Γεννήθηκα στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στη Μακρυνίτσα του Πηλίου, μέσα
στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Αδέρφια ήμασταν δέκα, εγώ ήμουν ο
δεύτερος. Φτώχια μεγάλη τότε, φτώχια ατέλειωτη. Εγώ κι ο μεγαλύτερος
αδερφός γυρνούσαμε με έναν γκαζοτενεκέ και μαζεύαμε περιττώματα σκύλων,
τα φέρναμε στον πατέρα μας κι αυτός τα πουλούσε στον βυρσοδέψη. Ήταν
χρήσιμα γιατί τα βάζανε σε ένα βαρέλι και ρίχνανε εκεί τα δέρματα για να
μαλακώσουν. Σχολείο δεν πήγα γιατί ήταν μακριά, στην Παναγία επάνω, κι
εγώ δεν είχα παπούτσια να πηγαίνω κάθε μέρα. Έτσι δεν έμαθα γράμματα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Όταν μεγάλωσα λίγο, ο πατέρας μας κατέβασε στον Βόλο, τον αδερφό μου τον έβαλε να δουλεύει σε ένα φαρμακείο και εμένα στην κλινική του Τριχόπουλου, με είχαν εκεί ως βοηθό. Όμως εγώ έκλινα στου τσαγκάρη, άκουγα τα σφυράκια των τσαγκάρηδων και μου άρεσε. Λέω στον Τριχόπουλο: «Γιατρέ μου, θα φύγω». «Από δήμαρχος, κλητήρας θα πας να γίνεις;» λέει. Εγώ πήγα. Δούλεψα στον τσαγκάρη τον Ζήκο κι ό,τι έβγαζα, τα έδινα στους γονείς, γιατί έπρεπε να ζήσουν άλλα οχτώ αδέρφια.
Το 1938 πήραν την κλάση μου στον στρατό. Είχε φτιάξει τότε ο Μεταξάς μεγάλα οχυρά στα σύνορα με τη Βουλγαρία και με στείλανε εκεί, στο Μπέλλες. Τον Οκτώβρη του 1940 απολύθηκα και γύρισα στον Βόλο. Λίγες μέρες μετά, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, πήγα να ανοίξω το τσαγκάρικο, περνάει ένας και μου λέει: «Παράτα τα όλα, έχουμε πόλεμο!» Στον δρόμο με σταμάτησαν δυο κοπέλες από τη νεολαία του Μεταξά, μου είπανε να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. Πήγα στο χωριό, χαιρέτησα τους δικούς μου κι έφυγα.
Μαζευτήκαμε στο ρέμα του Ξεριά, εκεί δίνανε ρούχα και εξοπλισμό. Εγώ είχα ρούχα στρατιωτικά, γιατί είχα απολυθεί πρόσφατα.
Μας άφησαν να νυχτώσει και μας πήγανε στο τρένο, στον σταθμό. Μας βάλανε εκεί που βάναν τα ζώα, τ’ άλογα και τα αυτά, όλα μέσα εκεί, όλοι, και πήγαμε στην Καλαμπάκα. Εκεί κατεβήκαμε και μας μέτρησαν. Βγαίνει ο ταγματάρχης και λέει: «Παιδιά, οι Ιταλοί σπάσαν τις γραμμές μας», —δεν μπορώ να τα πω αυτά, μου ‘ρχεται κλάμα— «μπήκαν στην Ελλάδα και προχωράνε. Πρέπει να τρέξουμε, να πάμε να πολεμήσουμε!» Μας είπανε να κρατήσουμε μόνο μια αλλαξιά, γιατί οι μανάδες μάς είχαν δώσει πολλά ρούχα, νόμιζαν ότι γαμήλιο ταξίδι θα κάναμε… «Πετάχτε ό,τι έχετε και δεν έχετε, κρατάτε μόνο το όπλο και τις σφαίρες!»
