Στη μετανεωτερίζουσα εκδοχή των βιωμάτων του χώρου και του χρόνου, ο εξατομικευμένος, μοναχικός δυτικός άνθρωπος αφενός “αποεδαφοποιείται” φαντασιακά (αισθάνεται λόγου χάρη “νομάς” ή “πολίτης του κόσμου” κλπ) και αφετέρου εγκλωβίζεται σε μια πρωτόγονη αίσθηση του αέναου παρόντος που βρίσκεται εξ’ ορισμού εκτός κάθε πραγματικής ιστορικής συνέχειας. Με ένα λόγο, αποσυγκεκριμενοποιεί τα παραπάνω βιώματα, τα αφαιρεί από την συλλογική, κοινωνιοπολιτική εμπειρία, σε βαθμό που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε σχέση με αυτές τις ανθρωπολογικά στοιχειώδεις εμπειρίες, το άτομο τείνει κάποτε να βρίσκεται συνειδησιακά «εκτός τόπου και χρόνου». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ποιες είναι όμως οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής της μετανεωτερικής συμβολικής αποδόμησης στο πεδίο των καθημερινών βιωμάτων που συνδέονται πιο ειδικά με τον χρόνο; Όλος ο κόσμος το διαπιστώνει: Ο χρόνος περνάει όσο πάει και πιο γρήγορα. Προφανώς, πρόκειται για μια εσφαλμένη εντύπωση. Ο φυσικός χρόνος παραμένει όπως ήταν, σταθερός. Είναι οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής που επιταχύνονται: Ο χρόνος μας λείπει όλο και περισσότερο, “παρά το ότι” (ή ίσως “λόγω του ότι”) πιστέψαμε όλα όσα η μηχανοποίηση της καθημερινής ζωής μας είχε υποσχεθεί. Δηλαδή ότι μέσω των απρόσωπων αυτοματοποιήσεων και των μηχανών, θα “κερδίζαμε χρόνο”.
Πολλοί στοχαστές Έλληνες και ξένοι έχουν κατά καιρούς μιλήσει για ένα «καπιταλισμό σε διαρκή επιτάχυνση» (ενδεικτικά: Καλλιώρης, «Η Κοινωνία της Ορθοπεταλιάς», Παπαμιχαήλ, «Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις», Vignes, «L’ accéleration techno-capitaliste du temps»). Πως εμφανίζεται αυτή η κατάσταση στον καθημερινό λόγο; Πρώτα από όλα με την κοινή αίσθηση ότι όχι μόνο ο “χρόνος είναι χρήμα”, αλλά ότι ο χρόνος τείνει να υποκαταστήσει όλο και πιο συχνά τον χώρο, ακόμα και στην εκτίμηση των αποστάσεων: Λόγου χάρη η Θεσσαλονίκη δεν απέχει πια 500 χιλιόμετρα από την Αθήνα, αλλά μια ώρα με το αεροπλάνο, τρεισήμισι ώρες με ένα γρήγορο τραίνο. Ο χρόνος απέκτησε συνεπώς μια αξία η τιμή της οποίας δεν έπαψε να αυξάνεται.
Η διατίμηση του χρόνου
Ο ενεργός πολίτης, αντί να επωφελείται με κάποια επικούρεια διάθεση από τον όποιο ελεύθερο χρόνο του, οφείλει να τον εκμεταλλεύεται χρησιμοθηρικά, για να μην “χάνεται ανώφελα”. Σε αυτές τις ιστορικές κοινωνικές συνθήκες γίνεται άλλωστε ερμηνεύσιμη και η μαζική εμφάνιση των γνωστών συμπτωμάτων της υπερκινητικότητας και της διάσπασης της προσοχής, τόσο στα παιδιά, όσο όμως και στους ενήλικες. Παράλληλα, το ελεύθερο και δημιουργικό παιχνίδι των παιδιών, είτε αυτό υπάγεται στη σφαίρα του φαντασιακού, είτε σε εκείνη της επεξεργασίας συλλογικά αποδεκτών κανόνων, σταδιακά μειώνεται.
