Πολύ πριν οι Ρώσοι εισβάλουν στην Ουκρανία, ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο, κεντρικό στοιχείο της οποίας είναι η αμερικανική στρατηγική της “διπλής ανάσχεσης” (double containment), δηλαδή τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας. Στην πραγματικότητα προϊόν αυτής της στρατηγικής ήταν ο νέος Ψυχρός Πόλεμος. Η απόφαση, μάλιστα, του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία για να αποτρέψει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, κορύφωσε με τη μία την ψυχρή σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας και μάλιστα κατά τρόπο που προσέφερε στη Δύση επικοινωνιακό-πολιτικό πλεονέκτημα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Αν και η Κίνα, όπως πάντα, τηρεί προσεκτική στάση, η μέχρι τώρα πολιτική της καθιστά ξεκάθαρο ότι στηρίζει τη Ρωσία, σε μία συγκυρία που η Μόσχα έχει ανάγκη το Πεκίνο. Αυτή η εξέλιξη εκ των πραγμάτων ωθεί τις δύο μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις τη μία στην αγκαλιά της άλλης. Αν τα πράγματα προχωρήσουν στην ίδια γραμμή, θα δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού μεγέθους που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (hyper power) στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα μεγέθη αυτού του συμπλόκου είναι απλά τεράστια, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς.
Κι αυτό, παρότι η Ρωσία με την Κίνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν μετατραπεί σε θανάσιμους γεωπολιτικούς αντιπάλους. H μαοϊκή Κίνα, μάλιστα, είχε προσεγγίσει στρατηγικά τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την τότε σοβιετική απειλή. Δεν πρόκειται λοιπόν για “φυσικούς” συμμάχους και η καχυποψία μεταξύ τους είναι δεδομένη. Τί είναι αυτό, λοιπόν, που ώθησε τη Δύση στο να στραφεί εναντίον και των δύο, αντί να επιλέξει μια πολιτική “διαίρει και βασίλευε” που είναι και το θεμέλιο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σοφίας;
Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος
Μια αρχική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ήταν μια αναγκαστική επιλογή για τις ΗΠΑ γιατί και οι δύο αυτές χώρες είναι ακραία εχθρικές και επιθετικές με αποτέλεσμα να μην αφήνεται κάποια άλλη επιλογή πέραν από την αντιπαλότητα. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αυτό που κυρίως επιδίωκαν και επιδιώκουν είναι να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας στο εγγύς εξωτερικό τους, κάτι που ουδόλως απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα των Δυτικών χωρών.
Η Κίνα προσπαθεί –με μια παρανοϊκή ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας– να μετατρέψει τη Νότιο Σινική Θάλασσα σε κινεζικό “γαλάζιο έδαφος”, έτσι ώστε να δημιουργήσει μια θαλάσσια προέκταση που θα λειτουργεί ως γεωπολιτική ασπίδα. Αυτή ναι μεν είναι μια επιθετική ενέργεια έναντι των χωρών της περιοχής, πλην όμως εκφράζει μια αμυντική λογική στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο.
Γενικότερα, η Κίνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να διεκδικήσει τη θέση που (υποτίθεται) ότι κατείχαν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη. Οι “αποικιοκρατικές” της διεισδύσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής δεν απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης. Είναι δε εξόχως τρωτές σε δυτικά αντίμετρα αν έτσι κριθεί σκόπιμο. Επιπροσθέτως, η σημερινή Κίνα, σε αντίθεση με αυτήν της μαοϊκής εποχής, είναι πιο τρωτή, ακριβώς γιατί εξαρτάται από το εξωτερικό για εισροές πρώτων υλών, ενέργειας, τροφίμων και στο μέλλον πιθανώς και πόσιμου νερού, όπως επίσης και για τις εξαγωγές των προϊόντων της.
