Η Ελληνική Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου

Ανάλυση του Κρεσέντσιο Σαντζίλιο για ένα “καυτό θέμα”

  1. Το 1986 από τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (Αθήνα-Κομοτηνή) εκδόθηκε το βιβλίο του (καθηγητή) Διεθνολόγου Μιχάλη Χρ. Σταυρινού Το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου – ένα βιβλίο ορόσημο για την ελληνική επιστήμη, από τα βασικότερα κείμενα επί του θέματος, αν όχι το βασικότερο, όχι μόνο σχετικά με τα επιστημονικά δεδομένα που στις σελίδες του πραγματεύονται με τον πλέον περιεκτικό και αποδεδειγμένο τρόπο, αλλά και ειδικά για όσο αφορά την αλήθεια και την αληθινή πραγματικότητα που διέπει και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα σε έναν χώρο απόλυτα κρίσιμο για την Ελλάδα όπως είναι ο αιγαιακός, από Θάσο/Σαμοθράκη έως Κάρπαθο/Ρόδο και από Εύβοια έως την γραμμή νησιών Λήμνος-Ρόδος, αλλά και ανατολικότερα, για τον οποίο ως τώρα ακούμε μόνο τις φαντασιόπληκτες τουρκικές εκδοχές. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

   Ο Μιχάλης Χρ. Σταυρινός, συνεπικουρούμενος από την παγκόσμια εγκυρότητα μιας πλειάδας επιφανών αλλοδαπών επιστημόνων και μελετητών, εκθέτει  στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου του την ακριβή «ραδιογραφία» της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας, έτσι όπως διαμορφώθηκε στις χιλιετίες, ισχύει ολοσχερώς σήμερα και  επιστημονικά επιβεβαιώθηκε στα αρτιότερα σχετικά πονήματα τα τελευταία 50 χρόνια.

    Εδώ εμείς δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο από το να ακολουθήσουμε τα βήματα, αλλά προπαντός τα λόγια του Μιχάλη Χρ. Σταυρινού (τα οποία από εδώ και πέρα θα διαβάζονται μέσα σε εισαγωγικά) και με βάση αυτήν την έκθεση – την οποία, ειρήσθω εν παρόδω,  ο εκδότης Α. Ν. Σάκκουλας ατυχώς δεν μερίμνησε ως τώρα να επανεκδώσει μολονότι, στη σημερινή συγκυρία, εμφανίζει και περιέχει, και επιπλέον με διεθνή επιστημονικό πρόσημο, τρομερά ενδιαφέροντα στοιχεία υπέρ της Ελλάδας και των κυριαρχικών θέσεών της – θα πορευτούμε και θα προσπαθήσουμε να πληροφορήσουμε όσο γίνεται πιο ευκρινώς τους πολίτες που θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές ή/και θα τις δώσουν σε άλλους να τις διαβάσουν.

   (Σημειώνεται στο σημείο αυτό η έκδοση, μόλις πρόσφατα, του νέου βιβλίου του Μιχάλη Σταυρινού, με πλέον διεξοδικές αναλύσεις και όλα τα νεότερα νομικά και διακριτικά δεδομένα, με τίτλο: Το δίκαιο της Θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο – Η Γεωστρατηγική Καταλυτικότητα των ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τις Εκδόσεις Τελεία – Πάργα, Λευκωσία, Κύπρος).

   Βεβαίως ευκταίο είναι το παρόν κείμενο, αλλά προπαντός το βιβλίο του Μ. Σταυρινού όχι μόνο να διαβαστεί από τους αρμόδιους κυβερνώντες, αλλά προπαντός από τους ίδιους – σε ετούτη τη θεματολογία συνεχώς απόντες – να  «εφαρμοστεί» στα διάφορα διεθνή fora ώστε να εμπεδωθεί η αλήθεια και εγκυρότητα του περιεχομένου του αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου την οποία η Τουρκία προσπαθεί να αγνοήσει ή και να αλλοιώσει προς όφελός της με αστήρικτα, αχαρακτήριστα φαντασιουργήματα και ύπουλες σοφιστείες

   Αυτή η Τουρκία λοιπόν και η συνήθης παραβατική συμπεριφορά της σε σχέση με το διεθνές δίκαιο και με αναφορά στο παρόν θέμα, την ακατάλυτη γεωλογική πραγματικότητα.

