Κατακτητές, εξαπατημένοι και επιτήδειοι στο ενεργειακό παιχνίδι- Le Monde Diplomatique

Γράφουν

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

 

Με κλειστά μάτια και κυρτωμένη πλάτη, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και Κλιματικής Αλλαγής Ρόμπερτ Χάμπεκ υποκλίνεται με σεβασμό ενώπιον του Καταριανού σεΐχη Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θανί. Στις 20 Μαρτίου 2022, το φλέγον ζήτημα δεν είναι η οικολογική μετάβαση ούτε και η «διπλωματία των αξιών», τόσο προσφιλής σε αυτή τη σημαντική προσωπικότητα των Γερμανών Πράσινων. Ο Χάμπεκ επιδεικνύει τέτοιον εξαιρετικό σεβασμό απέναντι σε έναν τόσο «άμεμπτο» υποστηρικτή των ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως ο εμίρης του Κατάρ (πριν ξαναρχίσει την επόμενη μέρα τις υποκλίσεις ενώπιον του εμίρη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) διότι θέλει να αγοράσει μια μορφή ενέργειας ελάχιστα ορθή όσον αφορά το κλίμα. Πρόκειται για υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ, LNG), ικανό να υποκαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο που μέχρι σήμερα κινούσε τη γερμανική οικονομία. Στη Γερμανία, αυτή η εικόνα προκάλεσε αίσθηση. Αντανακλά τον σεισμό που προκάλεσε στην Ευρώπη ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης στη Μόσχα. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας βρέθηκε στο επίκεντρο, δίπλα στην κλιματική κρίση. Και, χωρίς να προκαλέσει έκπληξη, την παραμέρισε.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η διασφάλιση του εφοδιασμού σε ορυκτά καύσιμα αποτελεί έμμονη ιδέα των εθνών και των αυτοκρατοριών, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα εκμεταλλευθούν αγρίως τον πληθυσμό τους, θα αναδιαμορφώσουν ριζικά τα φυσικά τοπία, θα αποικίσουν άλλες ηπείρους, θα μετατρέψουν τους συμμάχους τους σε υποτελείς, θα πυκνώσουν ή θα ερημώσουν πληθυσμιακά ολόκληρες περιφέρειες. Μεταξύ 2007 και 2011, η ExxonMobil κυριαρχούσε στη Γουόλ Στριτ και, τον Νοέμβριο του 2007, η Petrochina έσπασε για μια σύντομη χρονική περίοδο το παγκόσμιο ρεκόρ χρηματιστηριακής αποτίμησης. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, μονάχα η –μερικώς ιδιωτικοποιημένη– Saudi Aramco παρέμενε στην κατάταξη των δέκα μεγαλύτερων χρηματιστηριακών αποτιμήσεων, πλαισιωμένη από οκτώ γίγαντες της υψηλής τεχνολογίας. 

  • Η ψηφιακή εποχή, που κρύβει προσεκτικά τις ενεργοβόρες υποδομές της πίσω από τις μικρές οθόνες του κοινού, καθώς και η ασάφεια που συνοδεύει τη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μας έκαναν να ξεχάσουμε την πραγματικότητα που στοίχειωνε γενιές ολόκληρες δυτικών ηγετών: η πρόσβαση στην ενέργεια αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική κυριαρχία και την ισχύ μιας χώρας.

Τρεις μήνες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, η μάχη για την ενέργεια, που διεξάγεται μακριά από την Ουκρανία, μετράει ήδη εξαπατημένους, επιτήδειους και κατακτητές. Η Ευρώπη, και ιδίως η Γερμανία, συγκαταλέγονται αναμφίβολα στην πρώτη κατηγορία.

Κατά τη διαχείριση της ουκρανικής κρίσης, οι Βρυξέλλες διέπραξαν δύο απερισκεψίες

Η πρώτη συνίσταται στον βιαστικό και μάλλον απρογραμμάτιστο περιορισμό της μεγάλης εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο (45% στις αρχές του 2022) και πετρέλαιο (27%), χωρίς όμως να διαθέτει εναλλακτική λύση αντίστοιχης αξιοπιστίας και ισοδύναμου κόστους. Ήδη από τις 8 Μαΐου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε τον σχεδιασμό του REPowerEU1, ενός προγράμματος με στόχο «την εξάλειψη της εξάρτησής μας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα» μέχρι το 2027 και, πιο συγκεκριμένα, στον περιορισμό κατά δύο τρίτα των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Το σχέδιο, πλουσιοπάροχα γαρνιρισμένο με «πράσινο υδρογόνο», ηλιακή-αιολική ενέργεια και βιομεθάνιο, στηρίζεται κυρίως στην προσφυγή, όσον αφορά το άμεσο μέλλον, στο ΥΦΑ (LNG). Το ΥΦΑ μεταφέρεται με υγραεριοφόρα τάνκερ (καθένα περιέχει, κατά μέσο όρο, το ισοδύναμο μίας ημέρας κατανάλωσης στη Γαλλία) και εξάγεται κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και το Κατάρ. Το εποφθαλμιούν οι πάντες, καθώς το ένα τρίτο των διεθνών συναλλαγών δεν πραγματοποιούνται μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων παράδοσης, αλλά τοις μετρητοίς. Όποιος πλειοδοτεί, αποκτά το φορτίο.

