Π. Ήφαιστος, ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΙΣΧΥΣ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

  

Εισαγωγή: Ακολουθεί μια σύντομη ανάλυση για την πυρηνική ισχύ. Εν μέρει αντλεί από το κεφάλαιο 34 του βιβλίου «Ο πόλεμος και τα αίτιά του, τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού της τρομοκρατίας» (δεν συμπεριλαμβάνονται επεξηγηματικές υποσημειώσεις).

 Η κρίση αναφορικά με την αξίωση της Βόρειας Κορέας να εδραιώσει πυρηνική ισχύ δεν είναι παρά μόνο ένα επεισόδιο στην αλυσίδα μια αμφιλεγόμενης διαδρομής με αφετηρία εν μέσω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν όπως αποδείχθηκε αυτό που απέκτησε πρώτος το πυρηνικό όπλο –και το χρησιμοποίησε για πρώτη και τελευταία φορά– κυριάρχησε. Ακολούθησε η σύγκλιση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ οι οποίες παρά την θανάσιμες διαφορές τους συμφώνησαν για την «μη διασπορά των πυρηνικών όπλων» εξ ου και η ομώνυμη Συνθήκη.
Στην σύντομη ανάλυση που ακολουθεί θα εξηγήσουμε ότι η διατύπωση άποψης για τα πυρηνικά όπλα δεν μπορεί να είναι γραμμική. Σχετίζεται με πολλά, μεταξύ άλλων, α) εάν ο σκοπός είναι ο πυρηνικός αφοπλισμός και κατά πόσο λόγω τεχνολογίας αυτό είναι εφικτό, β) ποιοι «δικαιούνται» να έχουν πυρηνικά όπλα και με ποια ηθική, πολιτική και στρατηγική αιτιολόγηση-δικαιολόγηση και γ) επειδή «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» (βλ. πιο κάτω) ποιος σκοπός εξυπηρετείται με την κατοχή αυτής της ισχύος με δεδομένο ότι ισχύει το εξής παράδοξο: Ενώ η πυρηνική υπεροχή είναι ο μόνος τρόπος παγκόσμιας ηγεμονικής υπερίσχυσης μιας μεγάλης δύναμης (John Mearsheimer), όπως γνωρίζουμε ήδη από το 1979 (μελέτη για τον «πυρηνικό χειμώνα» του ΜΙΤ) η χρήση του δεν θα επιφέρει μόνο ολική καταστροφή του πλανήτη αλλά αυτονόητα θα είναι αυτοκαταστροφική και για τον επιτιθέμενο. Το πόσο αμφίπλευρη είναι αυτή η συζήτηση μπορεί να το καταλάβει αν κανείς αναλογιστεί το πώς μπορεί να επηρεάσει την διαλεκτική πολέμου-αποτροπής-θερμής αναμέτρησης η αλματώδης τεχνολογική πρόοδος.
Τέλος, σημειώνω και το εξής: Κλείνουν σχεδόν τρεις δεκαετίες κυκλοφορίας του βιβλίου μου Nuclear Strategy and European Security Dilemmas, Towards an Autonomous European Defense System? (Gower, Aldeshot 1988) στο οποίο υπό το πρίσμα πάγιων αξιωμάτων της στρατηγικής θεωρίας εξετάστηκαν τόσο οι στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων όσο και τα ευρωστρατηγικά ζητήματα. Χρήζει ίσως να επισημανθεί καθότι φωτίζει το ζήτημα της πυρηνικής ισχύος, ότι η μια νέα δημοσίευση του κειμένου δεν θα χρειαζόταν παρά μόνο φραστικές αλλαγές όπως «πρώην ΕΣΣΔ» αντί ΕΣΣΔ. Σε όλα τα άλλα τα διλήμματα και προβλήματα που θέτει η πυρηνική ισχύς τον 21 αιώνα είναι σχεδόν τα ίδια με αυτά της δεκαετίας του 1940 και 1950 όταν συνειδητοποιήθηκαν οι μεγάλες προεκτάσεις των πυρηνικών όπλων. Κανείς θα δει στο κείμενο, για παράδειγμα, πως παρά τις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις η διαλεκτική σχέση θερμού πυρηνικού πολέμου και αποτρεπτικού πολέμου είναι ακριβώς οι ίδιες. Σίγουρα όσο προχωρούμε πιο οξυμμένα προβλήματα, κάτι που ανάλυσε αριστουργηματικά και ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του Θεωρία του Πολέμου.
Η πυρηνική ισχύς αφορά και την Ελλάδα, κάτι που πιο κάτω με συντομία αναφέρεται σε σχέση με την Τουρκία.
Το κείμενο που ακολουθεί αντλεί ως προς κάποια σημεία από το κεφάλαιο 34. «Πόλεμος και πυρηνικά όπλα: Σκοπός, πολιτική, η κρίση στο Αφγανιστάν και ο πόλεμος στο κατώφλι του 21ου αιώνα» του Ο πόλεμος και τα αίτιά του, τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού της τρομοκρατίας (Εκδόσεις Ποιότητα).
 Για τους μυημένους στα άδυτα της πυρηνικής στρατηγικής είναι γνωστό πως η πλέον κατασταλαγμένη αντίληψη στην στρατηγική ανάλυση, όπως εξάλλου κατοπτρίζεται στο στρατηγικό δόγμα των κρατών που κατέχουν πυρηνικά όπλα, είναι η αποτροπή του πολέμου και όχι η «διεξαγωγή μάχης» με πυρηνικά όπλα. Για να γίνει αυτό κατανοητό είναι αναγκαίο, έστω και συντομοφραφικά, να ανατρέξουμε σε φιλοσοφικά και τεχνικά ζητήματα που αφορούν την πυρηνική ισχύ στο σύγχρονο διεθνές σύστημα.
Κατ’ αρχάς, ενώ η κρατούσα άποψη στην στρατηγική θεωρία και στην στρατηγική πράξη είναι ότι το πυρηνικό όπλο συνιστά αποτρεπτική ισχύ και τίποτα άλλο, η ημιτελής –πλην από άποψη στρατηγικής θεωρίας κατασταλαγμένη– συζήτηση της δεκαετίας του 1970 εξελίχθηκε. Ιδιαίτερα μετά το κτύπημα στους πύργους του Μανχάταν ήταν πρώτο πολιτικά αρμόδια πρόσωπα στις ΗΠΑ άφησαν σαφείς υπαινιγμούς για πιθανή χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων. Κατά την διάρκεια των δύο δεκαετιών που παρήλθαν ακούστηκαν παρόμοιοι υπαινιγμοί, πλην, πρέπει να σημειώσουμε, πολύ προσεκτικά διατυπωμένοι, κυρίως ως υποβολή των συνεπειών της όξυνσης της αντιπαράθεσης επί ζητημάτων μικρότερης σημασίας (πχ η κρίση στην Συρία). Ταυτόχρονα είτε υποκριτικά είτε για να δικαιολογηθούν συγκεκριμένες στρατηγικές αποφάσεις συχνά εκφράζονται επίσημοι φόβοι πως η τρομακτική αυτή ισχύς δυνατό να βρίσκεται στην κατοχή ατόμων ή ομάδων χωρίς κοινωνική αναφορά.

 ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ


Σχόλια