Το εθνικό-λαϊκό μπλοκ και το ζήτημα της ηγεμονίας στον Γκράμσι

Αξελός Λουκάς

Το τρίτο πεδίο που θα σταθώ στην σύντομη αυτή περιδιάβαση του έργου του Αντόνιο Γκράμσι, συμπυκνώνει σειρά ζητημάτων που θέτουν τα όρια μιας ιστορικής περιόδου, τα όρια μιας κοινωνικής ή πολιτικής ανατροπής, τα ερωτήματα που προκύπτουν μετά από μιαν ήττα, την επιβεβαίωση για τον σύνθετο και πολύπλοκο χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών με αναγκαστικό δια ταύτα τον καταιγισμό προκλήσεων που ζητούν απάντηση. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Τέλος συμπυκνώνει τη σύνδεση-σύνθεση εθνικού-λαϊκού, που αναδεικνύει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός νέου ιστορικού μπλοκ, το οποίο εκόν-άκον θα βρεθεί αντιμέτωπο με το μείζον ζήτημα της ηγεμονίας. Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει ότι το μακρύ ταξίδι του Γκράμσι στις φυλακές του παρείχε τον αναγκαίο χρόνο (τον εκμεταλλεύτηκε όσο ελάχιστοι κρατούμενοι) για να στοχαστεί και να επαναστοχαστεί πάνω στα ερωτήματα που έθετε η ήττα της καθόλου Αριστεράς από τον φασισμό και να συνειδητοποιήσει τα όρια ενός coup d’ état ακόμα κι όταν αυτό έχει αριστερό πρόσημο.

Ήταν αυτό που βαθύτατα τον προβλημάτισε και που τον οδήγησε ύστερα από βασανιστικές διανοητικές διαδρομές να θέσει ένα κεντρικό ζήτημα που δεν το έθεσε κανένας άλλος μάχιμος κομμουνιστής ηγέτης με τους ίδιους όρους και την ίδια καθαρότητα. Ο Γκράμσι, με τον ιδιότυπο δικό του τρόπο, έκανε σαφές ότι οι μητροπολιτικές κοινωνίες, ως κατεξοχήν πολύπλοκες, δεν μπορούν να ανατραπούν με “απλή έφοδο στην εξουσία”.

Μας δίδαξε, δηλαδή, ότι δεν μπορείς να κάνεις μιαν υπέρβαση του υπάρχοντος εάν τυχόν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύπλοκο είναι. Εάν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, πόσο πανούργος, πόσο επιτήδειος και πάνοπλος είναι ο αντίπαλος. Ως εκ τούτου, η απλή έφοδος στα “Χειμερινά Ανάκτορα”, όπως έκαναν οι Μπολσεβίκοι, αν και μπορεί να γίνει, είναι ανεπαρκής.

Εθνικό-λαϊκό μπλοκ και ηγεμονία

Επιστρέφοντας στα του Risorgimento, που συνοπτικά αναφέρθηκα στο προηγούμενό μου άρθρο, πριν σταθώ στο ζήτημα των κινητήριων δυνάμεων μιας επανάστασης και συνεπακόλουθα του ζητήματος της ηγεμονίας, θα ήθελα να τονίσω ότι πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο το γεγονός ότι αν και η Ιταλία της περιόδου του Risorgimento και η Ιταλία της φασιστικής περιόδου δεν είχαν –προφανώς– την ίδια ταξική διάρθρωση, τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων κ.λπ., εντούτοις και στις δύο περιπτώσεις σταθερό παραμένει το στοιχείο της αντιπαλότητας ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις υποτελείς τάξεις. Σταθερή και η αδυναμία των υποτελών τάξεων να συγκροτήσουν το ιστορικό εκείνο μπλοκ που θα διεκδικήσει την ηγεμονία.

Είναι σαφές σε ποια πλευρά βρίσκονταν ο νους και η καρδιά του Γκράμσι. Αυτό όμως δεν τον έκανε να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να επιμείνει στο ότι «η εθνική ενότητα είχε μιαν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας». Η αδυναμία  της ριζοσπαστικής παράταξης να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη τον προβλημάτισε σοβαρά. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι για να επιτευχθεί το μεγάλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλες δυνάμεις που συνέκλιναν προς την κατεύθυνση αυτή.

Είναι η βαθιά μελέτη της ίδιας της ιστορίας της Ιταλίας, που τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος, στην λογική του μπλοκ για την εξουσία, του πολύμορφου μετώπου. Ο Γκράμσι αντιλαμβανόταν τις τεράστιες πραγματικές δυσκολίες που περιελάμβανε μια προσπάθεια συγκρότησης του ιστορικού μπλοκ, αλλά και τα όρια πρόσληψης και εφαρμογής του από πλευράς διανοουμένων, γεγονός που το αποτυπώνει με τον ξεχωριστό δικό του τρόπο επισημαίνοντας:

«Αν η σχέση ανάμεσα σε διανοούμενους και λαό-έθνος, ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους –ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους– δίνεται με μια οργανική συνάφεια, όπου το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά “ξέρω” (όχι μηχανικά, αλλά ζωντανά). Μόνο τότε η σχέση είναι σχέση αντιπροσώπευσης και επέρχεται η ανταλλαγή ατομικών στοιχείων ανάμεσα σε κυβερνώμενους και κυβερνώντες, ανάμεσα σε διευθυνόμενους και διευθύνοντες, δηλαδή πραγματοποιείται η ζωή συνόλου που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη• δημιουργείται το “ιστορικό μπλοκ”».

