Έχει μήπως λήξει ο χρόνος της διπλωματίας; Επτά χαρακτηριστικά της επερχόμενης εποχής.

27 Φεβρουαρίου 2022.

Andrei Kortunov

PhD, Γενικός Διευθυντής και μέλος του Προεδρείου του RIAC

Μια μέρα, οι ιστορικοί θα περιγράψουν πιθανώς την περίοδο μεταξύ 2014 και 2022 ως μια μεταβατική περίοδο στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής του 21ου αιώνα. Πολλές από τις διαδικασίες και τις τάσεις που ξεκίνησαν, ή έστω απλώς σκιαγραφήθηκαν, το 2014 έχουν ολοκληρωθεί και παγιωθεί οκτώ χρόνια αργότερα. Εκ των υστέρων, τα δραματικά και απροσδόκητα γεγονότα του 2014 το μόνο που έκαναν ήταν να σηματοδοτήσουν μια προσωρινή ανακωχή μεταξύ της Μόσχας και των δυτικών χωρών, αποτυπώνοντας την ασταθή ισορροπία δυνάμεων και την αμοιβαία έλλειψη ετοιμότητας για μια άμεση περαιτέρω κλιμάκωση.

Έχοντας εξασφαλίσει αυτή την προσωρινή ανακωχή, οι δύο πλευρές άρχισαν να προετοιμάζονται ενεργά για έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης. Οι προετοιμασίες αυτές δεν παρεμποδίστηκαν από την ταραχώδη τετραετή προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δραματική έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις χρόνιες κρίσεις στη Μέση Ανατολή, τη συνεχή ενίσχυση της παγκόσμιας θέσης του Πεκίνου ή ακόμη και την πανδημία από τον κορονοϊό που έπληξε τον κόσμο.

Η Ρωσία συνέχισε να εκσυγχρονίζει δυναμικά τις Ένοπλες Δυνάμεις της, εφάρμοσε προγράμματα υποκατάστασης εισαγωγών, συσσώρευσε συναλλαγματικά αποθέματα, επέκτεινε τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα και εμβάθυνε την πολιτική και στρατιωτικοτεχνική συνεργασία με τους εταίρους της στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (ΟΣΣΑ). Η Δύση εφάρμοσε μορφές και μηχανισμούς πίεσης με κυρώσεις, ενίσχυσε την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, βελτίωσε τον συντονισμό της πολιτικής στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αύξησε τη στρατιωτική και τεχνική βοήθεια προς την Ουκρανία και επιτέθηκε συστηματικά εναντίον της Ρωσίας σε διάφορα διεθνή φόρουμ – από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μέχρι το Συμβούλιο της Ευρώπης και τις συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ.

Θα ήταν άραγε αναπόφευκτη μια δεύτερη, ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση; Κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών σχετικής ηρεμίας, έγιναν επανειλημμένα προσπάθειες να μετατραπεί η προσωρινή εκεχειρία σε μόνιμη και βιώσιμη ειρήνη. Διπλωμάτες, διεθνείς εμπειρογνώμονες και δημόσια πρόσωπα και από τις δύο πλευρές εργάστηκαν σκληρά για την επίλυση αυτού του δύσκολου έργου. Καταρτίστηκαν πολλές λογικές προτάσεις, τόσο για την Ουκρανία όσο και για ευρύτερα ευρωπαϊκά θέματα ασφάλειας.

Δυστυχώς, καμία από αυτές τις προτάσεις δεν εισακούστηκε, ή τουλάχιστον δεν αποτέλεσαν τη βάση μιας συμφωνίας. Το χάσμα μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης διευρύνθηκε περαιτέρω και οι εντάσεις γύρω από την Ουκρανία συνέχισαν να συσσωρεύονται. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2022, η οκταετής εκεχειρία ανατινάχθηκε με τη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ (Λ.Δ.Ν.) και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ (Λ.Δ.Λ.) από τη Μόσχα και την έναρξη Ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης στο Ουκρανικό έδαφος. Η σύγκρουση εισήλθε και πάλι σε οξεία φάση, αλλά σε ριζικά διαφορετικό επίπεδο. Η μεταβατική περίοδος κατέληξε σε μια νέα κρίση με αναπόφευκτες και μη αναστρέψιμες συνέπειες όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για τις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης στο σύνολό τους.