   Απ’ ό, τι γνωρίζουμε, και κάλλιστα το γνωρίζει και η Τουρκία, το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης (1958) αναγνωρίζει την υφαλοκρηπίδα των νησιών, αν και το θέμα της υφαλοκρηπίδας των νησιών, κι όχι μόνο, στην ουσία δεν είναι νομικής φύσης, αλλά μόνο γεωγραφικής και γεωλογικής μιας και αφορά εξόχως μια κατάσταση υπάρχουσα έτσι κι αλλιώς, ipso jure και ab initio., όπως συνηθίζουν να λένε οι ειδήμονες, μια γεωλογική κατάσταση που στο Αιγαίο παρουσιάζεται χωρίς λύση συνέχειας από τις ανατολικές ελληνικές ακτές ως τις απέναντι ακτές των ελληνικών νησιών και ακόμη παραπέρα. 

   Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, γιατί και το άρθρο 121 της UNCLOS (1982) θεσπίζει για τα νησιά πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και επιπλέον ΑΟΖ.

   Η έννοια αυτών των δύο άρθρων είναι νομικά απολύτως εφαρμοστέα στην αιγαιακή γεωμορφολογική πραγματικότητα η οποία επεκτείνεται βεβαίως από την ελληνική ανατολική στεριά έως τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (Τουρκίας), το θέλουν οι Τούρκοι ή όχι, με μια σχεδόν γενική βυθομετρική ομοιομορφία και έλλειψη διαχωριστικών τάφρων στη συμπαγή συνέχεια του βυθού του Αιγαίου.

   Εναντίον της ακράδαντης λογικής αυτής της τοπικής γεωλογικής σύστασης οι Τούρκοι υποστηρίζουν πως η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου είναι «τουρκική» ως δήθεν συνέχεια της Ανατολίας και επομένως τα νησιά απέναντι απ’ τις ακτές της Μικράς Ασίας είναι κι αυτά δήθεν πάνω στη τουρκική υφαλοκρηπίδα και είναι… τουρκικά!

   Η άποψη αυτή, ωστόσο, και το επιχείρημα των Τούρκων είναι όχι μόνο νομικά αβάσιμη, αλλά και ουσιαστικά σαθρή, η σαθρότητα συμπαρασύροντας και την νομιμότητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

   Ας συγκεντρωθούμε όμως στο τι σημαίνει «ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα» και ποια είναι η γεωμορφολογία του Αιγαίου, κάτι που θα είναι χρήσιμο για την δικαίωση της απόδειξης της ελληνικότητας ολόκληρης της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.

   Ως ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα θεωρείται και νοείται μια «φυσική προέκταση της στεριάς, δηλαδή της ακτής, είτε ηπειρωτικής είτε νησιώτικης», με κατεύθυνση το βάθος της θάλασσας, σε μια μορφή επικλινούς υποθαλάσσιου πλατώματος το οποίο όλο και περισσότερο βαθύνει ως ένα σημείο του γήινου φλοιού.

   Από γεωλογική άποψη λοιπόν λέγεται υφαλοκρηπίδα «η υποθαλάσσια προέκταση της ακτής έως του σημείου όπου η κατηφόρα του βυθού γίνεται απότομη προς κάθετη κατεύθυνση. Αυτό σε γενικό κανόνα παρατηρείται στο υποβαθές των 200 μέτρων».

   Ως προς την νομική έννοια της υφαλοκρηπίδας (ηπειρωτικής ή νησιώτικης), ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται «ο βυθός και το υπέδαφος μιας υποθαλάσσιας περιοχής η οποία είναι η συνέχεια των ακτών, αρχίζει αμέσως μετά το όριο των χωρικών υδάτων (12 ν.μ. ως επί το πλείστον, 6 ν.μ. στην Ελλάδα του φόβου και της υποταγής, εκτός από το Ιόνιο), για να φτάσει έως το βάθος των 200 μέτρων, αλλά και βαθύτερα μέχρι εκεί όπου είναι εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων».

   Κατά τα άλλα, το άρθρο 76 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) δηλώνει ότι η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από τον θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέρα της χωρικής του θάλασσας μέχρι μια απόσταση 200 ν.μ. από τις γραμμές εκκίνησης του πλάτους της χωρικής θάλασσας. Εξάλλου, το μέγεθος της υφαλοκρηπίδας ισούται με εκείνο της αντίστοιχης ΑΟΖ.

