Πώς εξελίσσονται οι οικονομικές σχέσεις Κίνας - Ρωσίας

Οι συναντήσεις ανάμεσα στις ηγεσίες της Ρωσίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατά την τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο, είχαν σημαδευτεί από τη δήλωση του Κινέζου προέδρου, ότι δεν υπάρχουν όρια στη φιλία ανάμεσα στις δυο χώρες. Ωστόσο δεν ήταν μόνο αυτό το θέμα των επαφών των δυο πλευρών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των New York Times, η κινεζική πλευρά ήταν πλήρως ενήμερη για την πρόθεση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία. Και μάλιστα είχε ζητήσει η εισβολή να πραγματοποιηθεί μετά την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, της 20ης Φεβρουαρίου. Όπως και έγινε.

Η καθυστέρηση αυτή, επέτρεψε στην κινεζική κυβέρνηση, να εκμεταλλευτεί τους αγώνες και τις παράλληλες τελετές για τους δικούς της προπαγανδιστικούς και επικοινωνιακούς σκοπούς. Άλλωστε η κινεζική πλευρά έφερε βαρέως το γεγονός, ότι η προηγούμενη εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία, τον Αύγουστο του 2008, είχε πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Παράλληλα, η καθυστέρηση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, επέτρεψε στην κινεζική πλευρά, να δοκιμάσει σε πλήρη λειτουργία και ανάπτυξη το πιλοτικό Κινεζικό Ψηφιακό Νόμισμα της Κεντρικής Τράπεζας (CBDC). Το γνωστό σε όλους τους επισκέπτες των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, e-CNY, που «εκδόθηκε» από την People’s Bank of China (PBoC).

Ωστόσο η αποτύπωση της σημερινής εικόνας, στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, δείχνει ότι η φιλία αυτή, έχει υποστεί τις ρωγμές της. Η Κίνα δεν δείχνει πρόθυμη να προχωρήσει σε ρήξη με τη Δύση. Και αυτό είναι απολύτως λογικό. Η ισορροπία των αριθμών και των μεγεθών των οικονομιών που βρίσκονται πίσω, από τις συμμαχίες, όπως καταγράφονται σήμερα, δεν επιτρέπουν στην Κίνα να θυσιάσει τα πάντα, στο όνομα μιας άνευ όρων φιλίας με τη Ρωσία.

  • Ο ευρύτερος συνασπισμός γύρω από τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβάνει και άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νότια Κορέα. Το οικονομικό βεληνεκές του συνόλου αυτού του συνασπισμού, ανέρχεται περίπου στο 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
  • Με όρους εμπορικών συναλλαγών, ο συγκεκριμένος συνασπισμός καλύπτει περίπου το 50% των κινεζικών εξαγωγών και το 45% των κινεζικών εισαγωγών. Για να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημασία αυτών των ποσοστών, ας θυμηθούμε ότι η Ρωσία καλύπτει μόλις το 2% των κινεζικών εξαγωγών και εισαγωγών αντιστοίχως, που ανέρχονται περίπου στα $147 δισ.

Έτσι είδαμε την περασμένη εβδομάδα σύμφωνα με το Bloomberg, την Bank of China και την Industrial & Commercial Bank of China, να απαγορεύουν τη χρηματοδότηση αγοράς ρωσικών βιομηχανικών πρώτων υλών. Ταυτόχρονα η θυγατρική τράπεζα της Bank of China στη Σιγκαπούρη, αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει ενεργειακά deals, στα οποία ήταν αναμεμειγμένες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες.

  • Επιπλέον το κινεζικό τραπεζικό σύστημα που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα συναλλάγματος στον κόσμο ύψους $3,22 τρισ., δεν διακινδυνεύει να πυροβολήσει τα πόδια του, ακολουθώντας τις εξαγγελίες του Κρεμλίνου για μια βίαιη και ταχεία διαδικασία αποδολαριοποίησης των συναλλαγών, ειδικά στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο και στα μέταλλα. Η Κίνα δεν δείχνει πρόθυμη «να κάψει» δολάρια, προσπαθώντας να διασώσει τη ρωσική οικονομία.

Όπως ανέφερε και σε έκθεση του, ο George Magnus από τοOxford University’s China Centre, «China has little to gain but much to lose as Russia’s ally», δηλαδή, η Κίνα έχει λίγα να κερδίσει και πολύ περισσότερα να χάσει σαν σύμμαχος της Ρωσίας.

