Μνήμη, τραύμα και αλήθεια: Ένα εύπλαστο τρίγωνο

 Το 1974 οι ψυχολόγοι Λόφτους και Πάλμερ δημοσίευσαν τα αποτελέσματα τα αποτελέσματα ενός πειράματος, που άλλαξε ριζικά την επιστημονική θεωρία για την ανθρώπινη μνήμη.

Το 1974 οι ψυχολόγοι Ελίζαμπεθ Λόφτους και Τζον Πάλμερ δημοσίευσαν τα αποτελέσματα  ενός πειράματος,  που άλλαξε ριζικά  την επιστημονική θεωρία για την ανθρώπινη μνήμη. Στο πείραμα αυτό, οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν ένα σύντομο φιλμ αυτοκινητιστικού δυστυχήματος και κλήθηκαν να υπολογίσουν την ταχύτητα των αυτοκινήτων. Η διατύπωση όμως της ερώτησης από τους ερευνητές άλλαζε κάθε φορά, εναλλάσσοντας ήπιες εκφράσεις («τα αυτοκίνητα ήρθαν σε επαφή»), με έντονα ρήματα («χτύπησαν», «συγκρούστηκαν», «τράκαραν»). ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Το συμπέρασμα; Όσο πιο έντονο το ρήμα της ερώτησης, τόσο μεγαλύτερη η ταχύτητα που «θυμούνταν» οι συμμετέχοντες. Η μνήμη τέθηκε έτσι υπό την επήρεια των λέξεων. Κάποιοι συμμετέχοντες μάλιστα νόμιζαν πως είχαν δει σπασμένα γυαλιά στο σημείο της σύγκρουσης, που όμως δεν απεικονίζονταν στο φιλμ. Οι λέξεις έδωσαν ώθηση ακόμα και σε ψευδείς αναμνήσεις.

Η μνήμη, έγραψε η Λόφτους, «δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη, ένα μέρος κάπου στο βάθος που διατηρείται σαν πέτρα, αλλά ένα ζωντανό πράγμα που αλλάζει σχήμα, διαστέλλεται, συρρικνώνεται και διαστέλλεται ξανά, ένα πλάσμα που μοιάζει με αμοιβάδα». Πιο πρόσφατα, χρησιμοποίησε μια πιο επίκαιρη μεταφορά: «η μνήμη λειτουργεί σαν σελίδα της Wikipedia. Μπορείτε να την αλλάξετε, αλλά το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι άλλοι». Η ανθρώπινη μνήμη λοιπόν αναδομείται, αντί να αναπαράγεται σε replay. Την αναδομούμε μόνοι ή μέσω αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους. Η ανθρώπινη μνήμη είναι, σύμφωνα με την Λόφτους, «εύπλαστη».

Τα επιστημονικά συμπεράσματα των εκατοντάδων πειραμάτων μνήμης της Λόφτους είχαν άμεση επίδραση στο ποινικό σύστημα των ΗΠΑ. Οι αστυνομικές ανακρίσεις μαρτύρων άρχισαν να τελούνται πιο προσεκτικά, και οι δικαστές παρακινούσαν τους ενόρκους να μην καταδικάζουν βάσει της κατάθεσης ενός μόνο αυτόπτη μάρτυρα. Η αλληλεπίδραση, όμως, του ποινικού συστήματος με τη θεωρία της μνήμης θα έπαιρνε σύντομα μια αναπάντεχη τροπή.