Η Ουκρανία ως buffer state
Τις διαδρομές που ενώνουν την Κίνα με τον έξω κόσμο συνεχίζει να ελέγχει κατά κύριο λόγο η Δύση και οι σύμμαχοί της. Από πλευράς της, η Ρωσία έχει εκπέσει αμετάκλητα από τη θέση της υπερδύναμης που κατείχε ως Σοβιετική Ένωση. Αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα και κυρίως δεν δείχνει διάθεση να απειλήσει κάποιο δυτικό κράτος. Σε ό,τι αφορά στην Ουκρανία, αυτό που σταθερά επεδίωκε το Κρεμλίνο ήταν να την μετατρέψει σε buffer state (κράτος-μαξιλάρι). Δηλαδή, να λειτουργεί ως μια ουδέτερη ζώνη, ως χώρα “αποσβεστήρας κραδασμών”, μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.
Αν αυτό είχε συμφωνηθεί κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαμε φτάσει στη ρωσική εισβολή. Το Κίεβο, ωστόσο, ζητούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και το ΝΑΤΟ δήλωνε ότι ακολουθεί πολιτική “ανοικτών θυρών”. Έτσι, μετά τα γεγονότα του 2014, που οδήγησαν στην ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και παράλληλα άναψε το πράσινο φως για την απόσχιση των ρωσόφωνων ανατολικών επαρχιών του Ντονμπάς. Και τα δύο αυτά προβλήματα ήταν προβλήματα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, που δεν έθιγαν συμφέροντα της Δύσης.
Απασχόλησαν, όμως, την αμερικανική γεωστρατηγική, επειδή ακριβώς αυτή εκπορεύεται από το δόγμα της “διπλής ανάσχεσης”. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα αντιμετωπίζονταν με “υπερβάλλουσα” εχθρότητα. Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, λοιπόν, ήταν πραγματικότητα πολύ πριν τη ρωσική εισβολή. Και ενώ τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία ξεχωριστά δεν μπορούν να απειλήσουν τη δυτική ηγεμονία, εντούτοις και οι δύο μαζί συνθέτουν ένα σχήμα με τεράστιο γεωπολιτικό δυναμικό, που ξεπερνά κατά πολύ το απλό άθροισμα των μεγεθών τους. Για την ακρίβεια, μετατρέπεται στον κατεξοχήν υποψήφιο παγκόσμια ηγεμόνα και βεβαίως σε στρατηγική απειλή για τη Δύση.
Η ρίζα της δυτικής στρατηγικής
Το ερώτημα είναι γιατί η Δύση επιμένει σε αυτήν την φαινομενικά παράλογη πολιτική; Γιατί ο νέος Ψυχρός Πόλεμος την συμφέρει; Για να εντοπίσουμε τα αίτια αυτής της δυτικής συμπεριφοράς πρέπει να κατέβουμε κάτω από το επίπεδο της ανάγνωσης της “ρεαλιστικής” Σχολής των διεθνών σχέσεων, που αναζητεί σχέσεις βασισμένες σε μετρήσιμα γεωπολιτικά συμφέροντα και σε λογική ισορροπίας ισχύος. Άποψη του γράφοντος είναι ότι η συμπεριφορά της Δύσης όλο το προηγούμενο διάστημα (πριν τη ρωσική εισβολή) οφειλόταν εν πολλοίς σε μια υπαρξιακή κρίση που εντοπίζεται στον ίδιο τον πολιτισμικό της πυρήνα.
Η Δύση υποφέρει από μια βαθιά κρίση ταυτότητας κι αυτό εκδηλώνεται σε φαινομενικά παράλογες γεωπολιτικές συμπεριφορές. Αν θα θέλαμε να το πούμε με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια θα λέγαμε ότι η Δύση σήμερα βρίσκεται σε έναν ιδιότυπο “πόλεμο πολιτισμών” με τον ίδιο της τον εαυτό. Ένα βαθύ ενοχικό στοιχείο, που έτσι και αλλιώς είναι ενδημικό στον δυτικό πολιτισμό, σήμερα έχει φθάσει σε ακραία επίπεδα και οδηγεί σε αναγνώσεις αυτοάρνησης μεγάλα κομμάτια των δυτικών κοινωνιών.