Εκείνο που περιπλέκει λίγο τα πράγματα είναι η βούληση των κρατικών κινεζικών εταιρειών, να αντικαταστήσουν τις ξένες εταιρείες όπως είναι η BP, η Shell, η Equinor, η TotalEnergies, η Exxon Mobil και άλλες, που δήλωσαν την πρόθεση τους, να αποχωρήσουν, τόσο από το μετοχικό κεφάλαιο ρωσικών εταιρειών, όσο και από κοινά projects εξόρυξης ορυκτών καυσίμων. Η μέχρι στιγμής έκθεση κρατικών κινεζικών εταιρειών στη Ρωσία, δεν έχει αγγίξει ούτε την Gazprom, ούτε τη Rosneft. Περιορίζεται στο χώρο του υγροποιημένου φυσικού αερίου, της Yamal και της Arctic.

Σύμφωνα με το Bloomberg οι συζητήσεις έχουν ξεκινήσει. Όμως δεν είναι μόνο η κατάληξη τους, που είναι αμφίβολη. Διότι ουδείς γνωρίζει ποιος θα είναι ο τρόπος της αποχώρησης των δυτικών ενεργειακών κολοσσών από τις ρωσικές εταιρείες. Με τις μετοχές των εταιρειών αυτών, να μη διαπραγματεύονται ούτε στο Χρηματιστήριο της Μόσχας, το οποίο παραμένει κλειστό από τις 25 Φεβρουαρίου, αλλά ούτε και στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου διότι σχεδόν έχουν μηδενίσει οι τιμές τους, δεν είναι ορατή η μέθοδος της αγοράς ή της πώλησης των μετοχικών πακέτων.

Άλλωστε όπως αναφέρεται, οι κινήσεις αυτές της κινεζικής πλευράς περισσότερο έχουν τον χαρακτήρα διασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας, παρά τον χαρακτήρα της ανάληψης του επιχειρηματικού ρίσκου, εν μέσω ενός τόσο άστατου παγκόσμιου περιβάλλοντος

-----------------------------------

 

Αυστηρό μήνυμα. Οσες αψηφήσουν τους αμερικανικούς περιορισμούς κατά των εξαγωγών στη Ρωσία, θα αποκοπούν από εξοπλισμό και λογισμικό που χρειάζονται για τα προϊόντα τους.

«Καταστροφικά» μέτρα κατά των κινεζικών εταιρειών που αψηφούν τις ρωσικές κυρώσεις θα μπορούσαν να λάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως δήλωσε η Αμερικανίδα υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο.

Η υπουργός εξέδωσε αυστηρή προειδοποίηση την Τρίτη προς τις κινεζικές εταιρείες που ενδέχεται να αψηφήσουν τους περιορισμούς των ΗΠΑ κατά των εξαγωγών στη Ρωσία, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τις αποκόψουν από τον αμερικανικό εξοπλισμό και το λογισμικό που χρειάζονται για την παραγωγή των προϊόντων τους.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε «ουσιαστικά να κλείσει» τη Semiconductor Manufacturing International Corporation ή οποιεσδήποτε κινεζικές εταιρείες αψηφούν τις αμερικανικές κυρώσεις συνεχίζοντας να προμηθεύουν τσιπ και άλλη προηγμένη τεχνολογία στη Ρωσία, είπε η κα Ραϊμόντο σε συνέντευξή της στους New York Times.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες κυβερνήσεις έχουν εκδώσει σαρωτικές κυρώσεις και ελέγχους εξαγωγών, ως απάντηση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι έλεγχοι εξαγωγών απαγορεύουν την πώληση ορισμένων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων προηγμένων τσιπ, στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Οι έλεγχοι των εξαγωγών των ΗΠΑ δεν ισχύουν μόνο για αμερικανικές εταιρείες αλλά και για εταιρείες οπουδήποτε στον κόσμο που χρησιμοποιούν αμερικανικό λογισμικό ή τεχνολογία για την κατασκευή των προϊόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται πολλές κινεζικές εταιρείες.

