Το μοιραίο σφάλμα της Δύσης και η Ελλάδα

Γιώργος Παπανικολάου

Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η παγκοσμιοποίηση τις προηγούμενες δεκαετίες ίσως αποτελέσει το πιο ολέθριο σφάλμα των ΗΠΑ, εκείνο που θα επιφέρει και την απώλεια της κυριαρχίας της Δύσης στον πλανήτη.

Τα όσα συμβαίνουν, όχι μόνο στην Ουκρανία και πέριξ της Ταϊβάν, αλλά και στο εσωτερικό των δημοκρατιών της Δύσης είναι σε μεγάλο βαθμό αποτελέσματα του ίδιου λάθους.

Με κορωνίδα τον Φράνσις Φουκουγιάμα, οι θεωρητικοί του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» στις Ηνωμένες Πολιτείες (η περίφημη σχολή του Liberal interventionism των Δημοκρατικών, την οποία όμως ασπάζονται και πολλοί νεοσυντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι) έσπρωξαν τη θεωρία για το «τέλος της ιστορίας», κατά την οποία η επικράτηση της δυτικού τύπου δημοκρατίας και των φιλελεύθερων αξιών σε όλο τον κόσμο ήταν θέμα χρόνου, με «εργαλείο» την οικονομική ανάπτυξη και, όποτε χρειαζόταν, τη στρατιωτική παρέμβαση της Δύσης.

Το πρώτο εργαλείο αφέθηκε να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα και έφερε την Κίνα στη θέση της δεύτερης παγκόσμιας υπερδύναμης, μετατρέποντάς την σε βιομηχανική ατμομηχανή του κόσμου και διεκδικητή πλέον όχι μόνο οικονομικής αλλά και στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη αφέθηκαν να «ταΐζουν» το θηρίο που τώρα απειλεί να τους κατασπαράξει, τουλάχιστον οικονομικά.

Το δεύτερο εργαλείο, από τη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ ως την περίφημη «αραβική άνοιξη», τη Συρία και το Αφγανιστάν, όχι μόνο έδειξε ότι η μεταλαμπάδευση «με το στανιό» της δυτικού τύπου δημοκρατίας είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη, σε χώρες που πολιτισμικά, ιστορικά αλλά και από πλευράς κοινωνικοοικονομικών δομών δεν διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

Τουναντίον, δημιούργησε την αίσθηση σε μεγάλο μέρος του πάλαι ποτέ τρίτου κόσμου, που θυμάται το αποικιοκρατικό παρελθόν, ότι η Δύση δεν σέβεται τις παραδόσεις, τις ιδιομορφίες ή και τη θρησκεία τους, αλλά απλώς επιθυμεί να επιβάλει τις δικές της και μαζί τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά της.

Τα συγκοινωνούντα δοχεία

Τεκτονικές συνέπειες υπήρξαν όμως και στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης, καθώς σταδιακά η παγκοσμιοποίηση οδήγησε όχι μόνο στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου πολλών χωρών του Τρίτου Κόσμου αλλά και στη διεύρυνση των ανισοτήτων μέσα στις χώρες της Δύσης, προς όφελος του μεγάλου πλούτου.

Η σταδιακή αποβιομηχάνιση των χωρών της Δύσης, με μεταφορά της παραγωγής σε χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού και χαμηλών φορολογικών συντελεστών, συνοδεύτηκε στη συνέχεια και από διαρροές από τον χώρο των υπηρεσιών, ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις επιτάχυναν τη διαδικασία.

Η πολιτική της Δύσης άργησε να καταλάβει ότι στην πράξη το μοντέλο παγκοσμιοποίησης που εφαρμόστηκε, οδήγησε στη δημιουργία «συγκοινωνούντων δοχείων», με το βιοτικό επίπεδο των αναπτυσσόμενων χωρών να ανεβαίνει, επηρεάζοντας όμως αρνητικά μεγάλος μέρος του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες.

Ταυτόχρονα έννοιες όπως η «πολυπολιτισμικότητα» πέρασαν στο πολιτικό λεξιλόγιο, περίπου την ίδια χρονική περίοδο που μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στη Δύση άρχισε να αντιλαμβάνεται ως απειλή όχι μόνο τα κύματα μετανάστευσης αλλά και το off shoring δραστηριοτήτων που στερούσαν εγχώριες θέσεις εργασίας.

Ο λαϊκισμός επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο κι έφερε στην εξουσία φυσιογνωμίες όπως Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον, αποκτώντας ολοένα και περισσότερο εθνικιστικό πρόσημο. Η Δημοκρατία άρχισε να δέχεται σφοδρά πλήγματα «εκ των έσω», στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, καθώς τα πολιτικά συστήματα απέτυχαν να διαγνώσουν την κατάλληλη θεραπεία ενάντια στη διαίρεση των κοινωνιών τους. Κάτι που δεν έχει γίνει ούτε και σήμερα, ενώ οι πιέσεις στις κοινωνίες εντάθηκαν ακόμη περισσότερο, πρώτα λόγω της πανδημίας και τώρα λόγω των συνεπειών του πολέμου της Ουκρανίας και της πληθωριστικής έξαρσης.

