Τα ζωτικά ερωτήματα που έλαμψαν προεκλογικά δια της απουσίας τους…


Μαργαρίτης Γιώργος

Η προεκλογική περίοδος δεν ανήκει συνήθως στις καλύτερες στιγμές της πολιτικής. Είναι δε λογικό η απόσταση που χωρίζει τον προεκλογικό λόγο και την πολιτική να διευρύνεται όσο προχωρούμε από τις μεγάλες μητροπόλεις –όπου εδρεύουν οι ισχυροί καπιταλιστικοί όμιλοι και οι πολυεθνικές– προς τις μικρές πρωτεύουσες. Η Αθήνα ανήκει στις δεύτερες αυτές. Την χωρίζει σημαντική απόσταση από τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι μεγάλες, ουσιαστικές αποφάσεις. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Τα παραπάνω είναι αυτονόητα, δεν κομίζει γλαύκα στην Αθήνα όποιος τα υπενθυμίζει. Παρόλα αυτά είναι, θεωρούμε, νόμιμο –θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και ευκταίο– να τολμήσουμε να σκεφτούμε στην απόκεντρη μικρή μας πρωτεύουσα μερικά ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα. Ζητήματα σημαντικά για την χώρα μας και τον ελληνικό λαό. Να τα σκεφτούμε έστω σαν φιλόσοφοι, καθότι η “σωστή πλευρά της Ιστορίας” μας απαγορεύει να τα σκεφτούμε αλλιώς.

Ένα πρώτο πρόβλημα είναι το που πατά και που πηγαίνει ετούτη η χώρα. Βεβαίως, βεβαίως το ζήτημα του προσδιορισμού της θέσης της στην διεθνή σκηνή έχει –κατά έναν τρόπο– επιλυθεί. Η χώρα “ανήκει στην Δύση”. Πέρα όμως από αυτό το δεδομένο πλανώνται ερωτήματα: τα κράτη και οι κυβερνήσεις που τα κυβερνούν, πέρα από την διαχείριση, έχουν έναν ζωτικό –ας το ορίσουμε έτσι– στόχο: την επιβίωσή τους ως πολιτικές οντότητες. Το συμφέρον αυτό είναι το θεμέλιο της λειτουργίας τους. Τυχόν ακύρωση αυτού του στόχου καθιστά άχρηστη και ανεδαφική όλη την επιμέρους πολιτική τους. Δεν μπορείς να λειτουργείς πολιτικά όταν δεν υπάρχεις.

Από το σημείο αυτό ξεκινούν ερωτήματα και συνακόλουθες επιλογές. Μερικές από αυτές έχουν “εσωτερικό” χαρακτήρα, άλλες “εξωτερικό”. Ο πρώτος αφορά την δυνατότητα της κοινωνίας να λειτουργεί σε τρόπο ώστε να αποκτά ουσία η πολιτική της, η εθνική της συγκρότηση. Τυχόν δυσλειτουργία της κοινωνίας σε υπέρμετρο βαθμό καθιστά περιττή την συγκρότησή της ως πολιτική οντότητα. Στην περίπτωση που μια κοινωνική ομάδα ή τάξη υποτάξει την λειτουργία της κοινωνίας στα δικά της αποκλειστικά συμφέροντα αγνοώντας ή ποδοπατώντας τα συμφέροντα των πολλών τότε η πολιτική λειτουργία παύει να εξυπηρετεί την χώρα, παύει δηλαδή να λειτουργεί.

“Εσωτερικός εχθρός” ο λαός

Ο “εσωτερικός εχθρός”, ο λαός δηλαδή της χώρας, η χώρα η ίδια, αναδεικνύεται σε κύριο αντίπαλο του κράτους. Το τελευταίο, όπως περίπου συμβαίνει με τα αυτοάνοσα νοσήματα, επιτίθεται στον ίδιο τον κορμό που το στηρίζει, στην κοινωνία. Το κράτος γίνεται ανεξέλεγκτα ταξικό, αποξενώνεται από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας την οποία εκπροσωπεί και στρέφεται εναντίον της με τον ίδιο τρόπο που ένας εξωτερικός εχθρός στρέφεται ενάντια στο δικαίωμα της ίδιας κοινωνίας να αποτελεί αυτοδύναμη πολιτική οντότητα.

Το εδώ “φιλοσοφικό” ερώτημα είναι απλό: ως ποιο σημείο οι πολιτικές που προτείνουν τα διάφορα πολιτικά κόμματα αποτρέπουν ετούτη την “εσωτερική” αποδιοργάνωση του κοινωνικού χώρου; Τα τελευταία χρόνια οι πρακτικές άμβλυνσης και εξισορρόπησης των κοινωνικών αντιθέσεων εγκαταλείπονται με ολοένα και πιο επιθετικούς ρυθμούς. Για την ακρίβεια μεταβάλλονται οι παράμετροι, πάνω στις οποίες η αστική τάξη –από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και δώθε– οικοδόμησε την κοινωνική εξουσία και κυριαρχία της.