Η Κίνα και η Ρωσία έχουν ενισχύσει τους εμπορικούς τους δεσμούς τα τελευταία χρόνια και η κινεζική κυβέρνηση έχει εκφράσει κάποια αλληλεγγύη στη ρωσική κυβέρνηση παρά την εισβολή. Ωστόσο, η Κίνα δεν έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει τα πιο προηγμένα τσιπ στον κόσμο, είπε η κα Ραϊμόνο, και οι κινεζικές εταιρείες που συνεχίζουν να προμηθεύουν τη Ρωσία θα αντιμετωπίσουν σκληρές κυρώσεις.

Η Ρωσία «θα φλερτάρει σίγουρα άλλες χώρες για να σταματήσουν τις κυρώσεις και τους ελέγχους των εξαγωγών μας», πρόσθεσε. Αλλά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακάλυπταν ότι μια εταιρεία όπως η Semiconductor Manufacturing International Corporation, στη Σαγκάη, πουλούσε τα τσιπ της στη Ρωσία, «θα μπορούσαμε ουσιαστικά να κλείσουμε τη SMIC, εμποδίζοντάς την να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμό και το λογισμικό μας», είπε.

Οι νέοι έλεγχοι εξαγωγών, οι οποίοι εκδόθηκαν σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και άλλους συμμάχους, έχουν σχεδιαστεί για να ανακόψουν τη ροή προηγμένων τεχνολογιών στη Ρωσία, για να υποβαθμίσουν τον ρωσικό στρατό και ορισμένους στρατηγικούς τομείς που βοηθούν τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να διατηρεί τον έλεγχο της Ρωσίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν παρόμοια μέτρα κατά της κινεζικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών Huawei το 2020, αποκόπτοντάς την από τις παγκόσμιες προμήθειες τσιπ και άλλων ηλεκτρονικών ειδών που κατασκευάζονται με αμερικανική τεχνολογία. Το μέτρο κατέληξε να «ακρωτηριάσει» τις επιτυχημένες δραστηριότητες της Huawei

=====================

 

Είναι πια ξεκάθαρο ότι η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποτελούσε εσφαλμένη επιλογή.

 

Είναι πια ξεκάθαρο ότι η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποτελούσε εσφαλμένη επιλογή. Η εκτίμησή του για τις ικανότητες του ρωσικού στρατού ήταν υπεραισιόδοξη, υποτίμησε το φρόνημα και την αποφασιστικότητα των Ουκρανών, ενώ η άμεση αντίδραση των δυτικών κρατών πρέπει και αυτή να εξέπληξε τον Ρώσο πρόεδρο. Παρότι δεν είμαι ειδήμων για τα στρατιωτικά θέματα, είμαι σε θέση να προσφέρω μία πρώτη ανάλυση για τις επιπτώσεις των κυρώσεων και να απαντήσω σε ένα ερώτημα, που μου τίθεται επίμονα: Η Κίνα είναι ικανή να αναλάβει τον ρόλο εναλλακτικού εμπορικού εταίρου, διασώζοντας έτσι την οικονομία του Πούτιν; Η απάντησή μου είναι: Οχι, δεν μπορεί.

Πετρέλαιο και αέριο

Ας σχολιάσω πρώτα τις επιπτώσεις των κυρώσεων. Ενα πράγμα που η Δύση δεν έκανε είναι να προσπαθήσει να εμποδίσει την πώληση ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, των κυριότερων εξαγώγιμων αγαθών της χώρας. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν χθες τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, αλλά αυτό δεν είναι παρά συμβολική κίνηση. Το πετρέλαιο διαπραγματεύεται στη διεθνή αγορά και η απαγόρευση αυτή θα σημάνει μικρή αναδιάταξη του διεθνούς εμπορίου πετρελαιοειδών, αλλά δεν θα επηρεάσει καμία από τις δύο χώρες, καθώς το ρωσικό πετρέλαιο που εισάγουν οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύει ποσοστό 5% της ρωσικής παραγωγής.

Η Δύση απέκοψε, όμως, την πρόσβαση της Ρωσίας στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Οι Ρώσοι εξαγωγείς μπορεί να βρουν τρόπο να προωθήσουν τα προϊόντα τους, αλλά η πληρωμή τους θα είναι πολύ δύσκολη. Ισως ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η Ρωσία θα δυσκολεύεται εφεξής να πληρώνει για τις εισαγωγές της. Πόσο σοβαρό είναι αυτό; Η ρωσική ελίτ θα μπορέσει να ζήσει χωρίς τα πολυτελή είδη της, αλλά τα δυτικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πάψουν να διατίθενται. Τα δύο τρίτα των εισαγωγών της Ρωσίας αφορούν πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα, αναγκαία για τη λειτουργία της ρωσικής βιομηχανίας.

