Του Θανάση Γιαλκέτση
31 Δεκεμβρίου 2021
● Ποια είναι η προέλευση των εννοιών της ουτοπίας και της δυστοπίας;
Ο όρος «ουτοπία» επινοήθηκε από τον Τόμας Μορ στο έργο του «Ουτοπία» του 1514. Σημαίνει έναν «τόπο που δεν υπάρχει», αλλά αποτελεί επίσης ένα λογοπαίγνιο με την έκφραση «ευτοπία» που σημαίνει τον «καλό τόπο» στα ελληνικά. Επί πολύ καιρό πιστεύαμε ότι ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ήταν εκείνος που είχε επινοήσει τον όρο «δυστοπία», τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει σε ομιλία του στο βρετανικό κοινοβούλιο το 1868. Πρόσφατες εργασίες όμως κατέδειξαν ότι αυτή η λέξη εμφανίστηκε το 1747. Είχε τότε το νόημα της «δύστυχης χώρας». Ο όρος όμως αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε στην τρέχουσα γλώσσα παρά μόνο στη δεκαετία του 1950, σε ένα πλαίσιο σημαδεμένο από τον Ψυχρό Πόλεμο, τον φόβο μιας πυρηνικής σύγκρουσης και την επιτυχία του μυθιστορήματος «1984» του Τζορτζ Οργουελ.
● Μολονότι απλώνουν τις ρίζες τους σε μια μακρά λογοτεχνική παράδοση, η ουτοπία και η δυστοπία, με το πέρασμα των αιώνων απέκτησαν όλο και περισσότερο πολιτικά γνωρίσματα με έργα όπως η «Νέα Ατλαντίδα» (1627) του Φράνσις Μπέικον. Πώς εξηγείτε αυτή την εξέλιξη;
Οι δύο όροι ήταν από την αρχή φορείς ενός βαθιά πολιτικού νοήματος. Η ουτοπία περιγράφει ένα ιδεώδες κράτος (ή τουλάχιστον το καλύτερο δυνατό) και βρίσκουμε τις ρίζες της στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Η δυστοπία, από τη μεριά της, περιγράφει την απόρριψη αυτού του ιδεώδους παίρνοντας συχνά τη μορφή του δεσποτισμού. Ο Πλάτων εμπνεόταν από την Κρήτη και από τη Σπάρτη, πράγμα που σημαίνει ότι ουτοπικοί θεσμοί (με την ευρεία έννοια του όρου) θα μπορούσαν να υπάρχουν και στην πραγματικότητα. Ο όρος «ουτοπία» χρησιμοποιείται μερικές φορές με σκοπό να υποδείξει μια τέτοια δυνατότητα. Μπορούμε να μιλάμε για μιαν εξέλιξη προς περισσότερο πολιτικές εκδοχές του, αλλά μόνο αν αντιλαμβανόμαστε τον ουτοπισμό (και όχι την ουτοπία) ως ένα φαινόμενο κυρίως ή αποκλειστικά λογοτεχνικό. Αντίθετα, αν θεωρούμε ότι αυτή η έννοια έχει τρεις συνιστώσες, μια πρώτη λογοτεχνική, μια δεύτερη ιδεολογική και μια τρίτη που αναφέρεται στις εναλλακτικές κοινότητες που φτιάχνουν διάφορα πολιτικά κινήματα, κατανοούμε ότι οι συζητήσεις σχετικά με την ουτοπία και τη δυστοπία περιστρέφονταν γύρω από αυτούς τους τρεις πόλους και αυτό γινόταν ήδη από την ελληνική αρχαιότητα. Μια πιο χαρακτηριστική εξέλιξη αφορά ίσως τη μετάβαση -μετά τον αιώνα του Διαφωτισμού- από έναν θρησκευτικό ουτοπισμό σε περισσότερο κοσμικές μορφές. Με το πέρασμα του χρόνου έπαψαν να προσβλέπουν σε μια «Χρυσή Εποχή» που τοποθετούνταν στο παρελθόν και/ή σε δύσκολα προσβάσιμους τόπους (όπως η νησιωτική χώρα της «Ουτοπίας»), για να στραφούν προς το μέλλον, λ.χ. στο έτος 2440 του Λουί-Σεμπαστιάν Μερσιέ (1771). Αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους κοσμικού χιλιασμού, δηλαδή σε ένα πλαίσιο όπου θρησκευτικές θεματικές, όπως η Αποκάλυψη ή η έλευση του Μεσσία, εκφράζονταν συχνά με μιαν εκκοσμικευμένη ρητορική. Ο μαρξισμός και πολλά άλλα σοσιαλιστικά ρεύματα συνδέθηκαν συχνά με αυτή την τάση. Στο εξής η πίστη στη δυνατότητα τελειοποίησης της ανθρώπινης φύσης συνδεόταν με τα επαναστατικά ιδεώδη και με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας μάλλον, παρά με μια μορφή θεϊκής παρέμβασης.
