Ο ενεργειακός χάρτης της Ελλάδας – Τί λένε τα επίσημα στοιχεία

Μπασιάς Γιάννης

Στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν γίνει μεγάλες έρευνες για την πιθανή ύπαρξη υδριτών την δεκαετία του 1980. Το τότε ΙΓΜΕ συμμετείχε όχι μόνο ενεργά, αλλά και δημιουργικά στις μελέτες και στην δειγματοληψία στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, ενώ στις αρχές του 2000 έγιναν μεγάλες έρευνες για τα λασποηφαίστεια στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα από γαλλικές αποστολές. Ο ενεργειακός χάρτης της περιοχής έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Τα λασποηφαίστεια και οι υδρίτες σχετίζονται με τον πυθμένα. Τα πρώτα λόγω έκλυσης μεθανίου στην επιφάνεια του βυθού και οι δεύτεροι λόγω κατακράτησης μεθανίου μέσα σε πάγο στα επιφανειακά στρώματα του βυθού. Μεγάλα λασποηφαίστεια βρίσκονται ιδιαίτερα νοτίως της Κρήτης και οι υδρίτες ανατολικότερα της Κρήτης. Προς το παρόν δεν υπάρχει η τεχνολογία που θα επιτρέψει βιομηχανική εξερεύνηση και εκμετάλλευσή τους. Ενδεχομένως να υπάρξει την επόμενη δεκαετία.

Από την άλλη πλευρά όμως και τα δύο περιβάλλοντα ύπαρξης μεθανίου, δηλαδή φυσικού αερίου, μετράνε στο τραπέζι της διαπραγματευόμενης αξίας του ελληνικού υπεδάφους σε ορίζοντα 20-30 ετών. Αυτό δεν πρέπει να παραμεληθεί. Η κρατική ΕΔΕΥ (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων), ως αρμόδια αρχή, οφείλει να συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις και έτσι να συμπληρώνεται ο ενεργειακός χάρτης.

Απαιτείται κατανόηση της δυναμικής του διεθνούς ενεργειακού περιβάλλοντος σε κλίμακα δεκαετιών. Ακούγοντας τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να γεφυρώνει τις σημερινές εναλλακτικές πηγές ενέργειας για δεκαετίες, εκτός εάν μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές επιτρέψουν την παραγωγή ενέργειας με μη ενεργοβόρες διαδικασίες, άσχετες με τις σημερινές εναλλακτικές πηγές, γνωστές ως Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Η ΑΟΖ δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης

Για την ελληνική πραγματικότητα οι γεωφυσικές έρευνες δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης εντάσσονται σε αυτό το πρόγραμμα γέφυρας που προσφέρει το φυσικό αέριο. Θα αποτελούσαν, μάλιστα, ορόσημο εάν άρχιζαν στο τέλος του 2020, όπως   Ο "Ποσειδών" σε διεθνή διαγωνισμό Ρομποτικήςείχε προγραμματισθεί. Δυστυχώς, δεν άρχισαν. Υπενθυμίζουμε ότι στις αρχές Ιουνίου 2020, η Τεχνική Επιτροπή για τα θαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των εταιρειών και της ΕΔΕΥ είχε εγκρίνει το τεχνικό πρόγραμμα των γεωφυσικών εργασιών, καθώς και το χρονοδιάγραμμα των αναγκαίων αδειοδοτήσεων από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Εάν οι έρευνες είχαν προχωρήσει γρήγορα θα μπορούσε η Ελλάδα να είχε μπει φέτος στη δεύτερη φάση των ερευνών χωρίς καθυστέρηση. Αυτή η δεύτερη φάση θα ήταν ο προάγγελος της πρώτης γεώτρησης σε κάθε ένα από τα δύο θαλάσσια οικόπεδα της Κρήτης (νότια του Ρεθύμνου και νότια των Χανίων). Η διεθνοποίηση της περιοχής δεν σχετίζεται μόνο με την ελληνική ΑΟΖ. Σχετίζεται και με την ΑΟΖ της Λιβύης (νοτίως της μέσης γραμμής), διότι οι υποθαλάσσιες γεωλογικές δομές των δύο ΑΟΖ ομοιάζουν, όπως και ανατολικότερα με την Αίγυπτο.