Κινεζικές τράπεζες και επιχειρήσεις ίσως επιλέξουν εθελοντική επιβολή κυρώσεων, αποφεύγοντας τις συναλλαγές με τη Ρωσία, ώστε να μην εξοργίσουν καταναλωτές και ρυθμιστικές αρχές της Δύσης.

Τέσσερις λόγοι

Την ίδια στιγμή, η Κίνα αδυνατεί να δώσει το «φιλί της ζωής» στη ρωσική οικονομία για τέσσερις λόγους. Πρώτον, παρά την οικονομική της ανάπτυξη, η Κίνα δεν είναι σε θέση να καλύψει τις ελλείψεις που δημιουργούν στη Ρωσία οι δυτικές κυρώσεις, όπως στους κρίσιμους τομείς των αεροπορικών μεταφορών και των ημιαγωγών.

Δεύτερον, παρότι η Κίνα δεν συμμετέχει στις κυρώσεις, η οικονομία της είναι πλήρως ενσωματωμένη στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι κινεζικές τράπεζες και επιχειρήσεις ενδέχεται να επιλέξουν την αυτόβουλη, εθελοντική επιβολή κυρώσεων, αποφεύγοντας τις συναλλαγές με τη Ρωσία προκειμένου να μην εξοργίσουν τους καταναλωτές και τις ρυθμιστικές αρχές της Δύσης.

Τρίτον, Κίνα και Ρωσία χωρίζονται από μεγάλη γεωγραφική απόσταση, παρότι όμορες. Η καρδιά της ρωσικής οικονομίας χτυπάει, ωστόσο, δυτικά από τα Ουράλια, ενώ της Κίνας εντοπίζεται στην ανατολική της ακτή. Το σιδηροδρομικό δίκτυο μεταξύ των δύο χωρών είναι ήδη επικίνδυνα υπερφορτωμένο.

Τέλος, δεν δίνουμε αρκετή έμφαση στις ακραίες διαφορές οικονομικής ισχύος μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Η κινεζική οικονομία έχει επεκταθεί όσο καμία άλλη στην Ιστορία, αποκλείοντας τη σύναψη ισότιμης «νεοφασιστικής συμμαχίας» μεταξύ των δύο αυταρχικών καθεστώτων.

-------------------------------

Η Κίνα υπερασπίζεται την «αιώνια φιλία» με τη Ρωσία παρά την εισβολή στην Ουκρανία

Δευτέρα, 07 Μαρτίου 2022 10:19
UPD:10:33
REUTERS/YONHAP NEWS AGENCY

Η Κίνα υπερασπίστηκε την «αιώνια φιλία» της με τη Ρωσία και επέκρινε τις ΗΠΑ ότι προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια «εκδοχή του ΝΑΤΟ» στην περιοχή Ινδίας - Ειρηνικού, απορρίπτοντας τις διεθνείς εκκλήσεις για καταδίκη της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία.

Ειδικότερα, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, τόνισε ότι η φιλία μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας είναι ακόμα πολύ ισχυρή και επανέλαβε την υποστήριξη του Πεκίνου για «διάλογο» και «διαπραγματεύσεις», αλλά δεν διευκρίνισε συγκεκριμένα μέτρα που είχε λάβει η Κίνα.

Επίσης επιβεβαίωσε το «αδιαμφισβήτητο μήνυμα προς τον κόσμο ότι η Κίνα και η Ρωσία από κοινού αντιτίθενται στις προσπάθειες αναβίωσης της νοοτροπίας του ψυχρού πολέμου».  «Ανεξάρτητα από το πόσο επισφαλής και προκλητική μπορεί να είναι η διεθνής κατάσταση, η Κίνα και η Ρωσία θα διατηρήσουν τη στρατηγική εστίασή τους και θα προωθήσουν σταθερά τον ολοκληρωμένο στρατηγικό συντονισμό μας για μια νέα εποχή», είπε.

