Πόσο και με ποιους τρόπους κούρεψαν τις συντάξεις τα Μνημόνια

Ρομπόλης Σάββας - Μπέτσης Βασίλης

Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα κατά τη μνημονιακή δεκαετία αντιμετωπίσθηκε από τους δανειστές και τις ελληνικές κυβερνήσεις λανθασμένα και δογματικά. Αντιμετωπίσθηκε ως δημοσιονομική και όχι ως κοινωνικο-αναπτυξιακή συνιστώσα της οικονομικής πολιτικής με θύμα τις συντάξεις και τους μισθούς. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικό-ασφαλιστικοί νόμοι που ψηφίσθηκαν στην Ελλάδα κατά την δεκαετία 2010-2020, υπέταξαν ουσιαστικά το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στις ανάγκες της κρίσης του δημόσιου χρέους, καθώς και στους δημοσιονομικούς περιορισμούς. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λειτουργούν ως μηχανισμός προσαρμογής στις κατευθύνσεις και τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης. Βέβαια, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η εφαρμογή των συγκεκριμένων πολιτικών επέφερε σημαντική αποστασιοποίηση από την αναγκαία πορεία εξυγίανσης, εξορθολογισμού και ανασύστασης του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην χώρα μας. Κι αυτό γιατί οι νομοθετικές παρεμβάσεις είχαν ως κεντρικό στόχο την μείωση των συντάξεων και των συνταξιοδοτικών δαπανών.

Αυτό έγινε μεταξύ άλλων, με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, με κατάτμηση της ενότητας της συνταξιοδοτικής παροχής σε εθνική και ανταποδοτική σύνταξη, με μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης, με μείωση των συντελεστών αναπλήρωσης, με θεσμοθέτηση αυτόματου κόφτη του επιπέδου των συντάξεων κλπ. Έτσι, η συνταξιοδοτική δαπάνη (κύρια και επικουρική σύνταξη) στην Ελλάδα δεν θα υπερβεί κατά την περίοδο 2018-2070 το επίπεδο του 16,2% του ΑΕΠ, δηλαδή επιπλέον αύξηση κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ποσοστού (13,5% του ΑΕΠ) που ήταν το 2009.

Παράλληλα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση (τριμερής χρηματοδότηση 4,5% του ΑΕΠ ή 8,9 δισ.) και η κρατική επιχορήγηση (κάλυψη ελλειμμάτων 5,5% του ΑΕΠ ή 9,1 δισ.), του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που το 2015 ήταν 10% του ΑΕΠ (18 δισ.), δεν θα υφίσταται από 1/1/2026. Η κρατική χρηματοδότηση μετά το 2025 θα περιορίζεται στην χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης (386 ευρώ με ασφάλιση 20 ετών και 346 ευρώ με ασφάλιση 15 ετών), η οποία θα ανέρχεται σε 7% του ΑΕΠ (13 δισ. περίπου).

Δυσμενείς προοπτικές

Οι δυσμενείς αυτές προοπτικές για τις συντάξεις κατά τις επόμενες δεκαετίες στην χώρα μας, επιβάλλεται, από κάθε άποψη, να κατανοηθούν από τις ασκούμενες κοινωνικο-ασφαλιστικές και οικονομικές πολιτικές ως ανησυχητικές προκλήσεις και όχι ως δεδομένες εξελίξεις. Στις συνθήκες αυτές, από την συγκριτική μελέτη μας των Ν. 3863/2010, 4387/2016 και 4670/2020 εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα αναφορικά με την μείωση των συντάξεων που συντελέστηκε κατά την περίοδο των μνημονιακών πολιτικών, της οικονομικής κρίσης και ύφεσης.

Ας σημειωθεί ότι η βασική αλλαγή –μεταξύ των άλλων– και των τριών προαναφερόμενων νόμων, είναι ότι η κύρια σύνταξη υπολογίζεται πλέον ως εξής: από ένα σταθερό ποσό που χρηματοδοτείται από την φορολογία, από ένα ποσό, το οποίο είναι ανταποδοτικό και υπολογίζεται από τις συντάξιμες αποδοχές και από ένα συντελεστή αναπλήρωσης, ο οποίος προκύπτει από τα έτη ασφάλισης.

Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι ο τρόπος υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών. Πριν τα μνημόνια υπολογιζόταν από τον μέσο όρο της τελευταίας 5ετίας. Μετά τα μνημόνια υπολογίζεται ως ο μέσος όρος όλου του εργασιακού βίου του ασφαλισμένου. Μόνο από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών, προκύπτει μία μείωση στις συντάξεις της τάξης του 16%.

Η ανταποδοτική σύνταξη με το Ν. 3863/2010 είχε ένα μέσο συντελεστή αναπλήρωσης για το χρόνο ασφάλισης από 25 μέχρι 40 έτη, ίσο με 39%. Αντίστοιχα, ο μέσος αυτός συντελεστής αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 μειώθηκε στο 30,6%, δηλαδή μείωση 21,8%. Ενώ, με τον τελευταίο Ν. 4670/2020 ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης για 25 με 40 έτη ασφάλισης είναι 33%, δηλαδή 15,7% μειωμένος σε σχέση με τον Ν. 3863/2010 και 7,8% αυξημένος σε σχέση με τον Ν. 4387/2016.

Μειώνονται οι συντάξεις

Επίσης, στην επικουρική σύνταξη και στους τρεις προαναφερόμενους νόμους, ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης μειώθηκε κατά 25%. Αυτή η μείωση καθορίστηκε με τον Ν. 4052/2012 και διατηρήθηκε η ίδια και στους νόμους 4387/2016 και 4670/2020. Έτσι, οι επικουρικές συντάξεις από μέσο συντελεστή αναπλήρωσης 20% κατά μέσο όρο μειώθηκε στο 15% κατά μέσο όρο.

Κατά συνέπεια, συνολικά και σε μέσους όρους για χρόνο ασφάλισης από 25 μέχρι 40 έτη (μέσος όρος των ετών ασφάλισης των συνταξιοδοτηθέντων) το συνταξιοδοτικό εισόδημα (κύρια και επικουρική σύνταξη) υπέστη μία μείωση της τάξης του 27% από τις εξής αιτίες:

  • Πρώτον, από την μείωση των συντελεστών αναπλήρωσης της κύριας σύνταξης.
  • Δεύτερον, από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών με τον μέσο όρο όλου του εργασιακού βίου.
  • Τρίτον, από την μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης.

Αντίστοιχα, το μέσο εισόδημα των εργαζομένων κατά την δεκαετία 2010-2020 μειώθηκε κατά 24%. Έτσι, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η μνημονιακή κοινωνικο-ασφαλιστική νομοθεσία της δεκαετίας 2010-2020 στην Ελλάδα στερείται των προϋποθέσεων για να είναι μια ουσιαστική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση, η οποία θα ανέτρεπε τον δημοσιονομικό χαρακτήρα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και θα εγκαθίδρυε νέα στοιχεία κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα με ισότητα, οικονομική ισορροπία και σταδιακή βελτίωση του επιπέδου των συντάξεων.

Σχόλια