Όπως και οι πιρουέτες του Χάμπεκ στη Μέση Ανατολή, η ηθική αιτιολόγηση που επικαλείται η ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία για τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού της δημιουργεί μια κάποια αμηχανία. Όπως εξηγούσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «αυτό είναι το στρατηγικό σκεπτικό μας: επιθυμούμε να οικοδομήσουμε τον κόσμο του αύριο ως δημοκρατίες, μαζί με εταίρους που συμμερίζονται τις ίδιες ιδέες», πριν αναφέρει τους μελλοντικούς ενεργειακούς συνεργάτες, δηλαδή τις ΗΠΑ, όπως και τρεις άλλες υποδειγματικές δημοκρατίες: το Αζερμπαϊτζάν, την Αίγυπτο και το Κατάρ2

Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις δεν θα μεταφραστούν σε σημαντικές ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη πριν περάσουν κάποιοι μήνες, ενδεχομένως και χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν αρκετό εξαγωγικό δυναμικό ώστε να υποκαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο. Τα βιβλία παραγγελιών του Κατάρ, με τις εξαγωγές του κατά κύριο λόγο στραμμένες προς την Ασία, είναι γεμάτα μέχρι το 2026. Η Αίγυπτος εξάγει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στην Τουρκία και στην Κίνα. Δεδομένων των ταραχών στην Λιβύη και της διένεξης μεταξύ Αλγερίας και Μαρόκου, που οδήγησε στο κλείσιμο του αγωγού αερίου Μαγκρέμπ-Ευρώπης (GME), η Βόρεια Αφρική δεν φαίνεται να αποτελεί λύση. Αποτέλεσμα: στις 27 του περασμένου Απριλίου, η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη ήταν εξαπλάσια απ’ ό,τι έναν χρόνο νωρίτερα3.

Με κριτήριο τα συμφέροντα της Ευρώπης, η ευθυγράμμιση της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις αμερικανικές θέσεις αποτελεί ένα δεύτερο λάθος. 

Η Ουάσιγκτον μπορεί πολύ εύκολα να επιβάλει εμπάργκο στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες (στις 8 Μαρτίου), αφού δεν πλήττεται η ίδια από αυτές τις κυρώσεις. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ακολούθησε αναγγέλλοντας στις 4 Μαΐου τη «σταδιακή διακοπή του εφοδιασμού με ρωσικό αργό πετρέλαιο εντός των επόμενων έξι μηνών και με προϊόντα διΰλισης μέχρι το τέλος του έτους» ισοδυναμεί με την επιβολή κυρώσεων στους πληθυσμούς της Γηραιάς Ηπείρου, ιδίως στα στρώματα με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Πράγματι, περισσότερο από το μισό ντίζελ που εισάγει η Ευρώπη προέρχεται από τη Ρωσία. Όμως, τα κυβερνητικά μέτρα ελάφρυνσης, που αποσκοπούν στην αποφυγή μιας κρίσης τύπου «Κίτρινων Γιλέκων» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν αντισταθμίζουν, ούτε πλήρως ούτε σε μακροπρόθεσμη βάση, την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Έτσι, όταν δικαιολογημένα η Ε.Ε. διαφοροποιεί τον ενεργειακό εφοδιασμό της, δεν έχει κανένα συμφέρον να μποϋκοτάρει τη Μόσχα. Σε αυτό το θέμα, έχει ήδη εμφανιστεί ένα ρήγμα: απέναντι στην Πολωνία και στις Βαλτικές χώρες, ευθυγραμμισμένες με την Ουάσιγκτον και αποφασισμένες να αποκόψουν άμεσα την τροφοδοσία με υδρογονάνθρακες «που χρηματοδοτούν τον πόλεμο του Πούτιν», η Ουγγαρία και η Σλοβακία, δύο χώρες που τροφοδοτούνται από έναν ρωσικό πετρελαιαγωγό, αρνούνται το ενεργειακό χαρακίρι που τους προτείνει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Η γερμανική πολιτική αποφασίζεται στην Ουάσιγκτον

