του Κωστή Σταμπολή
Ενώ η κυβέρνηση δηλώνει απολύτως ικανοποιημένη από την πρόοδο που επιτελείται με την είσοδο νέων μονάδων ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας –όπου μόνο το 2017 εγκαταστάθηκαν 1.700 MW ξεπερνώντας κάθε πρόβλεψη– αλλά και τους υπερφιλόδοξους στόχους του νέου ΕΣΕΚ που κάνουν λόγο για 80% διείσδυση ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2030, η σκληρή πραγματικότητα των αγορών έρχεται να ταράξει το κλίμα ευφορίας που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Αυτή η άβολη πραγματικότητα επισκιάζεται από την είδηση για το έλλειμμα-ρεκόρ στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών το 2022, που ως γνωστόν αποτελεί έναν βασικό δείκτη για την «υγεία» των δημόσιων οικονομικών. Μεγάλο αγκάθι για την οικονομία παραμένει η διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών που κατεγράφη το 2022, καθώς διατηρεί τους φόβους για την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων ελλειμμάτων».
Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκαν την εβδομάδα που πέρασε (20/2), το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών έφθασε τα 20,1 δισ. ευρώ το 2022, αυξανόμενο κατά 7,9 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2021. Τα κονδύλια για τα εισαγόμενα καύσιμα, δηλαδή πετρέλαιο και φυσικό αέριο, διαμορφώθηκαν περίπου στα 30,8 δισ. το 2022, ήτοι 14,7 δισ. περισσότερα σε σχέση με το 2021. Πολύ θετική ήταν η αύξηση των εξαγωγών καυσίμων που ανήλθαν σε 17,6 δισ., σε σύγκριση με τα 10,2 δισ. του προηγούμενου έτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα χάρις στο διυλιστικό της πλεονέκτημα έχει τις μεγαλύτερες εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων στη ΝΑ Ευρώπη.
Ετσι, οι καθαρές εισαγωγές καυσίμων έφθασαν τα 13,2 δισ., που αντιστοιχούν στο 66% του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Εάν μάλιστα σε αυτό το νούμερο προσθέσουμε και το κόστος των καθαρών εισαγωγών ηλεκτρισμού που κόστισαν περίπου 2,46 δισ. το 2022, οι συνολικές εισαγωγές ενέργειας αντιστοιχούν στο 77,6% του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών!
Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε το γενικότερο πρόβλημα με το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, που φέτος εστιάζεται στο γενικευμένο κύμα ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων όλων των ειδών, κυρίως στην Ευρώπη –λόγω του υψηλού πληθωρισμού που για τον Δεκέμβριο 2022 «έτρεχε» στο 9,2% στην Ε.Ε.–, απ’ όπου προέρχεται ο κύριος όγκος των εισαγωγών της Ελλάδας, οι υψηλές εισαγωγές καυσίμων αποτελούν, αναλογικά, από μόνες τους την κατηγορία προϊόντων που ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό που επηρεάζει τη διαμόρφωση του εν λόγω ισοζυγίου.
Σε ό,τι αφορά το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, και κατά συνέπεια το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και το ΑΕΠ, αυτό που μετράει δεν είναι τόσο ο ρυθμός μεταβολής των τιμών (δηλαδή ο πληθωρισμός), αλλά οι τιμές στις οποίες πραγματοποιούνται οι προμήθειες και αυτές είναι ολοένα και ακριβότερες. Να θυμίσουμε ότι το 2022 βιώσαμε τις υψηλότερες ιστορικά τιμές φυσικού αερίου, με το TTF να εκτοξεύεται στα 345 ευρώ η μεγαβατώρα τον περασμένο Αύγουστο, με τη μέση τιμή στην Ευρώπη για τον χρόνο που πέρασε να διαμορφώνεται πάνω από τα 135,8 ευρώ/MWh, ενώ και οι τιμές του πετρελαίου άγγιξαν τα 125 δολ. το βαρέλι για το Brent, με τη μέση τιμή για το 2022 να διαμορφώνεται στα 104,78 δολ. το βαρέλι. Αυτές οι τιμές, αν και ασυνήθιστα υψηλές, δεν εμπόδισαν την κατανάλωση, η οποία κάμφθηκε μόνο οριακά αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά τη μεγάλη ανελαστικότητα των ενεργειακών τιμών.
