«Πούλα μια ασθένεια και θα πουλήσεις τα φάρμακά σου».Το σφιχταγκάλιασμα της φαρμακοβιομηχανίας με την ιατρική
Το παράδειγμα της χορήγησης των ψυχοφαρμάκων
Tης Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
«Πούλα μια ασθένεια και θα πουλήσεις τα φάρμακά σου». (Φράση στρατηγικής φαρμακευτικού marketing)
Γνωρίζουμε πως η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια και κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού,
γενικεύτηκε και μαζικοποιήθηκε. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι λαμβάνουν
από ελαφριές έως και βαρύτερες φαρμακευτικές αγωγές χωρίς να διερωτάται
κανείς, αν συντρέχουν πραγματικά βιολογικοί ή ψυχιατρικοί λόγοι, που
τεκμηριώνουν και νομιμοποιούν την χρήση ψυχοφαρμάκων σε τόσο μεγάλη
μερίδα πληθυσμού.
Θα μπορούσε λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: Είναι όντως ψυχικά ασθενείς ή διαταραγμένοι όλοι αυτοί που λαμβάνουν ψυχοφάρμακα; Αν ναι, δεν θα έπρεπε να αναλυθεί τι συμβαίνει και νοσεί ψυχιατρικά μια τόσο μεγάλη μερίδα πληθυσμού; Αν πάλι όχι, τότε γιατί καταναλώνονται σε τέτοιες ποσότητες ψυχοφάρμακα; Είναι μήπως γιατί τα φαρμακευτικά σκευάσματα είναι η πιο φτηνή, εύκολη και γρήγορη αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων; Είναι άραγε, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρείες κατευθύνουν τις διαγνώσεις και κυρίως τις θεραπείες που προτείνονται από τους ψυχιάτρους; Μήπως πάλι διότι η ψυχολογία και η εφαρμογή της στην κλινική πράξη παλινδρομεί 100 χρόνια πίσω από πριν από 100 χρόνια και αδυνατεί να ανακουφίσει τα αιτήματα για ψυχολογική υποστήριξη, σπρώχνοντας αναγκαστικά τα άτομα για αποτελεσματική βοήθεια αποκλειστικά και μόνο στους ψυχίατρους; Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε επομένως να μην επισημάνουμε α) την ευθύνη των επαγγελματιών ψυχολόγων που υπόσχονται, ήδη από τον επαγγελματικό τίτλο που χρησιμοποιούν, ψυχο-θεραπείες, που στην καλύτερη περίπτωση πετυχαίνουν όχι βεβαίως αυτό που υπόσχονται, αλλά μια στοιχειώδη εμψύχωση και β) την ψυχιατρική οπτική για την σημασία της ψυχολογικής κλινικής παρέμβασης, η οποία υποβιβάζεται σε «μια κουβέντα που κάνουμε» με τον ασθενή, παράλληλα με την συνταγογράφηση της φαρμακευτικής του αγωγής.
Δανειζόμενοι τα λόγια του Μ.Παπαδόπουλου1 , μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι «Στις μέρες μας οι αρρώστιες είναι επινοημένες από τα φαρμακευτικά εργαστήρια και τις ομάδες συμφερόντων της ιατρικής σφαίρας και η αρρώστια μετατρέπεται σε ένα βιομηχανικό προϊόν. Εκτός αυτού, φυσιολογικές διαδικασίες της ύπαρξης μας διαστρέφονται σε ιατρικά προβλήματα ένεκα της δράσης της βιομηχανίας και άλλων οργανώσεων.» Ο συγγραφέας αναφέρει πως ένας όλο και πιο μεγάλος αριθμός γιατρών εξεγείρεται ενάντια στην ιατρικοποίηση της ζωής, την τόσο συστηματικά ενορχηστρωμένη από τη φαρμακοβιομηχανία και τους ακόλουθούς της στον ιατρικό κόσμο. Η ίδια διαπίστωση έρχεται και από τη Μεγάλη Βρετανία, όταν το σοβαρό British Medical Journal γράφει: «Είναι εύκολο να επινοήσει κανείς καινούργιες αρρώστιες και καινούργιες θεραπείες. Είναι πολλές οι φυσιολογικές διαδικασίες της ζωής που θα μπορούσαν να ιατρικοποιηθούν: γέννηση, σεξουαλικότητα, γηρατειά, έλλειψη ικανοποίησης, θάνατος».
Άλλωστε, όπως συνεχίζει ο Παπαδόπουλος2 : «Στην στοχευμένη ιατρικοποίηση και ψυχιατρικοποίηση των ανθρώπινων προβλημάτων που μεθοδεύεται από τη φαρμακοβιομηχανία συμβάλλουν προφανώς σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ, τα οποία εκμεταλλεύονται την κατάσταση διαδίδοντας ιδέες πως υποφέρουν όλοι (ή κινδυνεύουν), από κάποια ασθένεια και ενσπείροντας τον πανικό της επερχόμενης τελευταίας θανατηφόρας επιδημίας.»
