Ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια των τραπεζών τα παράγωγα

  Ηλιόπουλος Γιώργος

Στις 10 Μαρτίου καταρρέει μία αμερικανική περιφερειακή τράπεζα, η 16η σε μέγεθος στην χώρα Silicon Valley Bank, αλλά δεν κατατάσσεται, παρά τον όχι και τόσον ευκαταφρόνητο όγκο της, στις συστημικές τράπεζες των ΗΠΑ. Η αιτία πηγάζει από τον Νόμο Dodd-Frank του 2010, που καθορίζει ποιες τράπεζες κρίνονται συστημικές, επιτάσσοντας την διάσωσή τους, μέσω της αξιοποίησης των χρημάτων των πιστωτών τους για την αποκατάσταση των κεφαλαίων και της ρευστότητάς τους. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Τεχνικά το όριο του συνολικού ενεργητικού για να ενταχθεί μία τράπεζα στην ομάδα των συστημικών ορίζεται στα $250 δισεκατομμύρια. Όμως το σύνολο του ενεργητικού τους δεν προκρίνει τον λόγο που θεωρούνται σημαντικά συστημικές, αλλά το εάν και κατά πόσον μία πιθανή κατάρρευσή τους, έχει την απαραίτητη δυναμική για να παρασύρει και να καταστρέψει το χρηματοοικονομικό σύστημα.


Η Silicon Valley Bank με σύνολο ενεργητικού 212 δισεκατομμυρίων δολαρίων δεν ανταποκρίνεται στο όριο που ορίζει ο Νόμος Dodd-Frank, αλλά το σημαντικότερο είναι πως η έκθεσή της σε παράγωγα, αν και ανέρχεται σε $27,7 δισεκατομμύρια (υποκείμενη αξία), αποτελεί μόλις το 0,05% των $55,387 τρισεκατομμυρίων της έκθεσης της JP MORGAN CHASE που κατέχει τον μεγαλύτερο όγκο παραγώγων στον αμερικανικό τραπεζικό κλάδο.

Η έννοια του συστημικού προσδιορίζει κυρίως το εάν και κατά πόσον η πτώχευση μίας τράπεζας έχει την δυναμική να προκαλέσει αλυσιδωτές καταρρεύσεις, κατακρημνίζοντας το χρηματοοικονομικό οικοδόμημα. Παρά ταύτα οι κίνδυνοι παραμένουν ορατοί, αν και το γνωστό τηλεοπτικό δίκτυο CNN φροντίζει να καθησυχάσει τους τηλεθεατές, προβάλλοντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών δεν αναμένει αλυσιδωτές καταρρεύσεις στο σύστημα λόγω της Silicon Valley Bank.

Σε παράλληλη τροχιά ο επικεφαλής των οικονομολόγων του περιβόητου οίκου αξιολόγησης MOODY’S, Mark Zandi, διαβεβαιώνει πως ο τραπεζικός κλάδος διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια και την αναγκαία ρευστότητα σε βαθμό που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν, από την εποχή της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Τονίζει πως οι απειλούμενες τράπεζες δεν διαθέτουν το απαιτούμενο μέγεθος για να προκαλέσουν την κατάρρευση ολοκλήρου του συστήματος.

Οι ασφαλισμένες καταθέσεις πρόκειται να καλυφθούν από την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation-FDIC) έως το όριο των $250.000, αλλά το ταμείο της έχει την δυνατότητα να καλύψει μόλις το 2% του συνόλου των $9,6 τρισεκατομμυρίων των καταθέσεων που εμπίπτουν σε καθεστώς προστασίας. Παράλληλα ο Νόμος Dodd-Frank του 2010 που θέτει το πλαίσιο τραπεζικών διασώσεων, αποκλείει την επιβάρυνση των φορολογουμένων και υποχρεώνει τους πιστωτές μίας υπό κατάρρευση τράπεζας, δηλαδή τους καταθέτες, τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους δανειστές της, να την διασώσουν.

