Ενόψει των ολέθριων συνεπειών που είχε η επιλογή της απολιγνιτοποίησης και μετά από τη διεθνή κατακραυγή για την ενεργειακή κερδοσκοπία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλάζει τακτική και ανακοινώνει την επιστροφή στον λιγνίτη
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ανακοινώσει ένα σταδιακό πρόγραμμα απομάκρυνσης από τον άνθρακα ως ενεργειακή πηγή, που για μερικές από αυτές φτάνει μέχρι το 2038.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης που έφτανε μέχρι το 2028. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ανακοίνωσε αυθαίρετα την πρόωρη και βεβιασμένη απόσυρση του λιγνίτη, μέχρι το 2023.
Την ακατανόητη αυτή απόφαση για χώρα της Ε.Ε. την παρουσίασαν επικοινωνιακά σαν δήθεν «πράσινη» επιλογή και σαν αποτέλεσμα ενισχυμένης οικολογικής συνείδησης από πλευράς μιας κυβέρνησης που δε σηκώνει μύγα στο… «πράσινο» σπαθί της.
Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Όπως πίσω από οποιαδήποτε απόφαση μιας κυβέρνησης που ομνύει στο νεοφιλελευθερισμό κρύβονται συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που ευνοούνται, έτσι γρήγορα αποδείχθηκε ότι και πίσω από την άφρονα επιλογή της βίαιης απολιγνιτοποίησης κρύβονταν τα καρτέλ του φυσικού αερίου.
Η πρώτη διάψευση των κυβερνητικών εξαγγελιών περί «πράσινης» απολιγνιτοποίησης ήρθε όταν έγινε γνωστό ότι η ενέργεια που παράγονταν από τον εγχώριο «γκρίζο» λιγνίτη, θα παράγονταν τώρα από το εισαγόμενο από τη Ρωσία φυσικό αέριο. Εγκαταλείψαμε δηλαδή στο όνομα της «πράσινης» ανάπτυξης τον λιγνίτη, για να εξαρτηθούμε από τον επίσης ορυκτό άνθρακα, το φυσικό αέριο.
Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός της «πράσινης» μετάβασης για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αφού στην πραγματικότητα αντικατέστησε ορυκτό άνθρακα με ορυκτό άνθρακα. Η πρόωρη και πρώιμη απολιγνιτοποίηση δεν επέτρεψε την ανάπτυξη επαρκών αιολικών πάρκων σε τέτοια έκταση, ώστε να μπορέσει ο λιγνίτης να αντικατασταθεί από τις «πράσινες» Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειες.
Η δεύτερη διάψευση των κυβερνητικών θριαμβολογιών για το… success story της πρόωρης απολιγνιτοποίησης ήρθε, όταν έγινε γνωστή η αύξηση διεθνώς της τιμής του εισαγόμενου από τη Ρωσία φυσικού αερίου. Η οποία αύξηση βέβαια, μόνο τυχαία δεν ήταν. Αφού κερδισμένα και μάλιστα με υπερκέρδη από την επιλογή αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, βγήκαν τα διεθνή καρτέλ του φυσικού αερίου.
Η τρίτη διάψευση της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήρθε όταν θεσμοθετήθηκε από την ίδια το εγχώριο Χρηματιστήριο Ενέργειας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ευνοείται, αν όχι και να ενισχύεται η κερδοσκοπία των 4 επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής που λυμαίνονται την ελληνική αγορά ενέργειας.
Η εισαγωγή στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας του 100% των ενεργειακών πηγών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν ποσοστά μικρότερα του 29% του συνόλου των ενεργειακών πηγών τους, οδήγησε την τιμή του ρεύματος, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία παράγεται και ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής της, να εξαρτηθεί δεσμευτικά από την υψηλή τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός και της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς που μας υπόσχονταν. Ακυρώθηκε από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία δεν άφησε κανένα περιθώριο κάποιες ενεργειακές πηγές να καθορίζουν την τιμή τους από τον υγιή ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς, στον οποίον υποτίθεται ότι πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι του Μητσοτάκη. Αφού η τιμή για το σύνολο των ενεργειακών πηγών της χώρας, συνδέθηκε υποχρεωτικά με την τιμή του πανάκριβου εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Σε αντίθεση με την Γερμανία, για παράδειγμα, που οι τιμές του 71% των
πηγών της παραμένουν χαμηλές, αφού μπορούν να καθορίζονται από τον
ελεύθερο ανταγωνισμό με συμβόλαια των επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής με
τους καταναλωτές.