Η περίπτωση της Γερμανίας συνοψίζει από μόνη της τις ευρωπαϊκές ανακολουθίες. Η χώρα είχε στηρίξει την ενεργειακή ασφάλειά της στο φθηνό φυσικό αέριο, στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια τροφοδοσίας και σε σταθερές υποδομές με μεγάλη διάρκεια ζωής (αγωγοί Nord Stream 1 και 2). Η στρατηγική χρονολογούνταν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000: η παρουσία μιας γειτονικής Ρωσίας εξασθενημένης, πειθήνιας και εξαιρετικά πλούσιας σε υδρογονάνθρακες πρόσφερε τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση έναν εμπορικό μοχλό πίεσης απέναντι στους προμηθευτές της από τη Μέση Ανατολή και την Αλγερία. Η εξάρτηση του Βερολίνου από τη Μόσχα αυξήθηκε όταν η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αποφάσισε τη διακοπή της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας4 το 2011, καθώς ποντάριζε σε μια γρήγορη μετάβαση προς τις λεγόμενες «πράσινες» μορφές ενέργειας. Τέσσερα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα, η Μέρκελ εξακολουθούσε να αντιστέκεται στις αμερικανικές πιέσεις για εγκατάλειψη του αγωγού Nord Stream 2. Το Βερολίνο συμφωνούσε τότε με τη Μόσχα να παρουσιάζουν τις σχετικές με το φυσικό αέριο συναλλαγές και τις αντίστοιχες υποδομές τους ως μια καθαρά εμπορική υπόθεση, προκειμένου να τις εκθέτουν όσο το δυνατόν λιγότερο στα απρόοπτα της διεθνούς συγκυρίας και στην αντιρωσική πολιτική της Ουάσιγκτον.

Οι σφοδρότατες επικρίσεις της Ουάσιγκτον, η παρουσία των Πράσινων στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου και, στη συνέχεια, η εισβολή στην Ουκρανία συνέτριψαν αυτό το καθεστώς5. Στις 7 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωνε παρουσία του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ότι, όσον αφορά τα ενεργειακά ζητήματα, η γερμανική πολιτική επί της ουσίας θα αποφασίζεται πλέον στην Ουάσιγκτον και όχι στο Βερολίνο: «Εάν η Ρωσία εισβάλει, εάν δηλαδή τα ρωσικά άρματα και στρατεύματα διαβούν ξανά τα ουκρανικά σύνορα, τότε δεν θα υπάρχει πια ο Nord Stream 2. Θα βάλουμε τέλος στη λειτουργία του». Εύκολα φαντάζεται κάποιος την αντίδραση του Λευκού Οίκου εάν η Γερμανία απειλούσε να «βάλει τέλος στη λειτουργία» μιας μεγάλης αμερικανικής υποδομής σε περίπτωση εισβολής στο Ιράκ…

Με το Κίεβο να βομβαρδίζεται, το Βερολίνο μέσα σε μερικές εβδομάδες ευθυγραμμίστηκε με τις αμερικανικές θέσεις: εγκατάλειψη του Nord Stream 2, εσπευσμένη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο (ήδη πέρασε από 55% σε 35% μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου) έως την πλήρη διακοπή στα μέσα του 2024, υπογραφή συμφωνιών με την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Πολωνία, αναγγελία την 1η Μάιου της ενοικίασης τεσσάρων πλωτών τερματικών σταθμών αποθήκευσης και επαναεριοποίησης ΥΦΑ και της κατασκευής δύο χερσαίων, αλλά και αποδοχή, την επομένη ημέρα, του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο που προωθούσε η Ουάσιγκτον.

Παρόμοια ανατροπή, εν μέσω κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, σε έναν τόσο ζωτικό τομέα όσο η ενεργειακή ασφάλεια θα τρομοκρατούσε οποιονδήποτε αρχηγό κράτους ενδιαφέρεται για τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας του. Ειδικά από τη στιγμή που οι αμερικανικές υποσχέσεις για εξαγωγή επιπλέον ποσοτήτων ΥΦΑ προς την Ευρώπη αντιστοιχούν μόλις και μετά βίας στο ένα δέκατο των ποσοτήτων που εισήγαγε από την Ρωσία. Επιπλέον, οι νέες υποδομές, που θα επιτρέψουν την αύξηση των εισαγόμενων ποσοτήτων ΥΦΑ, δεν θα τεθούν σε λειτουργία πριν από το… 20266.

Παρά την πλήρη μεταστροφή του, ο Σολτς δέχτηκε το σφυροκόπημα των σχολιαστών. «Η άρνησή του να διακόψει τη ροή του ρωσικού φυσικού αερίου καθιστά τη Γερμανία εκ των πραγμάτων συνένοχη στη διάπραξη μαζικών φόνων», αποφάνθηκε μεγαλοπρεπώς ο Δημοκρατικός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν («The New York Times», 7 Απριλίου 2022). Πρέπει «να ξεμπερδεύουμε με το ρωσικό φυσικό αέριο», έγραφε στο κύριο άρθρο της η «Monde» (8 Απριλίου 2022), όσο κι αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται «διακοπές στην παραγωγική δραστηριότητα, με τη συνεπαγόμενη μερική ανεργία και την απώλεια θέσεων εργασίας, χωρίς να υπολογίζουμε τις αυξήσεις των δαπανών, τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές».