  1. Γεωμορφολογικά το Αιγαίο Πέλαγος λίγο μοιάζει με πέλαγος και πολύ περισσότερο μοιάζει με μεγάλη βαθειά λίμνη, για όσο αφορά το βάθος του: όντως το χαρακτηρίζει πολύ έντονα μια βασική ομοιομορφία βυθού μεταξύ 200 και 600 μέτρων. Αυτό σημαίνει πως «το μέσο βάθος όλου του Αιγαίου είναι γύρω στα 362 μέτρα», αρκετά μικρό για μια θάλασσα.

   Σε πολύ λίγες περιοχές το βάθος είναι μεγαλύτερο, εκεί όπου βρίσκονται και οι δυο μοναδικές χαράδρες που “σπάνε” την γενική ομοιομορφία του, και οι δύο κάθετα (και αυτό είναι σημαντικό)  από τις ελληνικές προς τις τουρκικές ακτές:

   η μια, «από το νοτιότερο μέρος της Πελοποννήσου και τα Κύθηρα» σε μια γραμμή που περνά «βόρεια της Κρήτης προς Κάρπαθο και Ρόδο έως τη νοτιότερη “γωνία” της Μικράς Ασίας», μια χαράδρα ωστόσο η οποία ουσιαστικά βρίσκεται στο τελικό νότιο σημείο του Αιγαίου συνορεύοντας με τη Μεσόγειο,

   ενώ η δεύτερη χαράδρα, πολύ μικρότερη, κάθετη επίσης μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών ακτών, «ξεκινάει από τη Σαμοθράκη και Ίμβρο και πηγαίνει μέχρι τη νοτιότερη άκρη της χερσονήσου του Αγίου Όρους και τις βόρειες Σποράδες».

   Στη πρώτη χαράδρα βρίσκεται και το μεγαλύτερο βάθος του Αιγαίου στα 2.658 μέτρα, μεταξύ Κρήτης και Μήλου.

   Όσο για την γεωλογική σύνθεση του Αιγαίου, η όλη περιοχή ανήκει στο Αλπικό σύστημα και αποτελεί κομβικό σημείο ανάμεσα στις δύο οροσειρές: την Ελληνίδα και την Τουρκική, με πολλαπλές «μικρές λεκάνες και τάφρους που δημιουργήθηκαν μετά από κατακρημνίσεις και  μετατοπίσεις στην Μιόκενο περίοδο». Εξάλλου, οι οροσειρές της Νότιας Ευρώπης και εκείνες της Βόρειας Αφρικής (Άτλαντας) είναι επίσης δημιουργία της Αλπικής ορογένεσης.

  Όλα ετούτα βεβαίως είναι η συνέπεια του αναμφισβήτητου γεγονότος των μεταβολών του γήινου φλοιού, μεταβολές που “κωδικοποιήθηκαν” μέσα στις αναγνωρίσεις της «θεωρίας των τεκτονικών φύλλων», δηλαδή των γήινων στρωματώσεων σε συνεχή κίνηση μεταξύ τους, μια θεωρία η οποία εντέλει και σημασιολογικά προσφέρει την καλύτερη εξήγηση σε οτιδήποτε συμβαίνει στα βάθη των θαλασσών και ωκεανών, από τα αδιάκοπα «μεταβαλλόμενα τεκτονικά ρήγματα, την διαφοροποίηση των γεωλογικών στρωμάτων και την κίνηση των ηπείρων έως την ίδια δημιουργία των ωκεανών, την απομάκρυνση των ηπείρων και την μετακίνηση των μαγνητικών πόλων της γης».

   Είναι ακριβώς η θεωρία των τεκτονικών φύλλων που δικαιολογεί και εξηγεί όχι μόνο την ύπαρξη των προεκτάσεων των ακτών μέσα στη θάλασσα (κατασκευή του υφαλοπλαίσιου), αλλά και τον τρόπο δημιουργίας αυτών των προεκτάσεων, την κατεύθυνσή τους και επομένως την συνάφεια τους με τη στεριά απ’ όπου ξεκινούν.

    Όλοι οι εγκυρότεροι και ανεξάρτητοι επιστήμονες αποδέχονται πλήρως το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα αυτής της θεωρίας βασισμένης σε εκτεταμένες; έρευνες, παρατηρήσεις, εμπειρίες και αποδεδειγμένες υποθέσεις.

