Η Δύση έχει απολέσει την αρετή της

Εγκαταλείψαμε τα ταμπού που μας κρατούσαν ενωμένους

Του Πωλ Κίνγκσνορθ (Paul Kingsnorth) | πρώτη δημοσίευση: unherd.com (29/12/2021)

Πριν από ένα αιώνα, καθώς ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Όσβαλντ Σπέγκλερ έγραψε ότι «η δυτική ανθρωπότητα, δίχως εξαίρεση, βρίσκεται υπό την επιρροή μιας τεράστιας οφθαλμαπάτης». Η Παρακμή της Δύσης, η μνημειώδης όσο και φιλόδοξη ποιητική θεωρία του Σπέγκλερ για την δυτική κατάπτωση –που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη, σύμφωνα με τον ίδιον, όταν ξεκίνησε να γράφει το έργο του– βρήκε έκτοτε τους οπαδούς, τους επικριτές και τους μιμητές της. Πρόσφατα, μάλιστα, περνάει μια φάση αναζωογόνησης.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Η αίσθηση της παρακμής πλανιέται στον αέρα, αναμειγνύεται με τους καπνούς από τα καιόμενα δάση της Ελλάδας, και τα σοκαριστικά πλάνα που έρχονται από το Αφγανιστάν [το κείμενο γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύθηκε κατά τα τέλη του Αυγούστου 2021 σ.τ.μ.]. Πολλά από αυτά που έγραψε ο Σπέγκλερ για την πτώση της Δύσης –για  την οποία υποστήριζε ότι θα αποκαλυφθεί σε όλες τις διαστάσεις της στον 21ο αιώνα– έχουν αποδειχθεί προφητικά, δίχως μάλιστα να είναι σε θέση να υπολογίσει την έλευση της κλιματικής αλλαγής ή των Ταλιμπάν. Θα πρέπει κανείς να διαποτίζεται από μια ισχυρή θέληση (του είδους που ο ίδιος ο Όσβαλντ θαύμαζε), για να υποστηρίξει ότι η θεωρία περί παρακμής της Δύσης του Σπέγκλερ δεν έχει τίποτα να μας πει, σε μια εποχή όπου τα έθνη διχάζονται, το Ρεύμα του Κόλπου αποδυναμώνεται, και οι εφοδιαστικές αλυσίδες οδηγούνται σε ασφυξία.

Αλλά σε τι συνίσταται η «Δύση»; Εξαρτάται από την «φυλή» στην οποία απευθύνεται το ερώτημα. Για έναν φιλελεύθερο, η Δύση είναι ο «διαφωτισμός» και οτιδήποτε ακολούθησε –δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομοκεντρισμός, και αυτό το δυναμικό ντουέτο «του Λόγου και Επιστήμης». Για έναν συντηρητικό, μπορεί να σημαίνει ένα σύνολο πολιτισμικών αξιών: Τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια, και την εθνική ταυτότητα, και ενδεχομένως, μια ισχυρή θέση υπέρ του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Για τον δε μεταμοντέρνο αριστερό, που αυτήν την στιγμή κυριαρχεί μέσα στην κουλτούρα, η Δύση –αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν– αποτελεί την αιχμή της αποικιοκρατίας, της αυτοκρατορίας, του ρατσισμού και όλων των άλλων δεινών για τα οποία ακούμε καθημερινά από τα επίσημα κανάλια πληροφόρησης.

Όλα αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να ισχύουν ταυτοχρόνως, αλλά αναφέρονται σε αρκετά πρόσφατες εξελίξεις. Η έννοια της Δύσης είναι πολύ παλαιότερη του φιλελευθερισμού, του συντηρητισμού, του αριστερισμού ή της αυτοκρατορίας. Είναι ταυτοχρόνως, ένα απλούστερο, πιο αρχαίο και την ίδια στιγμή εντελώς πιο πολύπλοκο κατασκεύασμα απ’ ό,τι εισηγούνται οι ερμηνείες αυτές. Είναι το αποτέλεσμα της διασύνδεσης ανθρώπων και λαών της ηπείρου στην μακρά διάρκεια των αιώνων, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής αφηγήσεως.

