Η έκρηξη τιμών στο ρεύμα και οι λανθασμένες αποφάσεις που οδηγούν σε καταστροφή την ελληνική οικονομία


Γράφει ο

Κων/νος Σταματάκης, PhD

Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, MSc, PhD

Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, MBA.

π. Δ/ντης ΔΕΗ

Στις αρχές του περσινού φθινοπώρου οι τιμές φυσικού αερίου (Φ.Α)  παγκοσμίως άρχισαν να ανεβαίνουν  με επιταχυνόμενο ρυθμό.  Το ακριβό φυσικό αέριο (Φ.Α) ώθησε τις τιμές Ηλεκτρικής Ενέργειας (Η.Ε) στην χονδρική αγορά στα χρηματιστήρια ενέργειας σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα οδηγώντας σε μια έκρηξη τιμών τους  λογαριασμούς Η.Ε. των  τελικών καταναλωτών.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αξίζει να αναφερθεί ότι οι τιμές στις Ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές Η.Ε. από τα επίπεδα των 50 €/MWh-e κατά μέσο όρο το 2020 έφθασαν σε δυσθεώρητα ύψη  τον Δεκέμβριο του 2021 πάνω από τα 250 €/MWh-e και συνεχίζουν να κινούνται στα ίδια επίπεδα μέχρι σήμερα.  Σαν αποτέλεσμα μετά και την σύνδεση των τιμολογίων Η.Ε. των απλών καταναλωτών με τις τιμές της χονδρικής αγοράς Η.Ε., MCP (Market Clearing Price), στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου, οι παρατηρούμενες αυξήσεις περνάνε κατευθείαν στους καταναλωτές , στα νοικοκυριά, στους επαγγελματίες και τις βιοτεχνίες, στην μικρή, μεσαία και μεγάλη βιοτεχνία και βιομηχανία.  Με μια καθυστέρηση 2-3 μηνών, όταν άρχισαν να λαμβάνουν οι καταναλωτές τα εκκαθαριστικά τιμολόγια έμειναν δυσάρεστα έκπληκτοι με την έκρηξη των τιμών, τρείς  και τέσσερις ακόμη και πέντε φορές περισσότερο από ότι πλήρωναν προηγουμένως.  

  • Οι αυξήσεις αυτές είναι προφανές ότι μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αυξάνουν τον πληθωρισμό και τις τιμές των προϊόντων δημιουργώντας συνθήκες όπου αυτή καθαυτή η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων τίθεται υπό ερωτηματικό.      

Τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά μετά από όλα αυτά τα παραπάνω είναι, αν μπορούσαν να προβλεφθούν τα παραπάνω, αν έγιναν οι κατάλληλες ενέργειες για να προστατευθούν τα νοικοκυριά και η Ελληνική οικονομία από την επερχόμενη καταιγίδα των αυξήσεων των τιμών Φ.Α., και τέλος αν υπάρχουν ακόμη εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν τις επιπτώσεις από τις εκρηκτικές αυξήσεις στις τιμές Φ.Α. και να περιορίσουν την επερχόμενη μεγάλη ύφεση στην Ελληνική οικονομία.  Στο κείμενο που ακολουθεί θα γίνει μια ιστορική αναδρομή και θα αναδειχθούν οι λανθασμένες και βιαστικές αποφάσεις της Διοίκησης της ΔΕΗ, που λειτουργώντας με γνώμονα το βραχυπρόθεσμα και εύκολο κέρδος,  ξεχνώντας ότι λειτουργεί ως επιχείρηση που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον, οδηγεί τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την Ελληνική οικονομία συνολικά στην καταστροφή.