  • Το πρόβλημα των ανέλεγκτων παραγώγων

Μία κρίση ανάλογη με την αντίστοιχη που ενσκήπτει μετά την κατάρρευση του 1929 και πυροδοτείται από την φυγή των καταθέσεων, δεν αντιμετωπίζεται με κανένα τρόπο από την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation-FDIC). Όμως στην αναταραχή που βιώνει αυτή την εποχή ο τραπεζικός κλάδος, ορισμένοι στρατηγικοί χρηματοοικονομικοί αναλυτές διαβλέπουν πως το πρόβλημα των ανέλεγκτων παραγώγων, που σε συνολικό όγκο υπερβαίνουν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τα $1,4 τετράκις εκατομμύρια, ίσως αποδειχθεί μοιραίο για το σύστημα.

Η κατάρρευση της συστημικής ελβετικής τράπεζας Credit Suisse και η εξαγορά της αντί πινακίου φακής από την μεγαλύτερη UBS της Ζυρίχης, αλλά και οι κλυδωνισμοί στην μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, την Deuthce Bank, ίσως προκαλούνται από προβλήματα των παραγώγων.

Οι συνολικές υποκείμενες αξίες των παραγώγων της τράπεζας ανέρχονται σε €42 ($45,78) τρισεκατομμύρια, όπου με τον όρο υποκείμενη αξία νοείται η αξία που αποτελεί την βάση υπολογισμών για κάποιο χρηματοοικονομικό προϊόν, όπως ένα παράγωγο. Ουσιαστικά αποτελεί ένδειξη του ποσού που καλύπτεται από μία τοποθέτηση σε κάποιο συνδεδεμένο μέσο, που συμπεριλαμβάνει κάθε τύπου παράγωγο.

Στην ελβετική Credit Suisse η φυγή των καταθέσεων εντείνεται μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, με συνέπεια στις 15 Μαρτίου να υποχρεωθεί η Κεντρική Τράπεζα Ελβετίας να ανοίξει πιστοληπτική γραμμή έως το ύψος των $54 δισεκατομμυρίων για την διάσωση της τράπεζας. Συνολικά από την εποχή της υγειονομικής κρίσης αποσύρονται καταθέσεις ύψους 302,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ από την άλλη πλευρά η υποκείμενη αξία των παραγώγων της φθάνει τα $23,6 τρισεκατομμύρια, πιέζοντας ασφυκτικά την ρευστότητα της τράπεζας.


Η θανάσιμη διαδικασία απορρύθμισης

Οι τρέχουσες εξελίξεις δεν χαρακτηρίζονται ούτε τυχαίες, ούτε αιφνιδιαστικές, αλλά αποτελούν προϊόν μίας διαδικασίας που εξελίσσεται σταδιακά από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Το 1999 η αμερικανική οικονομική ηγεσία αποσύρει τον νόμο Glass-Steagall, επιτρέποντας στις τράπεζες να λειτουργούν σχεδόν όπως τα κεφάλαια διαχείρισης κινδύνων (hedge funds), μέσω της άμεσης εμπλοκής τους στις κεφαλαιαγορές και τα παράγωγα προϊόντα τους.

Ο νομικός προσδιορισμός Glass-Steagall Act αναφέρεται συνήθως σε τέσσερις ρυθμιστικές διατάξεις του αμερικανικού τραπεζικού νομοσχεδίου του 1933, οι οποίες περιορίζουν ασφυκτικά την δραστηριοποίηση των εμπορικών τραπεζών σε χρηματιστήρια και οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές, όπως και τις διεταιρικές τους σχέσεις με χρηματιστηριακές εταιρείες και επενδυτικούς οίκους (σχέσεις μητρικής προς θυγατρικές).