Εδώ εντοπίζεται και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της υπόθεσης: αυτή τη στιγμή, οι κυρώσεις κατά τις Μόσχας, που αποφασίζονται από την Ουάσιγκτον και υιοθετούνται γενναιόδωρα από τις Βρυξέλλες, πλήττουν κυρίως τους Ευρωπαίους. Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν το παραδέχτηκε απερίφραστα: ένα ευρωπαϊκό εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο «θα έχει πρακτικά ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις για τη Ρωσία» –θα προκαλέσει όμως άνοδο των τιμών, από την οποία θα ωφεληθεί άμεσα η Μόσχα7.

Γενικότερα, η αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου με άξονα το ΥΦΑ δημιουργεί ένα τριπλό πρόβλημα: οικονομικό, ασφάλειας και οικολογικό. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της τιμής του πετρελαίου, η τιμή του ΥΦΑ παρουσιάζει διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή: το πρώτο τρίμηνο του 2022, ένα εκατομμύριο βρετανικών θερμιδικών μονάδων (ΜΜBtU, η μονάδα μέτρησης του ΥΦΑ, που αντιστοιχεί σε 293 κιλοβατώρες) διαπραγματευόταν στην αγορά τοις μετρητοίς προς 7 δολάρια στις ΗΠΑ, προς 32,30 δολάρια στην Ευρώπη (με κορύφωση τα 72 δολάρια στις 7 Μαρτίου) και προς 30,70 δολάρια στην Ασία8. Έτσι, η Ευρώπη αναγκάζεται να συνάψει νέα συμβόλαια, ακριβώς τη στιγμή που οι τιμές σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο: το καλοκαίρι του 2020, ένα ΜΜBtU κόστιζε λιγότερο από 2 δολάρια…

Η αξιοπιστία του εφοδιασμού αποτελεί ένα ακόμα πρόβλημα: αντίθετα με τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που υπογράφονται με τη Ρωσία και το Κατάρ, με τα οποία τα κυρίαρχα κράτη αναλαμβάνουν δεσμεύσεις, οι συναλλαγές για την προμήθεια ΥΦΑ από Αμερικανούς ιδιώτες παραγωγούς πραγματοποιούνται σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από τεράστιες διακυμάνσεις. Οι περιπλανήσεις του υγραεριοφόρου τάνκερ British Listener –που αναχώρησε στις 21 Μαρτίου από τον τερματικό σταθμό Freeport LNG, πλησίον του Χιούστον, με κατεύθυνση την Ασία μέσω της διώρυγας του Παναμά, για να ανακρούσει πρύμνα την 1η Απριλίου και να ξαναδιασχίσει τη διώρυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση, στρέφοντας πλώρη προς την Ευρώπη και τις υψηλότερες τιμές της9– προαναγγέλλουν νύχτες αϋπνίας για τους Ευρωπαίους υπουργούς ενέργειας.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη υποκρισία της απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο αφορά το περιβάλλον. Η παραγωγή και η μεταφορά του αμερικανικού ΥΦΑ έχει υπερδιπλάσιο αποτύπωμα άνθρακα συγκριτικά με το συμβατικό ρωσικό φυσικό αέριο (λ.χ. για τη μεταφορά του στη Γαλλία, είναι 58 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα έναντι 23 του ρωσικού10. Εάν υπολογίσουμε και τη ρύπανση που προκαλεί η μέθοδος της υδραυλικής ρηγμάτωσης, τότε το αποτύπωμα άνθρακα του «φυσικού αερίου της ελευθερίας», όπως αρέσκονται να το αποκαλούν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν, ανεβαίνει στα 85 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα… Αναμένοντας ένα αβέβαιο «πρασίνισμα» της γερμανικής οικονομίας, το ισοζύγιο άνθρακα των Γερμανών Πράσινων υπουργών αναμένεται ιδιαίτερα ρυπογόνο.

Το γεγονός ότι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων υπενθύμισαν με απότομο τρόπο την παρουσία τους οφείλεται σε μια αυταπάτη που για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε στρεβλώσει την αντίληψή μας για τις διεθνείς σχέσεις. Από την εξόρυξη ώς την κατανάλωση, περνώντας από τη μεταφορά, οι συναλλαγές γύρω από τους ορυκτούς πόρους ενέργειας οργανώνονται με μια λογική δικτύων που δεσμεύουν παραγωγούς και καταναλωτές σε μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του θριάμβου της παγκοσμιοποίησης, οι ευαγγελιστές της αγοράς είχαν προφητεύσει την έλευση ενός κόσμου λιγότερο συγκρουσιακού, χάρη στις ειρηνευτικές αρετές της αλληλεξάρτησης. Σε ένα άρθρο με μεγάλη απήχηση, οι ειδικευμένοι στις διεθνείς σχέσεις Αμερικανοί ερευνητές Χένρι Φάρελ και Άμπραχαμ Νιούμαν συνέτριψαν αυτό το παραμύθι για παιδιά. «Αντίθετα με τις φιλελεύθερες διαβεβαιώσεις, οι δικτυακές δομές δεν οικοδομούν έναν κόσμο χωρίς αιχμές, πολυπαραγοντικό, συνεργατικό, στον οποίο οι σχέσεις εξουσίας διαχέονται και οι ασυμμετρίες απορροφώνται. Αντίθετα, οδηγούν σε χειροπιαστή και μόνιμη ανισορροπία δυνάμεων»11. Πράγματι, ορισμένα κράτη είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν την αλληλεξάρτηση με στόχο τον εξαναγκασμό. Το έκαναν οι ΗΠΑ με το διατραπεζικό σύστημα SWIFT και η Ρωσία με το φυσικό αέριο. Πριν καν την έναρξη της εισβολής, οι Δυτικοί υποπτεύονταν ότι η Μόσχα θα τους εκβίαζε με το δίλημμα «ή κάθεστε φρόνιμα ή θα περάσετε χειμώνες χωρίς θέρμανση». Κάτι που έγινε πραγματικότητα τον προηγούμενο Μάρτιο, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν συνάρτησε τις παραδόσεις φυσικού αερίου με την πληρωμή σε ρούβλια.