«Σατανικοί πανικοί» και «πόλεμοι μνήμης»

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, οι Αμερικανοί έγιναν θεατές μιας σειράς από μιντιακά κατευθυνόμενους πανικούς, που έγιναν γνωστοί και ως «σατανικοί πανικοί». Δεκάδες νηπιαγωγοί και γονείς σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ κατηγορήθηκαν τότε πως είχαν κακοποιήσει σεξουαλικά τα υπό την προστασία τους παιδιά σε σατανιστικές τελετές. Πιο χαρακτηριστική η υπόθεση της οικογένειας ΜακΜάρτιν, ιδιοκτητών νηπιαγωγείου στην Καλιφόρνια. Η δίκη τους προέκυψε από την καταγγελία μιας μητέρας με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, που οδήγησε σε συνεντεύξεις εκατοντάδων παιδιών – κάποια μόλις τριών ετών. Κοινωνικοί λειτουργοί έκαναν στα παιδιά υπαινικτικές ερωτήσεις και ενίοτε τα φοβέριζαν πως δεν θα τα άφηναν να δουν τους γονείς τους. Τα παιδιά «θυμήθηκαν» έτσι πως κακοποιήθηκαν σε σκοτεινά τούνελ, πως είχαν δει μάγισσες και είχαν απαχθεί με αερόστατα. Ένα παιδάκι «αναγνώρισε» ως βιαστή του τον σταρ ταινιών δράσης Τσακ Νόρις, όταν του έδειξαν φωτογραφίες του δικηγόρου υπεράσπισης.

Για χρόνια μετά, σύλλογοι γονέων έκαναν ανασκαφές, σε αναζήτηση σατανιστικών τούνελ, σύστηναν οργανώσεις υπέρ των θυμάτων με σύνθημα «πιστέψτε τα παιδιά», ενώ τσαρλατάνοι πλούτιζαν από πωλήσεις μπεστ σέλερ και τα μέσα ενημέρωσης υποβοηθούσαν την εξάπλωση των αντιεπιστημονικών τους απόψεων.

Οι ΜακΜάρτιν αθωώθηκαν τελικά το 1990. Οι σατανικοί πανικοί, όμως, είχαν ήδη κυοφορήσει μια σύγκρουση στο πεδίο της γνωστικής ψυχολογίας που επηρέασε έντονα την κλινική της πρακτική και έγινε γνωστή ως «οι πόλεμοι της μνήμης».

Όλο και περισσότεροι ψυχολόγοι εφάρμοζαν θεραπείες «ανάκλησης μνήμης», χρησιμοποιώντας ακόμα και υπνωτισμούς για να ανασύρουν από τους ασθενείς αναμνήσεις κακοποίησης που είχαν δήθεν καταπιεστεί στο υποσυνείδητό τους κατά την παιδική τους ηλικία. Οι θεραπείες αυτές χαρακτηρίστηκαν από τον ψυχολόγο Ρίτσαρντ Μακνάλι, ειδικό στην ψυχοπαθολογία των διαταραχών άγχους, ως «η χειρότερη καταστροφή που έχει συμβεί στον τομέα της ψυχικής υγείας από την εποχή της λοβοτομής». Η έρευνα του Μακνάλι για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών έδειξε πως κάποιος μπορεί να μην σκέφτεται συχνά τη σεξουαλική του κακοποίηση, όχι όμως γιατί έχει καταπιέσει τη μνήμη του γεγονότος, αλλά γιατί δεν το βίωσε τότε ως τρομακτικό και απειλητικό για τη ζωή του. Ο εγκέφαλός μας ξεχνάει, ξαναθυμάται, ενίοτε ξεχνά πως θυμήθηκε· δεν μπορεί όμως να απωθήσει εντελώς μια έντονα τραυματική εμπειρία.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, οι «πόλεμοι της μνήμης» κορυφώθηκαν στα αμερικανικά δικαστήρια. Αυτή τη φορά όμως οι καταγγέλλοντες δεν ήταν νηπιαγωγοί, αλλά ασθενείς που αξίωναν και κέρδιζαν δικαστικές αποζημιώσεις από ψυχολόγους. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία είχε ήδη προειδοποιήσει, ομολογουμένως αργοπορημένα, πως οι ψευδείς αναμνήσεις τραυμάτιζαν το υποκείμενο της θεραπείας προκαλώντας το λεγόμενο «σύνδρομο παραμνησίας».

