“Η ζωή είναι ένα παιχνίδι και μόνο ως τέτοιο αξίζει να τη ζήσεις”

 

Γράφει ο τραγουδοποιός Γιώργος Μάρτος

Ας μιλήσουμε για εμάς. «Η ζωή είναι ένα παιχνίδι και μόνο ως τέτοιο αξίζει να τη ζήσεις» έλεγε ο Πλάτωνας. Νομίζω πως εν έτει 2021 και με όλη την ιστορική εμπειρία πίσω μας, συμφωνούμε όλοι σε αυτό. Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι. Άλλοτε τραγικό, άλλοτε γελοίο, αλλά σε κάθε περίπτωση παιχνίδι. Που κάποια ανώτερη δύναμη, άγνωστη σε εμάς που μπορεί να οριστεί αφελώς με διάφορους τρόπους, επέβαλε μονομερώς τη συμμετοχή μας σε αυτό. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Στο παιχνίδι αυτό κυριαρχούν δύο βασικά στοιχεία. Το ένστικτο της επιβίωσης και ο φόβος του θανάτου. Από αυτά τα δύο εκπορεύονται όλα. Για αυτά τα δύο συμβαίνουν όλα. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπαρξιακά υποκατάστατα, για χαμένους και θεατές. Εξ ου και το… λαϊκό άσμα “Δόξα και Χρήμα” προ διετίας. Το χρήμα εξασφαλίζει την επιβίωση και η δόξα την ψευδαίσθηση της αθανασίας. Βέβαια ένα τρίτο στοιχείο θα μπορούσε να αποτελεί και η “ηδονή της κυριαρχίας” (όπως συνηθίζω να την ονομάζω), αλλά δεν παύει και αυτή να ενυπάρχει ως αναλώσιμο-καταναλώσιμο μέγεθος, όπως εξάλλου και όλες οι “ηδονές” σε αυτόν τον κόσμο. Έρχεται και παρέρχεται, δηλαδή.

Πριν από το 1821, δεν υπήρχε η δυνατότητα παιχνιδιού σε αυτά τα εδάφη. Υπήρχε μόνο μία επιλογή. Η σκλαβιά. 

Νομίζω πως δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως την ωμή βαρβαρότητα που διατελέστηκε εν Ελλάδι, επί οθωμανικού ζυγού, στα 400 χρόνια εθνικής και πολιτισμικής ταπείνωσης. Μετά το πέρας της Επανάστασης, γνωρίζουμε πως οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν, εγγυήθηκαν και εξασφάλισαν σταδιακά την εθνική μας ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς, αλλά όχι και από τους ίδιους. Μαζί με την πολυπόθητη “ελευθερία”, επέβαλαν εν πολλοίς και τους απαράβατους κανόνες του Νέου Εθνικού Παιχνιδιού.

Ιστορικά αυτό, μετά και την ολοκλήρωση της Γαλλικής Επανάστασης και με το πέρασμα των δεκαετιών, φέρει επισήμως τον τίτλο “αστική δημοκρατία”. Δεν μιλάμε δηλαδή για “αληθινή” δημοκρατία, όπως την οραματίστηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες, αλλά για “αστική”. Δηλαδή για δημοκρατία των “αστών”. 

Τι σημαίνει αυτό κοινωνικά; Σημαίνει πως όσοι έχουν χρήμα, μπαίνουν στο γήπεδο και παίζουν. Όσοι δεν έχουν χρήμα παρακολουθούν από την εξέδρα,  αγωνιζόμενοι καθημερινά για την επιβίωσή τους. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Ας μιλήσουμε για τα του “οίκου” μας

Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις για την κατανόηση αυτού του υπαρξιακού συμβιβασμού, εκ μέρους του ελληνικού λαού: Η άγνοια-ανοησία, ο φόβος και η προσδοκία της αναρρίχησης. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι ο μέσος Έλληνας, είτε δεν γνωρίζει σε βάθος τη φύση και τους πραγματικούς όρους του παιχνιδιού και του σχετικού “παρασκηνίου” (βλ. άγνοια ή ανοησία). Είτε γνωρίζει, αλλά φοβάται να αντιδράσει ή να εξεγερθεί λόγω της πιθανής, έως βέβαιης, τιμωρίας του από τους ισχυρούς και τους μηχανισμούς που αυτοί ελέγχουν (βλ. φόβος).

Είτε αποδέχεται και ανέχεται το όλο παιχνίδι, με την προσδοκία (ή την αυταπάτη) ότι κάποια μέρα, μέσω της σταδιακής αναρρίχησης του μέσω κομματικών ή άλλων μηχανισμών, θα βρίσκεται αυτός στη θέση του ισχυρού. Επομένως, οποιαδήποτε παρελθοντική “επαναστατική” δράση, ενδέχεται να λειτουργήσει ως boomerang εις βάρος του. Αυτό το παιχνίδι είναι που ονομάστηκε, μέσω και της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής θεωρίας στις αρχές του 19ου αιώνα, καπιταλισμός. Του οποίου βασικό εργαλείο και “γονιδιακό” υπόστρωμα (ενδεχομένως και γεννήτρια) αποτέλεσε διαχρονικά ο ιμπεριαλισμός.