«Δεν υπήρχε ποτέ άλλος ενιαίος ενοποιητικός οργανισμός της Δυτικής κουλτούρας πέραν της Χριστιανικής Εκκλησίας», θα υποστηρίξει ο ιστορικός του Μεσαίωνα, Κρίστοφερ Ντόσον στο έργο του Η Θρησκεία και η Άνοδος του Δυτικού Πολιτισμού, που γράφτηκε λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Πίσω από το διαρκώς μεταβαλλόμενο πρότυπο του Δυτικού Πολιτισμού βρισκόταν μια ζωντανή πίστη η οποία προσέδωσε στην Ευρώπη μια συγκεκριμένη αίσθηση πνευματικής κοινότητας, η οποία υπερέβαινε όλες τις συγκρούσεις, τις αντιπαραθέσεις, και τα κοινωνικά σχίσματα που σφράγισαν την ιστορία της».  

«Η Δύση», με άλλα λόγια γεννήθηκε μέσα από την διατύπωση ενός ιερού αφηγήματος –ο κήπος, το μήλο, η πτώση, και η ανάσταση– που διαπέρασε κάθε πτυχή της ζωής μας: από την οργάνωση της εργάσιμης εβδομάδας, στο ετήσιο εορτολόγιο και τις αργίες, μέχρι την πληρωμή των φόρων και τα ατομικά ηθικά καθήκοντα, του τρόπου που φερόμαστε στον γείτονα και τον ξένο, στην υποχρέωση της φιλανθρωπίας, αλλά και την δομή της οικογένειας· και πάνω απ’ όλα την οπτική που προσλαμβάνουμε το σύμπαν –την δομή, το νόημά του, αλλά και την δική μας θέση εντός του.

Η Δύση, με λίγα λόγια, ήταν η Χριστιανοσύνη. Αλλά η Χριστιανοσύνη πέθανε. Το να ζει κανείς στη σύγχρονη Δύση, σημαίνει ότι ζει ανάμεσα στα ερείπιά της. Πολλά από αυτά παραμένουν ακόμα ελκυστικά –οι αγέρωχοι καθεδρικοί και τα κονσέρτα του Μπαχ– αλλά δεν παύουν να είναι ερείπια. Και όταν ένας παλιός πολιτισμός, που χτίστηκε γύρω από μια δοσμένη θρησκευτική τάξη πεθαίνει, δίνει τη θέση του σε μια μεγάλη αναταραχή σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας, από την πολιτική μέχρι τον ψυχικό μας κόσμο. Η μορφή των πάντων –από την οικογένεια, μέχρι την εργασία, και τις ηθικές στάσεις, την ίδια την ύπαρξη της ηθικής ακόμα, ή την αντίληψη για το καλό και το κακό, τα σεξουαλικά ήθη, το χρήμα, την ανάπαυση, την φύση, το σώμα, την συγγένεια ή το καθήκον– θα τεθεί υπό αίρεση. Καλωσήλθατε στο 2021.  

Σαράντα χρόνια πριν, ο φιλόσοφος Αλασντέρ Μακιντάιρ, υποστήριξε στο κλασικό του έργο Μετά την Ηθική, ότι η ίδια η έννοια της ηθικής πρόκειται να καταστεί απροσπέλαστη αν χαθεί η πηγή από την οποία προέκυψε. Εάν πιστέψουμε ότι η ανθρώπινη ζωή δεν διακατέχεται από κάποιο ανώτερο νόημα, υποστήριξε, θα καταλήξουμε να αδυνατούμε να συμφωνήσουμε ως προς το ποιο θα είναι το περιεχόμενο της ‘αρετής’ ή γιατί θα έπρεπε αυτή να σημάνει κάτι για εμάς.   

