Το κείμενο που ακολουθεί ασφαλώς δεν εντάσσεται στην “λογική” του αντι-εμβολιασμού. Εντάσσεται στην άρνηση και την καταδίκη της κουλτούρας, του ήθους της υποταγής που καλλιεργεί η διαχείριση της αντιμετώπισης της πανδημίας, ο φόβος του θανάτου. Εντάσσεται στην άρνηση και την καταδίκη του φαραωνικού τύπου πλανητικής διαχείριση της εξουσίας και της γνώσης που επιχειρείται, στο όνομα της πανανθρώπινα αναγκαίας αντιμετώπισης της πανδημίας. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Το κείμενο που ακολουθεί κατατίθεται ως ελάχιστη συμβολή στην αναζήτηση του συμβολισμού, του λόγου, της τέχνης, της αισθητικής, που θεμελιώνει στην πολιτισμική μας παράδοση την άρνηση της υποταγής, την απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου και την εργαλειοποίησή του.
Αν η μοίρα του θανάτου αποτελεί την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου, τότε η απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου, αποτελεί την αναπότρεπτη μοίρα του ανθρώπου που θέλει να ζήσει και να πεθάνει ελεύθερος.
Φόβος του θανάτου και απελευθέρωση
Ο αγώνας για μια ζωή στην ομορφιά της ελευθερίας, μέχρι και την στιγμή του θανάτου, είναι ίσως ο ομορφότερος αγώνας του Ανθρώπου. Με αυτό το πνεύμα, γίνεται, πιστεύω, κατανοητό το βάθος του λόγου και του καλέσματος του Ρήγα. Σε αυτό το πνεύμα η “Ωδή εις Θάνατον” του Ανδρέα Κάλβου αποτελεί την ωραιότερη Ωδή στην απελευθερωτική και ελευθερώτρια αναγέννηση του ανθρώπου όταν συμφιλιώνεται με τον θάνατο.
Σε αυτή την Ωδή ο Κάλβος μας καλεί ουσιαστικά όχι απλά να ζήσουμε απελευθερωμένοι από τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζήσουμε ως φίλοι με τον θάνατο γιατί αυτή η συμφιλίωση μας καθιστά ασυμβίβαστους υπερασπιστές της ζωής και ελευθερίας απέναντι σε κάθε εχθρό και κίνδυνο, απέναντι σε κάθε τύραννο.
«Τώρα, τώρα τα χείλη μου δύνανται να φιλήσουν του θανάτου τα γόνατα· να στέψω το κρανίον του δύναμαι τώρα. (Κθ΄). Πού είναι τα ρόδα; Φέρετε στεφάνους αμαράντους· την λύραν δότε· υμνήσατε· ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος. (λ’). Κείνος οπού το μέτωπον τρυφερών γυναικών αγκάλιασε, πώς δύναται εις ανδρικήν καρδίαν να ρίψει φόβον; (λα΄). Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον είναι; Τώρα οπού βλέπω τον θάνατον με θάρρος, εγώ κρατώ την άγκυραν της σωτηρίας. (λβ΄). Εγώ τώρα εξαπλώνω ισχυράν δεξιάν και την άτιμον σφίγγω πλεξίδα των τυράννων δολιοφρόνων. (Λγ). Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα αίματος και δακρύων καταπατώ· και της δεισιδαιμονίας το βαρύ βάκτρον».
Η στιγμή της συμφιλίωσης με τον θάνατο είναι για τον Κάλβο η στιγμή της υπέρτατης απελευθέρωσης που επιτρέπει στον άνθρωπο να ζήση όχι απλά ελεύθερος αλλά ελευθερωτής. Ίσως η ζωή σε τέτοιες “στιγμές-ζωής”, η ζωή βιώνεται, μετριέται με άλλα μέτρα. Ίσως ο χρόνος και η διάρκειά του αποκτούν άλλο περιεχόμενο.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα
Ίσως η χαρά του τραγουδιού στα χαρακώματα κάθε μάχης, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για μια ζωή με αξιοπρέπεια, μετριέται με άλλα μέτρα. Ίσως του ανυπότακτου χορού η χαρά, στην γειτονιά του χάρου, αποκτάει τέτοια ένταση και χαρίζει τέτοια πληρότητα στην ζωή, που δεν μετριέται πια σε μέτρα διάρκειας, αλλά με μέτρα έντασης ποιότητας, ομορφιάς.
Ο Παλαμάς πιστός στην περιγραφή της παράδοσης για την πάλη του Χάρου με τον Διγενή, μας δίνει έναν Διγενή που στέκεται άφοβος, μπροστά στον Χάρο, απελευθερωμένος από τον φόβο του χρόνου και του θανάτου, στέκεται με την πίστη και πεποίθηση ότι η ηρωική στάση ζωής δεν καταλύεται από τον θάνατο.
