«Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά, μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να 'ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος και από τη δική σας την αυτοκρατορία. Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο και ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σα ερημιά. Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.»
Επιστολή Μάρκου Μπότσαρη στα 1822 , για το πώς βλέπει την Ελλάδα για την οποία αγωνίζεται….
Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι Θεσπρωτίας, 1790 - Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας/9 Αυγούστου 1823)
202
χρόνια , ένας λαός που αναρωτιέται «τι είναι η πατρίδα του» και σαν
ατέρμονος Σίσυφος στην ίδια ατέρμονη διαδρομή ποτισμένη με αίμα και πόνο
, ελπίδες και ματαιώσεις , επιμένει έστω και σε μικρές «νησίδες» να
χορεύει πάνω στο «φτερό του καρχαρία»:
Σχόλια