Η κάμψη (σε μεγάλο βαθμό) της ουκρανικής αντίστασης από τις ρωσικές δυνάμεις είναι γεγονός –σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες– από το οποίο θα προκύψει το νέο γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή. Μπορεί το Κίεβο και το Χάρκοβο να μην έχουν καταληφθεί, αλλά οι Ρώσοι είναι στα όριά τους, χωρίς –από ό,τι προς το παρόν φαίνεται– να συναντούν αποτελεσματική αντίσταση. Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνεται και από όσα είπε ο ίδιος ο πρόεδρος Ζελένσκι στην επικοινωνία του με τον Αυστριακό καγκελάριο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις ότι η κατάρρευση της ουκρανικής άμυνας και κατ’ επέκταση της ουκρανικής κυβέρνησης είναι ζήτημα χρόνου. Η ίδια εικόνα υπάρχει και για τις ρωσικές επιχειρήσεις στα άλλα μέτωπα, στο Χάρκοβο, στην περιοχή του Ντονμπάς και στην παράκτια ζώνη, όπου ναι μεν εκδηλώνεται αντίσταση, αλλά όχι ισχυρή. Είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι το Κρεμλίνο δεν επιδιώκει να ελέγξει και να αποσχίσει κάποιες περιοχές στην ανατολική Ουκρανία. Στόχος του είναι να ανατρέψει και εξουδετερώσει πλήρως το φιλοαμερικανικό καθεστώς, αντικαθιστώντας το με ένα φιλορωσικό.
Τα όσα είχε πει ο Πούτιν στο πρώτο διάγγελμά του για την Ουκρανία δεν ήταν, λοιπόν, απλώς ιστορία για να δικαιολογήσει την αναγνώριση του Ντονμπάς, αλλά το “νομιμοποιητικό” υπόβαθρο της επικείμενης εισβολής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή. Η Ουκρανία δεν θα είναι εφεξής αυτό που ήταν μετά την “πορτοκαλί” επανάσταση. Θα περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας, κατά τρόπο που δεν θα αφήνει περιθώρια ανατροπών μέσω εκλογών.
Επειδή, ωστόσο, η Μόσχα δεν θέλει να επιβάλει ένα ανοικτά κατοχικό καθεστώς στην Ουκρανία, επιβαρύνοντας περαιτέρω την πολύ κακή διεθνή εικόνα της, πιθανότατα θα διαμορφώσει έτσι τον χάρτη, ώστε να μπορεί να νομιμοποιεί και με εκλογές το φιλορωσικό καθεστώς που θα εγκαταστήσει. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλη την ανατολική, κεντρική και νότια (παράκτια) Ουκρανία, αφήνοντας εκτός την περίκλειστη μικρή δυτική Ουκρανία στα σύνορα με την Πολωνία (πρωτεύουσα το Λβοφ), όπου, άλλωστε, και ο πληθυσμός είναι έντονα αντιρωσικός.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, οι Ρώσοι να διευκολύνουν ή και να εξωθήσουν τα δεδηλωμένα αντιρωσικά στοιχεία να εγκαταλείψουν τις ελεγχόμενες από τους ίδιους περιοχές και να καταφύγουν στη δυτική Ουκρανία ή και δυτικότερα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μία τέτοια έξοδος όχι μόνο θα απαλλάξει το φιλορωσικό καθεστώς από πυρήνες αντίστασης, αλλά και θα διαφοροποιήσει τον συσχετισμό δυνάμεων στο εκλογικό σώμα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ουκρανικός λαός είναι διχασμένος. Οι ρωσόφιλοι στον πληθυσμό δεν περιορίζονται μόνο στο Ντονμπάς. Βρίσκονται σε σημαντική πυκνότητα σε όλη σχεδόν την ανατολική Ουκρανία κι όχι μόνο.
Ο φόβος της πυρηνικής Ουκρανίας
Το κίνητρο που ώθησε τον Πούτιν να αποφασίσει την εισβολή δεν είναι μόνο ότι το Κίεβο –καθοδηγούμενο από την Ουάσινγκτον– αρνείται εδώ και χρόνια να εφαρμόσει τις Συμφωνίες του Μινσκ που είχε υπογράψει και στις οποίες διπλωματικό ρόλο είχαν παίξει η Γερμανία, η Γαλλία και βεβαίως η Ρωσία. Προφανώς, εάν η ουκρανική κυβέρνηση τις είχε εφαρμόσει θα ήταν άλλες οι εξελίξεις. Τώρα πλέον το γεωπολιτικό τοπίο έχει αλλάξει ριζικά.