Το Κράτος που δημιούργησε σε διάφορες περιόδους είχε αυτόν τον ρόλο σε περίοπτη θέση στις προτεραιότητες και τα καθήκοντά του. Η αστική τάξη είχε ανάγκη την κοινωνία, πάνω στην οποία δέσποζε: είτε ως εργατική δύναμη, είτε ως αγορά, είτε ως στρατιώτες στην διαμάχη της με άλλους ανταγωνιστές σε εποχές σύγκρουσης. Σήμερα, στο όνομα της λεγόμενης “παγκοσμιοποίησης” διακηρύσσει ότι δεν έχει πλέον ανάγκη το εθνικό κοινωνικό σώμα. Μπορεί να βρει εργάτες και αγορές σε όποιο σημείο της γης επιθυμεί.

Αυτό σημαίνει ότι ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας, η κοσμοπολίτικη αστική τάξη, όχι μόνο αδιαφορεί για την τύχη του λαού και της χώρας, αλλά και στρέφεται επιθετικά εναντίον του, διαλύοντας τις ισορροπίες πάνω στις οποίες στηρίζεται το “εθνικό”. Για να προσγειώσουμε την θεωρία στα καθημερινά, να θυμίσουμε ότι τα Μνημόνια (η θεσμική επίθεση ενάντια στις υπάρχουσες κοινωνικές ισορροπίες) επιλέχθηκαν και ψηφίστηκαν από εγχώριες πολιτικές δυνάμεις σε στενή συμμαχία συμφερόντων με τις εκ του “εξωτερικού” αντίστοιχες. Και ότι σήμερα, στην ουσία, κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν προγραμματίζει, έστω και φραστικά, την αναίρεσή τους.

Υπάρχει ένα ζήτημα εδώ, που κανείς από τους δελφίνους της εξουσίας δεν καταδέχεται να απαντήσει. Μέχρι ποιο όριο –να το επαναλάβουμε– μπορεί να φτάσει η εξάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν συμφέροντα κοινά, εθνικού χαρακτήρα αν προτιμάτε; Και αν δεν υπάρχουν που οδηγείται η χώρα και ο λαός της; Εξυπακούεται ότι το ερώτημα είναι “φιλοσοφικό”! Και στον προεκλογικό διαγκωνισμό για την διαχειριστική εξουσία η φιλοσοφία περιττεύει…

“Στη σωστή πλευρά της ιστορίας”…

Η φιλοσοφία ίσως δεν έχει θέση στα προεκλογικά, η πραγματικότητα όμως μάλλον έχει. Η άρχουσα τάξη της χώρας μας –δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό– έχοντας ξεπεράσει τις “αστικές” συμβάσεις (κοινωνικά συμβόλαια τα έλεγαν άλλοτε) που θεσμοθέτησαν οι αστικές επαναστάσεις στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε υπερεθνικές ενώσεις, συμμαχίες, σχήματα. Από εκεί αντλεί την σιγουριά που της επιτρέπει να είναι αδυσώπητη στο εσωτερικό κοινωνικό-ταξικό πεδίο.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα επιπλέον ερώτημα, ίσως λιγότερο “φιλοσοφικό” από τα προηγούμενα. Στον διεθνή ορίζοντα οι εξελίξεις παρουσιάζονται δυσοίωνες. Ο πόλεμος είναι πλέον σταθερό στοιχείο στη διεθνή πολιτική. Τα χάσματα που γεννούν τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρών τρομάζουν με τις διαστάσεις και τη δυναμική τους. Η δε Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κάποια απόμακρη περιοχή της Γης, αδιάφορη για τις γενικότερες εξελίξεις – το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει.

Το προηγούμενο ερώτημα αφορούσε τα όρια της “εσωτερικής” κοινωνικής αποσάρθρωσης. Το νέο αφορά την θέση της χώρας μας στην δίνη που προκαλεί η ταλάντευση του διεθνούς συστήματος ισορροπιών. Η επίσημη απάντηση, την οποία δεν αμφισβήτησε κανένα από τα κόμματα εξουσίας, είναι εφιαλτικά απλοϊκή: “ανήκουμε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας“! Αυτό σημαίνει ότι στην επερχόμενη δίνη η χώρα μας –δια των κυβερνήσεων της και των κοινωνικών δυνάμεων που τις στηρίζουν– έχει προεπιλέξει την βύθισή της μέσα στην δίνη αυτή.

Και το ερώτημα των συμμαχιών δεν θεωρείται άξιο να προβληματίσει υποψήφιους και εκλογείς. Από όσα ως τώρα γνωρίζουμε οι συμμαχίες γίνονται όταν υπάρχουν κοινά συμφέροντα: κοινοί εχθροί, κοινοί στόχοι, κοινές αρχές. Στην περίπτωση που ο εχθρός ενάντια στον οποίο στρέφονται οι συμμαχίες δεν είναι κοινός, τότε η συμμαχία παύει να είναι μια ισότιμη σχέση. Ο εχθρός του συμμάχου μου γίνεται εχθρός δικός μου, αλλά ο δικός μου εχθρός δεν είναι εχθρός του συμμάχου μου.