Οι απόπειρες ακύρωσης εστιάζονται στις δύο διατάξεις που απαγορεύουν διεταιρικές σχέσεις των τραπεζών με χρηματιστηριακές εταιρείες και επενδυτικούς οίκους, αλλά τελικά με την νομοθετική πράξη Gramm-Leach-Bliley Act του 1999, οι επίμαχες διατάξεις αποσύρονται, προκαλώντας όμως πολλές αντιδράσεις. Ακολουθεί το 2000 ένας νόμος εκσυγχρονισμού της διακίνησης των παραγώγων σε εμπορεύματα (Commodities Futures Modernization Act), που διευρύνει τις ανεξέλεγκτες και ανέλεγκτες συναλλαγές σε αυτά τα επικίνδυνα προϊόντα, αντί να τις περιορίσει.

Με τον νομικό προσδιορισμό Commodity Futures Modernization Act of 2000 (CFMA) ορίζεται το ομοσπονδιακής ισχύος νομοσχέδιο που εκσυγχρονίζει την λειτουργία των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών προϊόντων που ορίζονται ως παράγωγα και διαπραγματεύονται εκτός των κύκλων συναλλαγών, αλλά και εκτός των οργανωμένων αγορών, σε αντίθεση με τις μετοχές και τα ομόλογα. Ψηφίζεται στις 21 Δεκεμβρίου του 2000 από την κυβέρνηση του Bill Clinton και αποσαφηνίζει ότι οι συναλλαγές στα συγκεκριμένα παράγωγα προϊόντα (over-the-counter/OTC) μεταξύ ενήμερων και χρηματοοικονομικά εκπαιδευμένων αντισυμβαλλόμενων δεν απαιτείται να υπόκεινται σε ελέγχους.

Αντίθετα τα κάθε μορφής προθεσμιακά συμβόλαια με την έννοια που καθορίζονται από το νομοσχέδιο Commodity Exchange Act of 1936 (CEA) ή οι μετοχικοί και ομολογιακοί τίτλοι, υπόκεινται σε ελέγχους με βάση τους ομοσπονδιακούς νόμους που αφορούν τους συγκεκριμένους τίτλους. Όμως οι κύριοι φορείς στις συναλλαγές των OTC, δηλαδή οι τράπεζες, οι επενδυτικοί οίκοι και οι χρηματιστηριακές εταιρείες ελέγχονται μόνον με βάση τα γενικά πρότυπα ασφαλείας και αξιοπιστίας από τις ρυθμιστικές αρχές.
Αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα

Παράλληλα η πρόταση της Επιτροπής Ελέγχου Συναλλαγών Παραγώγων (Commodity Futures Trading Commissions-CFTC) να αναλάβει τον λειτουργικό έλεγχο της αγοράς των OTC και την εκκαθάριση των συναλλαγών απορρίπτεται και της επιτρέπεται να διατηρεί των έλεγχο των συναλλασσόμενων ως προς την εταιρική τους και μόνον οντότητα. Με βάση τον νέο νόμο αρκετά νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα διαβόητα Ασφάλιστρα Κινδύνου (CDS), δεν ορίζονται ούτε ως χρεώγραφα, ούτε ως παράγωγα, με συνέπεια να παραμένουν εκτός των ορίων δικαιοδοσίας τους. Τα συγκεκριμένα ουσιαστικά ανέλεγκτα παράγωγα, θεωρούνται ένα από τα κύρια αίτια της κρίσης του 2008 και της συνεπακόλουθης ισχυρής πενταετούς ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας.


Στις 6 Οκτωβρίου 2008 ο άλλοτε ηγέτης και διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Lehman Brothers, Richard Fuld, στην ένορκη κατάθεσή του σε επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ερωτάται για δόλια ανάμειξη στην κατάθεση νομοσχεδίου κατά το 2004 και την συγκρότηση ισχυρής ομάδας πίεσης (Lobby), Το συγκεκριμένο και αμφιλεγόμενο σχέδιο νόμου, αναστέλλει την απαγόρευση έκθεσης των επενδυτικών τραπεζών σε δανεισμό μεγαλύτερο του δωδεκαπλάσιου του ενεργητικού τους.