   Με βάση λοιπόν αυτή τη θεωρία και τα πρακτικά της αποτελέσματα, η κατάσταση στο Αιγαίο, από τις ελληνικές ανατολικές ακτές έως ένα σημείο της ίδιας της τουρκικής δυτικής στεριάς έχει ως εξής:

   η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου Πελάγους «είναι η φυσική προέκταση της ελληνικής στεριάς, ενώ η συνέχεια της καθαυτού τουρκικής στεριάς ΣΤΑΜΑΤΆ σε μια καμπύλη γραμμή περίπου παράλληλη προς τις τουρκικές δυτικές ακτές στο Αιγαίο και στα ανατολικά των ιδίων ακτών ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ (Μ. Ασίας), και μάλιστα σε απόσταση μερικών μιλίων από τη θάλασσα»(Μ. Σταυρινός, Το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, σελ. 71-73).

   Για να κατανοηθεί πλήρως η ως άνω κατάσταση, βασική είναι η συμφωνία των σημαντικότερων γεωλόγων για τα τρία πολύ σημαντικά φαινόμενα που προνοεί η «θεωρία των τεκτονικών φύλλων»:

α) για το γεγονός ότι ο φλοιός της γης χωρίζεται σε λιθοσφαιρικά φύλλα

β) για το ότι αυτά τα φύλλα συμβάλλουν στην μετακίνηση των ηπείρων

γ)  για το ότι όλο το Αιγαίο, «όλη η ελληνική στεριά και μια λωρίδα της δυτικής ακτής της Τουρκίας πριν από την πρώιμη Πλειόκενο γεωλογική περίοδο ήταν μια άνευ λύσης συνέχειας στεριά με το όνομα Αιγαία ή Αιγίς ή Αιγαιίς»

δ) για την «ύπαρξη 12 μεγάλων λιθοσφαιρικών φύλλων και μερικών άλλων μικρότερων που κινούνται σε συμπαγή μορφή (μονοκόμματα) στην επιφάνεια του γήινου φλοιού».

   Δύο απ’ αυτά τα γενικώς αποδεκτά φύλλα «είναι το Ελληνικό (ή η λεγόμενη Αιγαία) και το Τουρκικό, τα οποία, μαζί με το Αδριατικό φύλλο, δημιουργήθηκαν ως υποδιαιρέσεις δύο μεγαλύτερων φύλλων, το Ευρασιατικό και το Αφρικανικό, μετά από τη αλληλοσύγκρουση αυτών των δύο τελευταίων».

   Έτσι, με την σύμφωνη γνώμη και γνώση των περισσότερων γεωλόγων, τα καθορισμένα «σύνορα» του ελληνικού ή αιγαίου φύλλου είναι αναμφισβήτητα τα εξής:

  •    – στον βορρά, ακολουθούν περίπου τα ίδια γεωγραφικά ελληνικά σύνορα
  •    – στον νότο, περνούν από τις βόρειες ακτές της Κρήτης σε μια γραμμή πάνω από  Κάσο και Κάρπαθο δυτικά της Ρόδου
  •    – στα δυτικά, σχεδιάζουν ένα τόξο που περνά μέσα από το Ιόνιο πέλαγος με κατεύθυνση ίδια με εκείνη των ελληνικών δυτικών ακτών περιλαμβάνοντας τα Ιόνια νησιά, ενώ
  •    – στα ανατολικά, «τα σύνορα του ελληνικού φύλλου τοποθετούνται επάνω στις δυτικές τουρκικές ακτές σε μια απόσταση μερικών μιλίων από τη θάλασσα» προς το εσωτερικό της στεριάς.

   Ακριβώς «από αυτά τα ανατολικά όρια του ελληνικού φύλλου και μερικά μίλια πάνω στη δυτική ακτή της Τουρκίας ξεκινά του τουρκικό τεκτονικό φύλλο» με ανατολική κατεύθυνση περιλαμβάνοντας όλον τον υπόλοιπο γεωγραφικό τουρκικό χώρο.1

    Αυτό σημαίνει πολύ απλά αλλά τεκμηριωμένα πως «το Αιγαίο ανήκει στο ελληνικό τεκτονικό φύλλο και επομένως όλη η αιγιακή υφαλοκρηπίδα αποτελεί φυσική προέκταση της ελληνικής στεριάς».

   Αντιθέτως, «το τουρκικό είναι ένα τελείως ξεχωριστό τεκτονικό φύλλο το οποίο τελειώνει σε μια καμπύλη γραμμή εντός της  δυτικής τουρκικής ακτής και ως εκ τούτου δεν έχει απολύτως καμία μορφογεωλογική συνέχεια με το ελληνικό τεκτονικό φύλλο του Αιγαίου».

