- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Πέρυσι η κυβέρνηση αυτοδιαφημιζόταν ότι δεν έχει ούτε ένα νεκρό από πυρκαγιές και καύσωνες. Γράψαμε ότι επρόκειτο περί ενός κυνικού ψεύδους, που απεδείχθη και στατιστικά.
Από μόνη της, η έκθεση του πληθυσμού σε παρατεταμένες περιόδους καύσωνα πολλαπλασιάζει τις αρρώστιες και τους θανάτους, ιδίως μεταξύ ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και όσων είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται εκτός κλιματιζόμενων χώρων, κάτω από τον ήλιο κλπ. Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα για το φτωχό τμήμα του πληθυσμού, που δεν διαθέτει κλιματιστικό και συνήθως ζει και σε οικολογικά υποβαθμισμένες περιοχές*.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Οι παράγοντες αυτοί δεν επιδρούν αθροιστικά, αλλά πολλαπλασιαστικά. Στη συνήθη μάλιστα ρύπανση της Αττικής προστέθηκε πέρυσι ο καπνός από τις πυρκαγιές της Βαρυμπόμπης.
Προσωπικά, μένω στην Αγία Παρασκευή. Τη δεύτερη ή τρίτη μέρα που ο υπολογιστής μού έβγαζε τη θερμοκρασία και δίπλα την ένδειξη «καπνός», αποφάσισα να πάω στη Σκύρο. Τις προάλλες μάλιστα ρώτησα έναν πολύ γνωστό καθηγητή πόσο επιβαρυμένη είναι η περιοχή μου από ατμοσφαιρική ρύπανση. Δεν είναι από τις χειρότερες, μου απάντησε, συστήνοντάς μου όμως τα καλοκαίρια να πηγαίνω διακοπές λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων όζοντος. Αλλά βέβαια δεν είναι δυνατό να μετακομίσει ο πληθυσμός της Αττικής, που είναι ο μισός ελληνικός πληθυσμός. Πόσο μάλλον που 1,6 εκατομμύριο εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι (οι μισοί συνταξιούχοι στην Ελλάδα παίρνουν κάτω από 700 ευρώ), ένα τεράστιο ποσοστό δηλαδή του γενικού πληθυσμού, δεν αντέχουν οικονομικά να πάνε ούτε μια εβδομάδα διακοπές.
Όσοι δεν έχουν κλιματιστικό, είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να ανοίξουν το παράθυρο και να εισπνεύσουν τη ρύπανση και τον καπνό στην περίπτωση μεγάλης πυρκαγιάς. Με το κλιματιστικό και ολόκλειστα παράθυρα γλυτώνεις ένα ποσοστό έως 50% της εξωτερικής ρύπανσης.
Παίρνοντας λοιπόν αυτά τα δεδομένα, κατέληξα όταν συνέβαιναν τα πράγματα, ότι ασφαλώς υπάρχουν νεκροί, μέσω λογικών συλλογισμών. Μετά από μερικούς μήνες, ήρθε ο καθηγητής Ιωαννίδης, γνωστός από τις απόψεις του για τον κορονοϊό, και είπε στην τηλεόραση του Kontra News ότι όντως υπήρχαν οι νεκροί. Δεν τους βρήκε με λογικούς συλλογισμούς, αλλά από τις στατιστικές των θανάτων του συγκεκριμένου μήνα. Ήταν σημαντικά περισσότεροι από ό,τι συνήθως.
Το Kontra News, σημειωτέον, είναι το μόνο κανάλι που πρόσκειται κάπως στον ΣΥΡΙΖΑ. Και όμως, ακόμα και την εκρηκτική αποκάλυψη του καθηγητή στο φιλικό κανάλι, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν φρόντισε να την αξιοποιήσει στην προπαγάνδα της. Γιατί, όπως και οι πάντες στην Ελλάδα, δεν είναι επικεντρωμένη στην εξέταση προβλημάτων και λύσεων, μέσω της αξίας των οποίων θα μπορούσε να αποσπάσει την εύνοια των ψηφοφόρων.
