Η ελληνική οικονομική κρίση πυροδοτήθηκε από την αναταραχή της Μεγάλης Υφεσης του 2008 - 2009, η οποία συνέβαλε στη διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και τη διόγκωση του δημοσίου χρέους. Την ίδια περίοδο, στις ΗΠΑ είχαμε την αναγκαστική διάσωση της διεθνούς ασφαλιστικής εταιρείας AIG και της παραπαίουσας General Motors, ενώ η μεγάλη επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers αφέθηκε στην τύχη της, για να καταρρεύσει το 2008. Παραπλήσια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και σε άλλες αναπτυγμένες οικονομίες. Εν μέσω εύθραυστου διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, το υψηλό δημόσιο χρέος (Σχήμα 1) της Ελλάδας και η περαιτέρω ανοδική του τάση εκλήφθησαν από τις αγορές ως αδυναμία εκπλήρωσης δανειακών υποχρεώσεων.
Ως εκ τούτου, ο δανεισμός της Ελλάδας γινόταν διαρκώς δυσκολότερος, φέρνοντας ολοένα και εγγύτερα την πιθανότητα πτώχευσης, καθώς οι υφιστάμενοι θεσμοί της Ε.Ε. δεν ήταν «παντός καιρού». Η Μακροχρόνια Υφεση, που ξεκίνησε το 2007 και συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, χτύπησε την Ελλάδα με τον χειρότερο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι το πρόβλημα ήταν εξωγενές και όλα ήταν καλώς καμωμένα στη χώρα. Κάθε άλλο, ο δανεισμός που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για καταναλωτικούς και όχι επενδυτικούς σκοπούς είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μια οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Το Πρώτο Πρόγραμμα Προσαρμογής ή Μνημόνιο Ι
Το πρώτο μνημόνιο -3/5/2010- αποδείχτηκε αναποτελεσματικό, καθώς δεν προβλεπόταν «κόψιμο» χρέους, παρά μόνο διαρθρωτικές αλλαγές. Η Ελλάδα δανειοδοτήθηκε με 110 δισ. ευρώ σε τριετή ορίζοντα. Επιπλέον, η ΕΚΤ αγόρασε ελληνικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, αξίας 34 δισ. Το Μνημόνιο απαιτούσε δημοσιονομική εξυγίανση και προσαρμογή, δηλαδή περικοπή δημοσίων δαπανών και «εσωτερική υποτίμηση» ή μείωση μισθών και αύξηση φορολογίας, μεταξύ άλλων.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ σε προγράμματα διάσωσης προϋπέθετε, πέρα από τη δημοσιονομική εξυγίανση και προσαρμογή, την υποτίμηση του νομίσματος και το κούρεμα του χρέους. Η πολιτική υποτίμησης νομίσματος δεν ήταν διαθέσιμη στις χώρες της Ευρωζώνης και αντ’ αυτής υιοθετήθηκε η εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή η μείωση μισθών και η αύξηση της ανεργίας, σε μια προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Ενώ στο αναγκαίο (όπως αποδείχτηκε εν τη πράξει) κούρεμα του χρέους πρόβαλαν αντίρρηση οι λοιπές χώρες της Ε.Ε., καθώς μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους βρισκόταν στην κατοχή τραπεζών τους (κυρίως Γερμανίας και Γαλλίας).
Τυχόν κούρεμα χρέους ενδεχομένως να τροφοδοτούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, χειροτερεύοντας τη διεθνή ύφεση, εν εξελίξει ήδη από το 2007. Η Ε.Ε. ήθελε αφενός την εμπειρία του ΔΝΤ και αφετέρου τα δάνεια του ΔΝΤ, ύψους 30 δισ. δολαρίων, το μεγαλύτερο μέχρι τότε δάνειο που χορήγησε το ΔΝΤ σε χώρα - μέλος του. Υπό αυτές τις συνθήκες, βιώσιμο θεωρήθηκε το χρέος, του οποίου ο λόγος ως προς το ΑΕΠ βρίσκεται στο 120%, πράγμα που ποτέ δεν επιτεύχθηκε (Σχήμα 1). Αλίμονο, όμως, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες οδήγησαν στη μεγαλύτερη ύφεση της Ελλάδας, μεταπολεμικά (-10,1% Σχήμα 2).
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, στη διετία 2010 - 2011, έλαβε χώρα μια ανακατανομή του ελληνικού δημοσίου χρέους μεταξύ των πιστωτών. Οι ξένες τράπεζες ξεφόρτωναν τα ομόλογά τους, ενώ οι ελληνικές τα φορτώνονταν, μια πολιτική που προφανώς τύγχανε κυβερνητικής ενθάρρυνσης. Η ιδέα ήταν ότι έτσι αποτρεπόταν το περαιτέρω κατρακύλισμα της τιμής των ομολόγων προς όφελος των ξένων τραπεζών και βεβαίως στη συγκράτηση των spreads και την αξιοπιστία του Δημοσίου στις κεφαλαιαγορές.