  1. Τώρα, έχοντας υπόψη τα γεωλογικά φαινόμενα που πραγματοποιήθηκαν πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια όταν η ενιαία υπερήπειρος Πανγαία (όπως ο Alfred Wegener ονόμασε τον πρώτο, εγγενή γεωλογικό πυρήνα του πλανήτη γη) άρχισε να “διασπάται” δημιουργώντας τις σημερινές ηπείρους με συνεχείς μετακινήσεις και πως μέσα στα χρονικά πλαίσια αυτών των φαινομένων υπήρξε δυνατή η απόδειξη, εκ μέρους του επιφανέστερου ίσως γεωλόγου M. W. Mc Elhinny στις μελέτες του για τα τεκτονικά φύλλα2  ότι «ολόκληρο το σημερινό τουρκικό έδαφος αποτελούσε μέρος του Αραβικού τεκτονικού φύλλου το οποίο, ενωμένο με το Αφρικανικό φύλλο, βρισκόταν σε πολύ απομακρυσμένη θέση σχετικά με την σημερινή όταν η Πανγαία άρχισε να “χωρίζεται”, εκείνη ακριβώς την περίοδο η Ελλάδα και το Αιγαίο – και μαζί όλη η Βαλκανική, Ιταλική και Ιβηρική χερσόνησος – ήταν τοποθετημένες, ήδη από 170 εκατομμύρια χρόνια, στα ίδια σημαία όπου βρίσκονται και τώρα».

   Αρκετά αργότερα ο τουρκικός και ο αραβικός χώρος μετακινήθηκαν για να τοποθετηθούν εκεί όπου αντίστοιχα βρίσκονται σήμερα, «υποχρεώνοντας υπό την πίεση της σύγκρουσης  την Αιγαία να βυθιστεί από κάτω». 

   Αυτή υπήρξε και η αιτία της δημιουργίας και ύπαρξης των δύο ξεχωριστών φύλλων, του ελληνικού από το Ιόνιο, όλη τη στεριά της Ελλάδας, το Αιγαίο Πέλαγος έως μερικά μίλια εντός και υπό της ανατολικής Ανατολίας (Μ. Ασίας) και του τουρκικού από τις δυτικές ακτές της Τουρκίας και ανατολικά έως το τέλος της τουρκικής γεωγραφικής επικράτειας.

   Αυτό προφανέστατα σημαίνει πως η λεγόμενη «υφαλοκρηπίδα» της Τουρκίας δεν έχει καμία σχέση με την ελληνο-αιγαιακή υφαλοκρηπίδα που φτάνει έως και πέρα των δυτικών τουρκικών ακτών, ή, για να το πούμε καλύτερα, η “ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ” Τουρκία δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ ΠΟΥ ΝΑ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ!!, πολύ απλά γιατί ο καθεαυτού γεωλογικός όγκος της Τουρκίας φτάνει έως το Αιγαίο μόνο υπό τη μορφή των δυτικών γεωγραφικών ακτών χωρίς υποθαλάσσιες προεκτάσεις μιας και κάτω απ’ αυτόν τον όγκο βρίσκεται το ελληνικό τεκτονικό φύλλο, δηλαδή η ελληνική υφαλοκρηπίδα!

   Στη συνέχεια ο ίδιος ο Mc Elhinny με τις μελέτες του περί των μαγνητικών πόλων της γης επιβεβαίωσε το συμπέρασμα ότι «η Τουρκία αποτελεί τελείως ξεχωριστό χώρο ΚΑΙ σε σχέση με το Αιγαίο αλλά ΚΑΙ γενικότερα με όλον τον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό χώρο», έτσι ώστε τα σύνορα του τουρκικού χωρικού όγκου να βρίσκονται γεωλογικά ως εξής:

1)  στα βόρεια: σε μια γραμμή από Κασπία θάλασσα, Καύκασο, Μαύρη Θάλασσα

2)  στα νότια: σε μια γραμμή παράλληλη με τις γεωγραφικές μεσογειακές ακτές της Τουρκίας, εφαπτόμενη ανατολικά με τον αφρικανικό γεωλογικό χώρο

3)  στα δυτικά: σε μια κάθετη καμπύλη γραμμή βορρά-νότου παράλληλη με τις γεωγραφικές ακτές της Τουρκίας όπου τελειώνει (ή αρχίζει) ο ελληνικός αιγαιακός χώρος.