Ξεκινήσαμε πορεία με τα πόδια, προς το μέτωπο. Τη νύχτα βαδίζαμε στον δρόμο και τη μέρα σε μονοπάτια, για τα αεροπλάνα. Φτάσαμε σε μια περιοχή, στο Καλπάκι κοντά. Ήταν κι άλλοι δικοί μας, είδαμε και πτώματα εκεί, πρώτη φορά. Και λέει ο διοικητής: «Φτάσαμε. Οι Ιταλοί είναι εκεί, στη ρεματιά απέναντι». Εκεί με έπιασε τρακ, μόνο τούτη τη φορά φοβήθηκα σε όλο τον πόλεμο. Και μετά ο Τζανάκης —ο λοχαγός μας, Πελοποννήσιος— λέει: «Παιδιά, δε θα σκοτωθεί κανένας από μας. Έχω τους Δώδεκα Αποστόλους στην τσάντα μου. Δεν πρόκειται, κανένας». Κι έτσι, πέσαμε στον πόλεμο.
Υποφέραμε, υποφέραμε πάρα πολύ. Κρύο, χιόνια και ψείρα. Περπατάγαμε μέσα σε χαράδρες κι άκουγες παλικάρια:
«Πεθαίνω απ’ το κρύο!» Κρύο, ρε παιδιά, κρύο! Μες στις χαράδρες με χιόνια κάτω, πώς ζει ο άνθρωπος; Ξέρεις τι κρύο κάνει η χαράδρα; Το χειρότερο… Καλύτερα να ‘σαι στην κορυφή, παρά στη χαράδρα.
Προχωρήσαμε όμως γιατί ήμασταν νιάτα, είκοσι δύο χρονών παιδιά. Είχαμε γίνει θεριά που οι Ιταλοί μας πήρανε εδάφη. Οι Ιταλοί νόμιζαν ότι θα μπουν τραγουδώντας μέσα, είχαμε βρει κιθάρες και μπουζούκια που άφηναν πίσω. Νόμιζαν θα την πάρουν άρπα-κόλλα την Ελλάδα, όμως τα βρήκαν μπαστούνια. Τους γυρίσαμε πίσω απ’ τα ελληνικά μέρη, τους γυρίσαμε πίσω και πήγαν προς την Αλβανία.
Εκεί στην Αλβανία όταν εμπήκα, ρε παιδιά, παράξενα πράγματα. Η δική μου μονάδα δεν μπήκε σε πόλεις, μόνο σε χωριά περνούσαμε. Ήταν όλοι κρυμμένοι, δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν κρυμμένοι, φοβόνταν! Λέγανε οι Ιταλοί ότι εμείς σφάζουμε… Σε ένα χωριό βλέπω έναν γεροντάκο που καθόταν και του λέω: «Γεια σου, ρε παππού». Γυρίζει να με κοιτάξει, αλλά δε μίλησε. Του πιάνω το χέρι και τον σηκώνω απάνω. Του λέω: «Σου μιλάω, πες μου μια κουβέντα. Είμαστε καλοί άνθρωποι. Δε σκοτώνουμε, σας αγαπάμε». Και δάκρυσε ο άνθρωπος, δάκρυσε. Δεν είναι παράξενο που τον θυμάμαι ακόμα;
Προχωρήσαμε πολεμώντας μέσα στην Αλβανία και φτάσαμε στην Τρεμπεσίνα, το βουνό. Εκεί πάνω, μια μέρα, βλέπω στα εκατό μετρά δυο Αλβανούς που είχαν πάει εθελοντές με τους Ιταλούς. Είχα ένα ωραίο αυτόματο ιταλικό, γιατί αν έχανες το δικό σου όπλο, έπαιρνες άλλο. Τους ρίχνω, μα αυτοί χάνονται. Πάω να τους ψάξω και βρίσκω ένα αμπρί. Μπαίνω μέσα και βλέπω δεκαπέντε Ιταλούς να κάθονται παγωμένοι, με τα όπλα τους . Ήταν αξιωματικοί κάποιοι, γιατί είχαν φτερό στο καπέλο. Ήμουν ένας, αλλά αυτοί μονάχα με κοίταζαν. Δεν ξέρω γιατί δε με πιάσανε, θα φοβήθηκαν ότι ήταν κι άλλοι Έλληνες έξω.
