Το “δόγμα των δυόμιση πολέμων”, οι Κούρδοι και οι τουρκικές έρευνες στο Λιβυκό

Λυγερός Σταύρος

Στη δεκαετία 1990, η Άγκυρα είχε εκπονήσει το “δόγμα των δυόμιση πολέμων”, με σκοπό να είναι σε θέση να πολεμήσει ταυτοχρόνως εναντίον της Ελλάδας, της (τότε μη διαλυμένης) Συρίας και των Κούρδων ανταρτών του PKK. Επρόκειτο αναμφισβητήτως για πολύ φιλόδοξο στόχο, αλλά όπως είναι γνωστό τα επιτελικά σχέδια έμειναν στο συρτάρι. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, η μετακεμαλική Τουρκία είχε ασκήσει αφόρητη στρατιωτική πίεση στη Δαμασκό, επιτυγχάνοντας την εκδίωξη του Οτσαλάν από τη Συρία, με κατάληξη τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη στην ελληνική πρεσβεία στην Κένυα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Για τον απλό λόγο ότι –το συνειδητοποιούν οι αρμόδιοι στην Αθήνα ή όχι– το ελληνοτουρκικό μέτωπο είναι διασυνδεδεμένο με το τουρκοκουρδικό. Μπορεί τα όσα συμβαίνουν στη βόρειο Συρία ή στο ιρακινό Κουρδιστάν σε ορισμένους να φαντάζουν πολύ μακρινά και άσχετα, αλλά δεν είναι. Προφανώς, πρόκειται για ποιοτικά διαφορετικές συγκρούσεις (με τους Κούρδους και την Ελλάδα), αλλά η μία επηρεάζει κατά κανόνα καθοριστικά την άλλη.

Όσο η Τουρκία είναι εγκλωβισμένη σε συγκρούσεις με τους Κούρδους αντάρτες, το ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού εναντίον της Ελλάδας απομακρύνεται για προφανείς λόγους. Λόγω της ρητορικής των λεονταρισμών, η Άγκυρα ποτέ δεν θα το ομολογήσει, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Κι όταν λέω ότι απομακρύνεται ένας τουρκικός στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός δεν αναφέρομαι μόνο σε μία αιφνιδιαστική επίθεση του τύπου “θα έλθουμε νύχτα”, όπως συνηθίζει να λέει ο Ερντογάν και οι δικοί του, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Αναφέρομαι και στην προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου με την απειλή άσκησης στρατιωτικής βίας, τη συνήθη δηλαδή τακτική της Άγκυρας.

Σύμφωνα με την κατάσταση που έχει προκύψει, δύο είναι τα μέτωπα, στα οποία ο Ερντογάν ενδεχομένως να επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένο. Το πρώτο και πιθανότερο, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο, είναι στο Λιβυκό Πέλαγος. Το δεύτερο συνδέεται με την κλιμακούμενη πίεση που ασκεί η Άγκυρα για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.

Το Μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης

Το Μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης του 2019, με το οποίο οριοθετήθηκε ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, παρακάμπτοντας αυθαιρέτως και παρανόμως τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος και Κρήτη, άνοιξε τον δρόμο σε ό,τι αφορά ένα έμπρακτο τουρκικό τετελεσμένο στο Λιβυκό. Το Μνημόνιο εκείνο, παρότι αμφισβητήθηκε ευθέως από την μετέπειτα ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ, παρέμεινε στο τραπέζι ως προηγούμενο.

Τελευταία, υπεγράφη το δεύτερο μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης, με το οποίο παραχωρούνται στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου TPAO δικαιώματα έρευνας και γεωτρήσεων στη λιβυκή ΑΟΖ. Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για μία δεύτερη συμφωνία, η οποία ενεργοποιεί την πρώτη. Προφανώς, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα εάν το λιβυκό κράτος παραχωρούσε δικαιώματα στην τουρκική κρατική εταιρεία για έρευνες και γεωτρήσεις εντός της λιβυκής ΑΟΖ, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τη μέση γραμμή. Με βάση το πρώτο Μνημόνιο, όμως, για την μεταβατική κυβέρνηση της Τρίπολης η λιβυκή ΑΟΖ φθάνει μέχρι τα έξι μίλια έξω από τις νότιες ακτές της Κρήτης, δηλαδή έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα!

Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται ένας κλασικός μηχανισμός πρόκλησης ελληνοτουρκικής κρίσης και μάλιστα αυτή τη φορά με τη συμμετοχή τρίτου κράτους, της Λιβύης. Η Άγκυρα θα ισχυρισθεί ότι οι τουρκική έρευνα και πιθανή γεώτρηση (σε ελληνική ΑΟΖ) πραγματοποιείται με βάση την παραχώρηση άδειας από την Τρίπολη κι όχι με δική της πρωτοβουλία. Και τυπικώς έτσι θα είναι, γεγονός που διπλωματικά ενισχύει την τουρκική θέση.

Υπάρχει, βεβαίως, δύο αντίλογοι: Πρώτον, ότι καμία χώρα, ούτε η Τουρκία ούτε η Λιβύη, δεν μπορεί να παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο ορίζει σαφώς ότι τα νησιά δικαιούνται ΑΟΖ. Δεύτερον, ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης δεν έχει εξουσία να υπογράφει τέτοιες συμφωνίες, επειδή είναι μεταβατική και επιπλέον επειδή η λιβυκή Βουλή είναι εκπεφρασμένα αντίθετη και με το πρώτο τουρκολιβυκό Μνημόνιο (2019) και με το φετινό.

Μονόδρομος ο συντονισμός με Αίγυπτο

Υπενθυμίζουμε ότι η κυβέρνηση Ντμπεϊμπά είχε δεσμευθεί να πραγματοποιήσει γενικές εκλογές τον Δεκέμβριο 2021, αλλά φρόντισε να τις τορπιλίσει για να παραμείνει στην εξουσία, κυρίως με τη στρατιωτική και πολιτική-διπλωματική στήριξη του Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ενεργούμενο της Άγκυρας κι όχι για κυβέρνηση ανεξάρτητης χώρας, αφού, άλλωστε, δεν ελέγχει την Ανατολική Λιβύη, όπου δεσπόζει ο στρατάρχης Χαφτάρ.

Η Αθήνα σωστά πιέζει –και μέσω των ΗΠΑ της ΕΕ και του ΟΗΕ– την Τρίπολη να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση ΑΟΖ στο Λιβυκό με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας. Υπακούοντας στις τουρκικές εντολές, η μεταβατική κυβέρνηση της Τρίπολης υπεκφεύγει, οξύνοντας τους τόνους, επειδή έχει συνείδηση πως εάν αρχίσει διαπραγματεύσεις θα τιναχθεί στον αέρα το τουρκολιβυκό Μνημόνιο του 2019.

Για την Ελλάδα είναι μονόδρομος να συντονισθεί με την Αίγυπτο και να παίξουν από κοινού το “χαρτί” της Ανατολικής Λιβύης, προκειμένου να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης Ντμπεϊμπά. Έστω με καθυστέρηση και ολιγωρίες, προς αυτή την κατεύθυνση κινείται, όπως φάνηκε και από την επίσκεψη των Δένδια-Παναγιωτόπουλου στο Κάιρο για υπογραφή συμφωνίας σχετικά με την αρμοδιότητα έρευνας και διάσωσης στη θαλάσσια περιοχή όπου έχει οριοθετηθεί η ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.

Τί έχει δείξει η τουρκική πρακτική

Όπως έχει αποδείξει η μέχρι τώρα τουρκική πρακτική, η Άγκυρα στέλνει ειδικό σκάφος της για έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ, συνοδευόμενο από πολεμικά. Με τον τρόπο αυτό, ρίχνει το μπαλάκι στην Αθήνα, θέτοντάς της το δίλημμα ή να ανεχθεί την έμπρακτη παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ή να εμποδίσει τις έρευνες, διακινδυνεύοντας ένα θερμό επεισόδιο, ενδεχομένως με ανεξέλεγκτη κατάληξη.