Follow the money για να καταλάβεις το μεγάλο κόλπο του ελληνικού
Χρηματιστηρίου Ενέργειας που διέψευσε κάθε υπόσχεση για αυτορρύθμιση της
αγοράς και για μείωση των τιμών του ρεύματος.
Οι 4 ιδιωτικές επιχειρήσεις ηλεκτροπαραγωγής, συν τη ΔΕΗ που… όλως συμπτωματικά ιδιωτικοποιήθηκε εντωμεταξύ και αυτή, επιδόθηκαν σε ένα όργιο κερδοσκοπίας με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Αφού παρήγαγαν ενέργεια σε χαμηλές τιμές και είχαν την ευχέρεια να την πουλούν μέσω Χρηματιστηρίου, σε τιμές τριπλάσιες ή και περισσότερο από το πραγματικό της κόστος.
Από αυτή τη… νομιμοφανή κερδοσκοπία προήλθαν τα 1,4 δις υπερκέρδη που μέχρι πρότινος δεν αναγνώριζε ο κ. Μητσοτάκης ότι υπάρχουν στην αγορά της ενέργειας. Και στη συνέχεια, μόλις η Ευρωπαϊκή Ένωση προέτρεψε να φορολογηθούν αυτά τα υπερκέρδη, σε μια κίνηση ελέγχου των τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά, αφού με τη φορολόγησή τους μπορεί να καλυφθεί η απώλεια των δημοσίων εσόδων από τη μείωση της φορολογίας των καυσίμων και του ΦΠΑ των προϊόντων, ο κ. Μητσοτάκης τα αναγνώρισε, αλλά δυσκολεύτηκε να τα μετρήσει, προκειμένου να τα φορολογήσει. Κι ακόμη τα μετράει…
Αυτό λοιπόν που με δυο λόγια επιτεύχθηκε με την πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση, ήταν ότι αντικαταστήσαμε τον γκρίζο εγχώριο λιγνίτη με γκρίζο εισαγόμενο φυσικό αέριο. Αποδυναμώνοντας την αυτάρκεια και την αυτονομία της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, καθώς εξαρτηθήκαμε από μια ενεργειακή πηγή η τιμή της οποία αυξήθηκε κατακόρυφα.
Και βέβαια στη συνέχεια, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το πανάκριβο Ρωσικό φυσικό αέριο θα αντικατασταθεί από το επίσης πανάκριβο και γκρίζο υγροποιημένο αμερικανικής προέλευσης φυσικό αέριο. Follow the money και στον πόλεμο…
Ενόψει των ολέθριων συνεπειών που είχε η επιλογή της απολιγνιτοποίησης και μετά από τη διεθνή κατακραυγή για την ενεργειακή κερδοσκοπία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλάζει τακτική και ανακοινώνει την επιστροφή στον λιγνίτη.
Μένει όμως να ξεκαθαριστεί πρώτα πότε και πόσο θα φορολογηθούν τα μέχρι σήμερα υπερκέρδη των θεσμικών κερδοσκόπων της εσωτερικής αγοράς.
Δεύτερον, ποια μέτρα ελέγχου των ανατιμήσεων και μείωσης φόρων θα χρηματοδοτηθούν από τη φορολόγηση αυτών των υπερκερδών.
Και τρίτο, ποιος θα πληρώσει τη ζημιά που υπέστη η εθνική οικονομία και τα εκατομμύρια των Ελλήνων καταναλωτών από την έκρηξη των τιμών της ενέργειας τόσον καιρό, που οφείλεται στο «με συγχωρείτε, λάθος» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Γιατί σε αυτόν τον κόσμο τα λάθη πληρώνονται. Και δεν θα αργήσει η ώρα που ο κ. Μητσοτάκης θα περάσει από το εκλογικό… ταμείο.
=========================
Το μεγάλο κόλπο με την ενέργεια σε 6 ερωτήσεις και απαντήσεις
Ερώτηση 1η: Ποιο ήταν το πραγματικό νόημα της πρόωρης απολιγνιτοποίησης;
Απάντηση: Αν η πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, είχε χαρακτήρα «πράσινης» μετάβασης, όπως επικοινωνιακά παρουσιάστηκε, τότε θα έπρεπε η χαμένη ενέργεια από τον λιγνίτη να έχει αντικατασταθεί από «πράσινες» Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα δηλαδή, που θα έπρεπε να αντικαταστήσουν την ενέργεια που παράγονταν μέχρι πρότινος από λιγνίτη.