Το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021, λόγω COVID και των αλλεπάλληλων lockdown, που επιβλήθηκαν στον πληθυσμό σε όλο τον κόσμο, είχαμε μια μεγάλη μείωση των οικονομικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων παγκοσμίως (ύφεση), γεγονός που οδήγησε στην μείωση της κατανάλωσης υδρογονανθράκων και προφανώς στην μεγάλη μείωση των τιμών του Φ.Α. Επισημαίνεται το γεγονός, ότι σε ορισμένες αγορές παρατηρήθηκαν αρνητικές τιμές αργού, όταν τα αποθέματα στις αποθήκες λόγω μειωμένες ζήτησης έφθασαν σε πρωτοφανή ύψη.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, λόγω των πολύ χαμηλών τιμών Φ.Α., οι τιμές στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στα ενεργειακά χρηματιστήρια της Ευρώπης και της χώρας μας, να μειωθούν σημαντικά σε επίπεδα 40 – 50 €/MWh-e όλο το χρονικά διάστημα του 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021.  Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σημαντική αυτή μείωση των τιμών της χονδρικής αγοράς Η.Ε. το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021 δεν πέρασε από τον κυρίαρχο  πάροχο Η.Ε., τη ΔΕΗ,   στους πελάτες της, σε αντίθεση με τους άλλους παρόχους.  Οι μειωμένες τιμές Φ.Α., που μείωσαν το κόστος παραγωγής, αξιοποιήθηκαν στα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας και σε μεγάλα πλουσιοπάροχα μπόνους σε συνδυασμό με υπερπολυτελή αυτοκίνητα  για τη διοίκηση, σε αντίθεση με τα τιμολόγια της, που έμειναν αμετάβλητα σε όλη  την περίοδο χαμηλών τιμών Φ.Α.  Αντίθετα όταν οι τιμές Φ.Α. στη συνέχεια αυξήθηκαν και σαν συνέπεια και οι τιμές Η.Ε. αυξήθηκαν επίσης, οι αυξημένες τιμές πέρασαν άμεσα στα συνήθη υποζύγια τους Έλληνες καταναλωτές.  Τελικά οι έννοιες δημόσιο συμφέρον, αλλά και ακόμη η πολυχρησιμοποιούμενη λέξη Clawback είναι άγνωστες στους διοικούντες της ΔΕΗ.

Αυτό που συνέβη το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021, ήταν συγκυριακό, μια ειδική περίπτωση που δεν έχει καμιά σχέση με την κανονικότητα και οφείλεται στις επιπτώσεις  της πανδημίας του COVID στην παγκόσμια οικονομία.  Η κανονικότητα για τα επόμενα χρόνια θα είναι οι πολλοί αυξημένες τιμές υδρογονανθράκων και Φ.Α.   Πολλοί αναλυτές θεωρούν την εκτίναξη των τιμών Φ.Α. συνδυασμό δύο παραγόντων : στους αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης μετά  την ομαλοποίηση της κατάστασης με τον COVID, αλλά και κυρίως σε γεωπολιτικούς λόγους από τα όξυνση των σχέσεων Ουκρανίας – Ρωσίας.    Και τα δύο αυτά γεγονότα, απλά συνέβαλαν στην επιτάχυνση των αυξήσεων των τιμών, στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λειτουργώντας ως έναυσμα σε κάτι που ήταν αναμενόμενο που μας είχε προϊδεάσει με την εκρηκτική άνοδο των τιμών του αργού (τιμές αργού γύρω στα $ 147) πριν την οικονομική κρίση του 2008.  Όπως έχουν αποδείξει πολλοί μελετητές τα τελευταία χρόνια, τα αποθέματα υδρογονανθράκων και σαν αποτέλεσμα η παραγωγή τους είναι περιορισμένη, ακολουθώντας μια καμπύλη συναρτήσει του χρόνο ανεστραμμένου κώδωνα με το μέγιστο της παραγωγής  για το Φ.Α. να προσδιορίζεται γύρω στο 2020.  Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο λόγος παραγωγής Φ.Α. προς τον παγκόσμιο πληθυσμό βαίνει συνεχώς μειούμενος τα τελευταία χρόνια.  Η αύξηση του πληθυσμού της γης και ειδικότερα οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας,  και η επακόλουθη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών τους, οδηγεί τελικά ανεπίστρεπτα  στο μέλλον σε μεγάλες καταναλώσεις υδρογονανθράκων και Φ.Α.,  για να καλυφθούν οι αυξανόμενες ενεργειακές τους ανάγκες, και συνεπώς σε αυξημένες τιμές Φ.Α. παγκοσμίως.  Οι αυξημένες τιμές Φ.Α. ήρθαν για να μείνουν τα επόμενα χρόνια, και αυτό θα είναι η κανονικότητα και όχι κάτι συγκυριακό και παροδικό. Η κρίση στην Ουκρανία και οι αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης μετά την ύφεση της πανδημίας του COVID,  ήταν ο επιταχυντής, το έναυσμα για την μετάβαση σε αυτή την κανονικότητα των υψηλών τιμών Φ.Α. και όχι κάτι παροδικό, που μετά θα μας οδηγήσει πάλι στις φθηνές τιμές Φ.Α.     