Σε αυτό το «Μεγάλο Παιχνίδι» των αμοιβαίων ενεργειακών εξαρτήσεων, η Αμερική βρίσκεται σε προνομιακή θέση: ενώ η Κίνα, η μεγάλη αντίπαλός της, εξακολουθεί να εισάγει ορυκτά καύσιμα, οι ΗΠΑ μπορούν να στηρίζονται στη δική τους παραγωγή12. Ο πόλεμος ενισχύει τη θέση τους και οι ιδιώτες παραγωγοί σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου δημιουργούν τεράστια προβλήματα στους εξασθενημένους Ρώσους ανταγωνιστές τους. Όμως, ένα σύννεφο σκιάζει τον ορίζοντα: μετά από δύο χρόνια διακοπών στη μεταποιητική δραστηριότητα λόγω των περιοριστικών μέτρων, του εφοδιαστικού χάους και των ελλείψεων σε εξαρτήματα και πρώτες ύλες, η απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας απειλεί ταυτόχρονα τόσο την ευημερία των μετόχων όσο και την διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Στις παραμονές των μεγάλων καλοκαιρινών μετακινήσεων και έξι μήνες πριν από τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές, η τιμή της βενζίνης στην αντλία έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 2020 (ένα θέμα ακόμη πιο εκρηκτικό στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στην Ευρώπη), όπως άλλωστε και η τιμή του φυσικού αερίου. «Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει υπόψη την ενδεχόμενη αύξηση του κόστους για τις αμερικανικές οικογένειες λόγω της έξαρσης των εξαγωγών αερίου», υποστήριζε μια ομάδα γερουσιαστών σε επιστολή τους τον Φεβρουάριο και προέτρεπε την υπουργό Ενέργειας Τζένιφερ Γκράνχολμ να «λάβει μέτρα σύντομα» («Financial Times», 6 Μαΐου 2022). Από τη στιγμή που τα ρωσικά άρματα μάχης πέρασαν στο ουκρανικό έδαφος, η Ουάσιγκτον παρακολουθεί γεμάτη άγχος το καζάνι που είναι έτοιμο να εκραγεί. Σε σημείο ώστε να ξαναρχίζει συνομιλίες με δύο χώρες που μέχρι τώρα προσπαθούσε να στραγγαλίσει οικονομικά μέσω της επιβολής κυρώσεων: τη Βενεζουέλα και το Ιράν…

Το Κρεμλίνο αναπροσανατολίζεται προς την Ασία

Απέναντι σε αυτήν την ανήσυχη αλλά σαφώς κατακτητική Αμερική, η Ρωσία εμφανίζεται, μαζί με την Ευρώπη, ως η άλλη εξαπατημένη από τη σύγκρουση που η ίδια πυροδότησε. Το κλείσιμο της δυτικής αγοράς, όπου το 2021 κατευθύνθηκε περισσότερο από το ήμισυ των εξαγωγών των πετρελαϊκών προϊόντων της και τα τρία τέταρτα του φυσικού αερίου της, θα επιφέρει μόνιμη μείωση των εσόδων της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Βεβαίως, στα τέλη Απριλίου, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούσαν να της πληρώνουν 1 δισ. ευρώ την ημέρα για την προμήθεια ενέργειας. Και, παρόλες τις κυρώσεις, οι αστρονομικές τιμές της περασμένης άνοιξης εξασφαλίζουν στους θησαυροφύλακες του Κρεμλίνου υψηλότερα πετρελαϊκά εισοδήματα για το 2022 σε σχέση με το 202113.