Είναι ολοφάνερο ότι οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για άλλη μία φορά «ρίχνουν στα βράχια» το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, με δυσμενείς συνέπειες για το ΑΕΠ και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Μπορεί τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές του αερίου και κατά συνέπεια του ηλεκτρισμού να έχουν υποχωρήσει εντυπωσιακά (με το αέριο στο TTF να κινείται πλέον πέριξ των 50 ευρώ/MWh και το Brent στα 83-84 δολ. το βαρέλι), γεγονός που έχει δώσει μια αισιοδοξία στο οικονομικό επιτελείο, όμως δεν συνιστά εφησυχασμό καθότι οι ενεργειακές τιμές είναι λίαν ευμετάβλητες και μια νέα γεωπολιτική ανωμαλία θα τις στείλει πάλι σε νέα υψηλά.
Σε κάθε περίπτωση, η αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών στην αρχή της χρονιάς έτυχε θετικής αποδοχής από το υπουργείο Οικονομικών, πρώτον διότι περιορίζει τις ανάγκες επιπλέον δημόσιου οικονομικού χώρου για την επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος, και δεύτερον γιατί μπορεί να περιορίσει την αξία των ενεργειακών εισαγωγών, οι οποίες επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα το 2022. Στην πράξη, με την τιμή του φυσικού αερίου λίγο κάτω από τα 50 ευρώ/MWh, η αγορά έχει επιστρέψει στα επίπεδα του δ΄ τριμήνου του 2021, ενώ η υποχώρηση συγκριτικά με τα ιστορικά υψηλά του 2022 ξεπερνάει το 70%. Βέβαια, για να αποτυπωθεί αυτή η πτώση στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, και ιδίως στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, θα χρειαστεί να περάσει αρκετό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον έξι μήνες, και χωρίς μεγάλα σκαμπανεβάσματα στις τιμές.
Παραδοσιακά, οι εισαγωγές καυσίμων στην Ελλάδα και το υψηλό κονδύλι συναλλάγματος που πρέπει κάθε χρόνο να διαθέτει η χώρα για την εξασφάλισή τους, αφού εισάγεται σχεδόν το 100%, αποτελούν έναν απόλυτα αρνητικό παράγοντα για τα δημόσια οικονομικά. Κάτι που επιδεινώθηκε το 2022, όπως δείχνουν τα ανωτέρω νούμερα. Ετσι, για ακόμη μία φορά αναδεικνύονται η χρησιμότητα και το οικονομικό όφελος που θα είχε η προώθηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, που παρά τα φιλόδοξα ευρωπαϊκά και εθνικά σχέδια και τους στόχους περί αντικατάστασής τους με ΑΠΕ, θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια ακόμη να αποτελούν τη βάση για τις μεταφορές, την ηλεκτροπαραγωγή και τη βιομηχανία.
Να θυμίσουμε ότι σήμερα (2022) οι εισαγόμενοι υδρογονάνθρακες εξακολουθούν να καλύπτουν το 75% της εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης –η Ελλάδα είναι μία από τις υψηλότερες ενεργειακά εξαρτώμενες χώρες στην Ε.Ε.–, με τις προσπάθειες για μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ να περιορίζονται στην ηλεκτροπαραγωγή. Ομως, ο εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος είναι μια μακρόσυρτη διαδικασία που θα διαρκέσει πολύ πέρα από το 2050. Γι’ αυτό η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να επιθυμεί να αναπτύξει τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει.
Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
(Καθημερινή)
Σχόλια