Παλαιός και Νέος Ψυχρός Πόλεμος: 30 χρόνια από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ

 


Του Κώστα Ράπτη

Πριν από τριάντα χρόνια ακριβώς, στις 26 Δεκεμβρίου 1991, η μία από τις δύο υπερδυνάμεις που συμπρωταγωνιστούσαν μεταπολεμικά στον Ψυχρό Πόλεμο έπαυε να υπάρχει ως πολιτική και νομική οντότητα. Με απόφαση που είχαν συνυπογράψει αιφνιδιαστικά οι ηγέτες των τριών ισχυρότερων από τις 15 Δημοκρατίες που τη συναποτελούσαν (ήτοι της Ρωσίας του Μπορίς Γέλτσιν, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας), η Σοβιετική Ένωση, που είχε ιδρυθεί το 1922 στο πνεύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, καταργούνταν, δίνοντας τη θέση της σε 15 διαφορετικά ανεξάρτητα κράτη. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Το ιστορικό αυτό γεγονός αναμφίβολα έχει διαπλάσει σε βάθος την πραγματικότητα που βιώνουμε μέχρι σήμερα – και χαιρετίσθηκε, σε μια στιγμή πρόωρης αισιοδοξίας, ως το "τέλος της Ιστορίας".

Ωστόσο, τρεις δεκαετίες μετά, ούτε το δυτικό μοντέλο της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που θεωρήθηκε ότι επικράτησε τελειωτικά το 1991, διανύει τις καλύτερες μέρες του, όπως μαρτυρεί η εμφάνιση αλλεπάλληλων κρίσεων και κάθε λογής αυταρχικών "πειρασμών", ούτε η διεθνής αρχιτεκτονική φαντάζει ευσταθής.

Ασφαλώς, το φάντασμα του "κομμουνισμού", τον οποίο επικαλούνταν οι ιθύνοντες της Σοβιετικής Ένωσης, δεν μοιάζει να διατηρεί καμία ισχύ ή επικαιρότητα πλέον. Αυτό όμως διόλου δεν αναιρεί τις γεωπολιτικές ή ακόμα και πολιτισμικές συγκρούσεις που πίσω από την παγκόσμια κυριαρχία της αγοράς εξακολουθούν να διαπερνούν την τωρινή διεθνή πραγματικότητα. Και να τροφοδοτούν έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ακριβώς η κύρια διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης: η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, σε συμμαχία όλο και πιο στενή, πέρα από κάθε ιστορικό προηγούμενο, με μία Κίνα η οποία, από την πλευρά της, εκτινάχθηκε στην κορυφή της καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς ποτέ να υποστεί αντίστοιχη "κατάρρευση" και να αναιρέσει το πολιτικό μονοπώλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Οι τάσεις στην κοινωνία

Σε μια από τις πιο γνωστές αποστροφές του, ο σημερινός ένοικος του Κρεμλίνου διακήρυξε: "Όποιος ονειρεύεται την ανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έχει μυαλό. Και όποιος δεν λυπάται για την κατάρρευσή της δεν έχει καρδιά".

Και η "καρδιά" πολλών πολιτών της Ρωσίας (και όχι μόνο) εξακολουθεί να χτυπά "σοβιετικά", αν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν τους νοσταλγούς της "τότε ζωής" να καταγράφουν αξιοσημείωτη πλειοψηφία. Δεδομένο το οποίο δεν ανατρέπει ούτε η εμφάνιση μιας νέας γενιάς που δεν βίωσε ποτέ τη σοβιετική εξουσία, ούτε η οικονομική και άλλη ανασυγκρότηση στον αιώνα μας, που απομάκρυνε τη Ρωσία από το χάος της πρώτης μετασοβιετικής περιόδου τη δεκαετία του '90.

Η αντοχή της εθνικής ιδέας, η ανταγωνιστική διάθεση που εξακολουθεί να προβάλλει η Δύση και η μετατόπιση του διεθνούς κέντρου βάρους προς Ανατολάς δημιουργούν ένα κοινωνικό κλίμα στο οποίο, λ.χ., τα εγκλήματα του Στάλιν σχετικοποιούνται και απομένει μόνο η μνήμη ενός ηγέτη ο οποίος (με βάναυσο τρόπο, εννοείται, όπως και τόσοι άλλοι στη ρωσική ιστορία) εγγυήθηκε το "κρατικό μεγαλείο", εν προκειμένω με την ταχεία εκβιομηχάνιση και την απόκρουση της ναζιστικής εισβολής.

Η κρατική ρητορική

Η σημερινή κρατική ηγεσία δείχνει να ενθαρρύνει αυτή την τάση – όσο και αν, από την άλλη πλευρά, καταγγέλλει, λ.χ., τον Λένιν για την κατάλυση των παραδοσιακών αξιών και την ελαστική εθνοτική πολιτική.

