Παγκόσμια ιστορία έγραψε η ελληνική γλώσσα


Μαύρου Όλγα

Μεταφράσθηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα αγγλικό βιβλίο γραμμένο με πολλή αγάπη για την Ελλάδα, με τίτλο “Οι Έλληνες, Μια Παγκόσμια Ιστορία” του Βρετανού φιλολόγου και ιστορικού Roderick Beaton. Ο καθηγητής Beaton έχει διδάξει επί δεκαετίες ελληνική και βυζαντινή Ιστορία στο Βασιλικό Κολλέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και γνωρίζει άπταιστα ελληνικά. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Στο έργο του αυτό αναλύει μεταξύ άλλων ότι η ελληνική ιστορία δεν πρέπει να περιορίζεται σε όλα διαδραματίσθηκαν στα ελληνικά χώματα, αλλά οπουδήποτε υπήρξαν ανά τις χιλιετίες ελληνόφωνοι. Σήμερα ελληνόφωνοι θεωρούνται οι κάτοικοι της Ελλάδας και της Κύπρου και άλλα επτά εκατομμύρια άτομα σε 141 χώρες ανά την υφήλιο. Ο ίδιος θεωρεί ότι ως Έλληνες πρέπει να λογίζονται πια και οι μετανάστες που έχουν ενσωματωθεί και μιλούν και γράφουν στην ελληνική.

Για το θέμα της Ιστορίας, ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο ιστορικός δεν πρέπει να εστιάζει στο ελληνικό έθνος γεωγραφικά, αλλά στην ελληνική γλώσσα και στους ομιλητές της: «Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις μόνες τρεις παγκοσμίως, που εξακολουθούν να μιλούνται και να γράφονται και να έχουν να επιδείξουν μια συνεχή γραπτή παράδοση τριών και πλέον χιλιάδων ετών. Οι άλλες είναι η κινεζική και η εβραϊκή. Όταν μιλάμε για Έλληνες, πρέπει να εννοούμε τους ελληνόφωνους και η ιστορία των ελληνόφωνων είναι ιστορία ταυτοτήτων:

Αρχικά ως Αχαιοί, μετά ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί, και σήμερα ως Greek για πολλούς, έγραψαν ουσιαστικά μια παγκόσμια ιστορία και όχι απλά την ελληνική. Αυτό το βιβλίο θέτει παράλληλα το ερώτημα, τι μπορούμε να μάθουμε για το πώς δημιουργούνται, διαιωνίζονται και τροποποιούνται η επαν-επινοούνται οι ταυτότητες στην πορεία του χρόνου, από τη συσσωρευμένη εμπειρία αυτών που μιλούσαν και έγραφαν τούτη τη γλώσσα για 3.500 χρόνια».

Η κοινή γλώσσα των εθνών

Το βιβλίο αναφέρεται στην ουσία με σχετική συντομία στην ιστορία της Ελλάδας, όμως, όπως τονίζει ο συγγραφέας «δεν πρόκειται για την ιστορία ενός τόπου, για το τι έγινε σε κάποια στενά γεωγραφικά πλαίσια, γιατί αν εξετάζαμε έτσι το θέμα, θα αφήναμε απ’ έξω ακριβώς εκείνη τη διάσταση της ελληνικής ιστορίας που αφορά στην παγκόσμια εμβέλειά της». Όπως αναλύει, μετά τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, με ένα χάσμα χρονικό, εμφανίζεται ο κλασικός πολιτισμός και εν συνεχεία ο ελληνιστικός και ο βυζαντινός. Όλοι αυτοί οι πολιτισμοί στάθηκαν ως φάροι και μεταλαμπαδεύθηκαν στην Οικουμένη.

Εξηγεί πως οι ελληνόφωνοι βασιλείς της Μακεδονίας έφθασαν μέχρι την Ινδία και άρχισαν μια περίοδο γνωστή ως ελληνιστική, κατά την οποία τα ελληνικά έγιναν για πρώτη φορά μία παγκόσμια γλώσσα. Ακόμα και όταν ήρθε η ώρα να κυριαρχήσουν οι Ρωμαίοι, τα λατινικά δεν μπόρεσαν να υποτάξουν τα ελληνικά.

