Αφορισμοί γνωστοί και όχι αυθαίρετοι: Στην ελλαδική (ή απλώς ελληνώνυμη) κοινωνία, δεν λειτουργεί κριτική σκέψη, μόνο κατασκευάζονται εντυπώσεις. Η διαπίστωση προσφέρεται για επαλήθευση ή διάψευση.
Δύο (κυρίως) παράγοντες αναστέλλουν τη λειτουργία της κριτικής στην ελλαδική κοινωνία: Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, που συντηρούνται ως δεισιδαιμονίες αυταρχικού αλαθήτου, και οι βασανιστικές ανασφάλειες που είναι τυπικά προϊόντα μιας μειωμένης (μεθοδικά καλλιεργημένης) αυτοεκτίμησης. Οι διαπιστώσεις προσφέρονται για επαλήθευση ή διάψευση. Αλλά με βάση, την καταγγελλόμενη ως ελλείπουσα, κριτική βάσανο.
Δίνει την εντύπωση ο Νεοέλληνας ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξω από σχήματα, ιδεολογικά ή και θεσμικά, που θωρακίζουν την ατομική προτίμηση. Ψηφίζει, όχι επειδή κρίνει, αξιολογεί, επιλέγει, αλλά μόνο για να αυτοβεβαιωθεί ότι κάπου «ανήκει». Ωσάν να φοβάται να υπάρξει έξω από μια οργανωμένη συλλογικότητα (κόμμα, «παράταξη», ομάδα) που του προσφέρει κοινωνική ταυτότητα, ερείσματα αυτοεκτίμησης – τον συνιστά ως «οντότητα». Δίχως ψυχολογική ένταξη κινδυνεύει να μηδενίζεται η ύπαρξη και ζωή του, γι’ αυτό και στρατεύεται ακόμα και σε ποδοσφαιρικές ομάδες, να φιγουράρει σαν οπαδός του τίποτα.
Ο κύκλος είναι φαύλος: Για να επιβάλλεται πειστική η φαντασίωση του ανήκειν, πρέπει να συντηρούνται μανιχαϊστικές οι αντιθέσεις, υπεραπλουστευμένες οι σχηματοποιήσεις, τεχνητές οι πολώσεις. Τον μανιχαϊσμό της απερίσκεπτης στράτευσης τον συντηρεί κάθε κρατική εξουσία.
Δίνουμε την εντύπωση οι Νεοέλληνες ότι έχουμε οπωσδήποτε ανάγκη να είναι δάνειο λήμμα η κρατική μας υπόσταση. Ωσάν να κινδυνεύει με αφανισμό η ιστορική ύπαρξη του Ελληνισμού, αν η μεγαλόκαρδη Δύση πάψει να μας δανείζει τις δομές και λειτουργίες του «μοδέρνου» έθνους-κράτους. Ετσι, ο Νεοέλληνας έχει παγιώσει τη νοοτροπία και τα αντανακλαστικά του μεταπράτη. Δεν κρίνει, αντιγράφει. Δεν συγκρίνει, μιμείται. Του είναι αδύνατο να εντοπίσει τις δικές του, πραγματικές ανάγκες, να τις αιτιολογήσει, να τις αξιολογήσει. Η απομίμηση, η επαρχιώτικη ξενομανία, είναι ο άξονας της νεοελληνικής ιδιαιτερότητας.
Ο γιορτινός διάκοσμος της Αθήνας για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, είναι ίσως το κορύφωμα της ασέλγειας και του βανδαλισμού, ύβρις στην κυριολεξία, για μια πόλη που εξακολουθεί να διασώζει κορυφώματα του ανθρώπινου πολιτισμού – της πάλης του ανθρώπου για να «πει» την άρρητη ψηλάφηση της αθανασίας. Τέτοιο νεοπλουτίστικο «κιτσαριό» σε μια πόλη που σώζει ακόμα σύμβολό της τον Παρθενώνα και την Καπνικαρέα, δεν καταθλίβει μόνο τον καλλιεργημένο «αρχαιόφιλο», προσβάλλει την ευαισθησία ακόμα και των τραγικών θυμάτων της καταναλωτικής υστερίας που δυναστεύει, απαίσιος λοιμός, τους άλλοτε «άρχοντες» – στυλοβάτες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Γιορτή για κάφρους τα Χριστούγεννα της Αθήνας. Αισθητική πρωτόγονων και αδαών, αδίστακτων υβριστών του κάλλους και της αλήθειας, που λάμπει όταν φωτίζει το άρρητο. Αν ξαναϋπάρξει «πολιτισμός» πάνω στον πλανήτη, φωτισμός του αινίγματος της λογικής ύπαρξης και των στόχων της, ίσως κατανοηθεί και ο άμετρος σήμερα πόνος για τη βεβήλωση του ελληνικού ονόματος.
Προσφυγή σε εμπνεύσεις Καλατράβα, που μας γυάλισαν. Διακόσμηση σταθμών του μετρό της Αθήνας με πιθηκισμούς αλλοδαπής «πρωτοπορίας». Εθνικό ρεζιλίκι μεταπρατισμού η «Πολιτιστική Ολυμπιάδα». Αντιγραφή της «Ατλάντας» και του «Σίντνεϊ» η επιστροφή στο «πρωτότυπο» της ολυμπιακής φιέστας το 2004. Οπως εισαγόμενες ήταν πάντοτε οι «ιδεολογικές» διαφοροποιήσεις των πολιτικών μας κομμάτων, ξενόφερτη η σύνολη άρθρωση και δομή του κρατικού μας βίου.
Σχόλια