Αυτό που συνέβη το 2020  και το πρώτο εξάμηνο του 2021 ήταν μια ειδική περίπτωση και όχι ο κανόνας.  Σαν αποτέλεσμα των χαμηλών τιμών Φ.Α. οι μονάδες παραγωγής Η.Ε. με Φ.Α. ήταν πολύ φθηνότερες από τις λιγνιτικές, η λειτουργία των οποίων εκείνη την εποχή ήταν ασύμφορη (βλ. ΡΑΕ, Market Reform Plan for Greece, July 29, 2021).  Βασιζόμενη στα στοιχεία της ειδικής περίπτωσης το 2020 και του πρώτου εξαμήνου του 2021, η διοίκηση της ΔΕΗ πήρε βιαστικά και όπως αποδεικνύεται παρακάτω πολύ λανθασμένα, απόφαση να σταματήσει την λειτουργία των λιγνιτικών της Μονάδων το 2021 αντί του 2023 που προβλέπεται από NECP plan for Greece, που κατέθεσε  στην Ε.Ε. η Ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να έχει προβλέψει και να έχει κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις για την αντικατάσταση τους με ισοδύναμες μονάδες (ίδιου βαθμού εκμετάλλευσης και ετήσιας παραγωγής ενέργειας)  Α.Π.Ε. και Φ.Α.   Η διοίκηση της ΔΕΗ με επιστολή της προς τη ΡΑΕ και τον ΑΔΜΗΕ την 22α Φεβρουαρίου του 2021 ανακοίνωσε την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων το Αύγουστο του 2021 για οικονομικούς λόγους.  Η επιστολή αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τον ΑΔΜΗΕ για λόγους ασφάλειας του συστήματος, δεδομένου ότι η απόσυρση 2256 MW από το κατανεμημένο σύστημα θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στο ηλεκτρικό σύστημα και στην ασφάλεια εφοδιασμού με Η.Ε.  της χώρας.  (βλ. ΡΑΕ, Market Reform Plan for Greece, July 29, 2021). Βέβαια η άρνηση του ΑΔΜΗΕ στην απόφαση της ΔΕΗ, δεν υποχρεώνει τη ΔΕΗ να κρατήσει της λιγνιτικές μονάδες σε λειτουργία δεδομένου ότι εκείνη τη εποχή αρχές του 2021, οι λιγνιτικές μονάδες ήταν ακριβότερες των μονάδων Φ.Α.            