Ο αγαπημένος δάσκαλος του Μακιντάιρ εκείνη την εποχή υπήρξε ο Αριστοτέλης, όχι ο Ιησούς, αλλά η κριτική του ως προς τον Διαφωτισμό, και η πρόβλεψη της τελικής του αποτυχίας στηριζόταν σε μια ξεκάθαρη κατανόηση του μυθικού οράματος της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης –αλλά και του μερικού, κενού, και υπερεκλογικευμένου ανθρωπισμού με τον οποίον οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού αποπειράθηκαν να το υποκαταστήσουν. Ο Μακιντάιρ πίστευε ότι αυτή η αποτυχία ήταν ήδη εμφανής, αλλά ότι η κοινωνία δεν την έβλεπε επειδή τα μνημεία της παλιάς ιερής τάξης ήταν ακόμα εκεί, όπως ήταν και τα ρωμαϊκά αγάλματα την εποχή που οι λεγεώνες της αυτοκρατορίας είχαν πάψει να υπάρχουν.

Για να καταδείξει την θέση του, ο Μακιντάιρ επικαλέστηκε το παράδειγμα των ταμπού. Η λέξη επισημάνθηκε πρώτη φορά από τους Ευρωπαίους στα ταξίδια του Κάπτεν Κουκ, στα οποία ο ίδιος κατέγραψε τις περιηγήσεις του στην Πολυνησία. Ο Μακιντάιρ εξηγεί: 

«Οι Εγγλέζοι ναυτικοί εντυπωσιάστηκαν αντικρίζοντας αυτό που προσέλαβαν ως χαλαρά σεξουαλικά ήθη εκ μέρους των Πολυνήσιων και εντυπωσιάστηκαν ακόμα περισσότερο όταν ανακάλυψαν την έντονη αντίθεση που εκδηλωνόταν μεταξύ των ηθών αυτών με τους αυστηρούς περιορισμούς οι οποίοι αφορούσαν σε άλλες συνήθειες, όπως η απαγόρευση να τρώνε μαζί οι άνδρες και οι γυναίκες. Όταν ρώτησαν γιατί ισχύει αυτός ο περιορισμός, τους απάντησαν ότι η πρακτική αυτή ήταν ταμπού, αλλά όταν ρώτησαν τι σημαίνει αυτή η λέξη, δεν μπόρεσαν να λάβουν περισσότερες εξηγήσεις» 

Η περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος κατέδειξε ότι και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Πολυνησίας δεν ήταν βέβαιοι ως προς το γιατί υπήρχαν αυτές οι απαγορεύσεις· κι όμως, όταν τα ταμπού εγκαταλείφθηκαν ολοκληρωτικά σε περιοχές της Πολυνησίας έπειτα από μερικές δεκαετίες, εκδηλώθηκαν αμέσως ορισμένες προφανείς συνέπειες. Άραγε αυτή οι περιορισμοί ήταν εντελώς δίχως νόημα;

Όχι εντελώς. Ο Μακιντάιρ μας υπενθυμίζει ότι, στην αρχή, τα ταμπού «ήταν ενσωματωμένα σ’ ένα πλαίσιο που τους προσέδιδε νόημα». Όταν, όμως, έχασαν αυτό τους το πλαίσιο «άρχισαν αμέσως να προσλαμβάνονται ως ένα σύνολο αυθαίρετων απαγορεύσεων», ειδικά όταν «οι πεποιθήσεις που βρισκόταν στο παρασκήνιο και παρείχαν το φως ώστε τα ταμπού αυτά να γίνουν κατανοητά είχαν όχι μόνο εγκαταλειφθεί αλλά και λησμονηθεί εντελώς». Όταν μια κοινωνία αγγίζει ένα στάδιο όπου ο λόγος ύπαρξης των ταμπού της έχει ξεχαστεί εντελώς, δεν απαιτείται παρά μια μικρή ώθηση για να δώσει κίνηση σε ένα φαινόμενο ντόμινο που θα τα οδηγήσει όλα σε κατάρρευση. Ο Μακιντάιρ πίστευε ότι η Δύση έχει φτάσει ήδη σε αυτό το στάδιο.   