Η Ρωσία ως εχθρός

Στην εδώ περίπτωση συμβαίνει το εξής –ελάχιστα φιλοσοφικό– παράδοξο. Η δύναμη που έμπρακτα –διπλωματικά, πολιτικά και στρατιωτικά– απειλεί την Ελλάδα (και κατέχει τμήμα της Κύπρου) δεν αποτελεί στόχο της συμμαχίας, στην οποία η Ελλάδα ανήκει. Άρα η συμμαχία δεν την προστατεύει από αυτήν την υπαρκτή απειλή. Αντίθετα η χώρα μας έχει στραφεί με όλες της τις δυνάμεις ενάντια σε μια χώρα που δεν έχει ποτέ απειλήσει ούτε την Ελλάδα, ούτε την Κύπρο και που αντίθετα αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας στην εύφλεκτη αυτή ζώνη, με την έννοια ότι περιόριζε την ελευθερία κινήσεων της “συμμαχικής” μας Τουρκίας. Αναφερόμαστε φυσικά στην Ρωσία.

Η Ρωσία είναι εχθρός των ΗΠΑ, δεν είναι της Ελλάδας. Η Τουρκία είναι εχθρός της Ελλάδας, δεν είναι εχθρός των ΗΠΑ (ως τώρα). Καθώς το ζήτημα αφορά την ελληνική (και κυπριακή) εδαφική και κυριαρχική αρτιμέλεια θα ήταν ίσως σκόπιμο να πληροφορηθούν οι εκλογείς τι ακριβώς σκέφτονται τα κόμματα εξουσίας πάνω στο σύνθετο αυτό πρόβλημα. Και εδώ επίσης ας αποφευχθεί το απλοϊκό: η Ελλάδα εξοπλίζεται. Όντως η Ελλάδα, με μεγάλο κόστος, εξοπλίζεται με εξοπλισμούς όμως που λύνουν προβλήματα της συμμαχίας (ΝΑΤΟ) και όχι το ουσιαστικό, υπαρκτό και επώδυνο αμυντικό πρόβλημα της χώρας. Πολλοί έχουν αναφερθεί σε αυτό.

Υπάρχει και στο “εξωτερικό” αυτό πεδίο ένα ζήτημα ορίων: μέχρι ποιο σημείο η χώρα θα συρθεί σε πολέμους και επιδιώξεις τρίτων και μέχρι ποιο σημείο θα υποχωρήσει στα εθνικά της δίκαια στο όνομα της εξυπηρέτησης “συμμαχιών”, στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατέχει ο σε βάρος της Ελλάδας διεκδικητής “σύμμαχος”; Φυσικά και αυτά τα ζητήματα ανήκουν στην σφαίρα των “φιλοσοφικών” αναζητήσεων(!) και οι πολλοί δεν έχουν δικαίωμα να μάθουν τι σκέφτονται οι μελλοντικοί κυβερνήτες της χώρας επ’ αυτών!

Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και πολλά άλλα. Η πολιτική απέναντι στην Κύπρο, η πολιτική απέναντι στην ενέργεια, η πολιτική απέναντι στους άξονες της ανάπτυξης και πολλά ακόμα. Παρεμπιπτόντως η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει ένα ακόμα πρόβλημα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας παρουσιάζει κατακλυσμιαία διευρυνόμενο παθητικό: 2,725 δισ. ευρώ το 2019, 10,964 το 2020, 12,271 το 2021 και 20,093 δισ. το 2022, το μεγαλύτερο έλλειμμα όλων των εποχών από την ίδρυση του ελληνικού κράτους! Θεωρεί κανείς ότι το μοντέλο ανάπτυξης που έχει επιλεγεί οδηγεί στην ανάπτυξη; Οι αριθμοί, πάντως, μάλλον για στραγγαλισμό της ελληνικής οικονομίας μιλούν. Αλλά και αυτό το ζήτημα είναι ανάξιο να εμπλακεί στις προεκλογικές συζητήσεις!

Υ.Γ. 

Ζητώ συγγνώμη από τους φιλοσόφους για την καταχρηστική μου αναφορά στην επιστήμη τους. Σκέφτηκα όμως ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να ανήκουν στον χώρο των ανώτερων πνευματικών αναζητήσεων και γι’ αυτό αποκρύπτονται από τους απλούς θνητούς. Η αστική δημοκρατία βλέπετε εμπεριέχει θεωρητικές αναζητήσεις που καλό είναι να γίνονται “κεκλεισμένων των θυρών”, μακριά από εκείνους που πρώτιστα αφορούν!

Σχόλια