Είναι αληθές ότι στην Άγκυρα έχουν πεισθεί πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να αντιδράσει δυναμικά σε τέτοιες προκλήσεις. Το επιβεβαίωσαν και το καλοκαίρι του 2020, όταν το Oruc Reis –με τη συνοδεία πολεμικών– είχε πραγματοποιήσει εκτεταμένες σεισμικές έρευνες στη θάλασσα ανατολικά της Κρήτης και νότια του Καστελλορίζου. Ναι μεν τότε είχε κινητοποιηθεί ο ελληνικός στόλος, αλλά δεν είχε πράξει τίποτα για να εμποδίσει τις έρευνες.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι κόκκινη γραμμή γι’ αυτήν είναι η παραβίαση των χωρικών υδάτων (έξι μίλια), λες και οι Τούρκοι είχαν αμφισβητήσει τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε με εκείνη τη δήλωση, εξ αντιδιαστολής, στείλει το μήνυμα στον Ερντογάν ότι θα ανεχθεί την παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων τουλάχιστον σ’ εκείνη την θαλάσσια περιοχή, άρα είχε τροφοδοτήσει τον τουρκικό επεκτατισμό.

Η ειδοποιός διαφορά εκείνης της συγκυρίας από τη σημερινή είναι ότι εάν οι Τούρκοι επιχειρήσουν έρευνες έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα στο Λιβυκό, από επιχειρησιακής απόψεως τα πολεμικά σκάφη τους θα είναι σε δυσμενή θέση έναντι των ελληνικών δυνάμεων, επειδή θα είναι συγκριτικά απομακρυσμένα από τις βάσεις τους και τα τουρκικά αεροδρόμια. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι περισσότερο ευάλωτα σε περίπτωση σύγκρουσης.

Αναζητώντας μία “εύκολη νίκη”…

Εάν σ’ αυτό προσθέσουμε τα έντονα προβλήματα της τουρκικής Αεροπορίας, προκύπτει ότι από επιχειρησιακής απόψεως ένα θερμό επεισόδιο νοτίως της Κρήτης έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε τουρκική ήττα, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η Αθήνα επιδείξει την αναγκαία αποφασιστικότητα. Με άλλα λόγια, ενώ ο Ερντογάν ψάχνει μία “εύκολη νίκη” για να την πουλήσει στους ψηφοφόρους, κινδυνεύει να του γυρίσει μπούμεραγκ. Πολύ περισσότερο, όταν ο ευρύτερος συσχετισμός δυνάμεων και το κλίμα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι σαφώς δυσμενή για την Τουρκία. Όπως, λοιπόν, λέει ο λαός, μπορεί να “πάει για μαλλί και να βγει κουρεμένος”.

Προφανώς, αυτό δεν διαφεύγει των επιτελών στην Άγκυρα, αλλά ενδεχομένως να τους παρασύρει η εδραιωμένη πλέον πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντιδράσει. Η πείρα δικαιολογημένα τούς οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα, αλλά η Ιστορία δείχνει πως υπάρχει ένα όριο. Και εάν αυτό παραβιασθεί, οι συνήθεις αντιδράσεις αλλάζουν. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της Αθήνας.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να επανέλθουμε στην τουρκοκουρδική σύγκρουση, την οποία έθιξα στην αρχή αυτού του άρθρου. Παρά τους τουρκικούς λεονταρισμούς, όσο ο τουρκικός στρατός είναι εγκλωβισμένος σε συγκρούσεις με τους Κούρδους, έστω και μόνο με αεροπορικές επιδρομές, δεν έχει περιθώριο να επιχειρήσει στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό εναντίον της Ελλάδας, ούτε καν πρόκληση με έρευνες στο Λιβυκό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να εμπλακεί στα της Συρίας και του Ιράκ. Σημαίνει, όμως, ότι ο κουρδικός παράγοντας πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στους ελληνικούς στρατιωτικούς σχεδιασμούς. Όσο κι αν στην Αθήνα δεν θέλουν το βλέπουν, το βλέπουν στην Άγκυρα, όπου φοβούνται ότι ένα θερμό επεισόδιο στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, ειδικά εάν κλιμακωθεί σε σύγκρουση, θα δώσει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία στους Κούρδους και της Συρίας και του PKK να περάσουν στην αντεπίθεση με τους αντάρτικους τρόπους που αυτοί γνωρίζουν. Κι αυτός ακριβώς ο φόβος λειτουργεί αποτρεπτικά για τον Ερντογάν.

======

Σχόλια