Ενώ όμως οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απέρριπταν όλο και περισσότερες καταγγελίες που στηρίζονταν σε δήθεν καταπιεσμένες αναμνήσεις, η θεωρία της ανάκλησης μνήμης συνέχισε να επηρεάζει μιντιακά προβεβλημένες δίκες. Χαρακτηριστική η καταδίκη του καθολικού παπά Πολ Σάνλεϊ το 2005 για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου, με μόνη ένδειξη τις καταπιεσμένες αναμνήσεις του ενήλικου πλέον καταγγέλλοντα.

Μνήμη και #MeToo

Η μνήμη ως επίδικο σε προβεβλημένες υποθέσεις σεξουαλικής βίας έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο, στη λεγόμενη «εποχή του #MeToo». Ένα νέο debate για την εγκυρότητα των αναμνήσεων όσων καταγγέλλουν σεξουαλική βία φαίνεται σήμερα να αντιπαραβάλλει δυο αντίπαλα στρατόπεδα.

Από τη μια βρίσκονται όσοι υποβαθμίζουν όλες τις καταγγελίες ως ψεύτικες ή υστερόβουλες και ρωτούν γιατί οι καταγγέλλοντες «το θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια». Το στρατόπεδο αυτό εθελοτυφλεί για το ότι η σεξουαλική βία είναι ένα διαχρονικό κοινωνικό πρόβλημα, που διαιωνίζεται και μέσω της εργασιακής εκμετάλλευσης. Η πλευρά αυτή δεν αμφισβητεί ανοιχτά το ότι τα θύματα θυμούνται την αλήθεια, όμως το υπονοεί, αποθαρρύνοντάς τα θύματα από το να μιλούν, επειδή έτσι διαταράσσουν μια βολική, πλασματική ειρήνη.

Από την άλλη μεριά του debate, όμως, όσοι αποδέχονται τις αρχές του #MeToo, πλαισιώνουν κάθε καταγγελία ως αδιάτρητο αφήγημα: αυτό που θυμάται το θύμα είναι σίγουρα αυτό που έχει βιώσει· αυτό που νιώθει σήμερα είναι αυτό που ένιωθε και πριν χρόνια· η καταγγελία ισούται επομένως με ενοχή. Με επιχείρημα την αντικειμενική αλήθεια της υποκειμενικής καταγγελίας, οι εκφραστές του #MeToo βλέπουν έτσι τις αξιακές αρχές της δίκαιης δίκης ως εμπόδιο: το τεκμήριο της αθωότητας καταπατάται, η εξέταση αντικειμενικών στοιχείων στα δικαστήρια περιγράφεται ως «victim blaming» (ενοχοποίηση του θύματος).

Ταυτόχρονα, το σύνθημα του #MeToo «πιστέψτε τα θύματα» καθρεφτίζει το παλιό «πιστέψτε τα παιδιά». Αυτό διαφαίνεται και στο πώς ακτιβιστές και δικηγόροι υπεράσπισης περιγράφουν τις καταγγέλλουσες ούτε λίγο ούτε πολύ ως νήπια, πλάσματα ανήμπορα όχι μόνο να αντιδράσουν επί τόπου, αλλά και να μην επιστρέψουν στους βιαστές τους αργότερα, με κάθε περιστατικό να συγκρίνεται ουσιαστικά με τη φυσική βία, την απαγωγή και την αιχμαλωσία. Το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα εν τω μεταξύ ζητά, και σιγά σιγά πετυχαίνει, την επέκταση των χρονικών ορίων παραγραφής για αδικήματα σεξουαλικής βίας.