Κάποια στιγμή μόνο, ο κ. Τσίπρας, που επισκέφθηκε το Αστεροσκοπείο και τον ενημέρωσαν για την κατάσταση, είχε πει πέρυσι ότι πρέπει να κηρυχθεί αργία μία μέρα έντονου καύσωνα. Του την «έπεσαν» οι άθλιοι της κυβέρνησης, λέγοντας ότι δεν μπορεί να κλείνει κάθε τόσο η χώρα και επιχειρώντας να γελοιοποιήσουν την πρόταση (που λίγο αργότερα εφαρμόστηκε σε πόλεις του εξωτερικού που διέθεταν όμως ένα ελάχιστο ενδιαφέροντος για τους κατοίκους τους, το κάναμε άλλωστε και για άλλο μείζον θέμα δημόσιας υγείας, τον κορονοϊό). Φυσικά υπάρχει οικονομικό κόστος σε τέτοια μέτρα, δεν υπάρχει όμως οικονομικό κόστος από την επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος λόγω ασθενειών; Ακόμα και αν δει κανένας ένα τέτοιο ζήτημα αποκλειστικά από οικονομική άποψη – που δεν είναι σωστό για μια κοινωνία να κάνει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερασπίστηκε τη θέση του, που απεδείχθη «ντουφεκιά στον αέρα», γιατί έλειπε η επεξεργασμένη, δουλεμένη άποψη πίσω. Για να έχεις γνήσια αυτοπεποίθηση και να μπορείς να υπερασπιστείς μια θέση αποτελεσματικά, χρειάζεται να έχεις ένα υπόβαθρο γνώσεων και σοβαρότητας, να έχεις πονοκεφαλιάσει και να έχεις ιδρώσει με τα προβλήματα. Μόνο αυτά δεν ενδιαφέρουν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών.
Τα ίδια συνέβησαν μετά το Μάτι. Με το σοκ που υπέστη η κυβέρνηση, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πληροφορήθηκε τα μεγάλα οικιστικά και χωροταξικά προβλήματα της χώρας που κυβερνούσε, ένα από τα οποία ήταν το μπάζωμα όλης της παραλίας από αυθαίρετες μάντρες και τοίχους. Πάνω στη φούρια εκπόνησε ένα πρόγραμμα κατεδάφισης αυθαιρέτων, το οποίο βέβαια ξεφούσκωσε και απεβίωσε πρακτικά λίγους μήνες αργότερα.
Λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά και των ποικίλων αυξανόμενων επιβαρύνσεων του περιβάλλοντος στην Αττική, όπως και των επιπτώσεων άλλων παραγόντων, όπως π.χ. η επιταχυνόμενη φτωχοποίηση του πληθυσμού, η πορεία διάλυσης του ΕΣΥ, του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνικής συνοχής, η επιταχυνόμενη αντιοικολογική δόμηση στην πρωτεύουσα, αυτά τα προβλήματα θα γίνονται όλο και πιο έντονα. Κάποια στιγμή η ποσότητα θα γίνει ποιότητα, θέτοντας σε μεγάλο κίνδυνο τον πληθυσμό της Αττικής, δηλαδή τους μισούς Έλληνες, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, των συστημάτων περίθαλψης κλπ.
Έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια η έννοια των «πλανητικών ορίων» για το πρόβλημα του πλανήτη. Αλλά κάθε σύστημα έχει ορισμένα όρια εκτός των οποίων παύει να είναι βιώσιμο. Το ίδιο ασφαλώς συμβαίνει και με το οικολογικό-πολεοδομικό-κυκλοφοριακό-ενεργειακό-υγειονομικό σύστημα της Αττικής, κατασκευασμένο μεταπολεμικά από τους εισαγωγείς αυτοκινήτων και τους εργολάβους. Μέχρι στιγμής δεν τα έχουμε ξεπεράσει, αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει την επόμενη φορά, με δεδομένο ότι και η κλιματική κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς.
