Κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας ενισχύονται συνεχώς οι υποψίες ότι υπάρχει σχέδιο επιστροφής στην ρήτρα χρυσού στην Ευρώπη. Οι διάσπαρτες πληροφορίες εστιάζονται κυρίως στο γεγονός ότι μετά την κατάρρευση του συμφώνου Bretton Woods το 1971, οι κεντρικές τράπεζες των ευρωπαϊκών χωρών προετοίμαζαν αθόρυβα και με απόλυτη μυστικότητα σχέδιο επανόδου στο πολύτιμο μέταλλο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Τότε, ένας ακόμη νομισματικός πόλεμος εκδηλώθηκε με απίστευτη αγριότητα, προκαλώντας ύφεση, ανέχεια, περιφερειακές συγκρούσεις και μία απίστευτη άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Μάλιστα ο τότε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Nixon, John Bowden Connally Jr., απάντησε ωμά στους Ευρωπαίους ομολόγους του, που διαμαρτύρονταν για την καταστροφική εξαγωγή πληθωρισμού από τους Αμερικανούς, πως ναι μεν το δολάριο αποτελεί το εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ, αλλά τα προβλήματά του αφορούν τους άλλους και όχι την χώρα του!
Επί σχεδόν πέντε δεκαετίες, υλοποιούνται στο περιθώριο των διεθνών οικονομικών εξελίξεων, βήματα για να επανέλθει η ρήτρα χρυσού. Οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες διαβλέπουν από την εποχή της δεκαετίας του 1980, όταν σχεδιαζόταν το κοινό νόμισμα, πως το διεθνές νομισματικό σύστημα παρακμάζει και η εφαρμογή αντισυμβατικών και επικίνδυνων πειραματισμών οδηγεί σε αδιέξοδα χωρίς επιστροφή.
Όταν εγκαταλείφθηκε η ρήτρα χρυσού, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης άρχισαν να μελετούν σχέδια εκτάκτου ανάγκης, με σκοπό την επαναφορά της, εάν και εφόσον οι συνθήκες διαμόρφωναν ένα οικονομικό περιβάλλον, το οποίο θα την καθιστούσε απολύτως αναγκαία. Η γενική αίσθηση την εποχή εκείνη είχε στο κέντρο της μία δυσθυμία και την πρόθεση να επινοηθούν κάποια σχέδια αντιμετώπισης της απόλυτης ηγεμονίας του δολαρίου. Σχέδια που θα προλείαναν το έδαφος για νέες διευθετήσεις στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Μάλιστα κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας εκπέμπονται σήματα που σχεδόν προδικάζουν την έλευση ενός νέου συστήματος, το οποίο ενσωματώνει την ασφάλεια που παρέχει η ρήτρα χρυσού.
Στα πλαίσια αυτά η Ευρώπη εξισώνει την αξία των αποθεμάτων χρυσού σε διεθνές επίπεδο (δηλαδή αποσύρονται οι τοπικές διακυμάνσεις), προχωρεί σε στρατηγικές τοποθετήσεις, αναβαθμίζει την ποιότητα του μετάλλου (σύμφωνα με τα σύγχρονα βιομηχανικά πρότυπα) και προωθεί την κατοχή χρυσού ως αποτελεσματική άμυνα έναντι των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Οι κινήσεις αυτές, που βάλλουν κατά του δολαρίου, ακολουθούνται και από τους τραπεζικούς κύκλους της Μαλαισίας, όπως και από τους Κινέζους. Ο πρόεδρος του χρηματιστηρίου χρυσού της Σαγκάης (SGE), δηλώνει πως οφείλουν όλοι να υποστηρίξουν τον χρυσό, εγκαταλείποντας το δολάριο.
Ο χρυσός και ο “μαύρος χρυσός”
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για μία νέα αξιοποίηση του χρυσού, σαν μοχλού σταθεροποίησης του διεθνούς νομισματικού συστήματος, προβληματίζει πολύ τον τομέα της ενέργειας, όπως και τις επενδυτικές τράπεζες. Οι αναλυτές της Morgan Stanley παρατηρούν πως η αναλογία των μεγεθών της αξίας των δύο αγαθών, δηλαδή του χρυσού και του αργού πετρελαίου, κινείται σε επίπεδα ιδιαίτερα σημαντικά και μάλιστα έχει την δυνατότητα να προϊδεάσει για την εξέλιξη των τιμών του “μαύρου χρυσού”.
Πρόκειται για μία απλή αναλογία που δηλώνει πόσα βαρέλια αργού πετρελαίου αγοράζει μία ουγκιά χρυσού. Το 1973 με τον σχηματισμό του OPEC η σχέση κινείτο στο 8:1. Το 1980, παρά την έκρηξη των τιμών του αργού πετρελαίου λόγω του πολέμου Ιράκ-Ιράν, διαμορφώθηκε στο 16:1. Στην λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2020 εκτοξεύθηκε στο σχεδόν απίστευτο 49:1, λόγω και της καθοδικής ακραίας χειραγώγηση των τιμών από τον OPEC+ (παλαιός OPEC και Ρωσία), για να κινηθεί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 στα επίπεδα του 17:1 έως και 18:1. Τον Φεβρουάριο πριν από την κρίση της Ουκρανίας διευρύνεται πέραν του 20:1.
Διαχρονικά οι ανοδικές τάσεις στην αγορά το χρυσού ακολουθούνται και από σημαντικές ανόδους των τιμών του αργού πετρελαίου, όπως το 2011, αν και η τότε τιμή των 1.923 δολαρίων ανά ουγκιά χρυσού τον Αύγουστο, διαμόρφωσε την σχέση στο 17:1. Η σχέση των δύο αγαθών και οι μεταβολές της συσχετίζονται με το γεγονός ότι σε περιόδους ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων, ο χρυσός αντιπροσωπεύει τον βασικό μοχλό αντιμετώπισης του κινδύνου.
