Η Γαλλία, η Κίνα και η Δύση...

Επιστρέφοντας από την Κίνα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεσήκωσε θύελλα στα μέσα ενημέρωσης για τα σχόλια που έκανε στο αεροπλάνο παρουσία δημοσιογράφων.Πριν από λίγο καιρό, υπό ανάλογες συνθήκες, αφού έδωσε μια ομιλία στο Μόναχο για την Ουκρανία, είχε αντιμετωπίσει την ίδια δυσπιστία και εχθρότητα. Από αυτή την άποψη, ο Εμανουέλ Μακρόν μου θυμίζει τον Μπαράκ Ομπάμα. Όταν ήμουν πρέσβης στην Ουάσιγκτον θυμάμαι ακόμα τις επιτήδειες και λεπτές αναλύσεις του για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούσε την διατύπωση «ισλαμική τρομοκρατία», που προκαλούσε τότε την οργή του Τύπου. Και ο Πρόεδρος Μακρόν και ο Μπαράκ Ομπάμ είναι πολιτικοί διανοούμενοι που δεν περιορίζονται σε μανιχαϊστικά σχήματα και επιδίδονται σε νοηματικές αποχρώσεις ξεχνώντας ότι οι συνομιλητές τους δεν είναι εκεί για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση ιδεών αλλά για να απομονώσουν την φράση που μπορεί να γίνει πρωτοσέλιδο στα διεθνή ΜΜΕ. Όπως κι έγινε με τις τελευταίες δηλώσεις του Προέδρου Μακρόν. Κανείς δεν θα διαβάσει ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης όπου διατυπώνονται οι παραδοσιακές θέσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Η ζημιά λοιπόν έγινε.
Κι όμως ο Εμανουέλ Μακρόν έχει δίκιο : η τρέχουσα κρίση είναι πράγματι το αποτέλεσμα μιας σειράς ενεργειών και αντιδράσεων των οποίων η προέλευση δεν εντοπίζεται πάντα στην πλευρά της Κίνας. Εχει ξεχάσει η Δύση τους τιμωρητικούς δασμούς που είχε επιβάλει ο Πρόεδρος Τραμπ και διατήρησε ο Πρόεδρος Μπάιντεν κατά παράβαση των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ξέχασε την απαγόρευση εξαγωγών προηγμένων μικροεπεξεργαστών για να επιβραδύνει την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, ξέχασε την σύσταση μιας de facto στρατιωτικής συμμαχίας στον Ινδο-Ειρηνικό κατά του Πεκίνου. Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, στα μάτια των Κινέζων, η ανεξαρτησία της αποτελεί μια κόκκινη γραμμή, η υπέρβαση της οποίας θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε πόλεμο. Μπορεί αυτό να μην αρέσει, αλλά είναι γεγονός και η εξωτερική πολιτική χαράσσεται λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα. Και αυτό που επίσης είναι γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι Αμερικανοί έχουν πολλαπλασιάσει τις κινήσεις που ενισχύουν την κινεζική παράνοια για αυτό το θέμα.
Πρόσφατα πραγματοποίησαν επίσημες επισκέψεις στο νησί σε επίπεδα και ρυθμό που δεν είχαν παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες, και το 2021, για πρώτη φορά, ο εκπρόσωπος της Ταϊβάν στην Ουάσιγκτον προσκλήθηκε να παραστεί σε ορκωμοσία Προέδρου. Οι Κινέζοι που παρακολουθούν στενά αυτές τις κινήσεις βλέπουν αναπόφευκτα σε αυτές μια υπολογισμένη επιχείρηση ενίσχυσης της διεθνούς θέσης του νησιού. Επομένως, επιθετικοί στρατιωτικοί ελιγμοί ακολουθουν κάθε μία από αυτές τις συναντήσεις, στέλνοντας κωδικοποιημένες προειδοποιήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες να μην προχωρήσουν περαιτέρω σε αυτόν τον δρόμο. Το παράδοξο θα ήταν να μην υπήρχε αντίδραση μετά την πρόσφατη συνάντηση της Προέδρου της Ταϊβάν με τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων ή «υπεραντίδραση» ακριβέστερα, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Προέδρου Μακρόν. Οι Αμερικανοί έχουν τους πολεμοχαρείς εξτρεμιστές τους όπως έχουν και οι Κινέζοι, ειδικά καθώς η ανακτημένη δύναμή τους επιδεινώνει τον εθνικισμό ορισμένων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από αυτή την κλιμάκωση ελλείψει ενός σινοαμερικανικού πολιτικού διαλόγου που θα επέτρεπε να αποφευχθεί ένα εκτός ελέγχου περιστατικό.
