράει τέτοιες τοποθετήσεις… 

Η ΕΠΙΛΟΓΗ της αποχής σε αυτές τις εκλογές επιχειρείται διαρκώς να ταυτιστεί με όλους τους χαρακτηρισμούς που «στόλισαν» τον Γ. Κοντογιώργη, ενώ από άλλους εσκεμμένα ταυτίζεται με μια στάση αδιαφορίας, απολίτικη ή και δειλή. Καταρχήν, όσα λέγονται περί αδιαφορίας, μπορούν πολύ εύκολα να καταρριφθούν αν κανείς δει τα αποτελέσματα από οποιαδήποτε έρευνα της κοινής γνώμης που αφορά το ενδιαφέρον του κόσμου για την πολιτική, τα προβλήματα της χώρας και τη δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα. Οι απαντήσεις εδώ και μια δεκαετία είναι καταιγιστικές σε αυτό το επίπεδο και συνηγορούν όχι στη μαζική αδιαφορία, αλλά στη μαζική αηδία και στην απόρριψη του διεφθαρμένου ελληνικού πολιτικού συστήματος σε δυσθεώρητα ποσοστά. Η επιλογή της αποχής στις περισσότερες περιπτώσεις λοιπόν είναι μια στάση, που αντιλαμβάνεται μεν τις δυσκολίες αλλά αδυνατεί σε αυτή τη φάση να έχει φωνή και πρόταση ή να βρει διέξοδο μέσα από την εκλογική διαδικασία. Είναι μια στάση αδυναμίας, που όμως σήμερα αποτυπώνεται και στον συσχετισμό δυνάμεων και την κατάσταση της κοινωνικής διαθεσιμότητας. Ακόμη όμως και η επιλογή μιας «λιγότερο κακής λύσης» προσκρούει στην άτυπη συμπολίτευση των συστημικών κομμάτων, ειδικά σε αυτές τις εκλογές που διεξάγονται σε ένας πλήρως οριοθετημένο διάλογο όπου τα εθνικά, τα «Τέμπη», η νεολαία, η βία, η κρίση, ο πόλεμος απουσιάζουν θεαματικά από όλα τα πάνελ και τις συνεντεύξεις, διότι οι απαντήσεις για αυτά είναι λίγο-πολύ συναποφασισμένες και κοινές.

Αντίστοιχα και η επιλογή μιας «μαχητικής αντιπολίτευσης» συναντά προβλήματα από τη στιγμή που τηρείται σιωπή ιχθύος για τους γεωπολιτικούς αναδασμούς που ετοιμάζονται. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει καμία προσπάθεια, όχι να καλυφθούν, αλλά έστω να φωτιστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη διάσωση του λαού και της χώρας. Όλα τα πυρά ρίχνονται σε μια αντιδεξιά πρωτίστως και αντι-ΣΥΡΙΖΑ δευτερευόντως ρητορική που εσκεμμένα συσκοτίζει, σε λύσεις / μέτρα-κονσέρβα και όλα αυτά με έναν αέρα που θυμίζει το «εμείς μόνο αγωνιζόμαστε». Οπότε, πάμε σε εκλογές σε μια κρίσιμη στιγμή για τη χώρα και ταυτόχρονα δεν αναμένουμε κάποια σημαντική αλλαγή. 

Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ των παραπάνω δεν αποτελεί από μόνη της ούτε παθητική στάση, ούτε δειλία, ούτε βέβαια είναι δεκανίκι του συστήματος. Η κάλυψη αυτών των αναγκών απαιτεί κόπο και διαρκή αγώνα που ενώ δεν απορρίπτει εκ προοιμίου τις κάλπες, δεν ταυτίζεται και μανιωδώς με αυτές. Γιατί κάτι τέτοιο, η ανάδειξη δηλαδή των εκλογών ως η μητέρα των μαχών, δίχως όρους και μια ουσιωδώς εναλλακτική πρόταση, μόνο και μόνο για τη διάσωση ενός σχηματισμού ή την ανάδειξη ενός ποσοστού αποτελεί τη νομιμοποίηση πολλών από όσα ανέφερε ο Γ. Κοντογιώργης.

Σχόλια