Μία προφανής αιτιολογία της άσχημης εξέλιξης είναι ο πόλεμος τιμών μεταξύ των χωρών του OPEC, της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΠΑ και των Ρώσων από τα μέσα του 2014 έως το 2016, οπότε και η Ρωσία συνδέθηκε πλέον με τον OPEC. Αργότερα, με την πανδημία του 2020, κατέληξε στην δημιουργία τεραστίων αποθεμάτων πετρελαίου και στην εξάντληση της αποθηκευτικής δυναμικότητας. Η απόρροια αυτού του εξαιρετικά αρνητικού κλίματος αντικατοπτρίστηκε στις αρνητικές τιμές του “μαύρου χρυσού” στις αρχές του δευτέρου τριμήνου του 2020, με χειρότερη επίδοση στις 20 Απριλίου, όταν η τιμή διαμορφώνεται στα -37,63 δολάρια ανά βαρέλι!
Στο περιβάλλον αυτό τα προθεσμιακά συμβόλαια αγοράς διαπραγματεύονται με απώλειες μεγαλύτερες του 35%, σηματοδοτώντας την χειρότερη περίοδο για την αγορά αργού πετρελαίου από το 2015. Στον αντίποδα, όμως, οι τιμές του χρυσού κινούνταν απότομα ανοδικά, προς τα 2.000 δολάρια ανά ουγκιά, δηλαδή κατά 20% υψηλότερα, φαινόμενο που δεν οφείλεται στον πόλεμο τιμών στην αγορά του πετρελαίου στο δεύτερο τρίμηνο.
Κεντρικές Τράπεζες και ρήτρα χρυσού
Αν και οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη ευθυγραμμίζονται επί δεκαετίες στην πολιτική τους έναντι του χρυσού, στις 26 Σεπτεμβρίου 1999, στο περιθώριο της τακτικής ετήσιας διάσκεψης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπέγραψαν και επίσημα την πρώτη συμφωνία για την διαχείριση των αποθεματικών τους σε χρυσό, με στόχο να αποφευχθούν ασυντόνιστες πωλήσεις και αποσταθεροποίηση της αγοράς του πολύτιμου μετάλλου. Στην συμφωνία συμμετέχουν 11 χώρες που αργότερα θα ενταχθούν στην Ευρωζώνη συν Βρετανία, Ελβετία, Σουηδία και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στα πλαίσια της συμφωνίας, οι συγκεκριμένες κεντρικές τράπεζες αναγνωρίζουν πως ο χρυσός αποτελεί βασικό πυλώνα των αποθεματικών τους.
Ορίζουν πως οι πωλήσεις θα πραγματοποιούνται μετά από συνεννόηση και οφείλουν να μην υπερβαίνουν τους 400 μετρικούς τόνους σε ετήσια βάση, με πενταετή ισχύ της συμφωνίας. Οι 15 τράπεζες κατέχουν τότε το 45% των παγκόσμιων αποθεματικών σε χρυσό, με συνέπεια να τις ακολουθήσουν –έστω και άτυπα, στα πλαίσια του περιορισμού των πωλήσεων χρυσού– οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements-BIS).
Η συμφωνία προκάλεσε αρχικά μεγάλη έκπληξη στις αγορές, με συνέπεια την άνοδο των τιμών του χρυσού στην περίοδο που την ακολουθεί, αν και σταδιακά οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν και εκμηδενίστηκαν οι αποσταθεροποιητικές τάσεις. Στις 8 Μαρτίου 2004, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης υπογράφουν δεύτερη συμφωνία με αντικείμενο τον χρυσό. Αυτή επικυρώνει ουσιαστικά τους όρους της πρώτης, επεκτείνοντας χρονικά την ισχύ τους για μία πενταετία και αυξάνοντας το όριο συντονισμένων πωλήσεων στους 500 μετρικούς τόνους σε ετήσια βάση.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 2009 ακολουθεί και τρίτη συμφωνία που ανανεώνει και επεκτείνει για μία ακόμα πενταετία την ισχύ των προηγούμενων, περιορίζοντας όμως το όριο πωλήσεων στους 400 μετρικούς τόνους. Τέλος στις 19 Μαΐου 2014 υπογράφεται η τέταρτη κατά σειράν συμφωνία με την συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών Αυστρίας, Βελγίου, Γαλλίας, Γερμανίας, Ελβετίας, Ελλάδας, Εσθονίας, Ιρλανδίας, Ισπανίας, Ιταλίας, Κύπρου, Λιθουανίας, Λετονίας, Λουξεμβούργου, Μάλτας, Ολλανδίας, Πορτογαλίας, Σλοβενίας, Σουηδίας και Φινλανδίας. Η συμφωνία επεκτείνει για μία πενταετία την ισχύ των προηγουμένων, με τους ίδιους περιορισμούς και παρά το γεγονός ότι δεν έχει υλοποιηθεί και νέα στα τέλη του 2019, ισχύει έως την υπογραφή της πέμπτης συμφωνίας.
Οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατέχουν στην τρέχουσα περίοδο 11.719 μετρικούς τόνους χρυσού, δηλαδή το 34% του συνόλου των παγκόσμιων αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών, με τις αγορές να υποπτεύονται πως η επόμενη συμφωνία θα ορίσει με κάποιο μηχανισμό μία σταθερή σχέση της αξίας του χρυσού με το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα, επαναφέροντας την ρήτρα χρυσού.
Σχόλια