 Πέραν αυτών, η διοίκηση της ΔΕΗ, σίγουρη για την στρατηγική της των χαμηλών τιμών Φ.Α. και της απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, προχωράει στην σύναψη δύο μεγάλων δανείων με ρήτρα CO2, όντας σίγουρη για τον ακαριαίο θάνατο των λιγνιτικών,  λόγω φθηνού Φ.Α. και υψηλών τιμών των ρύπων. Από το πρόγραμμα της απόσυρσης των  λιγνιτικών μονάδων εξαιρείται βέβαια η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδας V,  που συνεχίζεται να κατασκευάζεται για να λειτουργήσει από το 2023 έως το 2028 ως λιγνιτική (!) και στη συνέχεια να μετατραπεί σε μονάδα που θα καίει στον λέβητα της υδρογόνο σύμφωνα με ανακοινώσεις της διοίκησης της ΔΕΗ.  Η απόφαση αυτή καύσης υδρογόνου στον λέβητα της μονάδας μετά το 2028,  έρχεται σε αντίθεση με αυτά που μαθαίνουν πρωτοετείς φοιτητές του Πολυτεχνείου, τα συμπεράσματα του δεύτερου θερμοδυναμικού  αξιώματος,  την χρήση δηλαδή ευγενών αέριων καυσίμων (υδρογόνου) σε λέβητες κύκλου Rankine, αντί της χρήσης των Fuel Cells και μετατροπής της χημικής ενέργειας των ευγενών καυσίμων, σε απευθείας ηλεκτρική ενέργεια, με βαθμό απόδοσης που φθάνει το 80% σε αντίθεση με  τον κύκλο Rankine που σε ειδικές περιπτώσεις (Hyper supercritical  Boiler and  turbine, μπορεί να φθάσει το 45%).  Το ίδιο ισχύει και για την φημολογούμενη μετατροπή της σε μονάδα Φ.Α., δεδομένου ότι οι σύγχρονες μονάδες CCGT έχουν βαθμό απόδοσης κοντά στο 65%, ένα βαθμό απόδοσης που είναι αδύνατο να προσεγγίσει  η Πτολεμαΐδα V, και συνεπώς θα είναι ακριβότερη από τις υπόλοιπες μονάδες των ανταγωνιστών και το πιο πιθανό είναι να λειτουργεί πολύ λίγες ώρες τον χρόνο όντας ασύμφορη!

Η βιαστική αλλά και συγκυριακή απόφαση της διοίκησης της ΔΕΗ, έχει δύο πολύ σημαντικές επιπτώσεις στους καταναλωτές και στην Ελληνική οικονομία αλλά ουδεμία επίπτωση στα οικονομικά της ΔΕΗ. Για τη ΔΕΗ είναι αδιάφορο οικονομικά οι υψηλές τιμές στην χονδρική αγορά Η.Ε., δεδομένου ότι μέσω των τιμολογίων και της σύνδεσης των εκκαθαριστικών με την MCP τιμή της χονδρικής, η ΔΕΗ μεταφέρει της εκάστοτε αυξήσεις αυτούσιες στους καταναλωτές.  Η ΔΕΗ με απλά λόγια, μια εταιρεία που το Δημόσιο κατέχει το 34% δεν έχει κανένα κίνητρο αλλά και συμφέρον να συγκρατήσει χαμηλά τις τιμές χονδρικής, τουναντίον μάλιστα, επωφελείται και από τα παιγνίδια των υπολοίπων παικτών που ανεβάζουν τις τιμές στη διάρκεια των ωρών της ημερήσιας αιχμής, όπως θα φανεί παρακάτω.  

 Από τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο E.E.X. (European Energy Exchange), οι τιμές για το Φ.Α., για τον Ιανουάριο και την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου κυμάνθηκαν μεταξύ 85 -100 €/MWh-f.  Έχοντας υπόψη ότι οι Μονάδες Συνδυασμένου κύκλου (CCGT), που λειτουργούν στη χώρα μας έχουν βαθμό απόδοσης που κυμαίνεται μεταξύ 50 – 60 % (καλύτερο βαθμό απόδοσης οι νεότερες, χειρότερο οι  παλαιότερες) το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής λόγω καυσίμου (AVC) και ρύπων (100 €/t-C02) των μονάδων αυτών κυμαίνεται μεταξύ 170 – 300 €/MWh-e. Για τις λιγνιτικές Μονάδες με κόστος ρύπων 100 €/t-C02 βαθμό απόδοσης γύρω στο 33% και βάσει των στοιχείων και της μεθοδολογίας που περιγράφεται στην μελέτη της ΡΑΕ (Market Reform Plan for Greece, July 29, 2021) το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής (AVC) λόγω καυσίμων και ρύπων ανέρχεται σε 145 €/MWh-e.