Η επίθεση στους αρχαίους Έλληνες κλασικούς σαν “ρατσιστές” που βλέπουμε στις ΗΠΑ, ή η συλλήβδην καταγγελία του δυτικού πολιτισμού σαν “σεξιστικού”, “πατριαρχικού”, “ρατσιστικού” κλπ είναι εκφάνσεις αυτού του φαινομένου. Όπως εκφάνσεις του είναι η άρνηση της έννοιας του έθνους, του λαού και του φύλου, που θεωρούνται αυθαίρετες “φαντασιακές” κατασκευές από το μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού ακαδημαϊκού κατεστημένου.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται η παροξυσμική αυτοενοχικότητα για την “καταστροφή του περιβάλλοντος” και την “καταπίεση των ζώων”, που φθάνει σε ακραία σημεία με τις θεωρίες περί εθελούσιας αυτοεξάλειψης του ανθρώπινου είδους. Μία τέτοια πρεσβεύει η καθηγήτρια του Κέιμπριτζ Patricia MacCormack στο περιβόητο “Ahuman Manifesto” της. Έχουμε δηλαδή μια άρνηση ταυτότητας από πλευράς του δυτικού πολιτισμού. Όμως, δεν μπορείς να ζεις, μισώντας τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ψυχογεωπολιτική του βάθους
Έτσι λοιπόν, αν δεν μπορείς να ορίσεις θετικά τον εαυτό σου θα το κάνεις αρνητικά. Κι αυτό το επιτυγχάνεις δημιουργώντας ένα σκοτεινό είδωλο, έναν αρνητικό “σημαίνοντα Άλλον” (significant Other), στην αντίθεση έναντι του οποίου θα ορίσεις τον εαυτό σου. Χρειάζεσαι, λοιπόν, έναν φαντασιακό δαίμονα, στον οποίο θα μεταβιβάσεις τις αρνητικές απόψεις που έχεις για τον εαυτό σου, ώστε να απαλλαγείς από αυτές και να μπορέσεις να ορίσεις θετικά τον εαυτό σου ως αντίπαλο και αντίθετο μέγεθος αυτού του δαίμονα.
Αυτό έπραττε η Δύση και τώρα πλέον το πράττει στη νιοστή. Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος προϋποθέτει τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου, εν προκειμένω της Ρωσίας και προσωπικά του Πούτιν, ενώ σε δεύτερο πλάνο δαιμονοποιείται και η Κίνα. Η ρωσική εισβολή, μάλιστα, έδωσε το έρεισμα στη Δύση για να αυτοοριστεί σαν “καλή” έναντι των “κακών”. Ο δαιμονοποιημένος “σκοτεινός Άλλος” δεν αρκεί να είναι επαρκώς κακός. Πρέπει να είναι και επαρκώς ισχυρός. Και η Ρωσία είναι ισχυρή πυρηνική δύναμη, για να μην μιλήσουμε για το σχήμα Ρωσίας-Κίνας.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται υπερβολικά έως λανθασμένα σε πολλούς. Όμως, η τάση να ορίζουμε τη συμπεριφορά των χωρών με βάση το μοντέλο του “ορθολογικού δρώντος” (ratio actor model) θεωρείται πλέον περιοριστική και παραπλανητική. Ολοένα και περισσότερο αναζητούνται “κρυφά θεμέλια” στις γεωπολιτικές συμπεριφορές και δράσεις. Κι αυτή η “ψυχογεωπολιτική του βάθους” που πολύ απλοϊκά παρουσιάστηκε σε αυτό το κείμενο προσφέρει, αν μη τι άλλο, κάποια στοιχεία που δίνουν μια αρχική ερμηνεία, ή τουλάχιστον φωτίζουν μία πτυχή της Δυτικής γεωστρατηγικής.
--------------------------
Σχόλια