Δεν πρόκειται για μυστικά, ούτε για γεωπολιτικά κουτσομπολιά. Ο ενεργειακός χάρτης είναι διαμορφωμένος σε μεγάλο βαθμό. Τα διαθέσιμα γεωφυσικά δεδομένα των προηγούμενων δεκαετιών πωλούνται από διεθνείς γεωφυσικές εταιρείες. Οποιοσδήποτε μπορεί να ενημερωθεί επίσημα στο Διαδίκτυο και οποιαδήποτε εταιρεία μπορεί να ζητήσει να τα δει και να τα αγοράσει. Η ΕΔΕΥ ξεκίνησε από το 2019 μια προσπάθεια συλλογής του τι υπήρχε στις ξένες εταιρείες και τι έπρεπε να κατατεθεί στην αρμόδια ελληνική αρχή. Ένας ικανοποιητικός αριθμός δεδομένων είχε συλλεχθεί. Αυτή η δουλειά δεν πρέπει να αφεθεί χωρίς συνέχεια.

Ο ενεργειακός χάρτης

Η ΕΔΕΥ είχε εκδώσει ένα χάρτη που υπάρχει σε πολλές μελέτες και παρουσιάσεις της. Αυτός απεικονίζει την υπάρχουσα και υπό κατασκευή κατανομή των διυλιστηρίων, σταθμών υγροποίησης, σταθμών αεριοποίησης και αγωγών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις ακτές της υπάρχει υπερσυγκέντρωση διυλιστηρίων, LNG (σταθμός υγροποίησης φυσικού αερίου) και FSRU (πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεροποίησης φυσικού αερίου).

Για να λειτουργήσουν οι σταθμοί FSRU χρειάζεται να αφιχθεί το φυσικό αέριο με καράβι σε υγροποιημένη μορφή από κοντινές ή απομακρυσμένες περιοχές εκτός Μεσογείου, όπου υπάρχουν σταθμοί LNG. Περίπου 450 δισ. δολάρια ήταν δεσμευμένα από το 2019 διεθνώς για την κατασκευή σταθμών υγροποίησης. Υπολογίζεται από τους ειδικούς ότι το σύνολο των επενδύσεων για τα επόμενα χρόνια θα πλησίαζε το ένα τρισ. δολάρια, εάν η μείωση της κατανάλωσης, λόγω της πανδημίας ,δεν επηρέαζε τα προγράμματα κατασκευής.

Το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο εάν λάβουμε υπόψιν ότι αρκετά εθνικά ταμεία συνταξιοδότησης ανά τον κόσμο και μεγάλα funds που διαχειρίζονται επίσης συνταξιοδοτικά ταμεία έχουν επενδύσει μέρος του χαρτοφυλακίου τους σε τέτοια αναπτυξιακά προγράμματα που σήμερα πλήττονται. Οι ειδικοί για την αγορά ενέργειας, όμως, γνώριζαν πως η δραστική μείωση της ζήτησης ενέργειας, λόγω πανδημίας, ήταν συγκυριακό φαινόμενο και πως νωρίτερα ή αργότερα θα σημειωνόταν ανάκαμψη της ζήτησης και κατ’ επέκταση των τιμών. Αυτό και συνέβη.

Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία, οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία και η επιδίωξη των χωρών-μελών της ΕΕ να απεξαρτηθούν από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, έχουν αλλάξει ριζικά τα δεδομένα στην αγορά ενέργειας διεθνώς. Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, όσα έχουν ανακαλυφθεί και κυρίως για τα πολύ περισσότερα, για τα οποία υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, αποκτούν, λοιπόν, άλλη σημασία και προτεραιότητα.

Ακόμα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία είχε σαφώς δείξει πως δεν ενδιαφερόταν για την προώθηση της διαδικασίας αξιοποίησης των δυνητικών κοιτασμάτων –χαρακτηριστική η σχετική δήλωση Δένδια– υπό το βάρος της ενεργειακής κρίσης υποχρεώθηκε σε στροφή 180 μοιρών. Ανακοίνωσε την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών, ώστε να αποσαφηνισθεί το τοπίο και να δρομολογηθεί η εκμετάλλευση των επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων.

Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η αναμενόμενη επιβεβαίωση με έρευνες και γεωτρήσεις των τωρινών επιστημονικών δεδομένων θα αλλάξει το τοπίο σε ό,τι αφορά στην ελληνική αγορά ενέργειας. Η εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ελληνική ΑΟΖ θα επιτρέψει να αξιολογηθεί το ποσοστό αντικατάστασης των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Θα ενεθάρρυνε επιπλέον τον διεθνή επενδυτικό τομέα για την μία, την άλλη, ή ένα συνδυασμό των δύο λύσεων. Η παραγωγή του φυσικού αερίου θα απαιτήσει αναμφίβολα υποδομές, το κόστος των οποίων θα μπορεί να μοιραστεί με το κόστος των επενδύσεων για τη μεταφορά.

===================

 

Σχόλια