Σε ολόκληρο το ανατολικό ήμισυ της αυτοκρατορίας από την Αδριατική μέχρι τον Ευφράτη δηλαδή, αλλά και μέχρι το Ασουάν, η κοινή γλώσσα όλων των εθνών ήταν επί αιώνες η ελληνική και όχι η λατινική. Ο ελληνόφωνος πολιτισμός εν τω μεταξύ, είχε κατακτήσει τις ελίτ όλων των εθνών και ήδη τα επηρέαζε, όπως και συνέχισε να τα επηρεάζει ο διάδοχός του βυζαντινός πολιτισμός αργότερα.

Από την Γραμμική Α και εντεύθεν

Ο συγγραφέας πιάνει τη γλώσσα μας από την Γραμμική Α και τον «κοντινό του ξάδελφο, την Γραμμική Β, η οποία εν συνεχεία καθιερώθηκε και σε όλα τα επίσημα κατάστιχα της Κνωσού, και η οποία αποδείχθηκε από το 1952 ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής». Από το 1450 π.Χ., όπως γράφει ο συγγραφέας, εγκαθιδρύεται μια ελληνόφωνη μυκηναϊκή ελίτ στην Κρήτη και εν τέλει ο Μυκηναϊκός πολιτισμός εξελίσσεται σε μια συγχώνευση δυο διαφορετικών γλωσσών και πολιτισμών, δηλαδή εκείνου που κυριαρχούσε στην ελληνόφωνη ηπειρωτική χώρα και εκείνου της μινωικής Κρήτης.

Όπως σημειώνει, μετά το 1300 π.Χ. η μυκηναϊκή ελίτ ήταν επικεφαλής μιας αυστηρά καθορισμένης ιεραρχίας υπηρεσιών που διευθύνονταν από γραφειοκράτες οι οποίοι δεν άφηναν τίποτα στην τύχη. Αναγνωρίζουμε ήδη τις λέξεις άναξ και δήμος (ως δάμος), Αθηνά και Ποσειδώνα (συλλαβικά Po-se-da-o και Α-ta-na). Οι Χετταίοι εν τω μεταξύ στην αλληλογραφία τους αναφέρονται στους Έλληνες ως Αχίγια και εν συνεχεία το 1250 π.Χ. ως Αχιγιάβα (Αχαιοί). Οι Αιγύπτιοι από πλευράς τους, αναφέρονται στους Tanaju (Δαναοί).

Όπως αναφέρει εν συνεχεία ο συγγραφέας, στους “Σκοτεινούς Χρόνους”, οι ελληνικός κόσμος βρέθηκε κατακερματισμένος σε μικρές τοπικές κοινότητες  και το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται γύρω στο 800 π.Χ. Οι Έλληνες ξανάρχισαν τις επαφές με τους ανταγωνιστές τους Φοίνικες στην Ανατολή, ενώ στη Δύση τους ανταγωνίζονταν κάπως οι Ετρούσκοι. Οι Έλληνες μετέτρεψαν σε φωνήεντα πέντε σύμφωνα του φοινικικού αλφαβήτου που δεν υπήρχαν στον ελληνικό λόγο. Η γλώσσα των Ετρούσκων δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν στοιχεία αυτού του νέου ινδοευρωπαϊκού αλφαβήτου που εισήγαγαν οι Έλληνες.

Και τα δύο αυτά αλφάβητα στα οποία στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός, γεννήθηκαν όμως από Έλληνες, γιατί δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί πρώτοι μετέτρεψαν σε φωνήεντα συγκεκριμένα σύμφωνα και ότι αυτό ισχύει και για το λατινικό αλφάβητο. Όπως γράφει ο Beaton, το ελληνικό αλφάβητο έγινε viral όπως θα λέγαμε σήμερα και διαδόθηκε σε μέρη που απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Το 750 π.Χ. βλέπουμε στη Νεάπολη της Ιταλίας αγγείο με ολόκληρο ποιηματάκι στα ελληνικά.

Η διασπορά της ελληνικής γλώσσας

Γύρω στο 600 π.Χ. ήταν πλέον διάσπαρτες οι ελληνικές κοινότητες και όπως έγραφε ο Πλάτων «εμείς ζούμε από τον ποταμό Φάσιν έως τις Ηράκλειες Στήλες γύρω από τη θάλασσα όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από μια λιμνούλα». Διάστικτος ήταν λοιπόν ο χάρτης της Μεσογείου και του Ευξείνου από ελληνικές κουκκίδες που μετέφεραν εκεί μαζί με την γλώσσα τους, και την πολιτική, τον όρο πολίτης και της δικαιοσύνης της εποχής εκείνης.