Συγκρίνοντας λοιπόν τις τιμές (AVC) του μεταβλητού κόστους παραγωγής λιγνιτικών και μονάδων Φ.Α. παρατηρούμε ότι για τα επίπεδα τιμών Φ.Α. μεταξύ 85 – 100  €/MWh-f και τιμών ρύπων 100 €/t-C02, οι λιγνιτικές μονάδες είναι πολύ φθηνότερες από τις μονάδες Φ.Α.  Το γεγονός αυτό το έχει αντιληφθεί η διοίκηση της ΔΕΗ λίγο καθυστερημένα από ότι φαίνεται, (αν και πριν ένα χρόνο είχε αποφασίσει την απόσυρση όλων των λιγνιτικών), και αυτή την εποχή (Ιανουάριος αρχές Φεβρουαρίου) λειτουργεί 3 μονάδες λιγνιτικών εκ των 8 διαθέσιμων (2256 MW), γιατί γνωρίζει ότι η λειτουργία τους είναι επικερδείς, ενώ από την άλλη πλευρά κρατάει τις υπόλοιπες 5 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες εκτός προσπαθώντας να καλύψει τις απαιτήσεις των δανείων που έλαβε με ρήτρα CO2.  Με απλά λόγια ενώ θα μπορούσε από την αρχή της κρίσης της έκρηξης των τιμών Φ.Α., το φθινόπωρο του 2021, να έχει στο σύστημα και τις 8 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες (2256 MW), λόγω λανθασμένων επιλογών (δάνεια με ρήτρα CO2) αποφάσισε να έχει μόνο 3 μονάδες σε λειτουργία (πολλές μέρες και καμία λιγνιτική !) για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της και τα οικονομικά της αποτελέσματα το 2021 αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των επιλογών της στις τιμές της Η.Ε. και στις τσέπες των καταναλωτών και συνολικά στην οικονομία της χώρας. Έτσι και αλλιώς τις επιπτώσεις των όποιων αποφάσεων της, μέσω του χρηματιστηρίου ενέργεια και των υψηλών τιμών της χονδρικής θα τις υποστούν τα συνήθη υποζύγια οι Έλληνες καταναλωτές.  

Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που ώθησε την χονδρική αγορά Η.Ε. σε τιμές πολύ υψηλότερες των 150  €/MWh-e είναι το γεγονός  ότι με την απόσυρση των λιγνιτικών και τη μη διάθεση τους στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας και την αγορά, παρατηρήθηκαν στις ώρες αιχμής (10:00-14:00 και 18:00-21:00) τιμές πολύ πάνω από 300 €/MWh-e, ακόμη και πάνω από 350 €/MWh-e (!), που οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς ισχύος, MW (scarcity) στο σύστημα Η.Ε.  Και ναι μεν οι αλλαγές στο target model  επιτρέπουν στους παραγωγούς σε εποχές και ώρες έλλειψης ισχύος  (scarcity) να προσφέρουν τιμές μέχρι και 3000 €/MWh-e, η ΡΑΕ όμως ως ρυθμιστική αρχή δεν θα έπρεπε να ελέγξει αν οι ενέργειες των τεσσάρων κύριων παραγωγών που διαθέτουν θερμική παραγωγή συνιστά ίσως ενδείξεις εναρμονισμένων πρακτικών και ενδεχομένως συμπεριφορές  καρτέλ στις περιόδους υψηλής ζήτησης Η.Ε. και στις ώρες αιχμής του Ελληνικού διασυνδεδεμένου συστήματος παραγωγής και μεταφοράς Η.Ε.;