Είναι γνωστό σε όλους πως οι τηλεοπτικοί δέκτες έχουν γεμίσει από τηλεοπτικούς αστέρες προερχόμενους από τον χώρο της ιατρικής επιστήμης και της ψυχολογίας. Δημιουργώντας ασθένειες ή διογκώνοντας υπάρχουσες, σπέρνουν τον πανικό και διαπαιδαγωγούν τα άτομα να αισθάνονται εν δυνάμει ασθενείς, να νιώθουν ότι η υγεία τους ψυχική και σωματική απειλείται διαρκώς. Γυρνώντας λοιπόν ανά τα κανάλια, οι διάφοροι τηλεοπτικοί αστέρες γιατροί, ψυχίατροι και ψυχολόγοι περιγράφουν τις διάφορες ασθένειες και τα συμπτώματά τους αναλυτικά, εκλαϊκεύοντας έννοιες που θα είχαν ίσως νόημα σε ένα αμφιθέατρο γεμάτο με φοιτητές ιατρικής ή ψυχολογίας.
Πράγματι, σε ένα αμφιθέατρο που θίγονται τέτοια ζητήματα μπορούμε να συναντήσουμε αυτό που καλείται «το σύνδρομο του πρωτοετούς φοιτητή» και αφορά την αίσθηση που βιώνει ο αδαής πρωτοετής που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το άκουσμα τόσων ασθενειών, διαταραχών και συμπτωμάτων, πως «πάσχει» από τα περισσότερα από αυτά. Παρατηρούμε λοιπόν όλο και περισσότερους τηλεθεατές ιατρικών και ψυχιατρικών συζητήσεων ή αναγνωστών ανάλογης αρθρογραφίας να βιώνουν άγχος ως κατά φαντασίαν ασθενείς, το οποίο για να διαχειριστούν, ενδεχομένως θα καταφύγουν σε κάποια αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή την οποία ενδεχομένως θα συνταγογραφήσουν οι ίδιοι οι ηθικοί αυτουργοί στα θύματά τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν διαταραχές όπως, η «κοινωνική φοβία», η οποία χάρη σε ένα άριστο σχέδιο μάρκετινγκ θα μετονομαστεί σε «αγχώδη κοινωνική διαταραχή» (Social Anxiety Disorder – SAD), το ΔΕΠ-Υ στα παιδιά, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή και πολλές άλλες.
Θα ήταν βέβαια ένας ανυπόφορος ιδεαλισμός να αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω ζητήματα χωρίς να κάνουμε καμία νύξη στην εμπορευματοποίηση της υγείας και κατά προέκταση της ψυχικής υγείας. Αυτό καθίσταται ακόμα πιο επείγον όταν το κοινό βομβαρδίζεται από έρευνες και ερευνητικά πορίσματα, χωρίς να αναρωτιέται ποιος χρηματοδοτεί αυτές τις έρευνες – και συνεπώς, πόσο επιστημονικά ανεξάρτητες και αξιόπιστες είναι.
Ενδεικτικά, ο Borch-Jacobsen το 2014 (όπως αναφέρεται από τον Παπαδόπουλο3 ), υπογραμμίζει: «Σήμερα, σε όλο τον κόσμο το 90% της έρευνας χρηματοδοτείται από την φαρμακοβιομηχανία, γεγονός που συνεπάγεται ότι η έρευνα κατευθύνεται σύμφωνα με τα συμφέροντα των εργαστηρίων. Ως αποτέλεσμα, έχουμε όλων των ειδών τις συγκρούσεις συμφερόντων και μια ενδημική διαφθορά της έρευνας από τα κεφάλαια της βιομηχανίας.»
Σε αυτές τις περιπτώσεις «επιστημονικών» ερευνών, ο πελάτης των εργαστηρίων και των πανεπιστημίων είναι ο εργοδότης των επιμέρους ερευνητών. Ως γνωστόν, οι πελάτες και τα αφεντικά «έχουν πάντα δίκιο».
Η διαπλοκή μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και των κρατικών αρχών είναι συχνά εμφανής: Όπως αναφέρει ο Παπαδόπουλος4 : «Τα άτομα που βρίσκονται στους μισθολογικούς καταλόγους της εκάστοτε φαρμακευτικής εταιρείας και είναι υπεύθυνα για κλινικές εξετάσεις πάνω στις οποίες γίνεται πρόταση στις κρατικές αρχές για την έγκριση των φαρμάκων, τα ίδια αυτά άτομα συμμετέχουν επίσης και στις επίσημες επιτροπές που θα εισηγηθούν την κυκλοφορία των φαρμάκων. Το μέχρι «πνιγμού» σφιχταγκάλιασμα της ψυχιατρικής κλινικής πρακτικής στις ΗΠΑ από τις φαρμακοβιομηχανίες αποκαλύπτεται και από την πλειονότητα των μελών των «φιλανθρωπικών» οργανώσεων της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας APA. Έτσι, στα 17 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του American Psychiatric Foundation, τα 4 είναι ανώτερα στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών και άλλα τρία εξαρτώνται με σχέση εργασίας από την φαρμακοβιομηχανία. Επίσης, 9 από τα 16 μέλη του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Εκπαίδευση (American Psychiatric Institute for Research and Education) είναι συνδεδεμένα με εταιρείες.»