Μάλιστα, ο ίδιος ο Πούτιν δείχνει σαν να αλλάζει "μυαλό", την ώρα που κλιμακώνει το παιχνίδι του Νέου Ψυχρού Πολέμου. Μιλώντας στα μέσα του μηνός σε τηλεοπτική σειρά ιστορίας, ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε ως "τραγωδία για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της χώρας" τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ήτοι "την κατάρρευση της ιστορικής Ρωσίας", όπως είπε χαρακτηριστικά.

Όλες αυτές οι αντιφάσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν αν δεν γίνει κατανοητό ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης προήλθε πρωτίστως "από μέσα" παρά "από έξω", και μάλιστα από το (ρωσικό) "κέντρο" της παρά από την εθνοτικά πολύμορφη περιφέρεια. Επιπλέον, προήλθε πρωτίστως "από τα πάνω" παρά "από τα κάτω".

Η κούρσα των εξοπλισμών και η καθήλωση των τιμών του πετρελαίου που δρομολόγησαν οι ΗΠΑ τη δεκαετία του '80 ασφαλώς πίεσαν την ήδη στάσιμη Σοβιετική Ένωση: δεν θα αποτελούσαν, όμως, μοιραίο πλήγμα αν η ίδια η σοβιετική ελίτ δεν δελεαζόταν από μια αλλαγή μοντέλου, προς ίδιον όφελος, η οποία εκτελέσθηκε με τρόπο αναπόφευκτα καταστροφικό για την ενότητα του κράτους − την ώρα που ο λαϊκός παράγοντας παρακολουθούσε μάλλον απαθώς, πιστεύοντας ότι οδεύει προς μια σκανδιναβικού τύπου σύνθεση σοσιαλισμού και αγοράς.

Ο ρόλος των ελίτ και οι αστοχίες των μεταρρυθμιστών

Την πορεία που ακολούθησαν οι σοβιετικοί μεταρρυθμιστές μέχρι το "μοιραίο 1991" περιέγραψε γλαφυρά, σε συνέντευξή του στο Capital.gr τον Δεκέμβριο του 2019, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσίας του Πανεπιστημίου MGIMO του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Δρ Ιστορικών Επιστημών, Αλεξάντερ Μπορίσοφ.

Όπως ανέφερε, ο εκδημοκρατισμός θεωρητικώς συμβαδίζει με την αποκέντρωση, όμως στη Ρωσία η σχέση με τη δημοκρατία είναι περίπλοκη, ήδη από τα τσαρικά χρόνια. Το μέγεθος της χώρας επιβάλλει ισχυρή κεντρική εξουσία για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός. Αυτό που συνέβη τη δεκαετία του '80 είναι ότι οι μεταρρυθμιστές άρχισαν τις μεταρρυθμίσεις από τη σφαίρα όχι της οικονομίας, αλλά της ιδεολογίας, με την γκλάσνοστ. Οι Κινέζοι, που μελέτησαν αυτή την εμπειρία, έκαναν το αντίθετο και αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το μονοκομματικό σύστημα, διότι αυτό λειτουργεί ως σκελετός της χώρας.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη στη Ρωσία είναι ότι η ρωσική ελίτ, ήδη από τον θάνατο του Στάλιν, απογοητευόταν όλο και περισσότερο από τις κομμουνιστικές αξίες. Αργά και σταδιακά, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιήσουν και οι ίδιοι, πέρασαν το σημείο χωρίς επιστροφή, οπότε η διολίσθηση στον καπιταλισμό έγινε αναπόφευκτη.

Για την ευημερία των τέκνων...

Όπως επεσήμανε ο καθηγητής Μπορίσοφ, η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν η μόνη που κατέλυσε την ιδιωτική ιδιοκτησία: οποιαδήποτε άλλη απλώς αντικατέστησε τους φορείς της. Η ιδιωτική ιδιοκτησία συνδέεται με το δικαίωμα στην κληρονομιά και για την κομουνιστική ελίτ ήταν σημαντικό να εξασφαλίσει την ευημερία των παιδιών της.

Οι μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι μπορούν να αλλάξουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας εντός του ενιαίου πολυεθνικού πλαισίου της Σοβιετικής Ένωσης. Θα αρκούσε, πίστευαν, να έρθει η εντολή από τη Μόσχα, όπως συνέβαινε πριν, και όλοι θα ακολουθούσαν. Έτσι, έκαναν το μεγάλο στρατηγικό λάθος να ξεχάσουν τις εθνικές ελίτ των επιμέρους Δημοκρατιών, οι οποίες διέθεταν μεγάλα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και απόσχισης. Ο Γκορμπατσόφ ασχολούνταν με την κεντρική πολιτική, με την εξωτερική πολιτική και την ίδια ώρα οι ελίτ των Δημοκρατιών ενισχύονταν. Και δεν ήθελαν να προχωρήσουν στην ιδιωτικοποίηση με τους όρους της Μόσχας, αλλά με τους δικούς τους. Όταν πέρασαν στην ιδιωτικοποίηση, συνειδητοποίησαν όταν δεν χρειάζονταν την Σοβιετική Ένωση – πρώτη-πρώτη η Ρωσία του Γέλτσιν, που θεωρούσε ότι οι Δημοκρατίες την αφαιμάσσουν. 

-------------------------

Σχόλια