- «Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα. δεν περνώ με τα χρόνια. Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια; Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων, στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων. Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!»
Ελεύθεροι πολιορκημένοι
Με αυτήν την έννοια, ο υπέροχος στοίχος του Σολωμού «όποιος πεθαίνει σήμερα , χίλιες φορές πεθαίνει», δεν εκφράζει απλά τον έρωτα για την ζωή στην ομορφιά της φύσης, αλλά τον υπέρτερο έρωτα, για την υπέρτατη ομορφιά της ελεύθερης ζωής στην ομορφιά του κόσμου και την ομορφιά της υπεράσπισης αυτής της επιλογής ακόμα και με θάνατο.
- Ενώ τριγύρω, ο «Απρίλης στήνει με τον έρωτα χορό», ενώ, «είναι η φύση μάγεμα στην ομορφιά στην χάρη», ενώ η ομορφιά της φύσης … «με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες βρύσες κρένει» οι πολιορκημένοι του Μεσολογγιού δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους άλλη επιλογή από την Ελευθερία.
Στο πρόσωπο του, “ακατάβλητου ψυχικά” Σουλιώτη του Μεσολογγιού, που αρνείται να καταθέσει τα όπλα, βλέπει, τιμά και περιγράφει ο Σολωμός, τον Ελεύθερο Πολιορκημένο κάθε καιρού και τόπου. Ίσως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Μεσολογγιού, δια του Σολωμού, στέλνουν ένα μήνυμα στους πολιορκημένους κάθε καιρού και τόπου. Στέλνουν το μήνυμά του σε μας.
Δύναμη καθολικής ανθρώπινης ανάστασης
Ο θάνατος για την ελευθερία, ως επιλογή ως θυσία, τιμή και τίμημα ελευθερίας, παύει να λειτουργεί ως μοιραίο τέλος, καταλύεται ως χαλκάς δουλείας και μετατρέπεται στο αντίθετό του. Μετατρέπεται σε δύναμη καθολικής ανθρώπινης ανάστασης. Έτσι τον βλέπει ο Σικελιανός στο αφιέρωμα του στην Εθνική μας Αντίσταση ως ένα αγώνα επικότερο και από αυτόν του Χάρου με τον Διγενή.
- «Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια, εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος. Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους, και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της. Κι απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος. Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες, –χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια–, κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!»
Πόσο κοντά στο «θανάτω θάνατον πατήσας» μας φέρνει ο Σικελιανός…! Ο λαϊκός μας πολιτισμός βαθύτατα διαποτισμένος από εναλλαγή των εποχών, είναι ένας πολιτισμός αισιοδοξίας, ίσως και σε επικίνδυνο βαθμό. Στην λαϊκή κοσμοαντίληψη, στον τρόπο που λαός κατανοεί τον κόσμο, στον τρόπο που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει την ζωή δεν υπάρχει οριστική ήττα… Αλλά και σε επίπεδο διανόησης η ίδια αντίληψη παραμένει παρούσα.
Όπως βλέπει ο Παλαμάς τον Διγενή, βλέπει ο Ρίτσος την Ρωμιοσύνη. «Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις, – εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει», θέση που θα την τραγουδήσει με πάθος ο λαός μας.
Ετήσια επιστροφή Περσεφόνης
Από την μυθολογία μας, ο Άδης δεν υπήρξε ποτέ ανίκητος. Η ετήσια επιστροφή της Περσεφόνης είναι δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι και η ανάσταση του Διόνυσου, μετά τον διαμελισμό του, βασικό στοιχείο της αρχαίας λατρείας με τις ρίζες της στους Ορφικούς.
Στον τρόπο που ο λαός μας ζει την χριστιανική του πίστη, η Μεγάλη Παρασκευή είναι η προπαραμονή της Ανάστασης. Ο Επιτάφιος θρήνος είναι προάγγελος της μεγάλης γιορτής, ο Χάρος δεν είναι νικητής. Ασφαλώς, όχι η επιστροφή αλλά, η ανατροφοδότηση από τις ρίζες μπορεί να μας δίνει τις δυνάμεις που έχουμε ανάγκη για μια νικηφόρα έξοδο
Πιστεύω πως δεν έχει άδικο ο Ανδρέας Εμπειρίκος όταν στο ποίημα του “Εις την οδόν των Φιλελλήνων”, ατενίζοντας το φως του ήλιου της Αττικής συμπεράνει.
- «Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Αυτή την παράδοση έχουμε χρέος να την κρατήσουμε ζωντανή γιατί αυτή η παράδοση μπορεί να μας κρατήσει ζωντανούς και μάχιμους.
===================
Σχόλια