Δεν είναι τυχαία η πολιτική αναταραχή που καταγράφεται σε μια σειρά από Δυτικές χώρες, από τη Γαλλία, όπου ο Μακρόν δεν έχει πια την πλειοψηφία στη Βουλή, με μεγάλο κερδισμένο την ακροδεξιά Λεπέν, τη Βρετανία, όπου κατέρρευσε ο Μπόρις Τζόνσον χωρίς να υπάρχει κάποιος φωτεινός διεκδικητής του πρωθυπουργικού θώκου, έως την Ιταλία, όπου είναι πιθανό να δούμε ακροδεξιά πρωθυπουργό, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι. Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν εμφανίζει πλέον ποσοστά αποδοχής χαμηλότερα κι από αυτά που είχε ο Τραμπ!

Αγώνας σε δύο μέτωπα

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αγώνας της Δύσης να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της απέναντι στο αναδυόμενο δίπολο Ρωσίας-Κίνας είναι διμέτωπος. Το εξωτερικό μέτωπο αφορά τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία, την ένταση στην Ταϊβάν και την ευρύτερη περιοχή, καθώς και την προσπάθεια να αποσπάσει τη στήριξη μεγάλων τρίτων χωρών (όπως η Ινδία, η Βραζιλία κ.λπ.), που έως στιγμής δεν αποδίδει αποτελέσματα.

Στο εσωτερικό μέτωπο, που είναι ίσως και το πιο επικίνδυνο, η προσπάθεια αφορά τη συσπείρωση της κοινής γνώμης, κόντρα στις οικονομικές και λοιπές συνέπειες της εξωτερικής αντιπαράθεσης, καθώς γίνεται σαφές ότι για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, στις περισσότερες χώρες, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η πίεση στο βιοτικό της επίπεδο. Που σημαίνει ότι πέρα από τα όσα έχουν ήδη συμβεί, τόσο στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ όσο και σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη φέτος και του χρόνου (από τη Σουηδία ως την Τσεχία, τη Δανία και την Ελλάδα), υπάρχει σοβαρός κίνδυνος περαιτέρω διασπάσεων σε πολυκομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Κι αυτό είναι ένα από τα πολυτιμότερα «ατού» των απολυταρχικών ηγετών, όπως ο Πούτιν, που έχουν σχεδόν τον πλήρη έλεγχο των κοινωνιών τους.

Ο ρόλος της Ελλάδας στα όσα περιεγράφηκαν παραπάνω δεν θα μπορούσε παρά να είναι περιφερειακός. Η χώρα μας δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει πρωταγωνιστικά τόσο σημαντικές διεθνείς καταστάσεις, υφίσταται όμως τις συνέπειες, ενώ όπως και σε πολλά άλλα θέματα, «εισάγει» και τάσεις που διαμορφώνονται στο εξωτερικό.

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα

Οι οικονομικές συνέπειες έχουν ήδη γίνει ορατές κι εκτιμάται ότι θα βαρύνουν ακόμη περισσότερο αρχής γενομένης από το φθινόπωρο. Περίπου την ίδια περίοδο δεν αποκλείεται να κληθεί να επιλέξει πλευρά ανάμεσα στους δύο μεγάλους συμμάχους της, την Ευρώπη (στην οποία ακουμπάει πολύ περισσότερο οικονομικά, πολιτισμικά και γεωγραφικά) και στις ΗΠΑ (την οποία και ορθώς θεωρεί πολύ βασικότερο παίκτη απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας).

Η βασική αιτία διχασμού αναμένεται ότι θα είναι μια διάσταση απόψεων μεταξύ των ισχυρών χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ απέναντι στον ουκρανικό πόλεμο, καθώς η Ευρώπη που υφίσταται τις πιο σφοδρές συνέπειες ενδέχεται να αυτονομηθεί περισσότερο από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις αποδεκτές συνθήκες για επίλυση του πολέμου με διπλωματικό τρόπο.

Αλλά και πέραν αυτού, οι ανισότητες οξύνονται περισσότερο και στη χώρα μας, με την ακρίβεια (κυρίως μέσω της ενέργειας αλλά όχι αποκλειστικά) να κατατρώει τα εισοδήματα, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, η οποία έχει αρχίσει ήδη να κατηγορείται για αδιάκριτη επιδοματική πολιτική, ενώ από την άλλη, οι παροχές που προσφέρει θυμίζουν σταγόνα στον ωκεανό, απέναντι στις τρελές αυξήσεις των ενεργειακών τιμών.

Τα πράγματα χειροτερεύουν έτι περισσότερο από τη διαρκή απειλή της Τουρκίας, η οποία ακολουθώντας τη ρήση «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται», είναι πιθανό ότι θα κλιμακώσει την ένταση, σε χρόνο επιλογής της, κι όπως αναφέραμε σε προηγούμενο σημείωμα, δεν αποκλείεται να αποφασίσει στο προσεχές μέλλον ότι «η Δύση είναι το παρελθόν και η Ανατολή το μέλλον», κάτι που ενδέχεται να αποτελέσει «υπαρξιακό κίνδυνο» για τα ελληνικά συμφέροντα.

Σε αυτή τη συγκυρία, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, αποκτούν πολύ μεγάλη σημασία. Όχι μόνον διότι κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε μια παρατεταμένη περίοδο υπηρεσιακής κυβέρνησης, δίμηνης διάρκειας. Μεγάλη σημασία θα έχει και το αν από την όλη διαδικασία θα προκύψει κυβέρνηση σταθερή, αλλά και ικανή να χειριστεί προκλήσεις -οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές- που ίσως έχουν πρωτοφανείς διαστάσεις.

Σχόλια