Ήταν ένας και μ’ αγκάλιασε και μου λέει: «Πέτρο με λεν’, Πέτρο». Και με δείχνει το γόνατο κι είχε σφαίρα εδώ κι ήταν το πόδι του τόσο πρησμένο, πολύ. “Ατέν”, μου λέει, “Ατέν”». Τον παίρνω και τον κατεβάζω προς τα κάτω, στους δικούς μας. Στον δρόμο μού κρεμάει μια χρυσή καδένα, από τη μια είχε την Παναγιά Μαντόνα κι από την άλλη, φωτογραφία μια ωραία κοπέλα. Τον παρέδωσα στους Κρητικούς, που ήταν δεύτερη άμυνα πίσω μας κι επειδή ήταν άγριοι, τους είπα: «Παιδιά, παραδόθηκε αιχμάλωτος, μην τον χαλάσετε τον άνθρωπο». Κι έφυγα.
Τους άλλους Ιταλούς στο αμπρί δεν τους πρόδωσα. Θα έπρεπε όμως, ε; Γιατί στην Ελλάδα είχαν επιτεθεί κι αυτοί. Δεν το ’κανα όμως. Δεν ξέρω γιατί. Δεν το ’πα, ούτε το σκέφτηκα τότε. 'Κείνη την καδένα την αντάλλαξα με έναν άλλον για ένα κομμάτι ψωμί, τόσο δα. Μετάνιωσα, αν μπορούσα θα την κρατούσα. Ήθελα να ζήσω όμως, πρώτα.
Χριστούγεννα κάναμε μέσα σε μια χαράδρα. Το βράδυ κάπου μακριά σαν να ακούγαν Βέμπο, γιατί αντηχούσε Βέμπο μέσα από τις χαράδρες.
Η αγριότερη μάχη ήταν στο ύψωμα 731, στην Κλεισούρα. Στο ύψωμα αυτό ανέβαιναν απ’ τη μια μεριά οι Ιταλοί κι απ’ την άλλη εμείς κι η μάχη έγινε πάνω στο βουνό. Πίσω δεν έκανε κανένας. Το τι έγινε εκεί, δε λέγεται… Θα τρελαινόταν όποιος τα έβλεπε τώρα.
“Σώμα με σώμα πολεμούσαμε με τους Ιταλούς, ο ένας τρυπούσε τον άλλον με τις λόγχες.”
Καμία φορά πέφτανε αγκαλιασμένοι, Ιταλοί και Έλληνες. Πατούσαμε πάνω στα πτώματα, τα ζουπούσαμε… Και να βαράει και το πυροβολικό… Εκεί σκοτώθηκαν οι περισσότεροι, εκεί, αγόρι μου. Όσοι ήταν δυνατοί, όσοι ήταν τυχεροί τη γλιτώσαμε.
Εκεί σκότωσα κι εγώ πολλούς Ιταλούς. Πάρα πολλούς. Έχω σκοτώσει, αν υπάρχει Θεός για τις αμαρτίες, θα με τιμωρήσει ο Θεός… Έπρεπε να πολεμήσω, για την πατρίδα, όμως. Στη μάχη ήμουν θηρίο.
Θηρίο,
σου λέω. Δεν ξέρω αυτή η δύναμη από πού μ’ ήρθε! Δε μ’ ένοιαζε για
τίποτα, για τίποτα δε μ’ ένοιαζε. Παντού πήγαινα, παντού. Να ήξερα ότι
μέσα εκεί θα μπορούσα να σκοτωθώ, εκεί θα πάω! Πάρα πολλή δύναμη.