Το γράψαμε πέρυσι, το έχουμε γράψει υπό μορφήν σεναρίου οικολογικής φαντασίας εδώ και 15 χρόνια, αλλά δεν μας προκαλεί φυσικά καμία ικανοποίηση ότι πέρυσι οι New York Times και ο βρετανικός Guardian επίσης χαρακτήρισαν την Αθήνα ως υποψήφια να γίνει η πρώτη πόλη παγκοσμίως που κινδυνεύει να καταστραφεί από την κλιματική αλλαγή.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι δύσκολη και απαιτεί την επεξεργασία ενός σχεδίου για την Αττική που μάλλον υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες, αλλά και τις διαθέσεις, του υπάρχοντος πολιτικού, κρατικού και επιστημονικού συστήματος. Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να περιλάβει οπωσδήποτε τη συστηματική μείωση της κυκλοφορίας ΙΧ, την έμφαση στη χρήση μαζικών μέσων μεταφοράς, κατά προτίμηση σταθερής τροχιάς (τον πολλαπλασιασμό των οποίων χρειαζόμαστε και για τον κορονοϊό: σαν σαρδέλες είναι οι άνθρωποι σε λεωφορεία και μετρό τις ώρες αιχμής), την αποθάρρυνση της περαιτέρω δόμησης της πρωτεύουσας, τη δημιουργία χώρων πρασίνου, ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα αποκέντρωσης και ενθάρρυνσης της μετακίνησης ανθρώπων και δραστηριοτήτων μακριά από την Αττική.
Πρέπει να φύγουμε από την εμβαλωματική λογική και να σκεφτούμε πιο πέρα πως θα είναι η πρωτεύουσα και η χώρα στο μέλλον (thing big, being proactive, λένε οι Αμερικανοί που τόσο θαυμάζει το πολιτικο-δημοσιογραφικό προσωπικό μας).
Δεν μπορεί ασφαλώς να υπάρξει σχέδιο για την πρωτεύουσα χωρίς να υπάρξει σχέδιο για τη χώρα. Οι μόνοι που έχουν σχέδιο για την Ελλάδα σήμερα είναι οι δύο τρεις ξένες δυνάμεις που τη διαφεντεύουν και τη λεηλατούν, καθώς και η συνεργαζόμενη εγχώρια ολιγαρχία. Αυτό είναι ένα σχέδιο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον οικονομικό, γεωπολιτικό, δημογραφικό, πολιτιστικό και ηθικό θάνατο της χώρας.
Όμως, ακόμα κι αν αυτό το πρόβλημα, που είναι πρόβλημα εθνικής επιβίωσης, δεν λυθεί στο άμεσο μέλλον, ορισμένα απλά μέτρα μπορούν να ληφθούν, περιορίζοντας σημαντικά τους κινδύνους και τις απώλειες ζωής των κατοίκων του Λεκανοπεδίου. Αρχίζοντας εξάλλου από τη λήψη τέτοιων απλών, αλλά πολύ αποτελεσματικών μέτρων, αρχίζει και η χώρα να συνηθίζει στην έννοια και τη λειτουργία του σχεδιασμού. Θα αναφερθούμε σε αυτά στο επόμενο άρθρο μας.
Σημείωση
(*) Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι φτωχοί, που
πολλαπλασιάζονται καθημερινά λόγω αύξησης των τιμών και των ενοικίων,
απλώς δεν υπάρχουν για τα «μέσα μαζικής ενημέρωσης» και για τους
πολιτικούς μας που διαγκωνίζονται, από τα κλιματιζόμενα σπίτια και
γραφεία τους, ποιος θα κερδίσει την περιβόητη «μεσαία τάξη», εκφράζοντας
όχι τόσο μια εκλογική στρατηγική, όσο τη δική τους άποψη για την
κοινωνία και τις δικές τους «αξίες». Με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η
έννοια αυτή είναι ένα κλείσιμο του ματιού στους σχετικά εύπορους ή
πάντως όσους έχουν το κεφάλι πάνω από το νερό, ότι θα τους φροντίσουνε
εις βάρος όσων είναι σε χειρότερη θέση.
Κανένα κράτος και καμιά
κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει επί πολύ αδιαφορώντας για την τύχη ενός
μεγάλου μέρους του πληθυσμού της. Για πολιτισμό δεν θα μιλήσουμε, είναι
ουσιώδες εν εξαφανίσει, όχι εν ανεπάρκεια.
Αν θέλετε πάντως να
ακούσετε την πραγματική Ελλάδα, βάλτε το ραδιόφωνό σας στις νυκτερινές
εκπομπές που μιλάνε ακροατές: Θα διαπιστώσετε εκεί ότι η Ελλάδα δεν
μοιάζει τόσο πολύ με την Ελβετία, όπως επιμένουν ότι συμβαίνει τα μέσα
ενημέρωσης, μπουκωμένα από τη λίστα Πέτσα.
--------------
Σχόλια