Κερδίζουν έδαφος οι παιγνιώδεις δραστηριότητες που συνδέονται είτε με το συστηματικό κυνήγι αθλητικών επιδόσεων, είτε με το λεγόμενο “εκπαιδευτικό παιχνίδι”. Έτσι ώστε από μικρό, το παιδί να μάθει “να μην χάνει την ώρα του με σαχλαμάρες”… Πρόκειται άλλωστε για εξατομικευμένα συνήθως παιχνίδια, που σύντομα μετατίθενται υπό την μορφή βιντεοπαιχνιδιών στις οθόνες των ηλεκτρονικών συσκευών στις οποίες επικεντρώνονται μετά μανίας τα μάτια πολλών μικρών και μεγάλων ανθρώπων, ακόμα κι όταν βρίσκονται με παρέες.
Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος ζει μέσα στις διαδικασίες του επείγοντος. Βιάζεται (πιθανόν με τις πολλαπλές σημασίες του όρου). Έστω κι αν συχνά, σκοντάφτει, οφείλει να πραγματοποιήσει όλο και περισσότερα πράγματα σε μια ίδια ενότητα χρόνου. Για να το πούμε αλλιώς, ο χρόνος αν είναι αισθητός ως κενός, καθίσταται κάτι το σχεδόν απειλητικό για το άτομο που τον βιώνει με αυτούς τους όρους.
Γίνεται φορέας μιας ανιαρής επανάληψης ημερών απαράλλακτων, που διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς άλλο νόημα παρ’ εκτός της σταθερής πορείας του καθενός προς το θάνατο. Πρόκειται για παραστάσεις του χρόνου σύνδρομες της υπαρξιακής αποξένωσης, που χαρακτηρίζει συχνά τη γεροντική ηλικία – που όμως, συναντά κανείς όλο και πιο συχνά σε νέους ανθρώπους που έχουν το συναίσθημα της ματαιότητας των προσπαθειών “αφού δεν τα καταφέρνουν”, δηλαδή ότι σταδιακά περιθωριοποιούνται.
Η οικονομία του χρόνου
Αντίθετα, αν ο χρόνος νοηματοδοτείται ως “ελεύθερος” μοιάζει με κάτι που μονίμως σπανίζει. Το αρχαίο ρητό «χρόνου φείδου», που προέτρεπε τον αρχαίο πολίτη στην αποφυγή της άσκοπης κατασπατάλησης του σύντομου τότε χρόνου ζωής του, έφτασε να διαβάζεται με στενά χρησιμοθηρικά κριτήρια και να γίνεται κατανοητό μέσα από το πρίσμα της σπανιότητας και της στενότητας των ατομικών οριζόντων και των περιθωρίων τους.
Οι ίδιες οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ρυθμισμένες “αλγοριθμικά”, εντάσσονται στις παραπάνω διαδικασίες επίσπευσης. Προσανατολιζόμαστε συνεπώς σε ένα λειτουργικά πρακτικό και συνάμα “ανέπαφο κόσμο”, αυτορρυθμιζόμενο υπό το πρόσημο του επείγοντος. Υπό το ίδιο πρόσημο, οργανώνεται ακόμα και η σφαίρα της αναψυχής, αλλά και εκείνη του τουριστικού ταξιδιού. Αντίθετα, ο χρόνος που αφιερώνεται στο διάβασμα, στον αναστοχασμό ή στην ονειροπόληση τείνει να συρρικνωθεί.
Ταυτίζεται με μια “σπατάλη πολυτελείας” που αντιστοιχεί σε ένα μη ανταγωνιστικό, ίσως και “αριστοκρατικό” (δηλαδή αργόσχολο) ιδεώδες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου. Παράλληλα, ο χρονικός ορίζοντας εντός του οποίου ξεδιπλώνονται ακόμα και οι διαπροσωπικές επαφές, τείνει να περιορίζεται σε μια “παρούσα στιγμή”, η οποία θεωρείται αρκετή για την εκπλήρωση και την ολοκλήρωση του στόχου ή του πρακτικού σκοπού της συγκεκριμένης ανθρώπινης επαφής.