Το ιστορικό μπλοκ του Γκράμσι

Είναι εμφανές ότι η οπτική Γκράμσι, χωρίς να φτάνει στο επίπεδο μιας συστηματικής-εξαντλητικής ανάλυσης, διαμορφώνεται σε ένα πεδίο όπου το ιστορικό μπλοκ είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γραμμική ταξική ή πολιτική συνεργασία. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κατεξοχήν πολύπλοκη διαδικασία όπου η γνώση, το αίσθημα-πάθος, ο καθ’ όλου συναισθηματικός-διανοητικός παράγοντας, αποτελούν την συγκολλητική ουσία που συνδέει τα ποικίλης τάξεως διαφορετικά υποκείμενα, συμφέροντα και ιδέες να συγκλίνουν σε ένα κοινό μέτωπο-στόχο.

Είναι, λοιπόν, και αυτό το στοιχείο που διαφοροποιεί αισθητά την έννοια του γκραμσιανού ιστορικού μπλοκ από τις μηχανιστικού χαρακτήρα οριζόντιες “ταξικές” προσθαφαιρέσεις και μηρυκασμούς, που τα κυρίαρχα κομμουνιστικά ρεύματα (τριτοδιεθνιστικά αλλά και τροτσκιστικά) επέβαλαν στην πρώτη περίοδο του Μεσοπολέμου, και συνεχίζουν –αδιέξοδα θα έλεγα– ως και τις μέρες μας.

Ως εκ τούτου, ο εντοπισμός του Πίτερ Τόμας ότι «ο Γκράμσι έθεσε το ερώτημα πώς μπορούσε να συγκροτηθεί ένα ηγεμονικό σχέδιο μέσα από τον τεράστιο πλούτο όλων των διαφορετικών ομάδων συμφερόντων –συχνά ακόμη και αντιτιθέμενων ομάδων συμφερόντων– που συγκροτούν αυτό που εκείνος καταλήγει να αποκαλεί “υποτελείς, κοινωνικές ομάδες, ή λαϊκές τάξεις με την ευρύτατη έννοια”, κινείται στην σωστή κατεύθυνση».

Ηθική νομιμοποίηση

Η προσέγγιση Γκράμσι –κατά την γνώμη μου– ενσωματώνει την λενινιστική οπτική διευρύνοντάς την. Χωρίς ο ίδιος να είναι ο καθαρόαιμος λενινιστής, δεν είχε ξεχάσει ποτέ το λενινιστικό “ποιος ποιον”, αλλά και το ζήτημα της ιστορίας και του εθνικού και κοινωνικού πεδίου, στο οποίο διεξάγεται ο συγκεκριμένος αγώνας. Πάντα σε συσχέτιση με τα διεθνή περιβάλλοντα. Δηλαδή, ακολουθούσε σταθερά την “πεπατημένη” της συγκεκριμένης ανάλυσης για την συγκεκριμένη κατάσταση και είχε πάντα συνείδηση το ποιον εξυπηρετεί και για ποιον γίνεται όλη αυτή η ιστορία.

Γεγονός παραμένει η εγκυρότητα της διαπίστωσής του, ότι η δια της ισχύος άσκηση της ηγεμονίας μέσω του εξαναγκασμού και της εξαπάτησης αποτελεί την κύρια μέθοδο άσκησής της από μέρους των κυρίαρχων τάξεων. Η έννοια της ηγεμονίας, λοιπόν, εμπεριέχει την λογική της ισχύος για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά η εξουσία για να είναι λειτουργική προϋποθέτει την στήριξή της στην πλειοψηφία.

Αυτό αποτελεί την πυρηνική και αδιαπραγμάτευτη λογική μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αυτό αποτελεί το μοναδικό-ουσιαστικό όπλο των υποτελών τάξεων. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να συγκροτήσεις όλους εκείνους τους όρους, όλες εκείνες τις υποδομές που θα καταστήσουν τις υποτελείς τάξεις ικανές στο να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα αντίρροπο δέος κουλτούρας, πολιτικής, ιδεολογίας και κατ’ επέκτασιν διακυβέρνησης. Μιας διακυβέρνησης, όμως, που θα έχει κύρος και που στηριγμένη στην βούληση των πολλών, θα ανανεώνει τη νομιμοποίησή της.

Αυτό το κύρος, όμως, δεν μπορεί να στηριχθεί μονομερώς στην ιδεολογική και γενικότερα στην υλική υπεροχή. Έχει ανάγκη και από την ηθική νομιμοποίησή του. Το έχω ξαναπεί: Η Αριστερά δεν αρκεί να επικαλείται την αρετή, οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια. Δεν αρκεί να στηλιτεύει το κακό, πρέπει η ίδια να το τιμωρεί παραδειγματικά, ξεκινώντας από τον κακό εαυτό της. Αυτό το ριγμένο –ιδιαίτερα στις μέρες μας– στα αζήτητα αξιακό στοιχείο είναι που ο μεγάλος Σαρδηνός εναγώνια αναζήτησε και στο τέλος ανέδειξε ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τον όποιο σοσιαλισμό στο μέλλον ήθελε αποτολμηθεί.

Σχόλια