Όμως ο Fuld αποκαλύπτει πως οι τράπεζες αυτές αποτελούν τους βασικούς μοχλούς δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου, καθώς διαχειρίζονται την διακίνηση των ομολόγων του στις διεθνείς αγορές, με συνέπεια να κριθεί αναγκαία η άρση της απαγόρευσης για να ενισχυθεί η δραστηριοποίησή τους. Η κίνηση αποσκοπεί στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του πολέμου στο Ιράκ και της κατοχής του Αφγανιστάν, αλλά η αφαίρεση όλων των προστατευτικών φραγμών για την διευκόλυνση των επενδυτικών τραπεζών που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, οδηγεί σε τραγελαφικές εξελίξεις.

Όπως συνηθίζεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, δεν αναζητούνται ευθύνες στον τότε πρόεδρο της FED και τον υπουργό Οικονομικών (Treasury Department), ή ακόμα και στην ίδια την κυβέρνηση, καθώς τα εξιλαστήρια θύματα αναζητούνται στους κόλπους των στελεχών των μεγάλων τραπεζών, με πρώτο τον Richard Fuld για τον οποίο εκδίδεται στις 17 Οκτωβρίου του 2008 ένταλμα σύλληψης.
Χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής

Ένα δωδεκάμηνο μετά τις διαδοχικές ισχυρές κρίσεις του 2000 και του 2001, ο γνωστός για τις επιλογές του πολύπειρος στρατηγικός επενδυτής Warren Buffett, γράφει προφητικά πως τα παράγωγα αποτελούν τα απόλυτα χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής. Εκείνη την εποχή η υποκείμενη αξία (notional) στην οποία οι εκδότες βασίζουν τα παράγωγα που προωθούν στις αγορές φθάνει τα 56 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τον Μάϊο του 2022 η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements-BIS) την εκτιμά στα επίπεδα των 600 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά το σύνολο ίσως ανέρχεται στα $1,4 τετράκις εκατομμύρια, χωρίς πάντως κανείς να διαβεβαιώνει για την ακρίβεια της τελευταίας εκτίμησης, από την στιγμή που σχεδόν όλες οι συναλλαγές διεξάγονται χωρίς έλεγχο σε ιδιωτικό επίπεδο.

Στην λήξη του τετάρτου τριμήνου του 2022, η τριμηνιαία Έκθεση Τραπεζικών Συναλλαγών και Κινήσεων Παραγώγων του Γραφείου Ελέγχου Συναλλάγματος (Office of the Controller of the Currency), που αποτελεί την ομοσπονδιακή τραπεζική αρχή, καταγράφει 1.211 ασφαλισμένους εθνικής εμβέλειας χρηματοπιστωτικούς φορείς, πολιτειακές τράπεζες και στεγαστικά ταμιευτήρια ως κατόχους παραγώγων.

  • Όμως το 88,6% συγκεντρώνεται σε μόλις πέντε ομίλους, της JP MORGAN CHASE ($54,3 τρισεκατομμύρια), της Goldman Sachs ($51,0 τρισεκατομμύρια), της Citibank ($46 τρισεκατομμύρια), της Bank of America ($21,6 τρισεκατομμύρια) και της Wells Fargo ($12,2 τρισεκατομμύρια). Σε αντίθεση όμως με την περίοδο 2008-2009, όταν τα παράγωγα έχουν επικεντρωθεί σε τίτλους ενυπόθηκων δανείων και ασφαλίστρων κινδύνου (CDS), τα τρέχοντα συνδέουν τα επιτόκια με τις αποδόσεις των ομολόγων.

==========================


  • Πρόστιμα 1 δισ. ευρώ σε ευρω-τράπεζες για απάτες cum-cum

    ---------------

    Πρώτη φορά μαζική έφοδος δικαστών και εισαγγελέων στις μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες

     Στην έφοδο συμμετέχουν και Γερμανοί δικαστές – Υπάρχει εμπλοκή και του Γερμανού καγκελάριου Ο.Σολτς

    Πρωτοφανή γεγονότα συμβαίνουν στην Γαλλία όπου για πρώτη φορά πραγματοποιείται μαζική έφοδος δικαστών και εισαγγελέων στις μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες για φορολογική απάτη!