Στην πρώτη γραμμή φαγητό δεν υπήρχε, αυτοί στα μετόπισθεν τρώγανε καλύτερα. Βγάζαμε τις φλούδες από τα δέντρα και τις τρώγαμε… Σε ένα χωριό, μπήκαμε σε ένα ωραίο διώροφο σπίτι, είχαν ρόκες καλαμποκιού κρεμασμένες και τις στέγνωναν. Τις κατεβάσαμε και τα φάγαμε όλα, μέχρι και τα κοτσάνια! Κάτι παιδιά του σπιτιού μάς κοίταγαν τρομαγμένα από πάνω. Σε ένα άλλο χωριό βρήκαμε μελίσσια. Τα τουμπάραμε, βγήκανε οι μέλισσες έξω και φάγαμε το μέλι. Είχαν μείνει και μέλισσες κολλημένες πάνω και τρώγαμε κι αυτές, δε μας ένοιαζε… Ήταν κάτι παιδιά στα παράθυρα και γελούσαν. Δεν καταλαβαίναμε, ήμασταν σαν ζώα. Στους σκοτωμένους Ιταλούς ψάχναμε τα σακίδια, γιατί είχαν μέσα πανιότες και τις τρώγαμε. Μια φορά, κατεβαίνοντας σε μια χαράδρα, βλέπουμε μια φάλαγγα Ιταλούς. Είχαν σταματήσει κι ήταν σειρά μπροστά σε τρεις κατσαρόλες, για να φάνε γεύμα. Αρχίσαμε εμείς το τουφεκίδι, κάνουμε επίθεση, σκοτώνονται και δικοί μας, αλλά οι Ιταλοί κόβουν πέρα και φεύγουν. Κατεβαίνουμε και τουμπάρουμε τις χύτρες, είχαν μακαρόνια, πέφτουν πάνω στο χιόνι και με τις χούφτες πέσαμε όλοι να τα φάμε…
Στη συνθηκολόγηση, όταν έπεσε το μέτωπο, ξεκινήσαμε με τα πόδια να γυρίσουμε στα χωριά μας. Λίγο πριν την Καλαμπάκα, μας είπανε: «Μην πάτε απ’ τον δρόμο. Πιάνουν οι Γερμανοί». Συνέχισα όμως στον δρόμο εγώ και με έπιασε ένας Γερμανός με μηχανή. Με πήρε το όπλο. Τ’ ανοίγει ο Γερμανός, "ταν" το πετάει μέσα, κάτι είχε σαν ρεματιά, έτσι, το πέταξε. Και μ’ έβαλε να φουσκώσω τη μηχανή του. Μπορούσα εγώ να φουσκώσω; Νηστικός κι αδύναμος; Τα κόκκαλα είχαν μείνει πάνω μου.
Μετά βρήκα έναν άλλο Θεσσαλό κι ανεβήκαμε στα βουνά. Αν βλέπαμε φως σε κάνα σπίτι, πλησιάζαμε. Μας περιποιούνταν, αλλά δε μας βάζανε μέσα, γιατί είχαμε πολλή ψείρα. Κάπου βρήκαμε ένα ψόφιο άλογο. Είχα μια μαχαίρα ιταλικιά κι έκοψα το τομάρι, έκανα δυο-τρία κιλά κρέας και το ’βαλα στο σακίδιο. Τρώγοντας αυτό, έτσι ωμό, κι από βουνό σε βουνό, έφτασα στη Μακρυνίτσα.