Η πρώιμη απολιγνιτοποίηση, πολύ πριν η
Ελλάδα να έχει προλάβει να αποκαταστήσει τη λειτουργία ΑΠΕ που θα
αντικαθιστούσαν τον λιγνίτη, αποδεικνύει ότι τα κίνητρα αυτής της
επιλογής δεν είχαν σχέση με την «πράσινη» ενέργεια.
Το γεγονός
δηλαδή ότι ο «γκρίζος» λιγνίτης αντικαταστάθηκε από το εξ ίσου «γκρίζο»
φυσικό αέριο, αφού και αυτό προέρχεται από ορυκτό άνθρακα, έστω κι αν
είναι σε πιο καθαρή μορφή, αποδεικνύει ότι το κίνητρο του εγχειρήματος
δεν ήταν καθόλου «πράσινο».
Οι μετέπειτα εξελίξεις επιβεβαίωσαν ότι οι μόνοι κερδισμένοι από την απομάκρυνση από τον εγχώριο και γι’ αυτό πολύ φτηνότερο λιγνίτη, ήταν τα διεθνή καρτέλ του φυσικού αερίου. Αφού η Ελλάδα ζημιώθηκε σοβαρά και επειδή αποδυναμώθηκε η ενεργειακή της αυτονομία και συγχρόνως και επειδή εξαρτήθηκε από το εισαγόμενο από τη Ρωσία πανάκριβο φυσικό αέριο.
Όταν μάλιστα οι τιμές του Ρωσικού φυσικού αερίου, από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, τότε επισφραγίστηκε ποιους εξυπηρετούσε η απομάκρυνση από μια πηγή ενέργειας που και συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας ήταν, αλλά και πολύ φτηνότερα κόστιζε στον Έλληνα καταναλωτή.
Εγκαταλείψαμε δηλαδή μια εγχώρια και φτηνή «γκρίζα» πηγή ενέργειας, για να εξαρτηθούμε από μια εισαγόμενη, πανάκριβη και επίσης «γκρίζα» πηγή.
Follow
the money είναι η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα τι και ποιους εξυπηρέτησε
η πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση. Αφού οι μόνοι κερδισμένοι από
την πρώιμη εγκατάλειψη του λιγνίτη, ήταν τα καρτέλ του φυσικού αερίου.
Η αλλαγή στάσης, άλλωστε, της κυβέρνησης και η επαναφορά του λιγνίτη
κάτω από το βάρος των εξελίξεων, δείχνει την ενοχή της κυβέρνησης. Η
οποία άρον άρον τρέχει να μαζέψει την πρόδηλα υπέρ οικονομικών
συμφερόντων ενεργειακή πολιτική της.
Ερώτηση 2η: Γιατί η Ελλάδα έγινε μια από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης ως προς την ενέργεια;
Η απάντηση βρίσκεται στη σύγκριση του τρόπου που ρυθμίστηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, σε σχέση με τα ομόλογά του των ευρωπαϊκών κρατών.
Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να ρυθμίσει την εσωτερική αγορά της ενέργειας κατά τρόπο ώστε να εμποδιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός στις τιμές. Η εισαγωγή δηλαδή στο Χρηματιστήριο του 100% των ελληνικών πηγών ενέργειας και η δεσμευτική σύνδεση της τιμής τους με την ακριβότερη τιμή του φυσικού αερίου, έκλεισε το δρόμο στη μείωση των τιμών, λόγω αυτορρύθμισης της αγοράς.
Ενώ αντίθετα, οι ευρωπαίοι εταίροι μας, έχοντας εισαγάγει στα δικά τους Χρηματιστήρια μικρά ποσοστά των συνολικών ενεργειακών πηγών τους, μικρότερα του 29% που είναι η επιλογή της Γερμανίας, επέτρεψαν σε όσες πηγές δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο να διαμορφώνουν τις τιμές τους μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού που παρέχουν τα ανεξάρτητα από το Χρηματιστήριο συμβόλαια των παρόχων με τους καταναλωτές.
Με δυο λόγια οι ευρωπαίοι δεν σημάδεψαν την «τράπουλα» της αγοράς ενέργειας και επέτρεψαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη που απαγόρευσε τον ανταγωνισμό στη διαμόρφωση των τιμών. Ευνοώντας έτσι απροκάλυπτα τους 4 ομίλους παροχής ρεύματος, συν τη ΔΕΗ που εντωμεταξύ ιδιωτικοποιήθηκε κι αυτή, που τους δόθηκε η ευκαιρία να παράγουν φτηνό ρεύμα και να το πουλούν σε πολλαπλάσιες τιμές από το κόστος παραγωγής. Με αποτέλεσμα τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της αγοράς ενέργειας, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, να φτάσουν το 1,4 δις ευρώ.