Το Πεκίνο «περπατάει» σε ένα διπλωματικό τεντωμένο σχοινί καθ' όλη τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αρνούμενο να καταδικάσει τη στενή του σύμμαχο Μόσχα, αφού μόλις τον περασμένο μήνα διαλαλούσε μια στρατηγική εταιρική σχέση «χωρίς όρια» μεταξύ των δύο χωρών. «Η φιλία μεταξύ των δύο λαών είναι σταθερή και οι μελλοντικές προοπτικές συνεργασίας και των δύο πλευρών είναι τεράστιες», είπε ο Γουάνγκ Γι σε ετήσια ενημέρωση τύπου τη Δευτέρα.

Ωστόσο, είπε ότι η Κίνα είναι «πρόθυμη να συνεργαστεί με τη διεθνή κοινότητα για να πραγματοποιήσει την απαραίτητη διαμεσολάβηση, όταν είναι απαραίτητο».

Ο επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Κίνα πρέπει να μεσολαβήσει στις μελλοντικές ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, καθώς οι δυτικές δυνάμεις δεν μπορούν να εκπληρώσουν αυτόν το ρόλο.

Το Πεκίνο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα διαδραμάτιζε «εποικοδομητικό ρόλο στην έκκληση για διαπραγματεύσεις» για την επίλυση της κρίσης, αλλά δεν έχει δεσμευτεί να συμμετάσχει ή να φιλοξενήσει ειρηνευτικές συνομιλίες.

Ο Γουάνγκ Γι είπε επίσης ότι η Κίνα θα στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία.

Παράλληλα, περιέγραψε τη σχέση Κίνας-Ρωσίας ως «την πιο κρίσιμη διμερή σχέση του κόσμου», η οποία «ευνοεί την παγκόσμια ειρήνη, σταθερότητα και ανάπτυξη».

Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε στη δέσμευση εταιρικής σχέσης του περασμένου μήνα ως κάτι που δείχνει «ξεκάθαρα και αναμφισβήτητα στον κόσμο» ότι και οι δύο χώρες «αντιτίθενται από κοινού στην αναβίωση της νοοτροπίας του Ψυχρού Πολέμου και στην πυροδότηση ιδεολογικών αντιπαραθέσεων».

Με πληροφορίες από AFP

===================

Αν η κόντρα που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ με την Κίνα, επί προεδρίας Τραμπ, ήταν η αρχή και αν η πανδημία κατάφερε σημαντικό πλήγμα στην παγκοσμιοποίηση, δείχνοντας πόσο ευάλωτες είναι οι διεθνοποιημένες παραγωγικές και εφοδιαστικές αλυσίδες, τότε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι το νεκροκρέβατό της, τουλάχιστον με τον τρόπο που τη ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Κι αυτό θα έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για τα διεθνή αλλά και για τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα. Μπαίνουμε ξανά σε μια εποχή που η οικονομία θα υποταχθεί αναγκαστικά στη γεωπολιτική, καθώς η εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία ανοίγει μέτωπα στα οποία η σημασία της ίδιας της Ουκρανίας είναι ελάχιστη.

Το μείζον γεωπολιτικό γεγονός είναι ότι η ρεβιζιονιστική Ρωσία του Πούτιν αμφισβήτησε ανοιχτά, με τα όπλα, όχι απλά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας αλλά τον μονοπολικό κόσμο στον οποίο κυριαρχεί η λεγόμενη Δύση.

Αυτή η ευρύτερη διατάραξη του «status quο» που επιχειρείται με τη βία εντός των ορίων της Ευρώπης είναι και ο λόγος για τον οποίο η αντίδραση της Δύσης είναι τόσο οργισμένη. Με μια φράση καθόλου άστοχη, ξεκίνησε μια μάχη ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και στην απολυταρχία. Μια μάχη που θα διεξαχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η απάντηση της Δύσης έρχεται με έναν οικονομικό πόλεμο τόσο σκληρό όσο ποτέ στο παρελθόν, με σκοπό να γονατίσει οικονομικά τη Ρωσία και να την καταστήσει παράδειγμα προς αποφυγή. Θα ήταν σφάλμα όμως να δούμε τις εξελίξεις ως μια επαναφορά στο παρελθόν του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στον Δυτικό κόσμο και τη Σοβιετική Ένωση. Τότε η διαμάχη οροθετούνταν από τις δύο αδιαμφισβήτητες υπερδυνάμεις και τις εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες τους.