Ενώπιον της περιρρέουσας συλλογικής δυσπιστίας προς ότι είναι υποκειμενικό, αυθόρμητο, “μη ορθολογικό” (σε σχέση τουλάχιστον με τα κριτήρια ορθολογικότητας της αγοράς που έχουν επικαλύψει σαν σκόνη την σφαίρα της οργάνωσης του συνόλου της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας), ο ψυχολόγος βρίσκεται, λοιπόν, σε μια κατάσταση που ενέχει δυσκολίες και αντιφάσεις. Στην αντιμετώπιση των πολλών συμπτωμάτων που σχετίζονται με τις ατομικές δυσκολίες στη διαχείριση του χρόνου (βιωμένου αγχωτικά, άλλοτε ως περιορισμένου και πιεστικού, άλλοτε ως παρατεταμένου και κενού), άθελα του ο ψυχολόγος παγιδεύεται συχνά ο ίδιος στη διάκριση του ατομικού από το κοινωνικό (διάκριση η οποία είναι βέβαια τμήμα της σημερινής μας κουλτούρας).
Το κόστος της ταχύτητας
Ακόμα κι όταν καταλαβαίνει ότι η παραπάνω απόλυτη διάκριση είναι επισφαλής και συχνά απατηλή, στο όνομα των κριτηρίων της γρήγορης αποτελεσματικότητας της παρέμβασής του, δηλαδή των άμεσων και σύντομων “συμφερόντων” του ατόμου που συμβουλεύει ή επιχειρεί να βοηθήσει, ο ψυχολόγος τρόπον τινά αυτολογοκρίνεται. Καταλήγει μοιραία σε συμβουλευτικούς κοινούς τόπους και πρακτικές οδηγίες συμμόρφωσης του ατόμου στις δυστοπικές και δυσχρονικές (αν μας επιτραπεί ο νεολογισμός) καταστάσεις, που ακριβώς επειδή το άτομο δεν κατανοεί, το οδήγησαν κάποια στιγμή να απευθυνθεί για βοήθεια σε ένα ψυχολόγο…
Βεβαίως ως προς το χρόνο, το πρόβλημα είναι ότι οι μέρες συνεχίζουν να έχουν μόνο 24 ώρες και τα τεχνητά εργαλεία της “έξυπνης και οικονομικής” ρύθμισης των ανθρώπινων, καθημερινών δραστηριοτήτων δεν μπορούν καθόλου να αμβλύνουν τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες της διαρκούς επιτάχυνσης των ρυθμών της ζωής. Η αλλαγή στο πεδίο των βιωμάτων του χώρου θα απαιτούσε ίσως νέες πειστικές ουτοπίες – ενδεχομένως, την πλήρη αναδιοργάνωση των τοπικών πλαισίων της ζωής (λόγου χάρη, την ανάπτυξη ομοιογενών κοινών χώρων γειτνίασης), οι οποίοι θα αντιβαίνουν τις σημερινές παγκοσμιοποιητικές αρχές των φαντασιακά ανοικτών κοινωνιών της αγοράς.
Έτσι και στο πεδίο των βιωμάτων του χρόνου, ίσως απαιτείται η υπέρβαση των προταγμάτων που απορρέουν από την αίσθηση ότι στο σημερινό κόσμο, «δεν είναι τόσο το μεγάλο ψάρι που τρώει το μικρό, αλλά το γρήγορο που τρώει το αργό» (Klauss Schwab). Ποιο από τα δύο ψάρια παίρνει τα περισσότερα χάπια για να τρέξει είτε όταν κυνηγά είτε όταν κυνηγιέται, καθώς και για να κοιμηθεί μετά από τόσο τρέξιμο, ο παραπάνω Γκουρού δεν μας το διευκρινίζει. Ίσως επειδή, σύμφωνα με τις απόψεις του περί επανεκκίνησης της κοινωνίας, η βιοχημική ενίσχυση των ανθρώπων ή των μετανθρώπων θα πρέπει να θεωρείται εξ’ ορισμού δεδομένη και εγγεγραμμένη νομοτελειακά στους ορίζοντες της προόδου της ανθρωπότητας.
====================
Σχόλια