Όταν μια τέτοια τάξη διαρρηγνύεται τι την αντικαθιστά; Όταν τα ταμπού εγκαταλείφθηκαν στην Πολυνησία, ανέφερε ο Μακιντάιρ, προέκυψε ένα απροσδόκητο «ηθικό κενό», το οποίο ήρθαν να καλύψουν «τα κλισέ των ιεραπόστολων της προτεσταντικής Νέας Αγγλίας». Σε αυτή την περίπτωση, μια συγκεκριμένη εκδοχή του Χριστιανισμού ήρθε να καλύψει το χάσμα που προκλήθηκε από την κατάρρευση του πρότερου ιερού αφηγήματος. Το τέλος αυτών των ταμπού δεν είχε οδηγήσει στην ενσάρκωση κάποιας αφηρημένης εκδοχής της ‘ελευθερίας’· αντίθετα, είχε στερήσει έναν πολιτισμό από την ίδια του την καρδιά. Η καρδιά αυτή, στην πραγματικότητα, είχε σταματήσει να κτυπάει πιο πριν, αλλά τώρα κατέρρεε και το τυπικό του οικοδόμημα, και υπήρχε ένας κενός χώρος που αναζητούσε την πλήρωσή του –και γνωρίζουμε ότι η φύση απεχθάνεται το κενό.

Μου φαίνεται πως έχουμε αγγίξει αυτό το σημείο σ’ ένα μεγάλο μέρος της Δύσης. Τουλάχιστον από το 1960, τα κενά ταμπού μας αποσυντίθενται, ενώ τα τελευταία χρόνια πολλά από τα μνημεία μας που στέκονταν ακόμα όρθια έχουν αρχίσει να καταρρέουν –συχνά κυριολεκτικά. Η Χριστιανοσύνη εξέπνευσε εδώ και αιώνες, εξαιτίας ενός πολύπλοκου συνδυασμού παραγόντων, ωστόσο, δεν εξοντώθηκε από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Κανένας ξένος στρατός δεν εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, ούτε μας εξανάγκασε να μεταστραφούμε σε κάποια ξένη πίστη. Αντίθετα, υπονομεύσαμε την ιερή μας ιστορία από τα μέσα. Και αυτό που την αντικατέστησε, δεν ήταν μια νέα ιερή τάξη, αλλά η αμφισβήτηση οτιδήποτε ιερού.   

Στο Μετά την Αρετή, ο Μακιντάιρ εξηγεί το τι συνέβη μετά. Το σχέδιο που προέταξε ο Διαφωτισμός τον 18ο αιώνα, συνιστούσε μια απόπειρα οικοδόμησης ‘ηθικής’ (μιας λέξης που δεν υπήρχε με αυτήν την έννοια μέχρι εκείνη την εποχή) ανεξάρτητης από την θεολογία. Επρόκειτο για ένα σχέδιο δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου Μετά τον Θεό, στον οποίον η προσωπική ηθική αντίληψη –που δεν θα ήταν πια αιώνια στη φύση της, ή λογοδοτούμενη σε κάποια ανώτερη δύναμη– θα αποτελούσε την βάση της κουλτούρας και του εαυτού.  

Δούλεψε αυτό το σχέδιο; Με μια λέξη, όχι. Η μεταμοντέρνα ‘ηθική’, λέει ο Μακιντάιρ, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως υποκατάστατο ενός ανώτερου σκοπού, ή μιας υπερανθρώπινης πηγής νοήματος. Εάν, όμως, ο ορθός δρόμος για την κοινωνία ή για το άτομο δεν στηριζόταν πουθενά αλλού πέρα από την εξατομικευμένη προσωπική κρίση, τότε ποιος ή τι θα έπαιζε το ρόλο του τελικού κριτή;

Εν τέλει, δίχως την ύπαρξη ενός ανώτερου σκοπού ώστε να την συνέχει, η κοινωνία κινδυνεύει να διολισθήσει –όπως εν τέλει το έκανε– στην ‘συγκινησιοκρατία’, τον σχετικισμό, και εν τέλει την αποσύνθεση. Εάν κάθε πολιτισμός οικοδομείται γύρω από τον πυρήνα μιας ιερής τάξης –Χριστιανικής, Ισλαμικής, Ινδουϊστικής, της λατρείας των προγόνων ή εκείνης του Όντιν– η κατάρρευση της τάξης αυτής θα οδηγήσει αναπόφευκτα και στην κατάρρευση του πολιτισμού που υποστήριζε. Υπάρχει ένας θρόνος στην καρδιά κάθε πολιτισμού, και όποιος κάθεται σε αυτόν παίζει τον ρόλο της δύναμης που μας καθοδηγεί. Το σύγχρονο πείραμα αποτέλεσε μια πράξη εκθρόνισης –συχνά κυριολεκτικής– τόσο των ηγεμόνων και των εκπροσώπων της ιερής τάξης, και της υποκατάστασής τους με τις εντελώς ανθρώπινες, και εντελώς αφηρημένες έννοιες –ο «λαός», η «ελευθερία», η «δημοκρατία» και η «πρόοδος».