Σήμερα, η Ρωσία είναι περισσότερο προπομπός της αμφισβήτησης προς τη διεθνή καθεστηκυία τάξη που εκφράζει και η Κίνα, η από καιρό ανατέλλουσα οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη, που δεν αποκλείεται, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, να καταστεί στο προσεχές μέλλον αδιαφιλονίκητα πρώτη.

Θα ήταν σήμερα ριψοκίνδυνο να εκτιμήσουμε πόσο συντριπτικές επιπτώσεις θα έχει ο οικονομικός πόλεμος έναντι της Ρωσίας, αλλά και ποιες συνέπειες, πιθανώς απρόβλεπτες, θα έχει η διεξαγωγή του ακόμη και στις οικονομίες που τον διοργάνωσαν.

Το σίγουρο όμως είναι ότι τόσο η Κίνα όσο και μια σειρά από καθεστώτα ανά τον κόσμο, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ιδεολογία της Δύσης, παίρνουν μηνύματα από τις οικονομικές εχθροπραξίες εναντίον της Ρωσίας.

Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι η Κίνα θα κάνει ό,τι μπορεί για να «οχυρώσει» ακόμη περισσότερο την οικονομία της απέναντι στο ενδεχόμενο να υποστεί μελλοντικά κυρώσεις. Αυτό άλλωστε θα έκανε οποιαδήποτε δύναμη στη θέση της. Και αυτό σημαίνει ότι θα επιταχύνει τη δημιουργία εναλλακτικών δικτύων χρηματοδότησης και διασύνδεσης και ότι θα ενθαρρύνει την απομάκρυνση από το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.

Το ερώτημα πόσο θα στηρίξει η Κίνα τη Ρωσία σε αυτή τη δύσκολη ώρα των κυρώσεων δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, παρότι πολλοί αναλυτές (και ορισμένες αμερικανικές πηγές) υποστηρίζουν ότι η πρώτη ήξερε εκ των προτέρων για την επέμβαση, ενώ μέχρι στιγμής η στάση της δείχνει ανοιχτή συμπάθεια προς τη Ρωσία.

Το βέβαιο, κρίνοντας από τη σχετική ψηφοφορία στον ΟΗΕ, είναι ότι πολλές χώρες (αθροιστικά περίπου 35) δεν θέλουν να απομονώσουν τη Ρωσία. Γι’ αυτό και προτίμησαν την αποχή. Ανάμεσά τους η Κίνα, η Ινδία (δύο χώρες στις οποίες ζει αθροιστικά σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της Γης), το Πακιστάν, οι «συνήθεις ύποπτοι» της Νοτίου Αμερικής και πολλές χώρες της Αφρικής, περιλαμβανομένης και της Νότιας Αφρικής.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο απολυταρχικός ηγέτης της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρότι η χώρα του είναι μέλος του ΝΑΤΟ, καταδίκασε την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά δεν συμμετέχει στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.

Κατά συνέπεια, ένας πρώτος εμφανής κίνδυνος αφορά τον διαχωρισμό του κόσμου σε τουλάχιστον δύο ανταγωνιστικές «ζώνες επιρροής», που θα έχουν βεβαίως και πολλαπλά σημεία επαφής μεταξύ τους, ιδίως σε θέματα που δεν άπτονται της «ασφάλειας», ούτε με την ευρεία έννοια.

Η ζημία όμως για την παγκοσμιοποίηση θα είναι τεράστια. Διότι μέσα σε αυτό το κλίμα διαίρεσης και πιθανών αναφλέξεων σε διάφορα σημεία της Γης, κάθε παίκτης, μικρός ή μεγαλύτερος, επιχειρηματικός ή κρατικός, θα έχει στο νου του τον κίνδυνο που μπορεί να προκαλέσει το ενδεχόμενο διακοπής των συναλλαγών.

Η παγκοσμιοποίηση στηρίχτηκε στην αντίληψη ότι, με εξαίρεση κάποιες γωνιές της Γης, θα πρυτανεύσει σε διεθνή κλίμακα η ειρηνική συνύπαρξη, η μη αμφισβήτηση εδραιωμένων συνόρων και ο οικονομικός ανταγωνισμός.

Η ωραία αυτή ελπίδα, όμως, σήμερα έχει πάψει να υπάρχει. Και είναι αμφίβολο εάν θα επανέλθει σύντομα.

Σχόλια