Όμως, η ροή ευρωπαϊκού συναλλάγματος θα εξασθενήσει σημαντικά και, σε βάθος χρόνου, η αποχώρηση από τη χώρα ορισμένων κολοσσών του πετρελαϊκού τομέα όπως η Shell, η BP και η Exxon θα επιβραδύνει την ανάπτυξη νέων σχεδίων και έργων. Αντιμέτωπος με το πάγωμα του Nord Stream 2 και με τα πακέτα των ευρωπαϊκών κυρώσεων, ο Πούτιν καλούσε στις 14 Απριλίου τους Ρώσους οικονομικούς ιθύνοντες να ενισχύσουν «την τάση των τελευταίων ετών: τον σταδιακό αναπροσανατολισμό των εξαγωγών μας προς τις αγορές του Νότου και της Ανατολής με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης»14.

Στην πραγματικότητα, το σχέδιο της στροφής του εμπορίου ενέργειας προς την Ασία είναι μια παλιά ιδέα. Η «Ρωσική ενεργειακή στρατηγική για την περίοδο μέχρι το 2020» υιοθετήθηκε το 2003 και ήδη συνηγορούσε υπέρ ενός τέτοιου αναπροσανατολισμού, που έκτοτε διακηρύχθηκε ξανά αμέτρητες φορές15. Συγκεκριμενοποιήθηκε το 2012, με την έναρξη λειτουργίας ενός αγωγού μήκους 4.740 χλμ. (ESPO), ικανού να μεταφέρει 1,6 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως προς την Κίνα και την Ιαπωνία. Με παρόμοιο τρόπο, και το εμπόριο φυσικού αερίου επιχείρησε να απαλλαγεί από την υπερβολική εξάρτησή του από την Ευρώπη, με τα εγκαίνια, το 2019, του αγωγού φυσικού αερίου «Δύναμη της Σιβηρίας», ο οποίος σε βάθος χρόνου θα έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει στην Κίνα 38 δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως (συγκριτικά, ο Nord Stream 1 μεταφέρει 55 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως).

Το Πεκίνο και η Μόσχα σχεδιάζουν την έναρξη της κατασκευής ενός δεύτερου αγωγού, που αυτή τη φορά θα διασχίζει τη Μογγολία και θα παραδίδει στην Κίνα 50 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Σφηνωμένη μεταξύ δύο γιγάντων, Ρωσίας και Κίνας, με την καθεμιά τους να προσπαθεί να μην εξαρτάται υπερβολικά από την άλλη, η Μογγολία βρίσκεται σε αντίστοιχη θέση με εκείνη της Ουκρανίας ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Ρωσία16. Προκειμένου να απαλλαγεί από τους γεωγραφικούς περιορισμούς και να ανταγωνιστεί το Κατάρ, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, η Ρωσία επιχειρεί να ενισχύσει τη θέση της στην αγορά ΥΦΑ. Γι’ αυτόν τον λόγο κατασκευάζει αρκετές υποδομές, κυρίως στα ανοιχτά της νήσου Σαχαλίνης, όπου ορισμένες ιαπωνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να εμπλέκονται παρά τις κυρώσεις, και στη χερσόνησο Γκυντάν (Arctic LNG 2), μέχρι πρότινος σε σύμπραξη με τη γαλλική TotalEnergies.

Ωστόσο, η επανεξισορρόπηση προς την Ανατολή δεν γίνεται χωρίς δυσκολίες. Πέρα από τα τεχνολογικά, εφοδιαστικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα που προκαλούν οι κυρώσεις, η Ρωσία είναι αναγκασμένη να διαπραγματεύεται με Ασιάτες πελάτες αποφασισμένους να επωφεληθούν από τη θέση ισχύος τους. Έτσι, τον προηγούμενο Απρίλιο, ορισμένα ανεξάρτητα κινεζικά διυλιστήρια πέτυχαν έκπτωση 35 δολαρίων στο ρωσικό βαρέλι πετρελαίου σε σχέση με την τιμή του μπρεντ, που διατηρούνταν σε επίπεδα άνω των 100 δολαρίων17. Ευκαιρία για τεράστια κέρδη: κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2022, οι κινεζικές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 30% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Βραχυπρόθεσμα, το ζητούμενο για την ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η αποφυγή των γιγάντιων διακοπών ηλεκτροδότησης του προηγούμενο φθινοπώρου. Μεσοπρόθεσμα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα επιθυμούσε να απαλλαγεί από την εξάρτησή της από τον άνθρακα, τη βασική πηγή πρωτογενούς ενέργειας στη χώρα. Μακροπρόθεσμα, η πορεία που θα πρέπει να ακολουθηθεί επιβάλλεται από τις προσταγές της ενεργειακής ασφάλειας18: δεδομένου ότι εισάγει τα τρία τέταρτα της κατανάλωσής της σε πετρέλαιο και το 40% των αναγκών της σε αέριο, η Κίνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις θαλάσσιες οδούς, τις οποίες ελέγχουν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους. Ένα τρωτό σημείο που, τον Νοέμβριο του 2003, ο πρόεδρος Χου Ζιντάο είχε ονομάσει «δίλημμα των Στενών της Μαλάκκα». Ένας αποκλεισμός αυτού του πορθμού, μεταξύ της χερσονήσου της Μαλαισίας και της νήσου Σουμάτρας, ή του περάσματος της Σιγκαπούρης (μεταξύ της ομώνυμης πόλης-κράτους και της Ινδονησίας), από όπου διέρχεται το 80% των υδρογονανθράκων της, θα έφερνε την Κίνα σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση. Είτε διά της χερσαίας είτε διά της θαλάσσιας οδού, ο εφοδιασμός από τα ανατολικά και από τον βορρά που προτείνει η Μόσχα προσφέρει μια ενδιαφέρουσα λύση –και μάλιστα συμπληρωματική στους τόσο προσφιλείς στον Σι Τζινπίνγκ νέους δρόμους του μεταξιού.