Πιθανώς δεν θα ήταν απολύτως σωστό να προβούμε σε άμεσες αναλογίες μεταξύ της επερχόμενης ευρωπαϊκής πραγματικότητας του 2022 και της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα, μπροστά μας βρίσκονται σκοτεινότεροι και πιο επικίνδυνοι καιροί ακόμη και από εκείνους που κορυφώθηκαν με την περεστρόικα και τη νέα σκέψη, και στη συνέχεια με την τελική κατάρρευση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962, τα μέρη γνώριζαν πολύ καλά τις κόκκινες γραμμές του καθενός και προσπαθούσαν, στο μέτρο του δυνατού, να μην τις υπερβαίνουν. Σήμερα, οι κόκκινες γραμμές δεν αναγνωρίζονται ως πραγματικά κόκκινες, και οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις για τέτοιες γραμμές εκλαμβάνονται από την άλλη πλευρά ως μπλόφα και κενή ρητορική.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε μια σταθερή ισορροπία μεταξύ των δύο πολιτικοστρατιωτικών μπλοκ στην Ευρώπη. Σήμερα, το ΝΑΤΟ είναι πολύ ισχυρότερο από τη Ρωσία στις περισσότερες στρατιωτικοτεχνικές παραμέτρους, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το δυναμικό του Συμμαχίας Μόσχας – Μινσκ.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στις σχέσεις μεταξύ της Δύσης και της ΕΣΣΔ, παρ’ όλες τις διαφωνίες και τις αντιφάσεις, υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και ακόμη και κάποιου βαθμού εμπιστοσύνη, γεγονός που επέτρεπε να ελπίζουμε σε μια δυνατότητα πρόβλεψης της εξέλιξης των σχέσεων. Σήμερα, ο σεβασμός, πόσο μάλλον η εμπιστοσύνη, δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση και οι σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια φάση απρόβλεπτου.

Αυτή η απρόβλεπτη κατάσταση καθιστά αδύνατη την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με το πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί η «νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα» τα επόμενα χρόνια, πόσο μάλλον τις επόμενες δεκαετίες. Εξαρτάται από την τελική έκβαση της ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης, από τη φύση και την έκβαση της επικείμενης «πολιτικής μετάβασης» όσον αφορά το πολιτειακό πρόβλημα της Ουκρανίας , από τη σταθερότητα της αντι-Ρωσικού συνασπισμού στη Δύση, από τη δυναμική της συνολικής ισορροπίας ισχύος στον κόσμο, από τη κρισιμότητα των κοινών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πλευρές και από πλήθος άλλων παραγόντων.

Ωστόσο, ορισμένες πρωταρχικές υποθέσεις έχουν ήδη διατυπωθεί.

Πρώτον, η Ρωσία απέσπασε για άλλη μια φορά άθελά της από την Κίνα τον ρόλο του μεγαλύτερου «διεθνούς κακού» και κύριου αντιπάλου της Δύσης, ρόλο ο οποίος φαίνεται ότι της είχε ήδη ανατεθεί σε μόνιμη βάση. Φυσικά, ο περιορισμός των φιλοδοξιών της Κίνας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής δεν έχει φύγει από την ατζέντα της Ουάσινγκτον και των Ευρωπαίων εταίρων της. Ωστόσο το εν λόγω έργο έχει μείνει μέχρι στιγμής σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, όσον αφορά το Ουκρανικό ζήτημα, το Πεκίνο έχει υιοθετήσει μια εξαιρετικά προσεκτική, θα έλεγε κανείς ακόμη και απόμακρη στάση, δηλώνοντας ότι σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Ουκρανίας. Ο μόνος τρόπος για να αλλάξει το σημερινό σύστημα προτεραιοτήτων της Δύσης είναι μόνον εάν η Κίνα επιχειρήσει ρητά και απερίφραστα να επιλύσει στρατιωτικά το ζήτημα της Ταϊβάν, αλλά τέτοιες προσπάθειες φαίνονται απίθανες στο εγγύς μέλλον.