Βέβαια στην πράξη αποδείχθηκε το πλέον ισχυρό και “πανανθρώπινο” (με την “ζωώδη” έννοια του όρου) σύστημα, γι’ αυτό και απόλυτα κυρίαρχο μέχρι σήμερα, παρότι υπό απόλυτη κατάρρευση πια. Είναι βλέπετε τέτοιοι οι μηχανισμοί επιβολής, ενσωμάτωσης, προσαρμοστικότητας και αλλοτρίωσης αυτού του Συστήματος, που κανένα ιδεολογικά «απολυταρχικό» ή «δογματικό» καθεστώς, είτε ψευδομαρξιστικό είτε εθνικιστικό, δεν κατάφερε οικονομικά και πολιτικά να το αντιμετωπίσει.

Το σφάλμα του Μαρξ

Ένα από τα μεγάλα σφάλματα του Μαρξ είναι πως αθέτησε, ή προσπάθησε αλαζονικά να υπερβεί, την αρχική πλατωνική παραδοχή. Την ίδια την έννοια του παιχνιδιού, δηλαδή και τις αναντίρρητες “νομοτελειακές” του εκφάνσεις. Το να βάλεις, δηλαδή, έναν ολόκληρο λαό μέσα στο γήπεδο, χωρίς την παρουσία διαιτητών και εποπτών, αφήνοντας την εξέδρα άδεια και τους ισχυρούς, τους αστούς, ή όποιους άλλους αντιφρονούντες, στα αποδυτήρια δεμένους χειροπόδαρα (βλ. γκούλαγκ), αποτελεί παραφροσύνη.

Ή διαφορετικά μία εκδοχή ελκυστικού, πλην όμως επικίνδυνου (έως και εγκληματικού) παιχνιδιού. Η έννοια της “Οικολογίας της Δράσης” του Edgar Morin, θεωρώ πως αποτελεί την ουσιαστικότερη φιλοσοφική ερμηνεία που έχει δοθεί, σχετικά με τα βαθύτερα αίτια αποτυχίας τέτοιων μεγαλόπνοων και υψιπετών ιστορικών εγχειρημάτων.

Βέβαια όσον αφορά τις σύγχρονες κοινωνίες, υπάρχει και μία άλλη διάσταση που υπερβαίνει την οικονομική. Βασική προϋπόθεση της συμμετοχής του λαού σε αυτό το παιχνίδι είναι η πλήρης αποδοχή των όρων που οι ισχυροί επιβάλλουν. Δηλαδή η “υπογεγραμμένη” υποταγή στη “βούληση” και τα “προτάγματα” των ισχυρών, όταν και όπου χρειαστεί, αποτελεί αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση των επίδοξων αρχόντων του ντόπιου παιχνιδιού. Εξάλλου είναι κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει πολλάκις στη σύγχρονη Ιστορία μας. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θλιβερό, αν και ενδιαφέρον, θέμα.

Πού όμως πρέπει να καταλήξει όλος αυτός ο συλλογισμός, ώστε να έχει κάποια χρησιμότητα στις ζωές και την καθημερινότητά μας; Το βασικό ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι να ξαναβρούμε τον χαμένο μας εαυτό. Τη χαμένη μας ανθρωπιά. Την ψυχή μας. Την αλληλεγγύη. Την ουσιαστική επικοινωνία. Την ίδια τη ζωή. Έξω από ψηφιακές “παραισθήσεις”.

Ψάξε το βαθιά

Χρειάζεται να κάνουμε πράξη το “Ψάξε το βαθιά”. Και φυσικά να αποτινάξουμε από πάνω μας (και από μέσα μας) κάθε στοιχείο “φτηνού” εγωισμού, ματαιοδοξίας, υπεροχής και επιβολής. Σ’ αυτό το «πουλημένο το παιχνίδι», όπως είχα γράψει το 2010 στους “Νικητές”, είτε βγεις νικητής είτε βγεις χαμένος, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι (και θα είναι) τόσο μεγάλη η σκόνη του μέλλοντος χρόνου και της αναπόφευκτης λήθης που αυτός επιφέρει, που κανένας δεν πρόκειται να ασχοληθεί με εμάς.

Η μέγιστη ανοησία του ανθρώπινου είδους είναι πως πίστεψε (και πιστεύει ακόμα) πως επειδή έτυχε ή κατάφερε να έχει μία εξουσία, ένα αξίωμα, ένα ταλέντο, μία καλή φωνή, μία ελκυστική εμφάνιση, μία επικοινωνιακή δεινότητα ή μία ποιητική-συγγραφική “φλέβα”, σε 100, 500 ή 1000 χρόνια οι μελλοντικοί άνθρωποι και πολιτισμοί θα “υποχρεούνται” να ασχολούνται αδιάλειπτα με αυτόν, το έργο και τον “μύθο” του. Φαντάζει γελοίο το σκεπτικό αυτό στα μάτια ενός στοιχειωδώς σκεπτόμενου ανθρώπου.

Μάλλον δεν έχουμε κατανοήσει σε βάθος τι σημαίνουν οι φράσεις “Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις”, “Η ζωή είναι απρόβλεπτη”, “Η ζωή είναι γεμάτη ανατροπές”, “Η ζωή φέρνει τα πάνω κάτω”. Δεν φανταζόμαστε πόσοι αληθινά σπουδαίοι άνθρωποι έχουν περάσει από αυτόν τον κόσμο, σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, χωρίς να γνωρίζουμε σήμερα ούτε καν το όνομά τους. Το πεδίο της ανθρώπινης άγνοιας θα υπερκαλύπτει πάντα αυτό της σχετικής γνώσης. Τι πιστεύετε δηλαδή; Κάτι παραπάνω δεν γνώριζε ο Σωκράτης, όταν – διωκόμενος στα 70 του – δήλωνε κατηγορηματικά ενώπιον του αθηναϊκού λαού πως… «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα»;

Σχόλια