Ο ρυπογόνος άνθρακας επανακάμπτει

Μαζί με την Κίνα, άλλος ένας επιτήδειος βρήκε την ευκαιρία να εξασφαλίσει φθηνό ενεργειακό εφοδιασμό: η Ινδία. Παρά τις πιέσεις της Ουάσιγκτον, οι αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί σημείωσαν αλματώδη αύξηση, περνώντας από σχεδόν μηδενικές ποσότητες τον Δεκέμβριο σε σχεδόν 700.000 βαρέλια ημερησίως τον Απρίλιο, ήτοι το 17% των ινδικών εισαγωγών. Η έκπτωση 30% σε σχέση με τις τιμές αγοράς υποκινεί εν μέρει αυτή τη βουλιμία, η οποία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη εάν η ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία είχε κατορθώσει να βρει περισσότερα τάνκερ19. Καθώς η Ινδία διαθέτει σημαντική δυναμικότητα διΰλισης, θα μπορούσε κάλλιστα να μετατρέπει το ρωσικό αργό πετρέλαιο σε ντίζελ και να το μεταπωλεί στην Ευρώπη, με ένα διόλου ευκαταφρόνητο περιθώριο κέρδους20. Η γεωπολιτική των κυρώσεων μερικές φορές χαράζει παράξενα μονοπάτια.

Κατακτητές, εξαπατημένοι και επιτήδειοι: τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της ρωσικής επίθεσης, οι ΗΠΑ κομπάζουν, η Ρωσία βαλτώνει και μια μεγάλη απόκλιση αρχίζει να παίρνει μορφή μεταξύ της Ευρώπης, από τη μία, και της Κίνας και της Ινδίας από την άλλη: η Γηραιά Ήπειρος αναδιαρθρώνει μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης τον εφοδιασμό της σε υδρογονάνθρακες, με τίμημα έναν πληθωρισμό τοξικό για την κοινωνία και μια αύξηση του κόστους της βιομηχανικής παραγωγής. Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο και το Νέο Δελχί, ο πρώτος και ο τρίτος καταναλωτής ενέργειας παγκοσμίως, προσπαθούν να κορέσουν τη δίψα τους για καύσιμα αντλώντας από τη ρωσική προσφορά που αρνούνται οι Ευρωπαίοι.

Εν αναμονή εξελίξεων, η δυτική συναίνεση για πρόκληση ασφυξίας στη ρωσική οικονομία, προκειμένου να υποχρεωθεί η Ρωσία να αποχωρήσει από την Ουκρανία, πραγματοποιείται εις βάρος της μετάβασης στις αποκαλούμενες «πράσινες» μορφές ενέργειας. Ο Ντάνιελ Γιέρτζιν, ένας από τους πάπες της πετρελαϊκής σκέψης, υπέδειξε στους Ευρωπαίους πώς να απαλλαγούν από το ρωσικό φυσικό αέριο: «Μπορούν να καίνε περισσότερο άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας» και να επανεκκινήσουν την εκμετάλλευση του ολλανδικού κοιτάσματος φυσικού αερίου του Γκρόνιγκεν, που είχε διακοπεί για περιβαλλοντικούς λόγους («Financial Times», 30 Απριλίου 2022). Με την πλάτη στον τοίχο, τόσο το Βερολίνο όσο και η Ρώμη σκέφτονται να ξαναθέσουν σε λειτουργία τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα που είχαν κλείσει «για να σωθεί ο πλανήτης». «Μα πώς τολμάτε;», ίσως να αναφωνούσε η Γκρέτα Τούνμπεργκ. Μετά τη ρωσική εισβολή, ο ρυπογόνος υδρογονάνθρακας επανακάμπτει με σφοδρότητα. Απέναντι στην ενεργειακή κρίση, η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα γνωρίζει εκρηκτική αύξηση, σε σημείο ώστε οι γίγαντες των εξορύξεων να αδυνατούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση21.