«Στις ΗΠΑ, η σχέση των γιατρών που συνταγογραφούν, με τις εταιρείες και τις φαρμακοβιομηχανίες, έχει ήδη επισημοποιηθεί. Στην Μινεσότα λόγου χάρη ο νόμος υποχρεώνει αυτούς που συνταγογραφούν να δηλώνουν τα χρήματα που παίρνουν από τη βιομηχανία. Τα ποσά εξαπλασιάστηκαν μέσα σε πέντε χρόνια. Περισσότερο από το ένα τρίτο των ψυχιάτρων πήρε με τέτοιον τρόπο χρήματα - και από αυτούς, εκείνοι που πήραν πάνω από 5.000 δολάρια είχαν συνταγογραφήσει τρεις φορές περισσότερα νευροληπτικά από εκείνους που πήραν κάτω από 5.000 δολάρια. Μάλιστα, μέσα από την εφαρμογή αυτού του νόμου, αποκαλύφθηκε πως ένας ψυχίατρος από τη Φλόριντα είχε συνταγογραφήσει νευροληπτικά στους δικαιούχους της Medicaid το 2009 αξίας έως δύο εκατομμύρια δολάρια. Η επιβράβευση του ήταν να πάρει από τις φαρμακοβιομηχανίες Astrazeneca, Lilly και Pfizer 111.000 δολάρια για να προβάλλει τα προϊόντα τους και να ενισχύει τη διείσδυσή τους στις επαγγελματικές οργανώσεις και στις οργανώσεις των ασθενών. Είναι άλλωστε γνωστή πρακτική η χρηματοδότηση των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων, ακόμη και των οργανώσεων ασθενών, από τη φαρμακευτική βιομηχανία. Το 2006 η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία εισέπραξε από εκεί 30% των υλικών χρηματοδοτήσεών της, δηλαδή 20 εκατομμύρια δολάρια, εκτός από τις επιχορηγήσεις των διαφόρων επιμέρους δραστηριοτήτων της. Η χρηματοδότηση των οργανώσεων αυτών, οι οποίες διαδραματίζουν ένα, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών υγείας και επηρεάζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, αποτελεί τον βασικό άξονα στρατηγικής των κολοσσών της φαρμακοβιομηχανίας. Ο St – Onge επισημαίνει πως αυτές οι οργανώσεις εξελίσσονται σε παραρτήματα των τμημάτων μάρκετινγκ της βιομηχανίας.5»
Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η φαρμακοβιομηχανία φαίνεται μία από τις πιο κερδοφόρες, και σίγουρα, από τις πιο κυνικές και λιγότερο ηθικές από όλες τις βιομηχανίες όλων των τομέων της οικονομίας. Κατά μείζονα λόγo, αυτό είναι πιο ανησυχητικό όταν συμβαίνει στον τομέα της υγείας.
Οι ομοιότητες, οι παραλληλισμοί και οι αντιστοιχήσεις με την σημερινή κατάσταση της υγειονομικής κρίσης και της διαχείρισης της πανδημίας, είναι οφθαλμοφανείς. Εφόσον, οι στρατηγικές των φαρμακευτικών εταιρειών, η υπόγεια διασύνδεσή τους με τα ερευνητικά κέντρα και η διάδοση της διαφθοράς αφορά σχεδόν όλους τους ιατρικούς κλάδους και ειδικότητες, δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει το γεγονός πως η εμπορευματοποίηση της άσκησης της ιατρικής επιστήμης τείνει να την μετατρέψει από λειτούργημα σε χρηματιστήριο αξιών, όπου οι ιατρικές θέσεις αποκτούν την ρευστότητα μετοχών, αλλάζουν και μεταλλάσσονται ανάλογα με τις επιταγές της αγοράς.
Στην μεταμοντέρνα μεταβατική εποχή της ακραίας εξατομίκευσης, το νόημα της ζωής του κάθε ατόμου γυρνάει γύρω από το σώμα του και τον εαυτό του. Έτσι, η ιατρική και η ψυχολογία, η κάθε μία στην πλευρά της, αναδεικνύονται σε mainstream επιστήμες. Θα λέγαμε πως «Μυρίζει αίμα» γύρω τους. Και όπου «μυρίζει αίμα» συγκεντρώνονται πάντα όλοι οι φιλόδοξοι καρχαρίες και μαζί με αυτούς οι βρικόλακες και τα αναρριχώμενα ζόμπι.
Πιο αναλυτικά το πλήρες άρθρο:
https://psy-counsellors.gr/psychikh-ygeia-kai-koultoura-tou-psychofarmakou/
Σχόλια