    Η έφοδος γίνεται σε Société Générale, BNP Paribas, Exane, Natixis και στην HSBC.

    Η άνευ προηγουμένου επιχείρηση βρίσκεται σε εξέλιξη στο οικονομικό κέντρο του Παρισιού, σήμερα. Σε αυτήν συμμετέχουν και Γερμανοί δικαστές που σημαίνει ότι το σκάνδαλο αυτό έχει και γερμανικές προεκτάσεις και μάλιστα εμπλέκεται ο ίδιος ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.

    Το αντίθετο από τι συνέβη στην Ελλάδα που οι τράπεζες αποδεδειγμένα βούλιαξαν την ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα όλοι οι Έλληνες να υποστούν 10 χρόνια βαρύτατων μνημονίων.

    Μάλιστα στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ καμιά έρευνα δικαστικού τύπου αλλά αντίθετα οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τραπεζών και τα μεγαλοστελέχη χαίρουν ποινικής ασυλίας.

    Τελικά, οι ελληνικές τράπεζες ξεχρέωσαν με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων (ανακεφαλαιοποιήσεις το όνομασαν), οι δε Έλληνες φορολογούμενοι μείναν εντελώς τον «άσο» και μέσω των δικών τους κόκκινων δανείων που τράπεζες τα παραχώρησαν τα funds τους παίρνουν και τα σπίτια.

    Σύμφωνα με πληροφορίες της Le Monde, τέσσερις μεγάλες γαλλικές τράπεζες και μία τράπεζα του εξωτερικού αποτελούν αυτή τη στιγμή στόχο ταυτόχρονων ερευνών, στο πλαίσιο ερευνών που ξεκίνησε η Εθνική Οικονομική Εισαγγελία (PNF) τον Δεκέμβριο του 2021.

    Η Société Générale, η BNP Paribas, η Exane (θυγατρική της BNP Paribas), η Natixis (όμιλος BPCE) και ο βρετανικός τραπεζικός κολοσσός HSBC είναι ύποπτοι για διακεκριμένη περίπτωση νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες φορολογικές δραστηριότητες.

    Η BNP και η Exane είναι επίσης ύποπτες για διακεκριμένη φορολογική απάτη.

    Αυτές οι νομικές διαδικασίες είναι το αποτέλεσμα ενός οικονομικού σκανδάλου που αποκάλυψε η Le Monde το 2018, το οποίο προκαλεί στο κράτος απώλειες πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ σε φορολογικά έσοδα κάθε χρόνο: το “CumCum”.

    Πίσω από αυτή τη λατινική ονομασία κρύβεται μια διαδεδομένη πρακτική στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η οποία συνίσταται στη δημιουργία πολύπλοκων πράξεων στις αγορές, με στόχο την παράκαμψη του φόρου επί των μερισμάτων που οφείλουν οι μέτοχοι των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

    Βέβαια όλα αυτά δείχνουν και κάτι άλλο: Τα τραπεζικά συστήματα παντού σε όλο τον κόσμο νοσούν και νοσούν γιατί παράγουν συνεχώς «φανταστικό χρήμα», με το οποίο όμως μία μικρή ολιγαρχική ελίτ ζει επίσης «φανταστικά» και εκμηδενίζουν τα πενιχρά εισοδήματα που αποκτά με πόνο και ιδρώτα η πλειοψηφία των βιοπαλαιστών.

    Ο πληθωρισμός αναβαίνει γιατί κάποιοι όχι μόνο τα θέλουν όλα δικά τους αλλά και να εξασφαλίσουν ότι οι υπόλοιποι θα ζουν σε καθεστώς μιζέριας και δυστυχίας.

    Ταυτόχρονη έφοδος

    Οι έρευνες στα κεντρικά γραφεία των πέντε αυτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων άρχισαν στις 9.30 π.μ. το πρωί της Τρίτης και είναι ακόμη σε εξέλιξη.