Έχει αρχίσει να εμπεδώνεται ένας φαύλος κύκλος: αφενός, οι κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία αναζωπυρώνουν μια διεθνή δίψα για άμεσα διαθέσιμη και ευέλικτη ενέργεια, δηλαδή για ορυκτά καύσιμα, δεδομένου ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτουν μονάχα το ένα τρίτο της παραγωγής ηλεκτρισμού. Αφετέρου, οι κλιματικές δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι ηγέτες της διεθνούς κοινότητας, και ιδίως η επιστροφή των ΗΠΑ στις Συμφωνίες του Παρισιού τον Φεβρουάριο του 2021, αποθαρρύνουν τις εταιρείες-κολοσσούς των υδρογονανθράκων να χρηματοδοτήσουν μεγάλα προγράμματα εξόρυξης. Και υπάρχει σημαντικός λόγος γι’ αυτό: έχουν και οι ίδιες δεσμευτεί να φθάσουν σε μια μορφή ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα πριν από τα μέσα του αιώνα…

Και ιδού το αποτέλεσμα, όπως πολύ αιχμηρά το συνοψίζει ένα πρακτορείο οικονομικής πληροφόρησης: «Οι πετρελαϊκοί όμιλοι καταγράφουν ιστορικά κέρδη, αλλά δεν επενδύουν αυτόν τον πακτωλό σε νέα παραγωγή που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αντίθετα, η ηγεσία τους διανέμει πλούσια μερίσματα στους μετόχους και προετοιμάζει τον κόσμο για μια αγορά ενέργειας με ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις»22. Shell, Qatargaz, TotalEnergies, Saudi Aramco, BP, Exxon και Chevron: μήπως τελικά αυτοί είναι οι μεγάλοι νικητές του πολέμου στην Ουκρανία;


  1. «REPowerEU: Action européenne conjointe pour une énergie plus abordable, plus sûre et plus durable», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Στρασβούργο, 8 Μαρτίου 2022. Τελική εκδοχή: «REPowerEU Plan», Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2022.
  2. «Les Échos», Παρίσι, 4 Φεβρουαρίου 2022.
  3. «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 28 Απριλίου 2022.
  4. (Σ.τ.Μ.) Μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα, η Μέρκελ θέλησε να αποκτήσει περιβαλλοντικό προφίλ προγραμματίζοντας την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
  5. Βλ. «Comment saboter un gazoduc», Le Monde diplomatique, Μάιος 2021, και Mathias Reymond, «Η Ουάσιγκτον σπέρνει ζιζάνια στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 20 Ιουνίου 2021, monde-diplomatique.gr.
  6. «The New York Times», 7 Μαΐου 2022.
  7. «The Wall Street Journal», 29 Απριλίου 2022.
  8. «Quarterly report – Q1 2022 – International natural gas prices», Cedigaz, Rueil-Malmaison, 19 Απριλίου 2022.
  9. Sergio Chapa, «Another LNG tanker took a dramatic U-turn in pursuit of higher prices», Bloomberg, 8 Απριλίου 2022.
  10. Πηγή: «Le Monde», 19 Απριλίου 2022. Βλ. επίσης: Alexandre Joly και Justine Mossé, «Importations de gaz naturel: tous les crus ne se valent pas», www.carbone4.com, Οκτώβριος 2021.)
  11. Henry Farrell και Abraham L. Newman, «Weaponized interdependence: How global economic networks shape state coercion», «International Security», MIT Press, τόμος 44, τ. 1, Κέμπριτζ, Μασσαχουσέτη, 2019.
  12. Βλ. Michael Klare, «Η Ουάσινγκτον κυρίαρχος του παιχνιδιού της ενέργειας», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 19 Ιουνίου 2022, monde-diplomatique.gr.
  13. Πηγές αυτής της παραγράφου: «The Wall Street Journal», 29 Απριλίου 2022, και «WashingtonPost», 11 Μαΐου 2022.
  14. Vladimir Putin, «Meeting on current situation in oil and gas sector», 14 Απριλίου 2022, http://en.kremlin.ru.
  15. Βλ. Vladimir Kutcherov, Maria Morgunova, Valery Bessel και Alexey Lopatin, «Russian natural gas exports: An analysis of challenges and opportunities», «Energy Strategy Reviews», τ. 30, Ιούλιος 2020.
  16. Βλ. Munkhnaran Bayarlkhagva, «A new Russian gas pipeline is a bad idea for Mongolia», The Diplomat, 1η Μαΐου 2022, https://thediplomat.com.
  17. «Financial Times», Λονδίνο, 4 Μαΐου 2022.
  18. John Kemp, «China’s five-year plan focuses on energy security», Reuters, 19 Μαρτίου 2021.
  19. Βλ. «The New York Times», διεθνής έκδοση, 5 Μαΐου 2022, και «The Washington Post»,11 Μαΐου 2022.
  20. Emily Schmall και Stanley Reed, «India finds Russian oil an irresistible deal, no matter the diplomatic pressure», «The New York Times», 4 Μαΐου 2022.
  21. Βλ. Will Wade και Stephen Stapczynski, «Russia’s war is turbocharging the world’s addiction to coal», Bloomberg, 25 Απριλίου 2022.
  22. Kevin Crowley και Laura Hurst, «Big oil spends on investors, not output, prolonging crude crunch», Bloomberg, 7 Μαΐου 2022.
----------------------------

Σχόλια