Ο πατέρας μου δε με γνώρισε και δεν άνοιγε την πόρτα. Δεν πίστευε ότι θα ήμουν ζωντανός. Έκατσα πέντε μήνες στην πρώτη γραμμή. Από τους χίλιους εφτακόσιους που ήμασταν στο Τάγμα μου, γυρίσαμε πίσω οι εφτά. Για χρόνια με παίρνανε σπίτι συγγενείς και λέγανε: «Ξέρεις τι απέγινε ο τάδε;» «Δε θυμάμαι, ρε παιδιά. Δεν ξέρω να σας πω», έλεγα. Έπρεπε οι επιτελείς να μας είχαν αλλάξει. Η Μαγνησία, τα Τρίκαλα, η Λάρισα, η Καρδίτσα, ήμασταν σε όλο τον πόλεμο γραμμή πρόσω. Δε θα ‘πρεπε να ζω εγώ τώρα. Δεν ξέρω πώς γλίτωσα, ήταν σαν να σβήνανε οι σφαίρες πάνω μου… Τότε, πριν πάω στον Ξεριά να παρουσιαστώ, η μάνα μου μου έδωσε μια φανέλα που πάνω της είχε ράψει το τίμιο ξύλο. Ίσως είναι αυτό που με έσωσε.
Στο τάγμα ήμασταν μαζί με έναν πρώτο μου ξάδερφο, Δημήτρης Νταβλαμάνας λεγόταν. Πριν φύγουμε, πήγαμε να χαιρετήσουμε τη μάνα του, ήταν ακόμα δυο-τρία παιδιά από το χωριό μαζί μας. Της λέει: «Ρε μάνα, δε σφάζεις τον κόκορα να φάμε και να φχαριστηθούμε; Έχω προαίσθημα ότι εγώ δε θα γυρίσω. Αυτοί θα γυρίσουν». «Όι, δεν τον σφάζω», είπε η μάνα. Πράγματι, τα λόγια που είπε, έγιναν. Ένα βράδυ ήμασταν μέσα σε ένα αμπρί κι απέναντι μας ήταν οι Ιταλοί. Αφού τα τσακμάκια που ανάβαν κάνα τσιγάρο τα βλέπαμε. Μια στιγμή στο ξημέρωμα, ο ξάδελφος μου λέει: «Κρύωσα, θα σηκωθώ λίγο να κουνηθώ». Κάνει να σηκωθεί απάνω, «μπαμ!» Στο κεφάλι την έφαγε. Τον βλέπω, τον παίρνω αγκαλιά, τι να τον κάνω; Κάτι μου είπε για τη μάνα του τότε, δε θυμάμαι καλά. Δεν έβγαλε αίμα απ’ το κεφάλι. Το μυαλό του μονάχα… Έκοψα ένα ξύλο και το έβαλα. Αυτά τα πράγματα, βρε παιδιά, αυτά… αυτά…
Πολλά βράδια μετά, δεν κοιμόμουν. Θυμόμουν τα παλικάρια, μωρέ. Να μιλάμε, όπως μιλάμε μαζί τώρα, και την ίδια μέρα να τα βλέπεις πεσμένα καταγής.
Κάτι παλικάρια που ήταν τότες, δεν ξέρω, δεν υπάρχουν τώρα, δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν έχετε το αίμα το δικό μας.
Έζησα παράξενη ζωή, με φτώχειες πολλές, αλλά κι ωραία πράγματα. Ένα
μόνο με πίκρανε πολύ: το 1967 μπήκα στον Δήμο Βόλου ως επόπτης
καθαριότητας, το 1976 όμως με διώξανε, επειδή είπαν ότι είχα διοριστεί
επί Χούντας. Τι σχέση είχα εγώ με τις Χούντες, εγώ που στην Κατοχή ήμουν
στον εφεδρικό ΕΛΑΣ; Ήταν αδικία αυτό.
Αν κι είμαι εκατόν πέντε, νοιώθω πολύ καλά. Είμαι εδώ στο Γηροκομείο κι
έχω άνεση, τα κορίτσια με φροντίζουν, δεν έχω παράπονο. Μπορεί να φτάσω
και τα εκατόν τριάντα. Τι λες; Θα φτάσω; Από υγεία δεν έχω τίποτα, δεν
παίρνω φάρμακα. Στους γιατρούς λέω ότι ίσως είναι από τις μέλισσες που
έφαγα τότε στην Αλβανία! Και γελάνε…
=============
Σχόλια