   Αυτό πάει να πει – και το επαναλαμβάνουμε για πάσα χρήση – πως  η λεγόμενη τουρκική, ή της Ανατολίας, υφαλοκρηπίδα δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το Αιγαίο  Ή ΜΑΛΛΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ, ένα Αιγαίο το οποίο μορφογεωλογικά, και κατά γενική κατάφαση των κυριοτέρων επιστημόνων γεωλόγων, είναι ΜΌΝΟ η συνέχεια της ηπειρωτικής ελληνικής στεριάς αποτελώντας έναν ενιαίο χώρο και επομένως το ξεχωριστό τεκτονικό ελληνικό φύλλο, όταν η αιγαιακή περιοχή  υπέστη κατάπτωση (κατακρήμνιση) το αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ο σχηματισμός του Αιγαίου Πελάγους στο οποίο μόνο τα υψηλότερα επίπεδα έμειναν έξω από τα νερά δημιουργώντας τα σημερινά διάσπαρτα νησιά.3

   Αυτό σημαίνει ακόμα και μια βασική πραγματικότητα η οποία αφαιρεί από τις τουρκικές φαντασιώσεις/”απαιτήσεις” οποιαδήποτε αλήθεια ή αληθοφάνεια, σημαίνει δηλαδή ότι αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποια τουρκική υφαλοκρηπίδα ή, όπως αρέσκονται να την ονομάζουν οι Τούρκοι, “υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας”, αυτή δεν φτάνει ούτε καν στις τουρκικές δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, απέναντι από τα ελληνικά ανατολικά νησιά, αλλά σταματάει αρκετά μίλια πριν απ’ αυτές τις ακτές(!!),

   όπερ σημαίνει ακόμα πως τα ανατολικά ελληνικά νησιά (από τη Λήμνο έως τη Ρόδο) ανήκουν καθ’ ολοκληρία στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αφού ανήκουν αποκλειστικά στο ελληνικό τεκτονικό φύλλο, όπως αναγνωρίζουν οι πιο έγκριτοι γεωλόγοι του κόσμου.

   Ουσιαστικά, στο ανατολικό Αιγαίο και ανατολικά των ελληνικών ανατολικών νησιών (Λήμνος → Ρόδος) δεν υπάρχει – repetita juvant – τουρκική υφαλοκρηπίδα, αλλά απλά και μόνο ο όγκος μιας γεωλογικής και γεωγραφικής ακτής που “σκεπάζει” σε φάρδος μερικών μιλίων την ελληνική  υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου που είναι από κάτω.

   Κι αυτήν την κατάσταση σε τίποτα δεν αλλάζει το δήθεν επιχείρημα/αυταπάτη των Τούρκων (που είναι εξάλλου και το μοναδικό δήθεν “βασικό” τους!) ότι «η Ελλάδα, ο βυθός του Αιγαίου και η χερσόνησος της Ανατολίας (Μ. Ασίας) ανήκουν στο ίδιο Αλπικό γεωσυγκλινές (Alpine geosyncline)» οπότε, κατά τη γνώμη τους, «ο βυθός του Αιγαίου αποτελεί «φυσική προέκταση» της χερσονήσου της Ανατολίας(!) και τα νησιά είναι απλά «εξογκώματα» αυτής της προέκτασης»!

  1. Η τουρκική επίκληση του Αλπικού γεωσυγκλινούς ως επιχείρημα υπέρ της άποψής τους    καταρρίπτεται    παταγωδώς   από    τα   βασικά,  εκ   των  ουκ  άνευ,

αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών των πλέον έγκυρων γεωλόγων όπως εκτίθενται εναργώς στις σελ. 83-84 από τον Μιχάλη Σταυρινό στο βιβλίο του Το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο: 

   «Ο τρόπος δημιουργίας του Αλπικού γεωσυγκλινούς (γεωλογική ζώνη) και τα γεωλογικά φαινόμενα που μεσολαβούν για τον σχηματισμό του (βύθισμα της ζώνης, υποχωρήσεις στρωμάτων κάτω από πιέσεις και δημιουργία ρωγμών και διπλωμάτων, ανυψώσεις και συγκρούσεις), διαψεύδουν από μόνα τους ισχυρισμούς των Τούρκων μια που τα φαινόμενα αυτά  προκαλούν «σπασίματα» του φλοιού της γης και γεωλογικές διακοπές της «φυσικής προέκτασης», παρά ενότητα του «γεωσυγκλινούς χώρου».