Οι “κουκκίδες” αυτές ήταν πάνω από 1.500. Όμως το πρόβλημα ήταν πως αν και μοιράζονταν πολλά (θρησκεία, γλώσσα, πολιτισμό, πολιτικές αρχές, δίκαιο), εντούτοις κάθε μία από αυτές θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό την αυτονομία της, παρά την αποδεκτή κοινή καταγωγή και τα κοινά στοιχεία. Υπήρχε ένας ελληνικός κόσμος πλήρως διασυνδεδεμένος και ταυτόχρονα κατακερματισμένος, καθώς οι πολίτες κάθε πόλης ήθελαν να ελέγχουν απόλυτα τη ζωή τους και γνώριζαν πως μέσα σε μια ομοσπονδία αυτή η απόλυτη δημοκρατία των πολιτών μιας πόλης-κράτους θα χανόταν.

Ο συγγραφέας αναφέρεται στην βαθιά πολιτισμική επιρροή που άσκησαν όλες αυτές οι “κουκκίδες” σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και για τους λόγους που «η ελληνική ιστορία είναι στην ουσία η παγκόσμια ιστορία». Στους δε πολέμους της εποχής εκείνης, αναφέρεται στην ουσία ως τους πρώτους παγκόσμιους πολέμους. Αυτοί έδωσαν και ένα γερό χτύπημα στις πόλεις-κράτη. Με την έλευση των Μακεδόνων, ο Ισοκράτης καλεί τους Έλληνες να υπερβούν την ταύτιση με την πόλη-κράτος τους και να ταυτισθούν με την Ελλάδα ως σύνολο. Παράλληλα όμως ως Αθηναίος, θέλει τον ηγετικό ρόλο να τον έχει η Αθήνα. Η Αθήνα, παρ΄όσα είχε υποστεί, ήταν και θα παρέμενε η πολιτιστική πρωτεύουσα όλου του κόσμου, γράφει ο Beaton.

Ο Ισοκράτης, σύμφωνα με τον Beaton, δίνει και τον πρώτο επαναπροσδιορισμό του να είσαι Έλληνας: Δεν έχει να κάνει με το πού γεννήθηκες, αλλά με το σύστημα αξιών που υιοθετείς. Οι Μακεδόνες, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν για γραφή τον πάπυρο, έγραφαν πλέον στην αττική διάλεκτο και τα επόμενα χρόνια θα άπλωναν την ελληνική γλώσσα στα πέρατα της οικουμένης. «Ανέτειλε ένας καινούργιος κόσμος, από το ρήμα ελληνίζειν, που αρχικά σήμαινε υιοθετώ τους ελληνικούς τρόπους, γίνομαι Έλληνας, εξελληνίζομαι», γράφει ο Beaton.

Ο εξελληνισμός των Ρωμαίων

Εν συνεχεία αναφέρεται στον εξελληνισμό των Ρωμαίων, καθώς και στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι από τη γένεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος της, το ανατολικό της τμήμα ήταν ελληνόφωνο. Επιπλέον ο Beaton αναφέρεται και στην ελληνική επιρροή πολύ πριν την κατάκτηση των ελληνόφωνων περιοχών από τους Ρωμαίους, εκείνην δηλαδή που άσκησαν σε όλη την Μεσόγειο και κατ’ εξοχήν στην σημερινή Ιταλία οι Έλληνες άποικοι της Μεγάλης Ελλάδας. Μετά την κατάκτηση των ελληνόφωνων περιοχών από τους Ρωμαίους, ήταν φανερή σε όλους η διαίρεση της αυτοκρατορίας, όχι μόνον γεωγραφικά, αλλά και γλωσσικά: Η Ανατολή ήταν ελληνόφωνη.

O Καρακάλας το 212 μ.Χ. αναγκάστηκε λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης να δώσει τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη σχεδόν σε όλους της υπηκόους της αυτοκρατορίας (περίπου τριάντα εκατομμύρια) και αυτό είχε ως συνέπεια οι Έλληνες να αυτοαποκαλούνται πλέον Ρωμιοί (όχι πάντως Romani, όπως άλλοι λαοί). Το “Έλληνας” εξάλλου όπως και το “εθνικός” είχε στην πορεία των επομένων αιώνων και την έννοια του ειδωλολάτρη, κάτι αποθαρρυντικό στην εκχριστιανιζόμενη κοινωνία. Ο μονοθεϊσμός τελικά εξέφραζε και την άρχουσα τάξη τότε στην ουσία, γιατί ταίριαζε με την απολυταρχία και όχι την πολυαρχία.