Το κυκλικό επιχείρημα των εκφραστών του #MeToo φαίνεται να είναι πως ναι μεν τα θύματα δεν έχουν ακέραιη μνήμη, όμως κάτι τέτοιο είναι όχι απλώς αναπόφευκτο, αλλά και τεκμήριο της θυματοποίησής τους. Την περασμένη βδομάδα, για παράδειγμα, στην αγόρευση της εισαγγελέως στην δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη, μάθαμε πως μια από τις καταγγέλλουσες είχε καταθέσει κεκλεισμένων των θυρών πως θυμήθηκε ένα από τα περιστατικά βιασμού που κατήγγειλε μετά από συζήτηση με φίλο της. «Ήταν όλα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όταν μου τα θύμισε [ο φίλος της], ήταν σαν να άνοιξε αυτή την πόρτα», φαίνεται να είπε, απηχώντας έτσι τη θεωρία ανάκλησης μνήμης για πρώτη ίσως φορά σε μια τόσο προβεβλημένη ελληνική δίκη.

Ο ισχυρισμός δεν έγινε τελικά δεκτός από την εισαγγελέα που αντέταξε μεταξύ άλλων καταθέσεις επιστημόνων. Η λεπτομέρεια αυτή, όμως, δεν αναλύθηκε ιδιαίτερα στα ρεπορτάζ για την εισαγγελική πρόταση, ενώ σκόρπια φεμινιστικά διαδικτυακά σχόλια επιχείρησαν να εξηγήσουν την κατάθεση, κάνοντας λόγο για «απώλεια» και «απώθηση» μνήμης στα θύματα – μπερδεύοντας έτσι τον φυσιολογικό εκφυλισμό της περιφερειακής μνήμης ενός γεγονότος με την σταθερή ανάμνηση του ότι συνέβη.

Εάν όμως δεχτούμε πως τα θύματα ξεχνούν εντελώς το βιασμό τους (πράγμα αδύνατο), αλλά και πως μπερδεύουν γεγονότα και ξεχνούν περιφερειακές λεπτομέρειες (πράγμα πιθανό), η δίκη καθίσταται περιττή και η καταδίκη μπορεί να εξασφαλίζεται με μια απλή δήλωση τραύματος. Τα δάκρυα και ο πόνος του θύματος ανάγονται συχνά από τους εκφραστές του #MeToo σε απαράβατη δικαιϊκή αρχή. Την ίδια στιγμή που ένα χάσταγκ ξαναγράφει το νόμο, εισαγγελείς στις εγχώριες δίκες, ζητούν όλο και περισσότερο από τους κατηγορούμενους να εξηγήσουν όχι τις πράξεις τους, αλλά τα κίνητρα των καταγγελλόντων. Ο εκπρόσωπος λοιπόν του κράτους ζητά από τον κατηγορούμενο να μαντέψει· δημοσιογράφοι και ακτιβιστές συμπληρώνουν την ατομική εμπειρία του καταγγέλλοντα με έντονες εκφράσεις (όπως «επιβιώσαντες βιασμού») σαν να βάζουν λήμμα σε σελίδα της Wikipedia· όλοι μαζί οι θεατές του δικαστικού δράματος πιστεύουν γεγονότα που δεν είδαν, όπως οι αυτόπτες μάρτυρες του αυτοκινητιστικού που είδαν ανύπαρκτα σπασμένα γυαλιά.

Η Λόφτους έχει γράψει: «Οι αυτόπτες μάρτυρες που κουνούν το δάχτυλό τους σε αθώους κατηγορούμενους δεν είναι ψεύτες, γιατί πιστεύουν ειλικρινά στην αλήθεια της κατάθεσής τους… Αυτό είναι το τρομακτικό σημείο: η πραγματικά τρομακτική ιδέα πως αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε, αυτό που πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά, δεν είναι απαραίτητα η αλήθεια».

Σε αυτή την νέα συνθήκη, το τεκμήριο της αθωότητας γίνεται όχι απλώς εύπλαστο, αλλά ρευστό. Το ποινικό σύστημα ενθαρρύνεται στο να ενσωματώσει όχι απλώς μια αντιεπιστημονική θεώρηση της μνήμης, αλλά το τραύμα ως «ένα μέρος κάπου στο βάθος» της ποινικής διαδικασίας «που διατηρείται σαν πέτρα».


 

Σχόλια