Δεύτερον, η Μόσχα δεν έχει σχεδόν κανέναν σύμμαχο ή έστω συμπαραστάτη στη Δύση. Ενώ μετά το 2014 υπήρχαν σημαντικές δυνάμεις στην Ευρώπη που ζητούσαν να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα της Ρωσίας και να συνδυαστεί η πίεση προς το Κρεμλίνο με την πιθανότητα κάποιων παραχωρήσεων από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ακόμη και προσωπικότητες όπως η επικεφαλής του γαλλικού ακροδεξιού συντηρητικού κόμματος του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν (Marine Le Pen) ή ο πρόεδρος της Τσεχίας Μίλος Ζέμαν (Miloš Zeman) καταδικάζουν πλέον ομόφωνα τις Ρωσικές ενέργειες. Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντι-Ρωσική συναίνεση στην Ουάσινγκτον είναι ισχυρότερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο τελευταίο τρίτο του αιώνα.

Τρίτον, η Ρωσία θα αντιμετωπίσει μια αναπόφευκτη και πιθανώς παρατεταμένη διακοπή του πολιτικού διαλόγου σε ανώτατο επίπεδο. Στο ορατό μέλλον, το Κρεμλίνο δύσκολα θα δει μια σειρά από προέδρους, πρωθυπουργούς, καγκελάριους και υπουργούς Εξωτερικών να περιμένουν στην ουρά για να συναντήσουν τη Ρωσική ηγεσία. Οι πολυάριθμες επισκέψεις δυτικών ηγετών στη Μόσχα την παραμονή της κρίσης πρέπει να συγκαταλέγονται στις αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής. Η ρωσική πλευρά δεν μπορούσε να πειστεί για τίποτα, και όπως αποδείχθηκε, ένας πολιτικός και διπλωματικός συμβιβασμός υπήρξε ανέφικτος.

Τουλάχιστον ένα μερικό πολιτικό και διπλωματικό μποϊκοτάζ από τη Δύση φαίνεται πιθανό. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα συμπληρωθεί από το κλείσιμο διπλωματικών αποστολών, την ανάκληση των πρεσβευτών και ακόμη (ακολουθώντας το παράδειγμα της Ουκρανίας) τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων.

Τέταρτον, η Μόσχα αντιμετωπίζει έναν μακρόχρονο και πολύ δαπανηρό ανταγωνισμό εξοπλισμών. Δεδομένων των εξελίξεων στην Ουκρανία, η Δύση με την πάροδο του χρόνου, θα επιδιώξει να μεγιστοποιήσει τα προφανή οικονομικά και τεχνολογικά της πλεονεκτήματα προκειμένου να υποβαθμίσει τις Ρωσικές στρατιωτικές δυνατότητες, τόσο τις πυρηνικές όσο και τις συμβατικές.

Αν και είναι πρόωρο να προεξοφλήσουμε την κατάργηση του ελέγχου των εξοπλισμών εν γένει, ο ανταγωνισμός με τη Μόσχα σε διάφορες παραμέτρους που αφορούν την ποιότητα των οπλικών συστημάτων θα ενταθεί στο ορατό μέλλον. Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι απίθανο να υπάρξει επιστροφή στη συζήτηση για μορατόριουμ σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ ή άλλες επιλογές για νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις ασφάλειας για τη Ρωσική πλευρά.