Συνοψίζοντας λοιπόν, η αδικαιολόγητη και βιαστική απόφαση της διοίκησης  της ΔΕΗ να αποσύρει τις λιγνιτικές μονάδες (2256 MW) το 2021 (όπως αναφέρεται στην από 22 Φεβρουαρίου 2021 επιστολή της προς ΡΑΕ) χωρίς την αντικατάσταση τους με ισοδύναμες μονάδες Α.Π.Ε. ή Φ.Α., έχει δύο πολύ σημαντικές επιπτώσεις  στην αγορά Η.Ε.   Αφενός στην έλλειψη επαρκούς ισχύος  τις ώρες αιχμής, γεγονός που οδήγησε τις τιμές Η.Ε.  σε δυσθεώρητα ύψη πάνω από 350 €/MWh-e στις ώρες αυτές και αφετέρου με τη μη πλήρη διάθεση της φθηνής (όπως αποδείχθηκε παραπάνω) λιγνιτικής παραγωγής στο Ηλεκτρικό σύστημα της χώρας και την αγορά Η.Ε., οδήγησε τις τιμές της χονδρικής αγοράς και σαν συνέπεια τους λογαριασμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στα ύψη.   Με την διάθεση της λιγνιτικής παραγωγής των 2256 MW στο σύστημα, οι τιμές θα είχαν περιορισθεί  κάτω των 200 €/MWh-e κοντά στο επίπεδο των 150 €/MWh-e, μετριάζοντας έτσι την έκρηξη των τιμών στους λογαριασμούς των καταναλωτών.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα;  Το 2022 θα είναι μια δύσκολη χρονιά για τους καταναλωτές  Η.Ε.   Οι τιμές Φ.Α. δεν πρόκειται να μειωθούν, αντίθετα αν  η κατάσταση στην Ουκρανία χειροτερεύσει, θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερες και ανεξέλεγκτες αυξήσεις.  Στο τέλος του 2022 πρόκειται να λειτουργήσει η νέα μονάδα Φ.Α. της Protergia και πρόκειται να μπει σε λειτουργία και η καινούργια  μονάδα της ΔΕΗ, η Πτολεμαΐδα V, γεγονός που θα μετριάσει το πρόβλημα  της έλλειψης επάρκειας ισχύος στις ώρες αιχμής (scarcity) και την έκρηξη τιμών στις ώρες αιχμής.   Σε κάθε περίπτωση για να μειωθούν  οι τιμές πρέπει να λειτουργήσουν άμεσα οι φθηνές λιγνιτικές μονάδες 2256 MW που πολύ λανθασμένα η διοίκηση της ΔΕΗ αποφάσισε να αποσύρει.  Να γίνει παράταση του χρόνου λειτουργίας των πέραν του 2023, μέχρι η κατάσταση στις διεθνής αγοράς Φ.Α. ισορροπήσουν.  Αυτά είναι τα άμεσα μέτρα.  Βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πρέπει να γίνει μια μεγάλη καμπάνια ταχύτατης εγκατάστασης Α.Π.Ε.  και ειδικότερα φωτοβολταϊκών,  που η εγκατάσταση τους είναι πιο εύκολη και γρήγορη, η ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων, ειδικά σε μικρά ορεινά χωριά  από όπου οι κάτοικοι θα λαμβάνουν και ένα μικρό εισόδημα από την λειτουργία τους.  Στόχος η όσο το δυνατό ταχύτερη μείωση των τιμών Η.Ε., δεδομένου ότι οι Α.Π.Ε. έχοντας σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος παραγωγής, θα μειώσουν με την ταχύτερη ένταξη τους στο Ελληνικό ηλεκτρικό  σύστημα το κόστος παραγωγής και προφανώς θα μειώσουν το κόστος Η.Ε. στους τελικούς καταναλωτές, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.    

Σχόλια