Η κοινή ελληνική ήταν καθομιλουμένη παντού αν και τα αραμαϊκά συνέχιζαν να είναι μητρική γλώσσα πολλών στη Μέση Ανατολή. Απεναντίας, στην Ιταλία σταδιακά οι ελληνόφωνες περιοχές έγιναν λατινόφωνες και για πολιτικούς λόγους. Στην Ανατολή οι Ρωμαίοι στηρίζονταν στις ελίτ των πόλεων που διοικούσαν και δεν θέλησαν να διαταράξουν τον ελληνιστικό ή άλλο χαρακτήρα των περιφερειών. Με την Pax Romana ποτέ άλλοτε οι ελληνόφωνοι δεν ήταν τόσο εύποροι και πολυάριθμοι, δημιουργώντας εκ νέου κύματα πολιτισμού στη γλώσσα τους. Ο Πτολεμαίος μάλιστα έγραψε στα ελληνικά την “Μαθηματική Σύνταξιν” που έγινε τελικά γνωστή ως Almagest  από τα αραβικά.

Ο Πλούταρχος που ανατράφηκε στη Βοιωτία, γράφει ότι «το να είναι κάποιος Έλληνας ήταν μάλλον ζήτημα ηθικών γνωρισμάτων που μπορούσε να αποκτήσει κάποιος διαβάζοντας τους καλύτερους αρχαίους συγγραφείς παρά ζήτημα φυλής ή καταγωγής». Ο Μάρκος Αυρήλιος, Ρωμαίος 100%, έγραψε το ημερολόγιό του (“Εις Εαυτόν”) στα ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήταν ως γνωστόν λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας και όχι μόνον ο Αδριανός ή ο Ιουλιανός που είχε την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Τα Ευαγγέλια επίσης γράφηκαν και διαδόθηκαν στα ελληνικά, ενώ και ο Παύλος στα ελληνικά συνέταξε τις επιστολές του. Τουτέστιν τα ελληνικά ήταν η γλώσσα που διέδωσε τον χριστιανισμό και τον χριστιανικό πολιτισμό ανά τα έθνη.

Η Κωνσταντινούπολη ως φάρος 

Εν συνεχεία ο συγγραφέας αναφέρεται στην μεγάλη επίδραση που είχε σε Ανατολή και Δύση το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και το Βυζάντιο, που ακόμα και στη Δύση του, με την επέλαση των σταυροφόρων, έγινε και πάλι ακτινοβόλα πηγή πολιτισμού για τους δυτικούς. Το δε ανατολικό “ρωμαϊκό” κράτος, όπως γράφει ο Beaton, ήδη από το 530 συνέτασσε τους νόμους του στα ελληνικά και όχι στα λατινικά. Ο συγγραφέας αναφέρεται και στη σημαντική μάχη του Βυζαντίου όταν πλέον άρχισε να εξισλαμίζεται όλος ο περίγυρός του.

Ο κόσμος τώρα χωριζόταν σε δύο ανταγωνιστικές θρησκείες, το χριστιανισμό και τον ισλαμισμό, με την Δύση πάντως να είναι κατακερματισμένη και ασταθή. Παράλληλα, ο διαχωρισμός στους ελληνόφωνους και στους δυτικούς γινόταν ακόμα πιο έντονος, παρά την υποτιθέμενη κοινή μάχη εναντίον των μουσουλμάνων που εισέβαλαν στην Αφρική και στην Ευρώπη.

Παρά τα οξύτατα προβλήματα, για έναν αιώνα η Κωνσταντινούπολη έγινε και πάλι φάρος πολιτισμού, με πιο ταλαντούχο εκπρόσωπο αυτής της νέας άνθισης, τον Μιχαήλ Ψελλό. Οι δυτικοί παρά τη φθορά του Βυζαντίου, το θαύμαζαν και καλούσαν καλλιτέχνες να μιμηθούν τις τεχνοτροπίες και τα είδη λογοτεχνίας που ανθούσαν στην Ανατολή. Η δε Άννα Κομνηνή ήταν η πρώτη και ίσως μοναδική γυναίκα ιστορικός που έγραψε στα ελληνικά.

Το βιβλίο του Roderick Beaton (567 σελίδες, από τις οποίες οι 70 σημειώσεις και βιβλιογραφία) κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Μενέλαου Αστερίου. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι “The Greeks: A Global History, από τις εκδόσεις Faber & Faber” (εκδ. 2021).


Σχόλια