Ενώ υπερασπίζομαι ένθερμα την δημοκρατία (την πραγματική δημοκρατία, παρακαλώ, όχι το εταιρικό ψευδεπίγραφό της που καταλαμβάνει αυτήν την στιγμή την θέση της), η εκθρόνιση του παντοκράτορα –του Χριστού– που βρίσκονταν στην καρδιά της ιερής τάξης της Δύσης δεν οδήγησε σε οικουμενική ισότητα και δικαιοσύνη. Αντίθετα οδήγησε –μέσω της αιματηρής παρέκβασης του Ροβεσπιέρου, του Στάλιν, και του Χίτλερ– σε έναν ολοκληρωτικό θρίαμβο της δύναμης του χρήματος, που έχει θρυμματίσει τον πολιτισμό και τις ψυχές μας σε ένα εκατομμύρια εξοργισμένα θραύσματα.

Το κενό που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση των παλιών μας ταμπού, γέμισε με τα δηλητηριώδη αέρια του καταναλωτικού καπιταλισμού, ο οποίος, έχει πλέον διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας με τον ίδιο τρόπο που κάποτε το είχε κάνει ο Χριστιανισμός, τόσο πολύ μάλιστα που ελάχιστοι συνειδητοποιούν ότι έχει αποικιοποιήσει τα πάντα –από τον τρόπο που τρώμε μέχρι τις αξίες που διδάσκουμε στα παιδιά μας. Όντας απελευθερωμένοι στο μεταμοντέρνο παρόν μας –που δεν διαθέτει κέντρο, αλήθεια, και προσανατολισμό– δεν έχουμε γίνει οι ανεξάρτητα σκεπτόμενοι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες μιας ανθρώπινης πολιτείας. Έχουμε καταστεί σκλάβοι του εαυτού και της ισχύος του χρήματος· πιστοί που γονατίζουν μπροστά στο τερατώδες είδωλο της Προόδου. «Στο ηθικό πεδίο της Δύσης», γράφει ο Σπέγκλερ, «τα πάντα είναι κατεύθυνση, αξίωση κυριαρχίας, ηθελημένο απώτερο αποτέλεσμα».

Το Μετά την Αρετή τελειώνει με τον συγγραφέα να δηλώνει ότι το καθήκον που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι παρόμοιο με αυτό που τέθηκε σε εκείνους που έζησαν την πτώση της Ρώμης: όχι την διάσωση της αυτοκρατορίας, αλλά την οικοδόμηση μιας νέας. Ο Μακιντάιρ οδηγήθηκε σ’ ένα διάσημό του συμπέρασμα, ότι η Δύση περιμένει την έλευση ενός «νέου και αναμφίβολα ολότελα διαφορετικού Αγίου Βενέδικτου». Αυτό το είπε πριν σαράντα χρόνια, και ακόμα περιμένουμε, αν και η περιγραφή του δεν είναι ένας κακός τρόπος για να προσεγγίσουμε την πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Παρά την τραγωδία που εξελίσσεται στο Αφγανιστάν, η μετα-Χριστιανική Δύση δεν στερείται ιδεών, διαφωνιών, προσβολών, ιδεολογιών, στρατηγημάτων, αντιπαραθέσεων, ή μηχανών που θα σώσουν υποτίθεται τον κόσμο. Αλλά είναι πολύ φτωχή σε Αγίους· και σήμερα, όσο ποτέ, χρειαζόμαστε την αγάπη, την σοφία, την πειθαρχία, και την ακεραιότητά τους μέσα στο χάος του καιρού μας. Ίσως, θα ήταν καλύτερα για εμάς να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε το πως θα μπορούσαμε οι ίδιοι να ενσαρκώσουμε αυτές τις ποιότητες.

Μετάφραση: Γ.Ρ. 

 

Σχόλια