Η εμμονή της κυβέρνησης του Κιέβου να εντάξει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την άρνηση Αμερικανών και Ευρωπαίων να δώσουν εγγυήσεις στη Μόσχα ότι δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη επέκταση της Ατλαντικής Συμμαχίας προς Ανατολάς, έφερε τον κόμπο στο χτένι κι αυτό εξώθησε τον Πούτιν στην επιλογή της εισβολής. Προφανώς, όταν άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις στα σύνορα με την Ουκρανία είχε λάβει την απόφασή του: ή θα ικανοποιείτο τουλάχιστον η απαίτησή του για μετατροπή της Ουκρανίας σε ουδέτερη χώρα, σ’ ένα “κράτος-μαξιλάρι”, ή θα την μετέτρεπε με τη δύναμη των όπλων σε γεωπολιτική προέκταση της Ρωσίας προς Δυσμάς.
Σήμερα, έχοντα δημιουργήσει με την εισβολή ένα πολιτικό τετελεσμένο, το Κρεμλίνο ζητάει διαπραγματεύσεις με σκοπό μία συμφωνία που θα καθιστά την Ουκρανία ουδέτερη και αποστρατιωτικοποιημένη. Είναι προφανές ότι η Δύση δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί. Ως εκ τούτου, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν τον χρόνο να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και να εγκαταστήσουν φιλορωσικό καθεστώς στο Κίεβο, αλλάζοντας το γεωπολιτικό τοπίο.
Αυτό που φαίνεται να έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πραγματοποίηση της εισβολής είναι ο φόβος του Κρεμλίνου ότι ενδεχομένως η Δύση να διευκόλυνε παρασκηνιακά την Ουκρανία να αποκτήσει έστω και ένα περιορισμένο πυρηνικό οπλοστάσιο. Υπήρξαν κάποιες τέτοιες αναφορές που δείχνουν ότι στη Μόσχα υπήρξε αυτή η ανησυχία. Είναι προφανές ότι εάν το Κίεβο αποκτούσε πυρηνικά, το τοπίο θα άλλαζε ποιοτικά. Η ρωσική εισβολή θα καθίστατο σχεδόν απαγορευτική, ενώ η Ουκρανία θα μετατρεπόταν εκ των πραγμάτων σε καρφί στο μάτι της Ρωσίας.
Η ενεργειακή πτυχή
Το κρίσιμο ερώτημα που αναδύεται μετά την επιβολή από τη Δύση και των πρόσθετων εξαιρετικά αυστηρών οικονομικών κυρώσεων, είναι πώς θα εξελιχθεί η τρέχουσα τροφοδοσία της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο. Μέχρι τώρα, η Μόσχα δήλωνε ότι θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στα συμβόλαια που έχει με ευρωπαϊκές χώρες και όλα δείχνουν ότι το εννοεί. Το ερώτημα προκύπτει από οι νέες κυρώσεις θα τορπιλίσουν και λειτουργικά και σε πολιτικό επίπεδο την τρέχουσα ενεργειακή συνεργασία.
Από όσα είπε και ο Μπάιντεν, αυτό μάλλον θα αποφευχθεί. Εάν πάντως συμβεί, η Ρωσία θα στερηθεί σημαντικά έσοδα, ενώ η Ευρώπη το ρωσικό φυσικό αέριο και μάλιστα εν μέσω του χειμώνα. Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, εάν διακοπεί η ροή του αερίου, θα προκύψει ένα μεγάλο ενεργειακό κενό, το οποίο δεν είναι πρακτικά δυνατόν να καλυφθεί από άλλες πηγές, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Το αμερικανικό LNG δεν είναι μόνο ακριβότερο. Είναι και αδύνατον να μεταφερθεί στη Γηραιά Ήπειρο στις ποσότητες που θα κάλυπταν το κενό.