Ερώτηση 3η: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ανατιμήσεις, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός οφείλονται στον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας.
Οι
Έλληνες πολίτες όμως γνωρίζουν ότι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια
ξεκίνησαν από το καλοκαίρι του 2021 και κορυφώθηκαν το φθινόπωρο,
πολλούς μήνες δηλαδή πριν τον Φεβρουάριο του 2022, οπότε ξεκίνησε ο
πόλεμος στην Ουκρανία.
Οι πρώτες ενδείξεις της αύξησης του πληθωρισμού άλλωστε, δόθηκαν από το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 2021 ακόμη.
Οι συνέπειες του πολέμου στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχουν φανεί ακόμη. Έχουμε, δυστυχώς, δρόμο μπροστά μας. Εντωμεταξύ όμως, όσο η κυβέρνηση πετάει τη μπάλα στην κερκίδα, κάποιοι μετρούν υπερκέρδη.
Ερώτηση 4η: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη και η ενεργειακή κρίση διεθνές φαινόμενο.
Αν ήταν, πράγματι, έτσι, τότε το ρεύμα και τα καύσιμα στην Ελλάδα θα ήταν φτηνότερα και θα διαμορφώνονταν σε τιμές αντίστοιχες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Το γεγονός ότι είμαστε πολύ ακριβότεροι, ακόμη και από τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης με την πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αποδεικνύει ότι η ενεργειακή κρίση μπορεί να είναι διεθνής και εισαγόμενη, η επιδείνωση του φαινομένου όμως είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο και έχει την υπογραφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πως εξηγείται αλλιώς ότι η βενζίνη που πουλάμε στην Κύπρο είναι φτηνότερη εκεί από ό,τι εδώ; Και πως εξηγείται, ακόμη, ότι έχουμε ακριβότερες τιμές ακόμη και από τη Βουλγαρία, που και αυτή προμηθεύεται φυσικό αέριο από τους Ρώσους;
Ερώτηση 5η: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει τις ανατιμήσεις. Παίρνει μέτρα και επιχορηγεί τους οικονομικά αδύναμους καταναλωτές.
Αν η κυβέρνηση ήταν ειλικρινής όσον αφορά στις προθέσεις της να αντιμετωπίσει τις αιτίες της ακρίβειας, δεν θα αναλώνονταν μόνο σε επιχορηγήσεις, που κι αυτές είναι «ψίχουλα» και που ουσιαστικά συντηρούν και επιδοτούν την κερδοσκοπία στην αγορά.
Θα προχωρούσε στην επιβολή πλαφόν στις τιμές και θα μείωνε τη φορολόγηση των καυσίμων και το ΦΠΑ των προϊόντων πρώτης ανάγκης, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη μείωση των τιμών.
Η αδράνεια του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Βρυξέλλες, όπου δεν διεκδίκησε τίποτε για τη χώρα του, σε αντίθεση με τους προοδευτικούς πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που διεκδίκησαν και κέρδισαν εξαιρέσεις για τα κράτη τους, είναι αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης.
Η οποία, μη παίρνοντας μέτρα κατά της κερδοσκοπίας, είναι σαφές ότι την ανέχεται και την προστατεύει.
Ερώτηση 6η: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν προχωρεί στη μείωση της φορολογίας των καυσίμων και του ΦΠΑ των προϊόντων, γιατί έτσι θα μειώνονταν σοβαρά τα δημόσια έσοδα.
Και εδώ η κυβέρνηση δε λέει την αλήθεια. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας έδωσαν το ελεύθερο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να φορολογήσουν τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της αγοράς ενέργειας και με τα έσοδα αυτά να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, ισοσκελίζοντας τη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Η άρνηση της κυβέρνησης να φορολογήσει τα υπερκέρδη των 4 + 1 επιχειρηματικών ομίλων που νέμονται την εγχώρια αγορά της ενέργειας και η προσχηματική αναφορά της στην αδυναμία της να μετρήσει τα υπερκέρδη, δείχνει καθαρά και ανάγλυφα τις πραγματικές της προθέσεις.
Αν η κυβέρνηση θέλει πράγματι να διαψεύσει την αντιπολίτευση που την κατηγορεί ότι ανέχεται την κερδοσκοπία και δεν προστατεύει τους καταναλωτές, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Ας φορολογήσει τώρα τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων και με τα έσοδα ας χρηματοδοτήσει μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Η αδράνειά της υποκρύπτει ενοχή…
Σχόλια