Το Δεύτερο Πρόγραμμα Αναπροσαρμογής ή Μνημόνιο ΙΙ
Οι ξένες τράπεζες «ξεφορτώθηκαν» το 80% περίπου των ελληνικών ομολόγων, αξίας 110 δισεκατομμυρίων, στο μεσοδιάστημα των δύο μνημονίων. Οι ιδιώτες επενδυτές θα έπρεπε να αποδεχτούν το κούρεμα των ομολόγων τους, καθώς το Δημόσιο ενεργοποίησε τις ρήτρες συλλογικής δράσης (CAC), μέσω κουρέματος των ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων. Στις 31/12/2011, έχουμε συνολικό χρέος 356 δισ. ευρώ, εκ των οποίων οι ιδιώτες πιστωτές (με 197 δισ. ευρώ) υφίστανται απώλειες 53,5%, δηλαδή κούρεμα ύψους 105,4 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο ιστορικά. Από αυτά, 37 δισ. ευρώ αντιστοιχούσαν στην ανακεφαλαίωση των τραπεζών (18 δισ. απώλειες από το κούρεμα και 19 δισ. «κόκκινα» δάνεια), συν 14 δισ. νέα δανειακή επιβάρυνση. Συνολικά, 51 δισ. ευρώ της ανακεφαλαιοποίησης φορτώνονται στις πλάτες των ανυποψίαστων φορολογούμενων.
Ακόμη, τα συνταξιοδοτικά ταμεία κατέγραψαν απώλειες 14 δισ. ευρώ, ωστόσο αυτά θεωρήθηκαν ελάφρυνση του Δημοσίου. Συνοψίζοντας, αφαιρώντας από τα 51 δισ. ευρώ τα 14 δισ., λαμβάνουμε 37/356=10,4%, ενώ ως προς τα ομόλογα υποκείμενα κουρέματος: 37/197=18,8%. Ισως, «πολλή φασαρία για το τίποτα», ωστόσο το κούρεμα του 2012 ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημοσίου χρέους (Σχήμα 1). Π.χ., τη δεκαετία 1999 - 2008, το δημόσιο χρέος αυξάνεται κατά 1,6% ετησίως, ενώ την τριετία 2009-2011 η μέση ετήσια αύξηση εκτινάσσεται στο 15%! Τέλος, την περίοδο 2012-2019, ο ρυθμός αύξησης περιορίστηκε στο 0,5%. Eνδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή του συνολικού χρέους, στις 31/12/2011, από 80% ιδιωτικού και 20% Θεσμών, μετά το 2012 έχουμε πλήρη αντιστροφή.
Το Τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής ή Μνημόνιο ΙΙΙ
Η νέα ελληνική κυβέρνηση του Ιανουαρίου του 2015 θεώρησε ότι μπορεί να ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Οι συνθήκες στο μεταξύ είχαν αλλάξει, πράγμα που η τότε κυβέρνηση, δέσμια του προγράμματος βάσει του οποίου εκλέχτηκε, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Οι Βρυξέλλες ήταν απολύτως προετοιμασμένες να αρνηθούν τα όποια αιτήματα περί ελάφρυνσης χρέους. Παρ’ όλα αυτά, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων και η τυπική (σύμφωνα με το ΔΝΤ) χρεοκοπία, καθώς η κυβέρνηση αθέτησε τις δανειακές της υποχρεώσεις προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Ακολούθησαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, το απορριπτικό των προτάσεων των Θεσμών δημοψήφισμα και οι δραματικές συζητήσεις με τον ESM και στις 12/7/2015, για ένα νέο τριετές μνημόνιο, με δάνειο ύψους 86 δισ. ευρώ, με σειρά δεσμεύσεων.
Συμπεράσματα - Παρατηρήσεις
Το PSI του 2012 ανέκοψε την αλματώδη αύξηση του δημοσίου χρέους και το τρίτο μνημόνιο το 2015, όπως συμπληρώθηκε το 2018 με διευκολύνσεις, κατέστησε το χρέος εξυπηρετήσιμο. Επιπλέον, τα χαμηλά επιτόκια βελτίωσαν το προφίλ λήξεως των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, καθώς οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές μειώθηκαν αρκετά κάτω του 15% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη ανοδική πορεία του χρέους, και εξαιτίας της πανδημίας, κατατάσσει την Ελλάδα με δημόσιο χρέος 236,46%, (2020) πρώτη διεθνώς. Επισημαίνουμε ότι το δημόσιο χρέος είναι πλέον ένα διεθνές πρόβλημα, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τα τρία μνημόνια είναι αλήθεια ότι αποσόβησαν την ανοιχτή χρεοκοπία, ωστόσο δεν θεράπευσαν τα θεμελιώδη ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία παραμένουν επενδυτικά αδιαβάθμητα από το 2009! Τα διεθνώς χαμηλά επιτόκια, καθώς και το (συνεπεία πανδημίας και κατ’ εξαίρεση) πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ βοήθησαν. Ωστόσο, το πρόγραμμα λήγει (με την πανδημία) τον Μάρτιο το 2022.
Επομένως, εντός των προσεχών μηνών, τα ελληνικά ομόλογα θα πρέπει να τύχουν διαβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα, προκειμένου η Ελλάδα να συμμετάσχει στο τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Διαφορετικά, το δημόσιο χρέος θα αποτελεί ένα οξυνόμενο πρόβλημα στα χρόνια που έρχονται, ενώ η δανειοδότηση γενικότερα και ιδιαίτερα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα γίνεται με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία, πράγμα που επαναφέρει στο προσκήνιο -και μάλιστα επιδεινούμενα- όλα τα ενδεχόμενα.
* Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Σχόλια