    Κινητοποιήθηκε σημαντικός αριθμός προσωπικού: 160 ερευνητές της Υπηρεσίας Οικονομικής Δικαστικής Έρευνας (SEJF), 16 δικαστές που κατανέμονται στους διάφορους χώρους, καθώς και έξι Γερμανοί δικαστές από την εισαγγελία της Κολωνίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας σε αυτή την πολύπλοκη υπόθεση.

    Οι μεγάλες γαλλικές τράπεζες βρίσκονταν ήδη στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών από τον εντοπισμό των τεχνικών αυτών το 2017.

    Μετά από μακροχρόνιους ελέγχους, η Γενική Διεύθυνση Δημοσίων Οικονομικών (DGFiP) προέβη στις πρώτες φορολογικές διορθώσεις στα τέλη του 2021, για ποσά δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.

    Σύμφωνα με την εφημερίδα Die Zeit και το δημόσιο γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD, τράπεζες και χρηματομεσίτες “ελάφρυναν” τα γερμανικά ταμεία κατά 31,8 δισ. ευρώ, μέσω των αμφιλεγόμενων συναλλαγών Cum-Cum και Cum-Ex, από το 2001 μέχρι σήμερα.

    Όλα αυτά την ώρα που τα κρατίδια δεν έχουν συμφωνήσει για το πώς θα εισπράξουν τα οφειλόμενα ποσά από τα ιδρύματα.

    Οι συναλλαγές Cum-Cum επιτρέπουν στους ξένους επενδυτές να αποφεύγουν την παρακράτηση φόρου επί των μερισμάτων, δανείζοντας μετοχές σε μια (γερμανική εν προκειμένω) τράπεζα, και οι δεύτερες επιτρέπουν την επίτευξη ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος των μερισμάτων, δεδομένου ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης θεωρούνται άθροισμα κεφαλαίων και φορολογούνται λιγότερο απ’ ό,τι τα μερίσματα.

    Με άλλα λόγια, μια συναλλαγή Cum-Cum σημαίνει ότι μια τράπεζα δανείζεται τις μετοχές που κρατά ένας ξένος επενδυτής σε μια εταιρία, την περίοδο πριν αυτή η εταιρία πληρώσει μέρισμα.

    Με αυτή την πρακτική οι τράπεζες μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ένα παραθυράκι στο νόμο, το οποίο επέτρεπε σε εγχώριους επενδυτές ακόμη και να διεκδικήσουν επιστροφή ενός μέρους του φόρου επί του μερίσματος.

    Oι δε συναλλαγές “Cum-Ex trades” ή “divided stripping” χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό προκειμένου η αναδιανομή των κερδών μιας επιχείρησης προς τους ιδιοκτήτες της να εκλαμβάνεται ως άθροισμα κεφαλαίων αντί για μέρισμα.
    Αυτό συμφέρει τους παραπάνω, αφού συνήθως τα κεφαλαιουχικά κέρδη φορολογούνται λιγότερο απ’ ό,τι τα μερίσματα.

    Οι απαντήσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να καθορίσουν το μέλλον του Γερμανού καγκελαρίου, ο οποίος θα αντιμετωπίσει μια επίσημη έρευνα για μια απόφαση του 2017, όταν ήταν δήμαρχος του Αμβούργου, να μην εισπράξει 47 εκατομμύρια ευρώ σε φορολογικές οφειλές από ιδιωτική τοπική τράπεζα που κατηγορείται για εξαπάτηση της κυβέρνησης.

    Η εμπλοκή του Scholz έρχεται καθώς υπάρχουν στοιχεία ότι ο στενός κύκλος του γνώριζε περισσότερα για το σχέδιο να δώσει απαλλαγές στην τράπεζα.

    Το σκάνδαλο, γνωστό ως «υπόθεση Cum Ex», περιελάμβανε μια εκτεταμένη απάτη από διεθνείς τράπεζες, traders και hedge funds, οι οποίοι εξαπάτησαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διεκδικώντας επιστροφές για φόρους που δεν πλήρωσαν ποτέ.

Σχόλια