   «Το γεγονός ότι η Ελλάδα, ο βυθός του Αιγαίου και η χερσόνησος της Ανατολίας ανήκουν στο ίδιο γεωσυγκλινές δεν αμφισβητείται από τη στιγμή που αυτό δεν αντικρούει  την  ύπαρξη  των  τριών τεκτονικών  φαινομένων  για   τα  οποία  γίνεται λόγος πιο πάνω.  Αντίθετα, τα πιο πάνω φαινόμενα μπορούν τέλεια να στηρίξουν της ύπαρξη αυτού του γεωσυγκλινούς για τους εξής λόγους:

   Πρώτο, η ύπαρξη ενός κοινού γεωσυγκλινούς δεν στηρίζει από μόνη της τη γεωλογική συνέχεια μεταξύ εδαφών στις αντίθετες πλευρές»(οι υπογραμμίσεις του γράφοντος το παρόν). «Αντίθετα, η ύπαρξη αυτού του γεωσυγκλινούς στηρίζει μάλλον διακοπή της γεωλογικής συνέχειας μεταξύ των δύο πλευρών της κεντρικής του ζώνης (οι υπογραμμίσεις του γράφοντος το παρόν). 

   Ακόμα, η δημιουργία αυτού του γεωσυγκλινούς άρχισε την ίδια γεωλογική εποχή – την Μιόκαινο – κατά την οποία η περιοχή του Αιγαίου όπως και η κεντρική Τουρκία υπέστησαν εκτεταμένες εκτοπίσεις και κατακρημνίσεις που θρυμμάτισαν την περιοχή σε μικρές «λεκάνες». Απ’ αυτή τη χρονική «σύμπτωση» και τη γεωλογική συνέχεια μεταξύ των πιο πάνω τριών τεκτονικών φαινομένων και του παρόντος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό το τελευταίο φαινόμενο (η δημιουργία του γεωσυγκλινούς) υπήρξε αποτέλεσμα των πρώτων δηλαδή οριζόντιων κινήσεων των ηπείρων και των συμπιέσεων από τις συγκρούσεις μεταξύ τους. 

   Παραπέρα, το γεγονός ότι η ελληνική στεριά μαζί με το Αιγαίο ανήκουν στο ίδιο τεκτονικό φύλλο, ενώ η Τουρκία σε άλλο, δεν διαγράφεται από την ύπαρξη αυτού του κοινού γεωσυγκλινούς. Να σημειωθεί επίσης ότι στο ίδιο Αλπικό γεωσυγκλινές ανήκουν πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, παρόλο ότι ανήκουν σε πολλά διαφορετικά φύλλα, ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕΙ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΓΕΩΣΥΓΚΛΙΝΗ ΖΩΝΗ!»4 (υπογραμμίσεις, κεφαλαία, θαυμαστικό  και έντονη γραφή από τον γράφοντα το παρόν).

   Εκείνο που είναι ξεκάθαρο, και το αναφέρει ο D. W. Bowett στο έργο του, «είναι ότι για όσο αφορά την Ελλάδα και την υφαλοκρηπίδα της το κριτήριο  «”φυσική προέκταση” δεν περιορίζεται μόνο στις ηπειρωτικές ακτές, αλλά αναφέρεται και στα νησιά, μια που δικαιούνται τη δική τους “φυσική προέκταση” η οποία υπάρχει σαν φυσικό γεγονός».

   Επομένως είναι αναγκαίο να επανεπιβεβαιωθεί το αξίωμα, ή η αρχή, ότι «η απόδοση υφαλοκρηπίδας σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή προέρχεται όχι τόσο από κάποιο θεσμό ενός νομικού δικαιώματος όσο βασικά από το ίδιο το γεωλογικό γεγονός της ενότητας (συνέχειας) μεταξύ στεριάς και υφαλοκρηπίδας. Κατά συνέπεια, αν υπάρχει γεωλογική συνέχεια  μεταξύ ενός νησιού και μιας υφαλοκρηπίδας – σαν φυσικό γεγονός – τότε η υφαλοκρηπίδα μπορεί να θεωρείται ότι ανήκει στο νησί ακριβώς όπως θα ανήκε και σε οποιαδήποτε στεριά»(D. W. Bowett, The Legal Regime of Islands in International Law, New York, 1979).