● Τα πρώτα σοσιαλιστικά κινήματα, που εμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, χαρακτηρίστηκαν συχνά «ουτοπικά», ακόμα και όταν επρόκειτο για υπαρκτά πολιτικά κινήματα που πρότειναν προγράμματα συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (1848) ο Μαρξ και ο Ενγκελς χαρακτήριζαν τους πρώτους σοσιαλιστές «ουτοπικούς» πρώτα απ’ όλα επειδή, κατά τη γνώμη τους, αυτοί οι πρόδρομοι δεν διέθεταν πρακτικό πνεύμα. Δεν προπαγάνδιζαν την αναγκαιότητα μιας προλεταριακής επανάστασης ως βασιλικής οδού προς μια νέα κοινωνία, αλλά είχαν αντίθετα προτείνει διάφορες εκδοχές της «Νέας Ιερουσαλήμ», «ισπανικούς πύργους» και άλλες ονειρικές εικόνες του ιδεώδους κράτους, στηριζόμενοι ολοκληρωτικά στην καλή θέληση των αστικών τάξεων προκειμένου να υλοποιηθούν αυτές οι χίμαιρες. Η δική τους εναλλακτική λύση, ο λεγόμενος «επιστημονικός σοσιαλισμός», προσδιορίστηκε ιδιαίτερα στη «Γερμανική ιδεολογία» (1845-6), που δημοσιεύτηκε μεταθανάτια το 1932 και στο ύστερο έργο του Ενγκελς «Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός» (1880). Το ζητούμενο ήταν να υιοθετηθεί μια υλιστική προοπτική, βασιζόμενη στην ιστορία και στην πολιτική οικονομία και απαλλαγμένη από κάθε μορφή ιδεαλισμού και θρησκείας. Η αντίθεση ανάμεσα σε «ουτοπικό» και «επιστημονικό» σοσιαλισμό είναι προβληματική από τουλάχιστον τρεις απόψεις. Πρώτα απ’ όλα ορισμένοι από τους πρώτους σοσιαλιστές, όπως ο Ρόμπερτ Οουεν και οι οπαδοί του, επεξεργάστηκαν μια θεωρία της κρίσης του καπιταλισμού που μοιάζει πολύ με εκείνη που ο Ενγκελς κι έπειτα ο Μαρξ υιοθέτησαν στη δεκαετία του 1840. Επιπλέον αυτοί οι πρώτοι σοσιαλιστές ήταν συχνά ριζοσπάστες δημοκράτες, που πάλευαν υπέρ της καθολικής ανδρικής ψήφου ως μέσου για τη βαθιά μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Δεύτερον, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς ήταν και οι ίδιοι ουτοπιστές για πολλούς λόγους. Υποστήριζαν ότι η μελλοντική κοινωνία θα βελτίωνε σημαντικά τη συμπεριφορά των ατόμων χάρη στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Τρίτον, ο «επιστημονικός» σοσιαλισμός τους υποστήριζε ότι η πορεία της Ιστορίας έτεινε προς την αναπόφευκτη πτώση του καπιταλισμού μετά από κρίσεις τις οποίες θα διαδεχόταν μια προλεταριακή επανάσταση. Γεγονότα που (ακόμα) δεν συνέβησαν.
● Πώς οι έννοιες της ουτοπίας και της δυστοπίας μπορούν να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε τις μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις, την κλιματική αλλαγή ή την τωρινή πανδημία;
Αυτές οι δυο έννοιες μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε πού βρισκόμαστε, πώς φτάσαμε ώς εδώ και τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας. Οι ουτοπίες έχουν σκοπό να προβλέψουν το απώτερο μέλλον, προσφέροντας προγνώσεις γι’ αυτό που μας περιμένει. Κάνοντας αυτό η ουτοπία μάς προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα, μας επιτρέπει να φανταστούμε έναν πολύ καλύτερο κόσμο, τον οποίο θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε – ακόμα και αν αυτή περιγελάει μερικές φορές την ανικανότητά μας να φτάσουμε στον προορισμό μας. Η μακρά κυριαρχία του καπιταλισμού και του μαζικού καταναλωτισμού στηρίζεται σε ένα ουτοπικό ιδεώδες, εκείνο της οικουμενικής ευημερίας. Πρόκειται για ανέφικτο στόχο, στον βαθμό που οι πόροι του πλανήτη δεν επαρκούν για έναν απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπινων υπάρξεων. Μια ρεαλιστική διάγνωση της περιβαλλοντικής μας κατάστασης καταδεικνύει ότι από τα μέσα του εικοστού αιώνα έχουμε μπει σε μια πρωτόγνωρη εποχή κλιματικής υπερθέρμανσης. Η θερμοκρασία θα αυξηθεί αναμφίβολα κατά 3°C ώς το 2050, γεγονός που θα προκαλέσει την εξαφάνιση πολλών μορφών ζωής πάνω στη Γη, συμπεριλαμβανομένης πιθανότατα της ανθρωπότητας. Αντιμετωπίζουμε επομένως το χειρότερο δυστοπικό σενάριο που είχε ποτέ προβλεφθεί. Είναι ωστόσο δυνατό να φανταστούμε μια λύση ουτοπικού χαρακτήρα σε αυτή την ακραία οικολογική καταστροφή, που θα περιστρέφεται γύρω από ένα σύνολο ιδεωδών, όπως η αειφόρος ανάπτυξη, η λελογισμένη κατανάλωση και ο έλεγχος της δημογραφικής επέκτασης. […]
Σχόλια