Πέμπτον, η Ρωσία καθίσταται πλέον μόνιμος και υψηλής προτεραιότητας στόχος των δυτικών οικονομικών κυρώσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πίεση των κυρώσεων είναι πιθανό να αυξηθεί σταδιακά, αλλά ωστόσο σταθερά. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να απαλλαγεί η Δύση από την υφιστάμενη εξάρτησή της από τις Ρωσικές πηγές προμηθειών, κυρίως υδρογονανθράκων, αλλά μόλις πάρει αυτό το δρόμο, είναι πολύ απίθανο να τον εγκαταλείψει. Την εγκατάλειψη του Nord Stream 2 θα ακολουθήσει η μείωση της αγοράς Ρωσικού φυσικού αερίου που μεταφέρεται από άλλους αγωγούς, ακόμη και αν οι εναλλακτικές πηγές υδρογονανθράκων αποδειχθούν ακριβότερες. Το ίδιο ισχύει και για άλλες αγορές εμπορευμάτων ή άλλες παγκόσμιες αγορές όπου η Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί εξέχουσα θέση.

Έκτον, η Ρωσία θα απομακρύνεται σταθερά από τις υπάρχουσες και τις αναδυόμενες παγκόσμιες τεχνολογικές αλυσίδες που καθορίζουν τη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα τεχνολογική μορφή. Για το σκοπό αυτό, θα καταβληθούν προσπάθειες για τον περιορισμό της συμμετοχής των Ρώσων επιστημόνων σε διεθνή έργα Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) και θα στηθούν εμπόδια για τις κοινές επιχειρήσεις σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, καθώς και για τις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας από (και τις εισαγωγές προς) τη Ρωσία. Κατά συνέπεια, η τεχνολογική συνεργασία της Μόσχας με τη Δύση θα περιοριστεί, ενώ θα αυξηθεί η τεχνολογική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα.

Έβδομον, μια σκληρή μάχη στο νου και στις καρδιές των ανθρώπων στον υπόλοιπο κόσμο, ιδίως στον παγκόσμιο Νότο, θα διεξαχθεί μεταξύ της Μόσχας και της Δύσης. Η Δύση προκειμένου να καταφέρει να μετατρέψει τελικά τη Ρωσία σε χώρα-παρία, θα πρέπει να μετατρέψει τη δική εκδοχή σχετικά με τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας σε ένα παγκόσμιο, οικουμενικό μύθευμα.

Για το σκοπό αυτό, θα καταβληθούν προσπάθειες να προβληθεί το εν λόγω σενάριο στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Η Ρωσία θα παρουσιαστεί ότι αμφισβήτησε θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου και υπονόμευσε τα θεμέλια όχι μόνο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας ασφάλειας. Ο στρατηγικός στόχος θα είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομόνωση της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή, η οποία θα εμποδίσει τη Μόσχα να διαφοροποιήσει την εξωτερική πολιτική, τους οικονομικούς και άλλους δεσμούς της και να αντισταθμίσει τουλάχιστον εν μέρει τη ζημία που προκλήθηκε από τον περιορισμό της συνεργασίας με τη Δύση.

Θα μπορέσει άραγε η Μόσχα να αντέξει μια τέτοια πίεση μακροπρόθεσμα; Θα μπορέσει να βρει επιλογές για ένα αποτελεσματικό αντεπιχείρημα που θα δημιουργεί αντισταθμιστικές απειλές και προκλήσεις για τους δυτικούς αντιπάλους;

Θα καταφέρει η Ρωσία να ενισχύσει τη σημερινή της θέση στο παγκόσμιο εμπόριο, στους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και στις διμερείς σχέσεις με τους βασικούς εταίρους της; Θα μπορέσει να βρει και να αξιοποιήσει πόρους μη προερχόμενους από τη Δύση, ώστε να προχωρήσει στον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό;

Σε αυτή τη «νέα πραγματικότητα», όλα αυτά τα ερωτήματα, τα οποία δεν είναι τόσο νέα για τη Μόσχα, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, το Ρωσικό πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα, παρά τις πολλές αδυναμίες του, έχει επιδείξει υψηλό βαθμό σταθερότητας και ανθεκτικότητας. Παρόλα αυτά, η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έχει αντιμετωπίσει ακόμη μια πρόκληση τέτοιου μεγέθους, όπως η τρέχουσα κρίση.

ΠΗΓΗ

Σχόλια