Όπως έχει ήδη φανεί, ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, που είναι πλέον δεδηλωμένος, επηρεάζει τις Αγορές και κυρίως εκτοξεύει τις ήδη πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ταλαιπωρημένη από την πανδημία και τον πληθωρισμό παγκόσμια οικονομία θα δεχθεί ένα νέο ισχυρότατο σοκ, το οποίο θα επηρεάσει άμεσα και πολύ αρνητικά το βιοτικό επίπεδο και των δυτικών κοινωνιών.
Το νέο γεωπολιτικό τοπίο και η Ελλάδα
Μεγάλο κόστος, βεβαίως, θα έχει και η Ρωσία, αν και διαφαίνεται ότι ο Πούτιν έχει καλύψει τα νώτα του, έχοντας κάνει μία κάποια παρασκηνιακή συμφωνία με τον Κινέζο πρόεδρο. Μπορεί το Πεκίνο να έχει τις διαφορές του με τη Μόσχα, αλλά έχει συνείδηση πως εάν η Δύση κατάφερνε να γονατίσει οικονομικά τη Ρωσία και ως εκ τούτου να την κάμψει και πολιτικά, στη συνέχεια θα ερχόταν και η σειρά της Κίνας, με την έννοια ότι οι Δυτικοί θα της ασκούσαν ασφυκτικές πιέσεις σ’ όλα τα επίπεδα. Κι αυτό έχει κρίσιμη σημασία για τον έλεγχο της Ευρασίας και κατ’ επέκταση για τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων στο πλαίσιο του νέου Ψυχρού Πολέμου.
Έτσι όπως διαμορφώνεται, λοιπόν, η κατάσταση, ο άξονας Μόσχας-Πεκίνου μπορεί να μην έχει εξαγγελθεί, αλλά ήδη σφυρηλατείται στην πράξη. Ο κόσμος, άλλωστε, δεν είναι πλέον στη δεκαετία του 1990, είναι πολυπολικός όχι μονοπολικός. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δεν είναι η μοναδική υπερδύναμη. Και βεβαίως, η Δύση δεν είναι αυτή που καθορίζει μονομερώς τον ρυθμό, στον οποίο χορεύει η παγκόσμια οικονομία. Η καθοριστική ανάδυση της Κίνας, αλλά και της Ινδίας, εκ των πραγμάτων προσφέρουν δυνητικά εναλλακτικές διεξόδους στην περικυκλωμένη και πιεζόμενη από τις δυτικές κυρώσεις ρωσική οικονομία.
Το τελευταίο συμπέρασμα που πρέπει να συνάγουμε κι από το μέτωπο της Ουκρανίας είναι ότι το διεθνές δίκαιο έχει πλέον μετατραπεί σε κουρελόχαρτο. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν έγινε τώρα με τη ρωσική εισβολή. Έχουν προηγηθεί οι Τούρκοι με την εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι Αμερικανοί με τις εισβολές στη μικρή Γρενάδα της Καραϊβικής (μέγεθος Ζακύνθου) στη δεκαετία 1980 και στο Ιράκ το 2003, αλλά και η νατοϊκή επέμβαση εναντίον της Σερβίας για την απόσχιση αρχικά του Κοσσυφοπεδίου και αναγνώρισή του ως ανεξάρτητο κράτος αργότερα.
Εάν, λοιπόν, δεν θέλουμε να έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, οφείλουμε να ασκούμε κριτική προς κάθε πλευρά που καταπατά το διεθνές δίκαιο, χωρίς να δικαιολογούμε τις αμαρτίες των Ρώσων από τις αμαρτίες της Δύσης. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα, αλλά και το μιντιακό και η κοινή γνώμη, έχουν την επικίνδυνη τάση να εκλαμβάνουν το διεθνές δίκαιο ως αποτελεσματικό εργαλείο. Πολύ σωστά η Αθήνα επικαλείται στο διπλωματικό επίπεδο το διεθνές δίκαιο, αλλά όχι και να επαναπαύεται, θεωρώντας ότι η οχύρωση πίσω από αυτό είναι αποτελεσματική. Αυτό, ειδικά τώρα, συνιστά εξαιρετικά επικίνδυνη στερεοτυπική αυταπάτη.
Σχόλια