Με δεδομένη αυτήν την αυξανόμενη ένταση ορισμένοι θέλουν να δουν σε αυτήν την ένδειξη μιας Κίνας επιθετικής ή μια παγκόσμια αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατιών και απολυταρχιών. Ωστόσο για το πρώτο εκτός από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας όπου το Πεκίνο συνεχίζει απλώς τον δρόμο που άνοιξαν οι διεκδικήσεις του Τσιάνγκ Κάι Σεκ ήδη από την δεκαετία του 1930 δεν υπάρχει κάποιο άλλο ίχνος. Για το δεύτερο η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, γνωστή αδυναμία των Αμερικανών φίλων μας, οδηγεί σε αδιέξοδα αφού απαγορεύει κάθε συμβιβασμό σε αυτό που παρουσιάζεται ως υπαρξιακή απειλή και όχι ως παραδοσιακή γεωπολιτική σύγκρουση συμφερόντων.
Ωστόσο είναι πολύ πιο ορθό να αποδίδουμε τις τρέχουσες εντάσεις στις αναμενόμενες επιπτώσεις της θεαματικής επιστροφής της κινεζικής ισχύος η οποία ανατρέπει τους παραδοσιακούς συσχετισμούς στην Ασία. Αυτό αναπόφευκτα προκαλεί την ανησυχία των άλλων χωρών της περιοχής, στην πρώτη γραμμή των οποίων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εύλογα φοβούνται ότι θα αμφισβητηθεί η ηγεμονία τους. Μια ανερχόμενη δύναμη και η καθιερωμένη αντίσταση σε αυτήν είναι ένα μοτίβο που έχουμε δει στην ιστορία. Δεν είναι ακίνδυνο φαινόμενο αλλά δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί υπεραντίδραση. Ότι σε αυτό το πλαίσιο οι Ευρωπαίοι κάνουν ένα βήμα πίσω πριν παρασυρθούν σε μια πιθανή σύγκρουση, ότι δεν ενδίδουν στην ρητορική της σταυροφορίας και ότι αποφεύγουν μια μανιχαϊστική προσέγγιση, όπως προτείνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι σοφό.
Γιατί λοιπόν τόση κατακραυγή ; Και λόγω ιστορικού υπόβαθρου αλλά και λόγω συγκυρίας. Την στιγμή που οι Ευρωπαίοι παρουσιάζουν κοινό μέτωπο με μπροστάρη τις ΗΠΑ απέναντι στην ρωσική επιθετικότητα δεν μπορεί να φαίνεται ότι διαπραγματευόμαστε την υποστήριξή μας σε μια άλλη αντιπαράθεση ενάντια σε μια δικτατορία που έχει δείξει την εγγύτητα της με την Μόσχα. Ουκρανία και Ταϊβάν, ίδιο μέτωπο, μας λένε. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν χωράνε υπολογισμοί, αποχρώσεις και σύνεση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να θυμάται ότι δεν είναι καλό να λέγονται όλες οι αλήθειες... Είμαστε όμως βέβαιοι ότι πολλοί στην Ευρώπη μπορεί να σιωπούν αλλά εγκρίνουν.
Gérard Araud
Πρέσβης της Γαλλίας στις ΗΠΑ (2014-2019)
Le Point

Σχόλια