  1. Ετούτων και όσων άλλων έως εδώ δοθέντων, τελικά και συμπερασματικά, και μιά για πάντα, η βαρύνουσα επιστημονική θέση αναφορικά με την «κατάσταση» στο Αιγαίο είναι η ακόλουθη:

Α) «η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου αποτελεί μια αδιάκοπη ενότητα, όπως φαίνεται από την γεωμορφολογία του χώρου, την γεωλογία του βυθού, το ομοιόμορφο βάθος στο μεγαλύτερο μέρος του και τέλος από την έλλειψη πραγματικά μεγάλων χαραδρών (τάφρων) που να διακόπτουν την “φυσική συνέχεια” του βυθού του Αιγαίου», και

Β) «με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύεται ότι ολόκληρη η περιοχή του Αιγαίου αποτελεί “φυσική προέκταση” της ελληνικής στεριάς και ότι τα ελληνικά από κυριαρχικής και εθνολογικής πλευράς νησιά αποτελούν “εξογκώματα” αυτής της “φυσικής προέκτασης” και όχι της Τουρκίας, όπως υποστηρίζουν οι Τούρκοι»(εν γνώσει τους λανθασμένα και παράνομα, προσθέτουμε εμείς).

   Ως εκ τούτου, αυτή πρέπει να είναι και η επίσημη πολιτική θέση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, ακριβώς επειδή βασίζεται σε απολύτως σαφή και ακριβή επιστημονικά δεδομένα και κατηγορηματικές και ακριβείς περιγραφές επιφανών ξένων γεωλόγων.

   Η ίδια αυτή θέση είναι και εκείνη την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να κοινοποιήσουν διεθνώς σε ΕΕ και ΟΗΕ ώστε όλα τα κράτη να γνωρίζουν τα αληθή στοιχεία ύπαρξης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η οποία βεβαίως “συμπαρασύρει” και εκείνη της ΑΟΖ, μιας και ΑΟΖ = υφαλοκρηπίδα και το αντίστροφο.

   Η διεθνής κοινοποίηση είναι απολύτως απαραίτητη για την δικαίωση και εφαρμογή, όπου και όταν δει, των ελληνικών όχι μόνο νομικών αλλά και γεωλογικών δικαιωμάτων κυριαρχίας ενάντια στον σφετερισμό που επιχειρείται μέσω των σαθρών τουρκικών “δήθεν συμπερασμάτων”, τα οποία ποτέ η Ελλάδα δεν αντέκρουσε και γι’ αυτό είναι και εκείνα που οι ξένοι κυβερνώντες γνωρίζουν αγνοώντας την αληθινή πραγματικότητα “επί του εδάφους “!

   Την γεωλογική και γεωμορφολογική κατάσταση στο Αιγαίο κανείς ξένος κυβερνών δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μάθει. Μέγας καιρός είναι να την γνωρίσουν και καιρός είναι επίσης το βιβλίο Το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο του Μιχάλη Χρ. Σταυρινού όχι μόνο να επανεκδοθεί στα ελληνικά ως έχει, αλλά και να μεταφραστεί στις κυριότερες γλώσσες της Ευρώπης για όλα τα μέλη της ΕΕ και του ΟΗΕ.

    Μετά από όλα ετούτα. είναι ηλίου φαεινότερο πως ο σωστότερος τίτλος του παρόντος κειμένου ασφαλώς δεν μπορεί παρά να είναι Η ελληνική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου.                        

                                                                                Κρεσέντσιο Σαντζίλιο

                                                                                         Ελληνιστής

          ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

* Όλες οι σημειώσεις ανήκουν βεβαίως στο ίδιο βιβλίο του Μιχάλη Χρ. Σταυρινού Το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.

1) “The Undersea”, N. C. Flemming, Cassel-London, 1977, κεφάλαιο 1 The Ocean Floor, σελ. 29. Κατά τα άλλα, η επιβεβαίωση της θεωρίας των τεκτονικών φύλλων στα οποία χωρίζεται ο φλοιός της Γης τεκμηριώνεται σε πλήθος συγγραμμάτων διακεκριμένων γεωλόγων, εκ των οποίων  ενδεικτικά το έργο του Smiley J. Charles, Plate Tectonics-Assenssments and Reassenssments, USA, 1974, σελ.148 και το έργο των Xavier Le Pichon/Jean Francheteau/Jeran Bonnin, Plate Tectonics, Amsterdam, σελ. 82-83.

2) M.W. Mc Elhinny, Paleomagnetics Poles and Plates Tectonics, Cambridge, 1973.

3) Αυτή είναι και η βασική άποψη αρκετών γεωλόγων, όπως οι A. E. M. Nairn, W.H. Kanes κι όπως επίσης της New Encyclopedia Brittanica, 15η έκδοση, τόμος 1, σελ. 122-123.

4)  Λ.χ. το Ευρασιατικό  φύλλο, το Αδριατικό φύλλο, εκείνο του Ιράν και, μερικώς, το Αραβικό.

Σχόλια